Friday, November 29, 2013

Αστυνομικά έργα με …πολιτική, ψυχολογία, ατμόσφαιρα

Η πολιτική και το έγκλημα, η ψυχολογία και ο φόνος, η μουσική και το παρασκήνιο. Έτσι, στήνουν τις ιστορίες-τους ο Μπέκας, η Δανέλλη, η Παπαδημητρίου… (και οι τρεις κυκλοφόρησαν τον Μάιο). Ανακατεύουν –και καλά κάνουν- την παρανομία με πλευρές του δημόσιου και ιδιωτικού βίου που ρίχνουν τη σκιά-τους στην καθημερινότητά-μας. 
 

Frappe με παγάκια:
Βαγγέλης Μπέκας
“Οι αισιόδοξοι”
εκδόσεις Γαβριηλίδης
2013 

            Ο Βαγγέλης Μπέκας πρέπει να είναι πολύ επίμονος συγγραφέας· κι αυτή η επιμονή-του φέρνει αποτέλεσμα συν τω χρόνω, αφού από το πρώτο-του βιβλίο “Το 13ο υπόγειο” και το δεύτερο “Φετίχ” στο τρίτο έχει διανύσει –ομολογουμένως- μεγάλη απόσταση. Σε προηγούμενο ποστ είχα εκφράσει τις επιφυλάξεις/διαφωνίες στον τρόπο με τον οποίο γράφει ο φίλος εν βιβλίω Βαγγέλης και τώρα βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να πω ότι έχει κάνει μικρά αλλά σταθερά βήματα.
            Το αστυνομικό μυθιστόρημα, με το οποίο καταπιάνεται, μπορεί να καλύψει τις κοινωνικοπολιτικές-του ανησυχίες και μάλλον του ταιριάζει ως είδος. Η δολοφονία ενός υπουργού, σημαίνοντος στελέχους της σοσιαλιστικής κυβέρνησης, αλλά συνάμα και λαμόγιου, που κατέκλεψε το δημόσιο, κινεί τα νήματα. Ο δημοσιογράφος Δημόπουλος, παράλληλα με τις αντιφασιστικές-του έρευνες, αναζητεί στοιχεία, πέφτει πάνω στην όμορφη γραμματέα του Υπουργού, την Ηλέκτρα, βρίσκει τον δολοφόνο, αλλά αυτός σκοτώνεται κ.ο.κ. Κάτι περισσότερο βαθύ και ευρύ κρύβεται πίσω από τον φυσικό αυτουργό…
            Στο έργο δεν λείπουν τα στερεότυπα του είδους, όπως ο πιεστικός και κερδοθήρας διευθυντής στην ηλεκτρονική εφημερίδα όπου δουλεύει ο Δημόπουλος και η μοιραία γυναίκα Ηλέκτρα, θανατηφόρα ωραία και άπληστη για σεξ. Αλλά αυτά που δυστυχώς είναι καμιά φορά αναγκαία δεν αίρουν το παζλ που δημιουργεί ο συγγραφέας γύρω από τον φόνο του υπουργού και σταδιακά ολοκληρώνεται το τοπίο, έστω κι αν οι δολοφόνοι δεν έχουν πρόσωπο αλλά παρουσιάζονται ως οι φυσικοί αυτουργοί μιας μαφιόζικης ρωσικής εταιρείας.
            Αυτό που θέλησε να πετύχει ο Μπέκας, κι ως ένα σημείο  το πέτυχε, είναι να δώσει το κοινωνικοπολιτικό μέσα στο λογοτεχνικό. Γενικά το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν δρέπει δάφνες αισθητικής εμβάθυνσης, αλλά τουλάχιστον προσπαθεί να ξυπνήσει τον αναγνώστη εμβάλλοντάς-τον σε προβληματισμούς γύρω από τα αίτια της κοινωνικής και πολιτικής διαφθοράς. Επομένως, το κείμενο αφορμάται από συγκεκριμένους πολιτικούς που με μίζες και παρασκηνιακά παιχνίδια έβαλαν σε κίνδυνο τη χώρα αλλά και τον εαυτό-τους και προσπαθεί να ξύσει κάτω από τη μιντιακή επιφάνεια, για να δείξει πολιτικές ραδιουργίες και προσωπικές φιλοδοξίες.
            Επαναλαμβάνω ότι είδα ένα έργο άξιο προσοχής, που συντίθεται με συνέπεια, αλλά θα ήθελα να μπορώ να το διαβάσω σε μερικά χρόνια και να δω –απομακρυσμένος από την επικαιρότητα- μια διαχρονικότερη ματιά. 

[Ευχαριστώ τον συγγραφέα για τη διάθεση που δείχνει να ακούσει τη γνώμη-μου και γι’ αυτό μου απέστειλε πάλι το έργο-του]. 


