Monday, May 28, 2018

Σώτη Τριανταφύλλου, “Το τέλος του κόσμου σε αγγλικό κήπο”


Αγγλία 17ος αιώνας. Ο βασιλιάς κλονίζεται απ’ την επανάσταση που κήρυξε ο Cromwell και δυο νέοι αγαπάνε τη Susanna, αλλά συνάμα εμπλέκονται, άμεσα ή έμμεσα, στον Εμφύλιο.



Σώτη Τριανταφύλλου
“Το τέλος του κόσμου σε αγγλικό κήπο”
εκδόσεις Πατάκη -2017


Μια ιστορία αλήθειας και κλείνει το τραύμα (MC Yinka):
Ξεκίνησα το βιβλίο κι έπεσα ουρανοκατέβατη στον 17ο αιώνα. Άλλος ένας χωροχρονικός διακτινισμός, σαν αυτούς που μας έχει συνηθίσει η Τριανταφύλλου. Ανοίγεις ένα βιβλίο της και μπαίνεις σούμπιτη στη σκηνή ενός νέου θεάτρου, όπου όλα είναι “ειδικά”.

Τα κακά τα κείμενα / Τη δική μου τη φθορά / Τα ψευτοπαλίκαρα (MC Yinka):
O Benedictus Sillcox γράφει σε προχωρημένη ηλικία ένα βιβλίο. Είμαστε στο σωτήριο έτος 1668 στο Λονδίνο. Ο συγγραφέας θέλει να καταγράψει τη ζωή του φίλου του Lucius Prescott. Πίστεψα ότι θα ’ταν κάποιος σπουδαίος της εποχής, που η Ιστορία τον άφησε στα δεύτερα συρτάρια της. Σταδιακά ανακαλύπτω ότι δεν είναι. Επομένως, όσο διαβάζω αναρωτιέμαι τι σόι βιογραφία είναι αυτή, που δεν είναι βιογραφία. Τι σόι μυθιστόρημα που εστιάζει στη σχέση των δύο προσώπων και στην αγάπη τους για τη Susanna Harley.

Ίσως το ιστορικό περικείμενο είναι πιο σημαντικό. Οι τρεις ήρωες ζουν στην Αγγλία του Εμφύλιου πολέμου μεταξύ του Cromwell και του Βασιλιά. Οι Στρογγυλοπρόσωποι του ενός εναντίον των Βασιλοφρόνων του άλλου. Ο Prescott μάλιστα βρέθηκε στα στρατεύματα του Cromwell. Αλλά κάποια στιγμή λιποτάκτησε για ν’ αποφύγει τον πόλεμο κι έκτοτε ζούσε διωκόμενος. Ο Cromwell τελικά νικάει κι εγκαθιδρύει τη δική του εξουσία. Πόλεμος, καμένα σπαρτά, κρεμάλες, βρασμένο λάχανο, κυνήγι μαγισσών, καράβια και Νέος Κόσμος είναι τα κομμάτια σ’ ένα puzzle εποχής.

Προχωράω με ενδιαφέρον. Είναι γιατί η συγγραφέας ξέρει ν’ αφηγείται μ’ όλη τη γοητεία μιας καλής παραμυθούς. Πού το πάει; Το πάει κάπου; Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση εναλλάσσεται με τριτοπρόσωπη. Κι αυτή σπάει από υποσημειώσεις του εκδότη A.H. Sidney. Έτσι, η κλασική μορφή μυθιστορήματος, που ενσφηνώνει στοιχεία της εποχής (έμμετρα στιχάκια, παροιμίες, εκφράσεις κ.ο.κ.), ανακατεύεται με τις υποσημειώσεις που αποτελούν ένα είδος αυτοσχόλιου.

