Wednesday, October 19, 2011

“Για μια χούφτα βινύλια” της Χίλντας Παπαδημητρίου

Οι αθώοι εραστές του βινυλίου μπορεί να είναι πολύ πιο εμπαθείς τελικά και ανταγωνιστικοί, αλλά μπορεί και το βινύλιο να μην είναι παρά το καμουφλάζ για μια υπόθεση ερωτικού πάθους.
Βαρύγλυκος:
Χίλντα Παπαδημητρίου
“Για μια χούφτα βινύλια”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2011
 
            Ο κόσμος του βινυλίου παραπέμπει σε εποχές προ CD, ηλικίες πλέον μεγαλούτσικες που μεγάλωσαν με τα πικ-απ, με ξένη κατά βάση μουσική, με ροκ και παλιά κλασικά. Απηχεί μια πιο αθώα εποχή, όπου το βινύλιο ήταν ένα είδος φετίχ, μια ολόκληρη μυθολογία όχι μόνο τραγουδιστών και συγκροτημάτων, αλλά και λατρείας του εξώφυλλου, του πειρατικού σταθμού, του ψαγμένου δισκοπωλείου. Όσοι ακόμα έχουν βινύλια και δεν τα έχουν αντικαταστήσει με ψηφιακούς δίσκους, πίνουν μαλτ, θεωρούν τους εαυτούς-τους ειδικούς και ελίτ, συνειδητοποιημένους που δεν ακούνε απλώς Dylan και Χατζηδάκη, αλλά κυνηγούν το σπάνιο κομμάτι, τη χαμένη ηχογράφηση, τον κλασικό δίσκο που χαρακτήρισε μια ή περισσότερες γενιές.
            Σε έναν τέτοιο κόσμο στήνει το πρώτο βιβλίο-της η μεταφράστρια και πρώην ιδιοκτήτρια δισκάδικου Χίλντα Παπαδημητρίου. Προφανώς μεταφέρει προσωπικά βιώματα, που αφορούν σε μουσικές επιλογές, συχνά μονομανίες με την ξένη μουσική, με τη συλλογή δίσκων, και με τον τρόπο ζωής γύρω από τους μύθους της μουσικής. Όλα εξελίσσονται γύρω από το δισκάδικο του Φώντα, στο οποίο δουλεύει ο ίδιος και η κουνιάδα-του η Τατιάνα. Εκεί συχνάζουν λάτρεις του βινυλίου, οι περισσότερες θηρευτές σπάνιων δίσκων και συλλογείς μεγάλων σειρών, που καταλαμβάνουν πολλά μέτρα ραφιών στις βιβλιοθήκες-τους. Όλα ξεκινάνε με το φόνο ενός από αυτούς, ο οποίος αποκαλύπτει και προηγούμενους ή επόμενους θανάτους ή απόπειρες με ίδια λίγο πολύ αίτια: όλοι γίνονται για μια χούφτα βινύλια (;).
            Αν δει κανείς το μυθιστόρημα στον πρώτο κύκλο, αυτό της αστυνομικής πλοκής, θα διαπιστώσει μερικά θετικά στοιχεία που κάνουν το έργο να καινοτομεί, αν και δεν λείπουν πρωτολειακές ατέλειες (βασικός μάρτυρας που πιστεύει ότι κινδυνεύει αφήνεται να πάει ασυνόδευτος σπίτι-του, συγκεντρώσεις γίνονται στο σπίτι των αστυνόμων, λες και δεν μπορεί η γνώση των προσωπικών χώρων να αποτελέσει μελλοντικό στόχο κ.ο.κ.). Πρώτα απ’ όλα, τα μικρά κεφάλαια οδηγούν τον αναγνώστη από το ένα πρόσωπο στο άλλο και από τον έναν χώρο στον άλλο με μια πανοραμική θέαση, μια μηδενική οπτική γωνία που εξελίσσεται σε εσωτερική, όταν κάθε χαρακτήρας σκέφτεται και αναλύει τα δεδομένα από τη δική-του σκοπιά. Ο συγγραφέας, σαν άλλος Όμηρος, πηγαινοέρχεται πότε στο δισκοπωλείο, πότε στο Πήλιο, πότε στη ΓΑΔΑ, ώστε με ένα συνεχές πέρασμα από επίπεδο σε επίπεδο να διατηρείται αμείωτη η περιέργεια.
