Monday, April 19, 2010

Χυμός τρία εσπεριδοειδή: Ελληνική λογοτεχνία σε διεθνές επίπεδο

       Ένας δεδομένος αριθμός ενεργών αναγνωστών διαβάζει ελληνική λογοτεχνία (πεζογραφία και ποίηση), ενώ ένα μικρό σώμα κριτικών, πανεπιστημιακών και ας πούμε ιστολόγων κρίνει, μελετά, προβληματίζεται πάνω στη λογοτεχνική παραγωγή της χώρας-μας. Πρωτοποριακά κείμενα φυσικά δεν κάνουν το μπαμ, ρηξικέλευθα ρεύματα προφανώς δεν εκδηλώνονται, τάσεις που ανοίγουν δρόμο δεν παρατηρούνται. Ως εκ τούτου η διαμάχη για τη βράβευση του καλύτερου βιβλίου και η κριτική αντιπαράθεση στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο έχει μικρό διακύβευμα. Μικρό το χωριό, μικρά τα μαρούλια. Το ίδιο συμβαίνει και στον εκδοτικό χώρο, όπου οι πωλήσεις ακολουθούν συνήθως διαφορετική γραμμή στον άξονα Χ-Ψ από τη γραμμή της αξιολόγησης κάθε λογοτεχνικού έργου στον ίδιο άξονα (ευπώλητα vs. αξιολογηθέντα).
         Ποια η θέση τελικά αυτών των μικρών σκουληκιών πάνω στο τεράστιο αμπελόφυλλο της οικουμένης, για να παραφράσω τα λόγια του Καζαντζάκη; Από το Νόμπελ του Σεφέρη και του Ελύτη έχουν περάσει πολλά χρόνια. Διάφορες βραβεύσεις και μεταφράσεις που γίνονται σε ελληνικά έργα περνάνε απαρατήρητες στο εξωτερικό. Μια δυο φορές με Γαλανάκη, Ζατέλη και Δούκα (αν δεν κάνω λάθος) φτάσαμε κοντά σε ένα λ.χ. Ευρωπαϊκό Αριστείο, αλλά δεν τα καταφέραμε. Κι αν τα καταφέρναμε, δεν ξέρω αν θα πετυχαίναμε κάτι πιο μακροπρόθεσμο. Το 2004 στην Έκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης πετύχαμε μια πρόσκαιρη προβολή, που έσβησε λίγα χρόνια, αν όχι λίγους μήνες αργότερα. Τα αστυνομικά του Μάρκαρη πήγαν καλά στη γερμανική αγορά. Μόνο η Δημουλά έχω την αίσθηση ότι κάτι πετυχαίνει σε αναγνωρισιμότητα και νομίζω ο Κύπριος Μόντης είχε μπει σε μια ευρεία λίστα για τα Νόμπελ, αλλά δεν προχώρησε.
       Δεν γράφω το ποστ για να γκρινιάξω. Αντίθετα, κάθισα στον υπολογιστή, για να αρθώ πάνω από το μικρό ελληνικό κουτάκι μέσα στο οποίο κάποιοι είναι άρχοντες, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι είναι στην τελευταία επαρχία των γραμμάτων ανά την υφήλιο. Φταίει η γλώσσα; λένε κάποιοι. Τότε ο Κανταρέ, ο Παμούκ και οι λοιποί τούρκοι συγγραφείς, άλλοι λογοτέχνες από εξίσου μικρές γλώσσες γιατί τα καταφέρνουν καλύτερα; Συγκυρίες; Φταίει η κακή οργάνωση στο promoting; Αν ναι, τότε το περιεχόμενο είναι μεν καλό ή έστω μέτριο και ένα καλό αμπαλάζ θα το κάνει πιο δελεαστικό και πιο αναγνωρίσιμο; Φταίει η κοντόθωρη αντίληψη των συγγραφέων-μας που δεν μπορούν να αρθούν πάνω από το μίζερο ομφάλιο λώρο με τα μίντια, τις εφήμερες διακρίσεις και την ελλαδίτικη διαπλοκή; Φταίει μήπως (γενικότερα κρίνοντας) η ελλιπής παράδοση στο μυθιστορηματικό είδος, ενώ στην ποίηση που έχουμε αιώνες γόνιμης καλλιέργειας, τα πράγματα είναι καλύτερα, έστω κι αν η ποίηση δεν πουλάει; Μήπως δεν γράφουμε τόσο οικουμενικά έργα που θα αγγίξουν κάθε ξένο αναγνώστη; Ή μήπως αντίθετα δεν γράφουμε εμφανώς ελληνικά ώστε να δείξουμε κάτι ιδιαίτερο στη μεταμοντέρνα σούπα;
          Απαντήσεις δεν έχω. Ούτε θα ωφελούσε αν εγώ, ο ανώνυμος ιστολόγος σε μια άκρη του διαδικτύου, είχα τη σωστή εκτίμηση για τα πράγματα. Το ζήτημα είναι οι ίδιοι οι συγγραφείς να βάλουν ψηλότερα τον πήχυ και να στοχεύσουν σε έργα που θα συγκριθούν με τα αντίστοιχα των άλλων λαών. Το ζήτημα είναι οι υπεύθυνοι (εκδότες, κριτικοί, αναγνώστες κ.ο.κ.) να πάψουν να εκθειάζουν τη μετριότητα ελλείψει καλύτερου και να απαιτήσουν νέο αέρα και πρωτοποριακές συλλήψεις.
Πατριάρχης Φώτιος