Είναι ένα αντιπολεμικό έργο που θέτει στο κέντρο τον Αγγλικό Εμφύλιο του 17ου αιώνα για να καταγγείλει κάθε πόλεμο; «Στον πόλεμο ανακαλύπτεις ότι είσαι χειρότερος από όσο νόμιζες», γράφει σε κάποιο σημείο. Βάζοντας στο επίκεντρο της βιογραφίας έναν αντιήρωα λιποτάκτη, θέλει να δείξει τη σχετικότητα των εννοιών πατρίδα, ιδεολογία, πιστεύω, γενναιότητα; Είναι ίσως μια αφήγηση που απλώς χρονομεταφέρει τον αναγνώστη για να φτιάξει μια καλή σκηνοθεσία και τίποτε άλλο; Who knows!

Το μυαλό μου ν’ ανοίξει να δώσει τροφή στην πένα (MC Yinka):
Βλέπω μια αντίστιξη που παρουσιάζει ενδιαφέρον. Γλώσσα ελληνική, τοπίο και σκηνικό αγγλικό. Γιατί; Είναι ένα είδος ειρωνείας, που φαίνεται και σε πολλές ατάκες ροΐδειας μορφής; Μπορεί. Γράφει στα ελληνικά αλλά με λέξεις, όπως αρκεβούζια, σιπσάντης, μεσοβασιλεία, λάβαρο, κύφωνας, μανιφακτούρες, αχυροσκεπή κ.ο.κ., άλλης εποχής και άλλης κουλτούρας, ώστε να δείξει μια απόσταση πλάγια, ειρωνική, μειδιώσα… ή απλώς η Τριανταφύλλου, όπως προείπα, είναι μια παραμυθού που της αρέσει να στήνει ιστορίες για άλλες κοινωνίες και περιόδους; 



> Η Σώτη Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957. Σπούδασε φαρμακευτική στην Αθήνα, ιστορία και πολιτισμούς στο Παρίσι, ιστορία της αμερικανικής πόλης στη Νέα Υόρκη καθώς και γαλλική φιλολογία στην Αθήνα. Έχει γράψει συλλογές διηγημάτων ("Μέρες που έμοιαζαν με μανταρίνι", "Το εναέριο τρένο στο Στίλγουελ", "Άλφαμπετ Σίτυ"), βιβλία για τον κινηματογράφο ("Κινηματογραφημένες πόλεις", "Ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου 1976-1992", "Νέος αγγλικός κινηματογράφος", "Σύγχρονος γαλλικός κινηματογράφος", "Φρανσουά Τριφό", "Τζων Κασσαβέτης". "Μίκαελ Χάνεκε", κ.ά.), μυθιστορήματα ("Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης", 1996, "Αύριο, μια άλλη χώρα", 1997, "Ο υπόγειος ουρανός", 1998, "Το εργοστάσιο των μολυβιών", 2000, "Φτωχή Μάργκο", 2001, "Άλμπατρος", 2003, "Κινέζικα κουτιά", 2006, "Λίγο από το αίμα σου", 2011, "Για την αγάπη της γεωμετρίας", 2012, "Σπάνιες γαίες", 2013, "Το τέλος του κόσμου σε αγγλικό κήπο", 2017), που έγιναν τα περισσότερα μπεστ σέλερ, τις νουβέλες: "Γράμμα από την Αλάσκα", "Θάνατος το ξημέρωμα", "Η φυγή", "Συγχώρεση", "Πιτσιμπούργκο", "Η ταφή της Οφηλίας", "Μηχανικοί καταρράκτες", τα αυτοβιογραφικά βιβλία: "Ο χρόνος πάλι", "Αστραφτερά πεδία", τα βιβλία για παιδιά: "Η Μαριόν στα ασημένια νησιά και τα κόκκινα δάση", "Γράμμα από ένα δράκο", "Η Μιλένα και το φρικτό ψάρι", "Οι αρχαίοι Έλληνες χώνουν τη μύτη τους παντού", "Οι αρχαίοι Έλληνες χώνουν τη μύτη τους παντού (ξανά)" και για εφήβους και νέους: "Αφρικανικό ημερολόγιο", "Μιλώντας με την Αλίκη για τη φιλοσοφία και το νόημα της ζωής", "Μιλώντας για την Έκφραση Έκθεση". Μαζί με τον Ηλία Ιωακείμογλου, έγραψαν από κοινού τα βιβλία: "Αριστερή τρομοκρατία, δημοκρατία και κράτος" και "Για τη σημαία και το έθνος". Μόνη της, το βιβλίο "Πλουραλισμός, πολυπολιτισμικότητα, ενσωμάτωση, αφομοίωση". Τα άρθρα της στην εφημερίδα "Athens Voice" συγκεντρώθηκαν στους τόμους: "Η φοβερή τροπή των πραγμάτων", 2012, "Η ενδέκατη ώρα", 2014, "Ασκήσεις αταραξίας", 2015, "Οι δυσκολίες των πεδιάδων", 2017.
Πάπισσα Ιωάννα