Moccaccino:
Τιτίνα Δανέλλη
“Αίθουσα αναμονής”
εκδόσεις Καστανιώτη
2013 

            Δέκα διηγήματα απλωμένα από το 1973 έως σήμερα δείχνουν ότι η Δανέλλη έχει το τσαγανό της γραφής, παρόλο που το μυθιστόρημά-της “Τα τέσσερα μπαστούνια” (2009) με είχε απογοητεύσει ως προς το συνολικό αποτέλεσμα.
            Τώρα όμως στάθηκα πιο πολύ στη δημιουργία ατμόσφαιρας, στην ανάδειξη της ανθρώπινης ψυχολογίας, στις μικρές πινελιές, τις οποίες το διήγημα ως είδος ευνοεί,…
            Στο πρώτο διήγημα “Αίθουσα αναμονήςη βροχερή ατμόσφαιρα σε έναν ουτοπικό σταθμό τρένου ευνοεί τη συνάντηση του αφηγητή με μια μυστηριώδη γυναίκα, η οποία τελικά τον σαγηνεύει ώστε αυτός να ξεχάσει την αγαπημένη-του που περιμένει να έλθει με το τρένο. Το “Sir Gregory ή Καπετάν Γρηγόρης” αναδεικνύει την ψωνίστικη αλαζονεία του Έλληνα που νομίζει ότι κατάγεται από μεγάλα τζάκια, ότι έχει ξένες ρίζες, ένας Κωνσταντάρας που θυμάται τον λόρδο σκοτσέζο παππού-του, κι όταν έλθει η ώρα εύκολα πείθεται ότι κατάγεται από ντόπιους τουρκοφάγους ήρωες και ψηφίζει μονοκούκι κατά του βασιλιά. Το κείμενο, γραμμένο το 1975, σχετίζεται με το δημοψήφισμα που εκδίωξε τη βασιλεία από την Ελλάδα.
Στον “Καθρέφτη” ο πρωταγωνιστής χωρίζει επειδή η γυναίκα-του τον βρίσκει εξαιρετικά άσχημο , με αποτέλεσμα να πειστεί κι ο ίδιος περί αυτού. Τελικά, αποδεικνύεται ότι δεν είναι καθόλου έτσι. Στο “Ένας έντιμος άνθρωπος” ένας σεβάσμιος καθηγητής προσπαθεί μάταια να ισορροπήσει ανάμεσα σ’ αυτό που είναι (σ’ αυτό που νιώθει) και σ’ αυτό που πρέπει να φαίνεται. Η εντιμότητά-του όμως δεν τον αφήνει. “Η πρώτη εντύπωση” αναφέρεται στον άβουλο δικηγόροπου άγεται και φέρεται από κάποια γυναίκα, είτε από την υπερδραστήρια γραμματέα-του είτε από τη φλύαρη γυναίκα-του. Και στο “Κινητό τέλος” ένα μήνυμα μπορεί και να σημαίνει το οριστικό τέλος μιας σχέσης.
            Όσο διάβαζα, τόσο πειθόμουν ότι η Δανέλλη προσπάθησε
έργο του
Κώστα Μασσέρα
σαράντα χρόνια τώρα να αποτυπώσει ποικίλες εκδοχές του Έλληνα, στον ιδιωτικό κατά βάση βίο-του που ωστόσο αντικατοπτρίζεται και στον δημόσιο. Το προφίλ-του μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:
μετέωρος μεταξύ αντιφατικών πλευρών, άλλη αγαπάει κι άλλη παντρεύεται, έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό-του, ενώ είναι ένα μικρό ανθρωπάριο, ή υποβαθμίζει την αξία-του λόγω μειωμένης αυτογνωσίας, θέλει να είναι κατασταλαγμένος ενώ μέσα-του υποβόσκει μια δόση φυγής, ως άνδρας εξαρτάται από μια γυναίκα κ.ο.κ.
Το διήγημα με τίτλο “Ένα ατυχές συμβάν πλησιάζει στα κείμενα αστυνομικής υφής, για τα οποία είναι πιο γνωστή η Δανέλλη. Το έργο έχει πλοκή, έχει αστυνομική δράση, παίζει έντεχνα με τις οπτικές γωνίες από τον ένα στον άλλο χαρακτήρα, σε ένα έξυπνο γαϊτανάκι, που αναδεικνύει τις αστυνομικές ίντριγκες, την ανθρώπινη ψυχολογία, τα παιχνίδια της μοίρας και της τύχης. Στο “Λογιστή” ο ήρωας ήθελε να γίνει συγγραφέας, έπειτα δολοφόνος και τελικά έγινε μαζί δολοφόνος και αυτόχειρας, ενώ στο “Πάμε να φύγουμε” ο πρωταγωνιστής, διαταραγμένος ψυχολογικά, σκέφτεται να σκοτώσει τη γυναίκα-του και τελικά αυτή κάνει το βήμα που θα τους στείλει και τους δυο στον άλλο κόσμο. Στο τελευταίο διήγημα, στο “Συμβόλαιο”, μια ραδιούργος συμβολαιογράφος μπαίνει σε μια πολυκατοικία για να εξοντώσει, όπως θεωρεί ο αφηγητής, τους ενοίκους.
Τα διηγήματα αυτά είναι πιο πολύ αστυνομικοφανή παρά αστυνομικά, αφού ο φόνος έρχεται στο τέλος να επισφραγίσει την πορεία που έχει πάρει ο δολοφόνος. Καλύτερα θα τα ονόμαζα ψυχολογικά, καθώς η ψυχολογία του κεντρικού χαρακτήρα ξεδιπλώνεται σταδιακά και από αυτήν προκύπτει η εγκληματική πράξη, πιο πολύ ως κορυφή ενός παγόβουνου, από το οποίο ενδιαφέρει πιο πολύ το βάθος παρά το ύψος-του.
Τελικά, η Δανέλλη αξίζει όσο η ψυχολογία των προσώπων που αναδύεται κλιμακωτά τους οδηγεί σε καταβυθίσεις και σε απροσδόκητες ενέργειες, οι οποίες όμως εξηγούνται από το συνολικό εύρος και βάθος του ψυχισμού-τους.

 
Βαρύς γλυκός χωρίς καϊμάκι:
Χίλντα Παπαδημητρίου
“Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2013 