8 comments:

nihilio said...

Το σκεφτόμουν κι εγώ αυτό αυτές τις μέρες, με αφορμή μια εργασία που έκανα σχετικά με την ελληνική αγορά βιβλίου (και το ηλεκτρονικό εμπόριο)

Νομίζω ότι σε κάποιο βαθμό έχει να κάνει με την έμφυτη μιζέρια της σύγχρονης Ελληνικής πραγματικότητας. Ως λαός τείνουμε να σκεφτόμαστε σε μικρή κλίμακα με αποτέλεσμα αυτό να μεταφράζεται σε "μικρά" έργα.
Από την άλλη, μια διεθνής πρωτιά είναι στατιστικώς απίθανη σε μία χώρα 10 εκατομμυρίων, με χαμηλή αναγνωσιμότητα που τρώει πολλά από τα (ταλαντούχα) παιδιά της με πρόσχημα την "ποιότητα" και "λογοτεχνικότητα"

Anonymous said...

αυτο το e-mail που έχεις στο προφίλ ισχύει;

Πάπισσα Ιωάννα said...

nihilio,
μου άρεσε η πρώτη ιδέα-σου: σκεφτόμαστε το μικρό και το καθημερινό, το επιμέρους και χάνουμε το διαχρονικό, έστω κι αν αυτό περνάει μέσα από το καθημερινό και το ιδιωτικό. Εμείς παρακολουθούμε τα δύο τελευταία, αλλά αδυνατούμε να τα αναγάγουμε σε κάτι βαθύτερο.
Πατριάρχης Φώτιος

Πάπισσα Ιωάννα said...

Νιόβη,
έλαβα το μέιλ-σου και επιφυλάσσομαι να ξαναδώ το κείμενό-σου πιο προσεκτικά.
Απλώς δεν μπορώ να διαβάζω με προσήλωση στην οθόνη. Ίσως πρέπει να το τυπώσω.
Πατριάρχης Φώτιος

nihilio said...