Tuesday, May 22, 2018

Κάρλος Ρουίθ Θαφόν, “Ο λαβύρινθος των πνευμάτων”


Χορταστικό μυθιστόρημα που αποζημιώνει όποιον θέλει ένα σπιντάτο ανάγνωσμα. Λίγο best-seller, λίγο κινηματογραφικό, αλλά πολύ δυνατό στην αστυνομική του φύση.



Carlos Ruiz Zafón
“El laberinto de los espiritus”
2016
Κάρλος Ρουίθ Θαφόν
“Ο λαβύρινθος των πνευμάτων”
μετ. Β. Κνήτου
εκδόσεις Ψυχογιός -2017


Πήρα το βιβλίο νομίζοντας η καημένη ότι πρόκειται για ένα βιβλιοφιλικό ανάγνωσμα. Γρήγορα κατάλαβα ότι αυτή η πτυχή του είναι μία μόνο, μικρή σχετικά. Πίστεψα καθώς προχωρούσα ότι είναι πολιτικό, για την δικτατορία του Φράνκο. Μόνο έμμεσα. Τελικά συνειδητοποίησα ότι είναι ένα μυθιστόρημα αστυνομικής δράσης και το απόλαυσα μετά από διαβάσματα βαριά και συνθλιπτικά. Το είχα ανάγκη.


Η εκούσια-ακουσία εξαφάνιση του Υπουργού Vals, ανθρώπου των γραμμάτων, καθεστωτικού στελέχους του Φράνκο στα 1959 κινητοποιεί πολλούς πίσω του. Την υπόθεση αναλαμβάνει μια εξωαστυνομική κοπέλα, η σκληρή Alicia Gris, στην οποία προσδένουν τον αστυνόμο Vargas, ο οποίος τελικά αποδεικνύεται συνεργάσιμος. Παράλληλα, δραστηριοποιείται ο αχώνευτος αστυνόμος Lomana και άλλοι, που ψάχνουν τη λύση στο αίνιγμα. Η Alicia ξεκινά από το σπίτι του Vals, όπου βρίσκει κρυμμένο το σπάνιο βιβλίο του εξαφανισμένου συγγραφέα Victor Matas. Κι από εκεί οδηγείται σε βιβλιοπωλεία, σε δικηγορικά γραφεία, σε κινηματογράφους, σε βιβλιοθήκες. Απ’ τη Madrid στην Barcelona. Απ’ το δωμάτιό της στους δρόμους της ιδιαίτερης πατρίδας της και στους κινδύνους της δράσης.

Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο με τη ρουφηχτική δύναμη της γραφής του Zafón. Καθώς διάβαζα, θυμήθηκα ότι είχαμε συζητήσει ένα άλλο έργο του Ισπανού συγγραφέα, το “Ο αιχμάλωτος του ουρανού”. Κι εκεί είχαμε δει ότι «η αφηγηματική δύναμη του Θαφόν, τόσο όσον αφορά στην οικονομία της αφήγησης όσο και στην εικονοποιία και την εξέλιξη της υπόθεσης, είναι ισχυρή, που κάνει τον αναγνώστη να βυθίζεται στην εποχή και να παρακολουθεί με ενδιαφέρον τους ήρωες να κυνηγούν τους στόχους τους.» Οι 900 σελίδες του παρόντος δίτομου έργου δεν είναι γολγοθάς. Αντίθετα είναι ένα εύπεπτο ανάγνωσμα, ραγδαίο, δυναμικό, λίγο best seller, αλλά και κατάλληλο για αποφόρτιση απ’ την κούραση της εποχής. Διαβάζεται σφαίρα και δεν πάσχει από λακκούβες που να ρίχνουν το ενδιαφέρον.


Τελικά, επικρατεί φυσικά η αστυνομική ιστορία και η έρευνα. Ανατροπές από ανθρώπους που ήταν έμπιστοι, σκληροί αστυνόμοι που εκφράζουν την κτηνωδία του καθεστώτος, φόνοι ακόμα και στενών συνεργατών, ενδείξεις που προχωρούν την υπόθεση… Φυσικά ο δεύτερος τόμος λόγω έκτασης κοπάζει την ορμή του πρώτου. Αλλά μερικές κρίσιμες καμπές δίνουν ξανά ώθηση και έτσι δεν βουλιάζει.

Κρατώ τη δυναμική αφήγηση και το ταχύ βήμα της ανάγνωσης. Κρατώ και τη διακειμενική σύνδεση με το βιβλίο “Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων” μεταφερμένο στην Ισπανία του Franko και ντυμένο με ζοφερά χρώματα. Κρατώ τέλος τη Βαρκελώνη ως τόπο σκληρό αλλά και τόσο πολύπλοκο. 



> Ο Carlos Ruiz Zafon γεννήθηκε το 1964 στη Βαρκελώνη. Το 1993 κέρδισε το βραβείο Premio Edebe με το πρώτο του μυθιστόρημα, "El principe de la niebla" (“Ο πρίγκιπας της ομίχλης"). Αργότερα δημοσίευσε τα μυθιστορήματα "El palacio de la medianoche" ("Το παλάτι του μεσονυχτίου”), "Las luces de Septiembre" ("Τα φώτα του Σεπτεμβρίου") και το "Marina". Τα έργα του έχουν εκδοθεί σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου και έχουν γνωρίσει μεγάλη επιτυχία. Το 2001 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα για ενηλίκους, "Η σκιά του ανέμου", υποψήφιο για το βραβείο Premio de Novela Fernando Lara, και θεωρείται, μετά τον Δον Κιχώτη, το πιο πετυχημένο μυθιστόρημα στην εκδοτική ιστορία της Ισπανίας. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 40 γλώσσες, έχουν τιμηθεί με πολυάριθμα βραβεία και έχουν πουλήσει περισσότερα από 15 εκατομμύρια αντίτυπα στις πέντε ηπείρους.

Πάπισσα Ιωάννα

Friday, May 18, 2018

Georges Bernanos, “Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου”


Ποιον απασχολεί η ζωή και οι σκέψεις ενός επαρχιακού εφημέριου; Τι είδους λογοτεχνία γράφεται με το ημερολόγιο και τη βιβλική γραφή; Μπορεί ο άνθρωπος του 20ού και 21ου αιώνα να εντρυφήσει στο χριστιανικό πνεύμα που δεν είναι “επίκαιρο”;


Georges Bernanos
“Journal d'un curé de campagne”
1936

“Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου”
μετ. Ι. Μποτουροπούλου
εκδόσεις Πόλις -2017


Μια κοινωνία διανοούμενων που δεν πιστεύει στον Θεό, όπως η δική μας,  ασχολείται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια με το θείο. Ασχολείται με την αναζήτησή του, που δεν φτάνει ίσως στην πίστη. Αλλά πολιορκεί τη θρησκευτικότητα κι επιχειρεί να δει πώς βιώνεται.