            Την Παπαδημητρίου τη γνωρίσαμε στο λογοτεχνικό-της ντεμπούτο με το βιβλίο “Για μια χούφτα βινύλια” (2011), ένα βιβλίο που είχε ως πρωτόλειο μερικά καλά σημεία, αλλά εν γένει δεν προχώρησε το είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας, όπου ανήκει, παραπέρα. Έτσι, περιμένει κανείς τη δεύτερη δουλειά-της για να διαπιστώσει αν βελτιώθηκε, αν άλλαξε στυλ, αν εμπλούτισε την αφήγησή-της με πιο επίκαιρα θέματα και πιο βαθιές αναλύσεις για τον άνθρωπο ή τη ζωή.
            Το “Έχουνε όλοι κακούς σκοπούς” συνεχίζει με πολλά όμοια στοιχεία την πορεία του πρώτου: ο χοντρούλης αστυνόμος Χάρης Νικολόπουλος, ο κύκλος των μουσικών, που τον ξέρει καλά η συγγραφέας, η εναλλασσόμενη αφήγηση που πετά σε διάφορους τόπους και χρόνους, καλύπτοντας πανοραμικά τη δράση, αν και μερικές φορές καταντά σκέτη υπεκφυγή (όπως η ανάβαση στα Σφακιά, όσο κι αν είναι προγραμματισμένη, και η σούπα στη Βαρβάκειο μέσα στη νύχτα).
            Η υπόθεση αφορά στην εξαφάνιση του τραγουδοποιού Απόστολου Μελισσηνού, ο οποίος μετά την τελευταία-του συναυλία στο Ρέθυμνο φεύγει μέσα στη νύχτα με το τζιπ-του για τα Χανιά. Στον δρόμο κάτι πολύ δυσάρεστο θα του συμβεί, η εξαφάνισή-του αναστατώνει γνωστούς και αγνώστους, το όχημά-του θα βρεθεί λίγες μέρες αργότερα σε ένα φαράγγι και ο θάνατός-του θα κινητοποιήσει τους μηχανισμούς της αστυνομίας που θα αναζητήσει τον δολοφόνο.
            Από τεχνικής άποψης η Παπαδημητρίου απλώνει έναν κύκλο γνωστών του Μελισσηνού, οι περισσότεροι εκ των οποίων ανήκουν τον χώρο της μουσικής, φίλοι και συνάδελφοι, με τους οποίους ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’80 να προωθούν νέα είδη μουσικής, να εμπνέονται από το ροκ και να το εμπλουτίζουν με μεσογειακούς ήχους. Τα πρόσωπα αυτά εμφανίζονται σταδιακά και με την τεχνική της σπείρας έρχονται στο προσκήνιο και ξαναεξαφανίζονται μέχρι να ακουστούν από άλλη πηγή. Έτσι, ενώ οι υποψίες εστιάζονται σε ένα δυο πρόσωπα, πάντα υπάρχουν πέντ’ έξι άλλοι που είναι και δεν είναι ύποπτοι.
            Η Παπαδημητρίου δίνει ώρες ώρες την εντύπωση ότι γράφει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, για να μιλήσει κατά βάθος για τη μουσική. Έχει μια πλούσια παρακαταθήκη μουσικών γνώσεων, πολλά ερεθίσματα και ίντριγκες από τους καλλιτεχνικούς κύκλους, και θέλει να τα εμβάλει σε ένα έργο που να ανασυστήνει όλη αυτή την ατμόσφαιρα. Και θα διαφωνήσω με τον Ρωμανό Σκλαβενίτη-Πιστοφίδη που γράφει στο bookstand “Η Χίλντα λέει συχνά ότι δεν τη νοιάζει τόσο ποιος το έκανε, ποιος σκότωσε, whodunnit, όσο γιατί το έκανε, whydunnit. Αυτό είναι ένα τέτοιο αστυνομικό μυθιστόρημα: στο τέλος, ανακαλύπτεις ότι κακώς σε απασχόλησε η ταυτότητα του δολοφόνου. Άλλα ήταν τα πραγματικά εγκλήματα, αλλού φώλευε το κακό. Το κακό που όταν σκάει, διασκορπίζεται, πάει παντού.”. Κι αυτό γιατί η τελική λύση και η αιτιολογία-της απλώς φωτίζει μια διαπροσωπική σχέση, δεν ανάγεται σε μια γενικότερη εξήγηση των εγκληματογόνων συνθηκών και έτσι παραμένει περιπτωσιολογική και μερική.
            Το βιβλίο το διάβασα γρήγορα, αφού αυτό, όπως πολλά ανάλογα, υπαγορεύουν τον ταχύ ρυθμό. Δεν παρατήρησα πιεσμένες καταστάσεις, η δόμηση της εξιχνίασης ήταν καλή, οι ένοχοι απορρέουν λογικά από τις διασυνδέσεις του θύματος και του περιβάλλοντός-του, δυο αναδρομές στη ζωή-του ήταν πολύ καλά γραμμένες και διαφωτιστικές… Ως εκεί καλά.
 
[Το φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από: coldcasesquad.blogspot.com, www.helpful.com, www.kurubakla.com, usembassynigeria.blogspot.com, robintheblog.wordpress.com, www.urdesign.it, toparathyro.com, concreteloop.com, www.toonpool.com, killscreendaily.com, www.cretantravellers.gr, flicksided.com και egolpio.wordpress.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, November 27, 2013

“Το ελάχιστο ίχνος” του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη

Πόσο ο άνθρωπος είναι αυτεξούσιος και πόσο άθυρμα της μοίρας-του; Μπορεί κανείς να αλλάξει τη ζωή-του ή αυτή είναι εξαρτημένη από τις επιλογές που έκαναν άλλοι; Η τέχνη είναι απόρροια ταλέντου ή μπορεί να χτιστεί με προσπάθεια, έστω και χωρίς ανάλογη προδιάθεση;  
 
 
Γαλλικός με μπέιλι:
Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης
“Το ελάχιστο ίχνος”
εκδόσεις Ροδακιό
2013 