Πατριάρχα Φώτιε,
δεν είμαι σίγουρος ότι εννοούμε το ίδιο πράγμα. Αν κρίνω πχ από τα Ελληνικά βιβλία που ξέρω ότι και οι δύο έχουμε διαβάσει (Βασίλειο της Αράχνης, Γκάττερ, Σμαράγδια με Ασήμι), δύο στα τρία δεν ακολουθούν ακριβώς τα μικρά καθημερινά πράγματα. Το τελευταίο μάλιστα ήταν κάτι παραπάνω από φιλόδοξη απόπειρα (αν και η παραλογοτεχνία δε βραβεύεται).
Και τα τρία όμως έπαιζαν με πετυχημένες ξένες συνταγές με ολίγο από πειραματισμό μέσα που δε δούλευε.
Το βασίλειο της Αράχνης έπαιζε στο μοτίβο του Επικού Φάνταζυ, αλλά η πλοκή του έμοιαζε μια σειρά από τυχαία επεισόδια (και ένα μεγάλο κομμάτι του δεύτερου βιβλίου της σειράς εξηγούσε τι γινόταν στο πρώτο, ενώ η αποσπασματικότητα γινόταν όλο και πιο έντονη)
Το Γκάτερ ήταν ενδιαφέρον Χιτσκοκικό θρίλερ, μόνο πως προσπαθούσε να είναι ταυτόχρονα και εφηβικό και σχόλιο πάνω στην εγχώρια σκηνή των κόμικ (και απίστευτα πετυχημένο στο τελευταίο κομμάτι) και... δε θυμάμαι, το διάβαζα και πριν 2 χρόνια. Πατούσε πάντως σε πολλά στοιχεία και τίποτα δεν έβγαινε δυνατό στο τέλος.
Το "Σμαράγδια με ασήμι"... δεν ήξερε αν ήθελε να είναι Anita Blake ή Harry Potter (και για τους μυημένους έχει διαφορά ως προς το τι αποτέλεσμα βγαίνει, αν δηλαδή μιλάμε για σκληρό υπερφυσικό νουάρ ή φανταστικό για εφήβους στις παρυφές του σύγχρονου κόσμου) και η αφήγηση ήταν χειμαρρώδης.

Αυτό που με κάνει να αποκαλώ και τα τρία έργα "μικρά" ήταν η προσπάθεια των συγγραφέων να τα κάνουν "σοβαρά", "πληθωρικά", "δυνατά" και αυτό που με απωθεί ως αναγνώστη από την Ελληνική λογοτεχνία είναι το πόσο "μικρό" βλέπει ο ίδιος ο συγγραφέας το έργο του. Το βλέπω κι εγώ τώρα που διορθώνω μυθιστόρημα, όλο και προσθέτω πράγματα για να δώσω βάθος, ενώ ίσως θα έπρεπε να πετάξω έξω ολόκληρο το πρώτο ακτ (που έχει αρχίσει να διογκώνεται σε απίστευτο βαθμό) και να το αντικαταστήσω με κάτι άλλο.
Παραδόξως, το Νοέμβρη που έγραφα στα Αγγλικά για θεσμό του nanowrimo το μυθιστόρημα, αν και έβγαινε πολύ πιο πολύπλοκο ως προς τις ιδέες του (ξεκινούσε ως τεχνοθρίλερ και μετά γινόταν υπερφυσικός τρόμος) δούλευε πολύ πιο άνετα, σα να είχε φύγει, μαζί με τη γλώσσα, και η ανάγκη να γράψω το νέο και μοναδικό*.
Αλλά μετά, όταν λέω σε ομότεχνους ότι πρέπει να αρχίσουμε να γράφουμε σαν τους Αμερικάνους, τρώω κράξιμο.

* Μπορεί βέβαια να έμαθα κάποια πράγματα τα δύο χρόνια που μεσολάβησαν, τόσο σαν συγγραφέας όσο και σαν άνθρωπος, ή απλά να έχω λιγότερες απαιτήσεις όταν διαβάζω στα αγγλικά.

Anonymous said...

Patriarxi, epitrepse mou mia diorthosi: i Ellada eitan timomeni xora sti Frankfurti to 2001 kai oxi to 2004, kai sygcharitiria gia to blog sou.

Πάπισσα Ιωάννα said...

Anonyme,
συγγνώμη για το λάθος και σ' ευχαριστώ για την παρέμβασή-σου.
Πατριάρχης Φώτιος

Πάπισσα Ιωάννα said...

Nihilio,
εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τι εννοείς. Ίσως επειδή και τα παραδείγματα που αναφέρεις δεν θα μπορούσαν -είτε μου αρέσουν είτε όχι- να αρθούν πάνω από το περιορισμένο χώρο του είδους-τους. Δεν μπορούμε να ξεκινάμε να μιλάμε με κείμενα που δεν έχουν δειγματική αξία. Πρέπει να μιλήσουμε για έργα που θεωρούνται καλά στην Ελλάδα και αποτυγχάνουν να εγείρουν αξιώσεις στο διεθνές γίγνεσθαι
Πατριάρχης Φώτιος