Η Marilynne Robinson με βιβλία όπως το “Γκίλιαντ”, η “Λάιλα” κι η “Ρουθ”, ο Graham Greene με έργα όπως “Η δύναμις και η δόξα” και “Η καρδιά των πραγμάτων”, η Laurie Cosse με την “Απόδειξη”, ο ξεχασμένος Roger Martin Du Gard με τον “Ζαν Μπαρουά” κ.ο.κ. εκπέμπουν το θρησκευτικό τους μήνυμα. Η γλώσσα και ο προβληματισμός τους συνήθως δεν έχει διδακτικό και κηρυγματικό χαρακτήρα. Είναι πιο πολύ ο μοντέρνος προβληματισμός που αναδύθηκε μέσα στον 20ό και 21ο αιώνα γύρω από τον Θεό και κυρίως γύρω από το πώς βιώνεται η πίστη.

Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα του Bernanos είναι ημερολογιακό. Κι αυτό, όπως φοβόμουν, μειώνει τη δράση υπέρ μιας εξομολογητικής διάθεσης, που είναι σχετικά αδρανής. Ο νεαρός ιερέας αναλαμβάνει μια ενορία που πεθαίνει από πλήξη, όχι από ακραίες αμαρτίες αλλά από μια αποτελμάτωση που ναρκώνει τις συνειδήσεις. Σκέφτομαι ότι τέτοια μυθιστορήματα ακολουθούν την άχρονη ροή της Καινής Διαθήκης, που απλώνεται σε πολλές σκέψεις διδακτικού περιεχομένου. Επομένως, λίγη σημασία έχει η δράση και περισσότερη ο εσωτερικός παλμός του αφηγητή.


Μόνιμο θέμα του η φτώχια, τόσο η δική του όσο και των άλλων, γεγονός που δείχνει, για τους άθεους, ότι ο όποιος θεός δεν είναι δίκαιος. Ο ιερέας του Bernanos πιστεύει στην “περηφάνια των φτωχών” και προβάλλει μια ολόκληρη κοσμοθεωρία για τη στάση του χριστιανού απέναντι στην ένδεια. Κατηγορεί την εκκλησία που κάνει σπονδές στους πλούσιους. Αν και βλέπει πως ο πλούτος πολλών είναι χρήσιμος για την κοινωνία, αφού η ταξική διαφορά δεν πρόκειται να εξαφανιστεί. “Άλυτο πρόβλημα: να αποκαταστήσει τα δικαιώματα του Φτωχού, χωρίς να του δώσει την εξουσία”, γράφει σε ένα σημείο.

Ο αφηγητής πιστεύει στη χάρη του Θεού και στη δύναμη της προσευχής. Ο ίδιος δεν είναι ούτε χαρισματικός ρήτορας ούτε ξεσηκωτικός φιλάνθρωπος, αλλά επενδύει στην προσευχή για την προσωπική του γαλήνη αλλά και τη θεία παρέμβαση. Ο ίδιος είναι ασθενικός και αδύναμος. Αλλά πιστεύει ότι “ανήκει σίγουρα σ’ εκείνο το είδος των αδύναμων, των ταλαίπωρων, που οι προθέσεις τους παραμένουν αγαθές, αλλά ταλαντεύονται σε όλη τους τη ζωή μεταξύ της άγνοιας και της απελπισίας”. Είναι το αντιπαράδειγμα κληρικού, που ωστόσο είναι πιο ουσιαστικός από πολλούς άλλους δυνατούς, διαπρύσιους και καταπελτικούς.