            «Δοκάρι». Με αυτή τη λέξη απάντησε ο συνομιλητής του Αυγουστίνου Ψύχου, όταν ο τελευταίος τον ρώτησε πώς του φαίνεται ως σπουδαστής υποκριτικής στη Σχολή όπου φοιτούσε. Κι η απάντηση αυτή, εκ του ποδοσφαίρου ορμώμενη, σήμαινε ούτε γκολ, ούτε άουτ. Σήμαινε δηλαδή ότι ο Αυγουστίνος δεν είναι πρώτο ταλέντο και εξαιρετικός ηθοποιός, αλλά δεν είναι και ατάλαντος, για τα περιστέρια που λένε, αγγούρι, ανίκανος να παίξει κάτι καλό στη ζωή-του. Είναι μια καλή ευκαιρία, που θέλει δουλειά για να γίνει γκολ.
            Το ίδιο πίστευα κι εγώ για το πρώτο βιβλίο του Χατζηγιαννίδη που λέγεται “Οι τέσσερις τοίχοι” (2000). Παρόλο που είχε κερδίσει το Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω», παρόλο που διαβάζοντάς-το αναγνώρισα το καλοδουλεμένο ύφος και την υπολογισμένη αφήγηση, δεν είχα διακρίνει κάτι βαθύτερο που να με προσελκύσει, που να με κάνει να ελπίζω. Μετά από 13 χρόνια, βλέπω πάλι στο τωρινό βιβλίο-του την μπάλα να πηγαίνει στο δοκάρι, αλλά αφήνω τη φάση να εξελιχθεί καθώς η τροχιά-της είναι προς τα μέσα. Μπορεί και να καταλήξει στο εσωτερικό της εστίας… Μπορεί και να ’χουμε “δοκάρι και μέσα”.
            Βλέπει κανείς φυσικά το γνωστό χατζηγιαννίδειο ύφος, που αγκαλιάζει ζεστά το κείμενο και μαζί τον αναγνώστη-του. Λέξεις που οδηγούν αβίαστα στο κέντρο της αφήγησης. Κι η αφήγηση ξεδιπλώνεται από ένα χέρι που ξέρει να κρατεί τον ρυθμό, να αυξάνει ή να μειώνει την ταχύτητα, να μην αφήνει τη ματιά του αναγνώστη να σκαλώνει στο τάδε ή στο δείνα σημείο. Κι ακόμα περισσότερο, βλέπει κανείς μια σοφά σπειροειδή πορεία στη δράση, που φέρνει τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα σε μια σπείρα που περιλαμβάνει σταδιακά και άλλα πρόσωπα, τα οποία αναδεικνύονται σε καίριους χαρακτήρες μέσα στο μυθιστόρημα. Η πλοκή φέρνει σαν μια μικρή δίνη όλα τα πρόσωπα σε μια έναν μικρό σωρό, σαν φύλλα που τα μάζεψε ο ανεμοστρόβιλος.
            Το πιο σημαντικό είναι οι περίεργα φωτισμένες φιγούρες της χατζηγιαννίδειας γραφής. Οι χαρακτήρες-του είναι μυστηριώδεις, χτυπημένοι ψυχολογικά από παλιά τραύματα, στοιχειωμένοι θα έλεγε κανείς από μικρούς δαίμονες. Ο Αυγουστίνος με λόξα για το θέατρο, αν και δεν έχει ταλέντο, και με αγάπη για τα άσχημα άτομα, όπως τη Βιολέτα, η Χαρίκλεια με ένα κρυμμένο μυστικό για τον πατέρα του γιου-της, ο Ανδρέας Ψύχος με θρησκευτικές έως θρησκόληπτες μανίες κ.ο.κ. Αυτές οι μυστήριες ιδιαιτερότητες είναι τελικά και οι θύρες που θα αφήσουν να περάσει ο αναγνώστης και να δει πώς συνδέονται τα πρόσωπα μεταξύ-τους αλλά κυρίως με τη μοίρα-τους.   
            Ο Χατζηγιαννίδης συνθέτει ένα πολυεπίπεδο κείμενο με πολλές διόδους και πολλές εξόδους. Αυτό σημαίνει ότι ανοίγει πολλά μονοπάτια, αλλά δεν θέλει να τα κλείσει, αφήνοντας τον αναγνώστη να ανακαλύψει ο ίδιος τα ποικίλα κέντρα που εγκατασπείρονται σε όλο το μυθιστόρημα. Τελικά είναι άξονας η ζωή και ο θάνατος ενός ηθοποιού με κάποιο ίχνος ταλέντου στη ζωή-του; ή μήπως αυτό είναι απλώς μια βάση πάνω στην οποία πλέκονται μικρά και μεγάλα αναρριχητικά φυτά;

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life στις 18/10/2013. Οι φωτογραφίες που διακοσμούν την ανάρτηση ελήφθησαν από τα: www.iefimerida.gr, www.patakis.gr, panoptis.blogspot.com και theatro.wordpress.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, November 25, 2013

“1Q84” του Χαρούκι Μουρακάμι -τόμος 3

Πριν από τέσσερις μήνες έγραψα για τους δύο πρώτους τόμους του τρίτομου έργου του Ιάπωνα συγγραφέα. Είπα να μην τ’ αφήσω μισό… Ένα μικρό συμπληρωματικό σχόλιο, λοιπόν. 
 
 
Καφές kan kōhī:
村上 春樹
“1Q84”
2009
Χαρούκι Μουρακάμι
“1Q84”
Τόμος Γ΄
μετ. Μ. Αργυράκη
εκδόσεις Ψυχογιός
2013 

            Πόσοι αγόρασαν και διάβασαν τον τρίτο τόμο της έκδοσης του “1Q84”; Κι είναι εύλογη η απορία, αφού οι δύο πρώτοι τόμοι εκδόθηκαν κάπου μέσα στο 2012, ενώ ο τρίτος μόλις τον Απρίλιο του 2013, όταν δηλαδή είχε σχετικά κοπάσει η «μόδα» του μουρακάμιου έργου.
            Σε προηγούμενη ανάρτησή-μου στις 4/7/2013 μίλησα για τις αρετές του έργου, για τις παράλληλες πραγματικότητες που οικοδομεί, για την εναλλαγή ρεαλιστικού και φανταστικού, για τη δολοφόνο Αομάμε και τον συγγραφέα Τένγκο, για τους κόσμους που χτίζει ο Μουρακάμι και παγιδεύει μέσα-τους τον αναγνώστη. Μίλησα όμως και για μια διάψευση που έμεινε στα χείλη, η οποία ελπίζω να αρθεί στον τρίτο τόμο, που θα καταξιώσει τους άλλους δύο.
            Στον τρίτο τόμο έχουμε μια διπλή αναζήτηση. Αφενός ο Τένγκο, με μια διαισθητική παρόρμηση ψάχνει την παιδική-του αγάπη Αομάμε, κι αυτή, εξίσου διαισθητικά, τον περιμένει να επανεμφανιστεί στη ζωή-της. Αφετέρου, ο Ουσικάγουα, ένα είδος ντετέκτιβ, ψάχνει την Αομάμε, που τη θεωρεί δολοφόνο του Αρχηγού της σέκτας. Ο πρώτος κινείται αόριστα και προσπαθεί να εντοπίσει ίχνη στο μυαλό και σε τυχαίες συναντήσεις, ο δεύτερος συλλέγει μεθοδικά πληροφορίες και κάνει λογικούς συλλογισμούς, για να καταλήξει στην εξεύρεση της δολοφόνου.
            Πίσω από τη ρομαντική ιδεολογία του Μουρακάμι, που υπονοεί ότι η αγάπη δύο νέων μπορεί να διατηρηθεί λανθάνουσα για χρόνια και να εκδηλωθεί με ενστικτώδη διάθεση επανασύνδεσης, βασικό θέμα που διέπει τους τρεις τόμους είναι η έννοια του χρόνου. Αν και αυτός συλλαμβάνεται ως ευθεία γραμμή, μήπως πρέπει να αρχίσουμε να βλέπουμε πέρα από τη διεύθυνση πίσω → μπρος και μια δυνατότητα μεταπήδησης σε ένα παράλληλο χρονικό επίπεδο, από το 1984 σε ένα 1Q84. Ο χρόνος δεν είναι μια μονόδρομη πορεία, αλλά μια ευρύτερη έννοια με κατευθύνσεις και παράπλευρες διόδους που δεν χωρά ο ανθρώπινος νους.
[Οι φωτογραφίες λήφθηκαν από τα: wakpaper.com, bookchatter.net, www.asianoffbeat.com και sites.psu.edu]
            Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, November 23, 2013