            Αφετέρου, ο Χάρης που έχει αναλάβει την έρευνα από πλευράς της αστυνομίας είναι άπειρος, χοντρός και φλώρος, ακούει μόνο Beatles, ζει με την καταπιεστική μάνα-του, είναι συνεσταλμένος και άβγαλτος, διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα, δεν έχει κοπέλα και θεωρεί δύσκολο να βρει κ.ο.κ. Αυτό τον μετατρέπει σε αντιήρωα που ωστόσο, παρά τα λάθη-του και το ψάξιμο στα τυφλά, βρίσκει άκρη στο πρόβλημα και εντέλει βρίσκει και κοπέλα. Η πλοκή του έργου, μολονότι δεν διακρίνεται για την πολυπλοκότητά-της αλλά πιο πολύ για τη διάθεση να καταγράψει τον κόσμο του βινυλίου, οδηγεί σε εικασίες και σε ανατροπές, οι οποίες όμως δεν απορρέουν πάντα από λογικούς συλλογισμούς του αστυνόμου, αλλά από αποκαλύψεις των ίδιων των εμπλεκομένων. Το ανοιχτό τέλος, όπου πολλοί παραδέχονται την ενοχή, αλλά κανείς δεν είναι σίγουρος για τον πραγματικό ένοχο, είναι ανανεωτικό στοιχείο της γραφής.
            Περνώντας τώρα στον δεύτερο κύκλο της αστυνομικής λογοτεχνίας, σ’ αυτόν της λογοτεχνικής αξίας κάθε έργου, πρέπει να αλλάξουμε κριτήρια και τρόπο αξιολόγησης. Κι αυτό γιατί αν μιλάγαμε για αστυνομικά μυθιστορήματα άλλων εποχών ή έργα που αφορούν στενά τους λάτρεις του μυστηρίου, θα μέναμε στην περιέργεια και στο σασπένς, στα λάθη ή στις ευφυείς καμπές της υπόθεσης κ.ο.κ. Σήμερα, όμως, αυτά δεν αρκούν, ακόμα κι αν είναι τέλεια. Σήμερα, μετράει και η γλώσσα, που στο εν προκειμένω βιβλίο είναι απλή, α-ϋφής, ουδέτερη και στεγνή από οποιαδήποτε προσπάθεια να δει η συγγραφέας και αυτήν ως αυτοσκοπό. Σήμερα μετράει το κοινωνικό, πολιτικό, ψυχολογικό κ.ο.κ. μήνυμα που βρίσκει στο αστυνομικό αίνιγμα ως αφορμή ή ως περιτύλιγμα, ενώ στο “Για μια χούφτα βινύλια” δεν υπάρχει.
Από την άλλη, συχνά αναρωτιέμαι αν ο βιωματικός χώρος κάθε συγγραφέα είναι τόσο μαζικά παρών στο έργο-του, πόσο λίγο ξεφεύγει ο δημιουργός απ’ αυτόν, πόσο μπορεί να οραματιστεί και καταστάσεις έξω από τις εμπειρίες-του (φυσικά δεν αναφέρομαι στους φόνους!) και πόσο μπορεί να τις ξεπεράσει σε ένα δεύτερο ίσως μυθιστόρημα και να λειτουργήσει πιο πολύ με τη συγγραφική επινοητικότητα.

Πατριάρχης Φώτιος

1 comment:

Eleni Tsamadou said...

Αγαπητέ Πατριάρχα,
Μια και ασχολείσαι τελευταίως με την αστυνομική λογοτεχνία, αν θέλεις να μου δώσεις μια διεύθυνση θα μπορούσα να σου στείλω το τελευταίο βιβλίο μου « Ο επισκέπτης του Ονείρου» που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2010 από τις Εκδόσεις «Ψυχογιός». Η τεχνική που χρησιμοποίησα αυτή τη φορά είναι των διαδοχικών μονολόγων έξη γυναικών. Οι γυναίκες είναι διαφόρων ηλικιών και κάθε μια προέρχεται από διαφορετικό κοινωνικό επίπεδο, όλες όμως αφηγούνται και ένα κομμάτι της ιστορίας, όπως αυτές το βλέπουν, σε έναν αστυνόμο που έχει αναλάβει να διαλευκάνει ένα έγκλημα. Ο αναγνώστης δε γνωρίζει από την αρχή ούτε πιο είναι το θύμα ούτε το δολοφόνο φυσικά. Και το τέλος μένει επίσης ανοιχτό.
Η ηλεκτρονική διεύθυνσή μου είναι etsam@otenet.gr