Αυτή η σχετικά λιμνάζουσα αφήγηση αποκτά νεύρο λίγο μετά τη μέση του κειμένου. Τότε η αποκάλυψη των μυστικών της οικογένειας του κόμη και ο θάνατος της κόμισσας δίνουν τραγική διάσταση στο μυθιστόρημα κι αναδεικνύουν την αγάπη σε μοχλό ακόμα και των πιο αδύναμων ηρώων. Η ήπια κι αφανής παρουσία του ιερέα δεν μπορεί να θεωρηθεί σθεναρή παρέμβαση. Ωστόσο, έπαιξε έναν μυστήριο (όπως κάθε πράξη πίστης) ρόλο στη δρομολόγηση των εξελίξεων. Η κόμισσα του είχε εξομολογηθεί άτυπα το μίσος της κόρης της, τον αδόκητο χαμό του μικρού γιου της και τις απιστίες του άνδρα της. Επομένως, πίσω από την καθωσπρέπει εικόνα της οικογένειας κρύβονται τερατώδη μυστικά και άγριες δυστυχίες. Κι ο ιερέας αποκτά έναν αφανή ρόλο στην ψυχική εξέλιξη των άλλων.

Το ημερολόγιο είναι ένα είδος εξομολόγησης και ψυχικής κάθαρσης για τον ιερέα. Μέσα από τη γραφή ξαναβρίσκει τον εαυτό του. Είναι μια λύτρωση από τα προβλήματα υγείας του, αλλά κι από την σαθρότητα του κόσμου. Ο ίδιος δηλώνει αθώος επειδή είναι ανίκανος για μεγάλες απερισκεψίες! Κάτι που δείχνει την ταπεινότητα ως αρετή και ως μέγεθος.

In2life, 15/5/2018 


> O γάλλος συγγραφέας Ζορζ Μπερνανός (1888-1948) είχε μια ζωή και μια καριέρα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν "περιπετειώδεις". Μαθητής Ιησουιτών, πτυχιούχος Νομικής και Φιλολογίας, οπαδός της Action francaise, ξεκίνησε ως δημοσιογράφος σε φιλοβασιλική εφημερίδα. Πολέμησε στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, εμπειρία που τον σημάδεψε δια βίου· παντρεύτηκε μια απόγονο της Ζαν ντ' Αρκ κι απέκτησε έξι παιδιά. Λόγω οικονομικών προβλημάτων αλλά και υγείας έζησε σε διάφορα μέρη στον Νότο της Γαλλίας, στην Πάλμα της Μαγιόρκας, κι αργότερα στη Βραζιλία. Το 1930, ήδη διάσημος συγγραφέας των μυθιστορημάτων "Sous le soleil de Satan" (1926) και "La Joie" (βραβείο Femina 1929), διακόπτει τις σχέσεις του με την άκρα δεξιά κι απορρίπτει πολλές από τις πολιτικές, λογοτεχνικές και κοινωνιολογικές θέσεις του. Ασκεί κριτική κατά του κομφορμισμού των καθολικών κύκλων και λίγο αργότερα θα υπερασπιστεί τους Ισπανούς Δημοκρατικούς κατά του Φράνκο, μέσα από μια σειρά πολιτικών άρθρων. Θα επανέλθει στη λογοτεχνία με το "Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημερίου" το 1936· θα ακολουθήσουν αρκετά μεγάλα έργα που έγραψε επηρεασμένος από τον ισπανικό εμφύλιο, (Grands Cimetieres sous la lune) και τα οποία θα εκδοθούν αργότερα. Σ' όλη τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου βρίσκεται στην Βραζιλία, αρθρογραφώντας κατά της κυβέρνησης δωσιλόγων του Βισύ, και παίρνοντας θέση υπέρ του Ντε Γκωλ, με παράκληση του οποίου θα επιστρέψει τελικά το 1945 στη Γαλλία. Θα αρνηθεί δυο φορές το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής καθώς και την είσοδό του στη Γαλλική Ακαδημία, προκειμένου να κρατήσει την ανεξαρτησία του ως συγγραφέας. Πέθανε από καρκίνο το 1948.
Πάπισσα Ιωάννα

Sunday, May 13, 2018

Βασίλης Δανέλλης, “Νεκρές ώρες”


Ένας serial killer και μια Ελλάδα που χαρτογραφείται στο σκοτάδι της. Αλλά κι ο επαγγελματίας δολοφόνος ψυχογραφείται μέσα στο κλίμα της δουλειάς αλλά και των προσωπικών του διαθέσεων.