“Η χημεία των δακρύων” του Πίτερ Κάρεϊ

Η ανάγνωση δεν αρκεί, αν το μυαλό του αναγνώστη δεν αναζητεί πίσω από τα γεγονότα και την πλοκή υπόγεια νοήματα και βαθύτερες συλλήψεις που ενσαρκώνονται στους ήρωες και στα προβλήματά-τους. 
 
 
Καφές φίλτρου:
Peter Carey
“The Chemistry of Tears”
Faber & Faber
Λονδίνο 2012
Πίτερ Κάρεϊ
“Η χημεία των δακρύων”
μετ. Α. Μαντόγλου
εκδόσεις Ψυχογιός
2013
 
            Παράξενο βιβλίο. Πρώτα πρώτα ο τίτλος του δίνει την αύρα δακρύβρεχτου μπεστ-σέλλερ προς λαϊκή κατανάλωση, κάτι που φυσικά δεν είναι. Έπειτα, ενώ η γραφή δείχνει εξ αρχής στόφα δεξιοτέχνη συγγραφέα, που ξέρει να βάζει τη μία λέξη πίσω από την άλλη, παραξενεύει με τα σκόπιμα κενά και άλματα που κάνει, καθώς προχωρά η αφήγηση.
            Η υπόθεσή-του πραγματεύεται την ψυχολογία μιας ωρολογοποιού που εργάζεται ως συντηρήτρια αυτόματων (μηχανισμών παλιότερων εποχών που έδιναν κίνηση σε ζώα και λοιπές κατασκευές). Η Κάθριν, λοιπόν, ενώ βιώνει την απώλεια του μεγαλύτερου παντρεμένου εραστή-της, που δούλευε στον ίδιο οργανισμό, αναλαμβάνει να μελετήσει και να αποκαταστήσει μια πάπια ή κύκνο, μηχάνημα του 19ου αιώνα, που σώθηκε προφυλαγμένο σε κουτιά, μαζί με τα ημερολόγια του Χένρυ Μπράντλινγκ, ευκατάστατου Άγγλου που πήγε ως τη Γερμανία για να βρει έναν έμπειρο ωρολογοποιό και να φτιάξει ένα παιχνίδι για τον άρρωστο γιο-του.
            Η αφήγηση, όπως φαίνεται, κινείται απ’ τη μια στο χρονικό επίπεδο του 21ου αιώνα και από την άλλη στον 1854, όταν γίνεται το ταξίδι στη Γερμανία. Συνδετικοί αρμοί των δύο χρόνων είναι τόσο η ψυχολογία της απώλειας που συνδέει την πενθούσα ηρωίδα με τον Μπράντλινγκ που αγωνιά για την υγεία του μοναχογιού-του, όσο και η αγάπη και των δύο για μηχανήματα-ρομπότ που αξιοποιούσαν τις κατακτήσεις της μηχανικής για να κινηθούν αυτόνομα. 
            Το καλύτερο μέρος δεν αφορά στο παρελθόν και στην περίεργη φυσιογνωμία του μαστρο-Σάμπερ, ο οποίος είχε ζήσει στην Αγγλία και είχε ζήσει τις προσπάθειες για κατασκευή υπολογιστικών μηχανών. Αφήνω μια ιδέα μυστικισμού που κυριαρχεί, για να μιλήσω περισσότερο για το παρόν της Κάθριν, η οποία βιώνει με πόνο την απώλεια του συντρόφου-της, βασανίζει τη νεαρή βοηθό-της Αμάντα, προσπαθεί να παρακολουθήσει τον μηχανισμό του κύκνου που έχει μπροστά-της και να συμβουλευτεί τα χειρόγραφα του Μπράντλινγκ, για να κατανοήσει τι μηχάνημα σκαρφίστηκαν στον μακρινό 19ο αιώνα. Η ψυχολογία της ηρωίδας είναι το φίλτρο που στην ουσία διυλίζει το πένθος, τις σχέσεις των ανθρώπων, τις μηχανές, το παρελθόν και τα διδάγματά-του. Στο μακρινό παρελθόν ο Σάμπερ φαντάζει κάτι μεταξύ αυτόκλητου εφευρέτη και απατεώνα, ενώ με την οπτική γωνία του παρόντος μπορεί και να είναι πραγματικός καινοτόμος. Κι η Αμάντα τι ρόλο παίζει όταν παίρνει πρωτοβουλίες πέρα από όσες της έχουν ανατεθεί, βγαλμένες εν μέρει από τις αποκρυφιστικές-της τάσεις;
            Το νόημα έχει η σύνδεση μιας ιστορίας κατασκευής της Νήσσας του Βοκανσόν με την απώλεια ενός προσφιλούς προσώπου τον 21o αιώνα; Η Σχινά (Καθημερινή, 3/3/2013)  εστιάζει ως εξής: “Στον πυρήνα του θαυμάσιου μυθιστορήματος του Πίτερ Κάρεϊ βρίσκεται το ερώτημα που ενυπάρχει και τροφοδοτεί τον στοχασμό του Ντιντερό – αλλά ο σύγχρονος συγγραφέας υπερβαίνει την αθώα εποχή που τα λεπτά φιλοσοφικά παιχνίδια δεν είχαν οπίσθια όψη και αναδεικνύει πόσο τρομερά μπορούν να γίνουν τα αντικείμενα όταν ζωντανεύουν. Ένα αυτόματο που μοιάζει με αληθινό υπαινίσσεται ότι και ο άνθρωπος θα μπορούσε να κοιτάξει το στήθος του και να ανακαλύψει ότι είναι καλυμμένο με μεταλλικές πλάκες, που όταν ανοίξουν αποκαλύπτουν στο εσωτερικό τους έναν λεπτεπίλεπτο ωρολογιακό μηχανισμό. Ο τελειοποιημένος μηχανικός άνθρωπος προσβάλλει την ανθρώπινη ατομικότητα και συνείδηση. Όχι, μας λέει έμμεσα ο Κάρεϊ, τα δάκρυα δεν είναι ένα χημικό φαινόμενο, γεννιούνται από τον πόνο ή τον φόβο της απώλειας, από την αγωνία της μοναξιάς.
            Στην ουσία, η εναλλαγή παρόντος – παρελθόντος, η σχέση των έμψυχων ατόμων με τις άψυχες μηχανές, που υπόσχονται όμως κίνηση και δη ζωή, η απώλεια του αγαπημένου ανθρώπου και η ανασύσταση του τεμαχισμένου μηχανήματος υποβάλλει μέχρι τέλους την ιδέα της πραγματικής ζωής και του τεχνητού υποκατάστατού-της.
Δείτε και την παρουσίαση του Librofilo 
 
[φωτογραφικό υλικό για την ανάρτηση άντλησα από: www.rennard.org, www.softpedia.com, blog.dugnorth.com, www.musicamecanica.org και www.anyalarkin.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, November 21, 2013

Πώς Γράφονται τα Απόλυτα Μπεστ-σέλλερ

Αν είσαι επίδοξος μυθιστοριογράφος που θέλεις να πουλήσουν τα έργα-σου, που θέλεις να διαβάζονται αφειδώς, που θέλεις να γυριστούν ταινία και να κόβουν την ανάσα, διάβασε παρακάτω τα βήματα προς την (εισπρακτική) επιτυχία. 
 
 
Πικρός καφές:
Dan Brown
“Inferno”
εκδόσεις Doubleday
New York
2013
“Inferno”
μετ. Χ. Καψάλης
εκδόσεις Ψυχογιός
2013 

            Το “Inferno” ήταν το απόλυτο μπεστ-σέλλερ του καλοκαιριού. Το είδα στις λίστες των ευπώλητων, αλλά κυρίως στα σαλόνια των πλοίων, στις παραλίες των λουομένων, στους πάγκους του πλανόδιων βιβλιοπωλών που το είχαν τόσο στην ελληνική όσο και στην αγγλική έκδοση. Παρά την υψηλή-του τιμή (βεβαίως οι 650 σελίδες-του αντιστοιχούν πλήρως στα 19 περίπου ευρώ-του), πουλούσε και πουλάει τρελά, με αποτέλεσμα ο Ψυχογιός να μη διστάζει καθόλου να εκδίδει τέτοια βιβλία που αποφέρουν σίγουρο, καθαρό κέρδος.
          Το ζητούμενο, σε πρώτη φάση, είναι το γιατί πουλάει. Γιατί διαβάζεται. Γιατί η φήμη-του προηγείται και η αγορά-του ακολουθεί.
            Καταρχάς, η συνταγή λέει σασπένς. Σχεδόν από τις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος τίθενται ερωτηματικά στην περίπτωση του καθηγητή Ρόμπερτ Λάνγκντον, ο οποίος βρέθηκε με διάσειση σε νοσοκομείο της Φλωρεντίας ύστερα από πυροβολισμό, που ευτυχώς δεν τον σκότωσε. Πώς βρέθηκε επομένως εκεί, ενώ αυτός θυμάται να περπατά στην πανεπιστημιούπολη στη Μασαχουσέτη; Πώς έφτασε ημιθανής στην είσοδο του νοσοκομείου; Τι έγινε στο κενό των δύο ημερών, για τις οποίες δεν θυμάται τίποτα; Και κυρίως ποιος ή ποια τον κυνηγά, επιδιώκοντας να τον σκοτώσει; Ο αναγνώστης περιμένει αδημονώντας για τη συνέχεια.
            Το δεύτερο βήμα της συνταγής λέει υπομονή. Οι πληροφορίες δίνονται με το σταγονόμετρο, βασανιστικά αργά αλλά επιμελώς, οι διάλογοι εξάγουν δόσεις δόσεις τα γεγονότα, οι θολές αναμνήσεις και οι λίγες πληροφορίες των γιατρών χτίζουν λίγο λίγο το παζλ του μυστηρίου. Κι εκεί ένα μικρό κεφάλαιο, που ξεφεύγει από την ιστορία του Λάνγκντον, έρχεται να δοκιμάσει λίγο ακόμα την υπομονή του αναγνώστη, ειδικά όταν μια μαυροντυμένη γυναίκα μπαίνει στο νοσοκομείο και πυροβολεί θανάσιμα τον γιατρό που έσπευσε να την εμποδίσει…
          Φυσικά, δεν θα συνεχίσω την υπόθεση βήμα βήμα. Απλώς θέλησα να δείξω πώς ο ρυθμός μεταξύ ταχύτητας και επιβράδυνσης, η εναλλαγή σιωπών και πληροφοριών, η ποικιλία δράσης και στασιμότητας, η γοργή αφήγηση και η αργή περιγραφή είναι τα μαγικά συστατικά για να κρατάει ένα βιβλίο αγκιστρωμένο τον αναγνώστη από τις σελίδες-του.