Βασίλης Δανέλλης
“Νεκρές ώρες”
εκδόσεις Καστανιώτη -2017


Μια ιστορία αλήθειας και κλείνει το τραύμα (MC Yinka):
Ο νεαρός Βασίλης Δανέλλης τολμά και δοκιμάζει ποικίλα ύφη και είδη. Αν και μένει γενικά πιστός στην ευρύτερη αστυνομική λογοτεχνία. Ξεκίνησε μετά τα πρώτα του διηγήματα μ’ ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή έναν πλανόδιο μουσικό, έναν closhard («Μαύρη μπίρα»). Συνέχισε μ’ ένα κοινωνικό μυθιστόρημα για τους απόκληρους της Αθήνας («Λιβάδια από ασφοδίλι»). Και κορύφωσε τη συγγραφική του πορεία με τον «Άνθρωπο στο τρένο», όπου η αλήθεια δηλώνεται πρισματικά, πολυπρισματικά μάλιστα, καθώς είναι δύσκολο να εξακριβωθεί, μάλλον δεν είναι μόνο θέμα οπτικών γωνιών.

Τα κακά τα κείμενα / Τη δική μου τη φθορά / Τα ψευτοπαλίκαρα (MC Yinka):
Τώρα επανέρχεται μ’ ένα noir μυθιστόρημα, στα χνάρια πολλών αμερικάνων ομόλογών του. Αλλά και με συγγένειες με τον σκοτσέζο Malcolm Mackay. Ο τελευταίος στο έργο του «Πώς ένας εκτελεστής λέει αντίο» (2016) παρουσιάζει έναν serial killer να μένει στο προσκήνιο με νύχια και με δόντια, καθώς έχει πλέον περάσει η γόνιμη ηλικία του. Το ίδιο θέμα απασχολεί και τον Έλληνα πεζογράφο. O αφηγητής ήρωάς του νιώθει τις δυνάμεις του να μην μπορούν πια ν’ αντέξουν το εξοντωτικό πρόγραμμα ενός κατά συρροήν πληρωμένου δολοφόνου.

Οι πρώτες σκηνές είναι μικρά διηγήματα προγραμματισμένων φόνων. Ο πρωταγωνιστής βρίσκει μετά από οργάνωση τρόπο να πλησιάσει σε ανύποπτη φάση τα θύματά του και να τα εκτελέσει εν ψυχρώ. Κοφτές φράσεις. Μικρές σκέψεις.  Γρήγορες κινήσεις. Σαν το βατράχι που κάθεται ακίνητο και σιωπηλό. Και ξαφνικά πηδά και με μια γλώσσα-αρπάγη καταβροχθίζει τ’ ανυποψίαστο έντομο. Το ύφος του Δανέλλη είναι ακριβές. Κατάλληλο για την ιστορία του, επαρκές για το κλίμα που θέλει να δημιουργήσει. Έτσι, η ατμόσφαιρα διαμορφώνεται ώστε να προσελκύσει τον αναγνώστη, αλλά καταρχάς δεν μένει μόνο εκεί.
            Μια γυναίκα, που βγαίνει τραυματισμένη από συμπλοκή και μένει προσωρινά στο σπίτι του, είναι ίσως η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ο πρωταγωνιστής σκέφτεται ν’ αποσυρθεί. Αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα της «συνταξιοδότησής» του και ξαναδουλεύει στο μυαλό του το υπαρξιακό περιεχόμενο της ζωής.
            Τελικά, όμως, το τέλος είναι πιο συμβατικό απ’ ό,τι περίμενα. Έξυπνο βέβαια. Αλλά και κατώτερο των προσδοκιών. Αντί ο συγγραφέας να καλλιεργήσει το υπαρξιακό θέμα, το παραμερίζει. Και στην ουσία εστιάζει στην ίδια τη φύση του noir. Μένει δηλαδή μέσα στο σκληρό πλαίσιο του είδους και δεν το ανατρέπει.