           
Τρίτο βήμα στη συνταγή για το πιο καλοψημένο μπεστ-σέλλερ είναι οι ανατροπές και οι καμπές ή οι καμπές και οι ανατροπές. Σε κάθε αδιέξοδο στο οποίο οδηγείται η δράση πρέπει να υπάρχει ένας άσος στο μανίκι που να εμφανίζεται σαν φάντης μπαστούνι και να δίνει διέξοδο. Η περιπετειώδης δράση απαιτεί στιγμές άφατης δυσκολίας κι αμέσως μαγικές –αλλά ρεαλιστικές- καμπές που θα βγάλουν τον ήρωα από τη δύσκολη θέση, που θα δώσουν λύση στο πρόβλημα, που θα αιφνιδιάσουν τον αναγνώστη αλλάζοντας ρότα στην πορεία της αφήγησης. Η προσοχή του τελευταίου πρέπει να είναι συνεχώς τεταμένη κι αυτό επιτυγχάνεται μόνο με συχνές εκπλήξεις, κινηματογραφικούς ελιγμούς, έξυπνες αποδράσεις…

            Στο τέταρτο βήμα ρίχνουμε λίγο μυστικισμό μέσα στο μίγμα-μας. Ο μυστικισμός μπορεί να αφορά το παρελθόν, να συνδέεται με τον Μεσαίωνα, τον οποίο έχει μελετήσει στην ακαδημαϊκή-του σταδιοδρομία ο καθηγητής Λάνγκντον, να αποδίδει διακειμενικά έργα που μεταδίδουν ένα μήνυμα, όπως τον “Χάρτη της Κόλασης” του Μποτιτσέλι και τη “Θεία Κωμωδία” του Δάντη. Ένα μυστικό επομένως που έρχεται από το παρελθόν ή που αναβιώνει στο παρόν, που στηρίζεται σε διδάγματα της Ιστορίας ή του Αποκρυφισμού κάνει ακόμα πιο καθηλωτικό το έργο, το οποίο αποκτά επιπλέον ιστορικό βάθος και σαγηνεύει με τη δύναμη άλλων εποχών.
            Το πέμπτο βήμα θα έπρεπε να είναι πρώτο, αλλά το άφησα πίσω, για να το τονίσω ιδιαίτερα. Σύγκρουση, σύγκρουση, σύγκρουση. Αυτό προϋποθέτει έναν αντίπαλο, έναν εχθρό, έναν διώκτη. Κι αν είναι περισσότεροι, ακόμα καλύτερα. Κι αν είναι μια τετραπέρατη οργάνωση, πιο καλά. Κι αν περιλάβουμε και τις κυβερνήσεις ή τις μυστικές υπηρεσίες, αν δηλαδή δώσουμε στο έργο χαρακτήρα, επιστημονικής κατασκοπίας και πολιτικής διπλωματίας, τότε το μίγμα είναι εκρήξιμο, κλεισμένο σε έναν μικρό προστατευμένο σωλήνα. Σε κάθε έργο περιπέτειας, ο εχθρός και οι μέθοδοί-του οδηγούν σε διώξεις, σε συγκρούσεις, σε λαβυρίνθους, από τους οποίους ο ήρωας πρέπει να βρει τρόπο να βγει.
            Ο Dan Brown, όπως και πολλοί άλλοι πλέον, βάζει κι άλλα συστατικά. Συνδυάζει τις ανθρωπιστικές επιστήμες, όπως την Ιστορία της τέχνης, με τις θετικές, όπως τη Βιολογία και τη Βιοχημεία, οι οποίες υπόσχονται τον μέγιστο κίνδυνο για την ανθρωπότητα, μια πανδημία, όπως την πανώλη του Μεσαίωνα. Κατασκευασμένοι ιοί, ανθρωποκτόνες αμπούλες, μικρόβια και άλλοι οργανισμοί που μπορούν να σκοτώσουν ταχύτατα, ένας βιολογικός πόλεμος, από τον οποίο, αν αυτός ξεσπάσει, η ανθρωπότητα δεν θα μπορεί να προστατευθεί. Παίζει το παιχνίδι του χαμένου θησαυρού με γρίφους και κρυπτογραφημένα μηνύματα, οδηγεί τη δράση από τη Φλωρεντία στη Βενετία κι από κει στην Κωνσταντινούπολη, αλλάζει τους ρόλους των κακών με τους καλούς και τανάπαλιν, σκηνοθετεί διώξεις που είναι θέατρο και σκηνές που είναι σινεμά, φτιάχνει δηλαδή το απόλυτο σκηνικό δράσης και σασπένς, ώστε ακόμα και οι ιστορικές πληροφορίες να εντάσσονται σε ένα πλέγμα αγωνίας και έντασης.
          Στον “Κώδικα Da Vinci” αξιοποίησε το έργο του Ιταλού ζωγράφου για να κρύψει τα κωδικοποιημένα μηνύματά-του, τώρα πιάνει τη “Comedia Divina” του Dante Alighieri και εμβάλλει μέσα-της όλα όσα βολεύουν μια μελλοντολογική δυστοπία.
          Ναι, η μαγεία του βιβλίου δεν αφήνει τον αναγνώστη να δει τα κλισέ που χρησιμοποιεί, να δει το κενό κάτω από την καταιγιστική δράση, να δει την κούφια ιστορικότητα, που μοιάζει με οδηγό πόλης, αλλά συνάμα όλος αυτός ο ιστορικός διάκοσμος είναι μια πληροφοριακή πανδαισία και τίποτα άλλο. Φυσικά δεν ψάχνουμε για γλωσσική καλλιέπεια, ούτε για βαθύτερες αναζητήσεις και ιδεολογικές εμβαθύνσεις. Το έργο δεν είναι λογοτεχνία, είναι παραλογοτεχνία με την έννοια που δίνανε στον όρο παλιότερα. Παρ’ όλ’ αυτά, το “Inferno” είναι το απόλυτο βιβλίο για μοναχικά ταξίδια με αεροπλάνο ή για πολλές ώρες ηλιοθεραπεία χωρίς τέρμα.

[Οι φωτογραφίες έχουν αντληθεί από: www.walksofitaly.com, www.tripadvisor.com, www.mbc.net, destijldelarte.blogspot.com, voices.yahoo.com, el.wikipedia.org και keck.usc.edu]
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, November 19, 2013

“Το έκτο αίνιγμα” του Γιαΐρ Λαπίντ

Η παιδοφιλία δεν είναι ένα απλό έγκλημα. Δείχνει πάνω απ’ όλα πώς αντιμετωπίζει μια κοινωνία τα παιδιά, και η εγκληματικότητα εις βάρος-τους αντικατοπτρίζει βαθύτερα, κοινωνικά και υπαρξιακά, δεδομένα της ύπαρξης. 

Espresso Kaful:
 

יאיר לפיד




החידה השישית,
Keshet
Tel Aviv 2001
Γιαΐρ Λαπίντ
“Το έκτο αίνιγμα”
μετ. Α. Κωσταράκου
εκδόσεις Πόλις
2013

            Ίσως ο καλύτερος τρόπος για να περιηγηθείς πολιτισμικά στη γεωγραφία της γης είναι με ένα αστυνομικό μυθιστόρημα ανά χείρας, όχι τόσο επειδή συχνά οι συγγραφείς ξεδιπλώνουν λεκτικά έναν χάρτη της πόλης στην οποία εξελίσσεται η δράση, αλλά κυρίως διότι ο αναγνώστης μπορεί να μάθει την κουλτούρα, τις συνήθειες, τη νοοτροπία, την καθημερινότητα της χώρας ακολουθώντας απλώς τα χνάρια της έρευνας.
            Η υπόθεση του βιβλίου αφορά στις έρευνες του Τζος Σίρμαν, ιδιωτικού ντετέκτιβ και πρώην αστυνομικού, γύρω από την εξαφάνιση της εννιάχρονης Γεόρα, παρόλο που η υπόθεση εξ αρχής φαίνεται και είναι δύσκολη. Ο άγνωστός-μου ισραηλινός συγγραφέας, που ανέλαβε και πολιτική δράση, έγραψε ένα ενδιαφέρον έργο, που κερδίζει τον αναγνώστη για τρεις βασικούς λόγους.
            Ο πρώτος αφορά στην ίδια την ιστορία που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια-μας χωρίς κενά και παράλογα άλματα, χωρίς ακροβασίες και άλλες αλχημείες για να φτάσει κανείς στο τέλος. Αντίθετα, κάθε βήμα έχει προοικονομηθεί με συμπαγή τρόπο, κάθε αποτέλεσμα απορρέει λογικά με απλούς συλλογισμούς και σταθερά αιτιώδεις σχέσεις με το προηγούμενο αίτιό-του. Η αρχική φωτεινή δέσμη που καταλάμβανε μόνο ένα μικρό κύκλο μέσα στο σκοτάδι απλώνεται όλο και πιο έξω, συλλαμβάνοντας πέντε άλλες ανάλογες περιπτώσεις απαγωγής εννιάχρονων κοριτσιών με δυστυχή κατάληξη. Το σύνολο αυτών των περιπτώσεων κάνει πιο εύκολη την αποτύπωση του προφίλ του δράστη και κατά συνέπεια την ταυτοποίησή-του.
            Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το κοινωνικό μήνυμα που προκύπτει. Η παιδοφιλία, η μανιακή αναζήτηση της έξαψης σε παιδικά σώματα, η κατά συρροή ανανέωση του έμψυχου υλικού προκαλούν αποτροπιασμό και καταδεικνύονται ως ανώμαλες καταστάσεις σε μια κοινωνία που μερικές φορές φτάνει στα άκρα για να βρει την ηδονή. Τα εγκλήματα ανάγονται στη σφαίρα της νοσηρότητας που κάνει τον δράστη υπεύθυνο όργανο μιας κοινωνικής σήψης, μιας αρρωστημένης τάσης για συστηματική εκτόνωση σε ανυπεράσπιστα κοριτσάκια.
            Και τέλος επιστρέφω στην πρώτη παρατήρησή-μου, καθώς το Ισραήλ παρουσιάζεται σαν ένα πολυεθνικό πάτσγουορκ, όπου ναι μεν όλοι είναι Εβραίοι αλλά εξίσου είναι και διαφορετικοί, ανάλογα με τη χώρα προέλευσης. Έτσι έχουμε τους Σεφαραδίτες και του Ασκενάζυ, τους ρωσόφωνους και αυτούς που ήλθαν από το Ιράκ!, τις ποικίλες χώρες καταγωγής των συγκλινάντων στη Γη της Επαγγελίας, οι οποίοι διατηρούν σε γενικές γραμμές τις ιδιαιτερότητές-τους. Έτσι, ολοκληρώνεται έστω και αποσπασματικά ένα πανοραμικό ψηφιδωτό, που πέρα από τις ποικίλες κουλτούρες φωτογραφίζει συνάμα και τον καθημερινό τρόπο ζωής, από τα νεκροταφεία έως τον υπόκοσμο κι από τις απλές ανθρώπινες αντιδράσεις μέχρι τη μετριοπαθή εμπλοκή της θρησκείας στη ζωή των Ισραηλινών.
            Μελανό σημείο στην όλη σύνθεση είναι η μανιέρα του νουάρ που αφήνει το χρώμα-της στο έργο: ο σκληρός ντετέκτιβ που έχει άμεσες απαντήσεις και σκληρή γροθιά, που είναι μόνος και ανέστιος και ταυτόχρονα ρίχνει τις γυναίκες με την πρώτη συνάντηση, που γίνεται αντιπαθής στους εχθρούς-του αλλά και πολύ δοτικός στους φίλους-του. Και σ’ αυτό το αναμενόμενο πορτρέτο δεν λείπουν οι άπειρες διασυνδέσεις του Σίρμαν, από τους αστυνόμους μέχρι τους ραβίνους, που κάνουν πιο εύκολη μερικές φορές την εξαγωγή των συμπερασμάτων-του. Φυσικά, εφόσον διάλεξε να γράψει νουάρ, τα μοτίβα του είδους πρέπει να υπάρχουν και γι’ αυτό δεν χτυπάνε άσχημα.
            Χωρίς ντροπή τέτοια αστυνομικά μυθιστορήματα είναι άξια λόγου και η απόλαυση που προσφέρουν δεν είναι μονοδιάστατη. Η εικόνα της κοινωνίας συνοδεύεται από λελογισμένο σασπένς και η αστυνομική δράση με κίνητρα και ανθρώπινες αδυναμίες. Το έργο του Λαπίντ είναι εξαιρετικό, γιατί συν τοις άλλοις οδηγεί σε ένα ευφυές και καλοδουλεμένο στην οικονομία-του τέλος, έξυπνο και ανατρεπτικό, που καταξιώνει όλη τη σύνθεση.

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στον ιστότοπο In2life στις 25/9/2013. Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν την ανάρτηση αντλήθηκαν από: www.in2life.gr, thechronicleherald.ca, www.calcalist.co.il, www.motherhoodthetruth.com, pjmedia.com και torrentbutler.eu]
Πατριάρχης Φώτιος