Το μυαλό μου ν’ ανοίξει να δώσει τροφή στην πένα (MC Yinka):
Περίμενα κατά δήλωση του εξωφύλλου μια πιο εσωστρεφή ματιά. Ο serial killer πράγματι σκέφτεται τα πάντα γύρω του. Αλλά δεν είναι τόσο βαθύς ο προβληματισμός του για τον εαυτό του. Για τη ζωή και τη μοίρα. Για την ίδια τη δική του πορεία. Φτάνει μέχρι ενός σημείου, όχι επειδή αναθεώρησε τα πιστεύω του, αλλά επειδή προέκυψε μια στιγμιαία έξοδος. Κι εκεί μένει.


> Ο Βασίλης Δανέλλης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1982, όπου μεγάλωσε και σπούδασε. Το 2006 το πέρασε στον παγωμένο βορρά της Αγγλίας, ολοκληρώνοντας τις μεταπτυχιακές σπουδές του, και από το 2009 ζει στην Κωνσταντινούπολη. Είναι δημοσιογράφος και έχει δουλέψει σε εφημερίδες, περιοδικά και στο ραδιόφωνο. Έχει γράψει διηγήματα για τη ραδιοφωνική εκπομπή "Κλέφτες & Αστυνόμοι στον 902" και τη συλλογή "Ελληνικά εγκλήματα 3" (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2009). Είναι ιδρυτικό μέλος της Ε.Λ.Σ.Α.Λ. (Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας) και μέλος της συντακτικής ομάδας της επιθεώρησης αστυνομικής λογοτεχνίας The Crimes and Letters Magazine (CLM). Από μικρός ταξίδευε συχνά στο Λος Άντζελες του Ελρόι, στη Νέα Υόρκη του Μπλοκ, στο Μέχικο Σίτι του Τάιμπο, στη Μασαλία του Ιζό, στη Βαρκελόνη του Μονταλμπάν και σε άλλες νουάρ πόλεις του κόσμου. Πάντα όμως πίστευε πως η Αθήνα είναι το ίδιο, αν όχι περισσότερο, σκοτεινή. Έχει γράψει επίσης διηγήματα για συλλογικούς τόμους και για το ραδιόφωνο. Η Μαύρη μπίρα έχει μεταφραστεί στα τουρκικά, ενώ διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα τουρκικά και τα σλοβενικά.

Πάπισσα Ιωάννα

Wednesday, May 09, 2018

Curzio Malaparte, “Το δέρμα”


Στην έξοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Ιταλία απομουσολινοποιείται και στρέφεται προς τους Συμμάχους. Όμως ο πόλεμος έχει αφήσει χαραγμένα στο πετσί των Ναπολιτάνων τα ίχνη του. Η πορνεία, η πείνα, η χαμέρπεια απλώνονται σε πολλές σελίδες, στίγμα και αισχύνη μαζί.


Curzio Malaparte
“La Pelle”
1949
Το δέρμα
μετ. Π. Σκόνδρας
εκδόσεις Μεταίχμιο -2017


Θα μπορούσε να τιτλοφορείται “Η φιλοσοφία της ήττας”. Αναφέρεται στο 1943 όταν η Ιταλία προσπαθεί να απαγκιστρωθεί από τους Γερμανούς Nazi και να γυρίσει με το μέρος των Συμμάχων.


Ο Ιταλός λοχαγός Malaparte βρίσκεται στο πλευρά του Άγγλου Jack Hamilton. Αναλαμβάνει την ιταλική Εθνοφυλακή ώστε να απωθήσουν τους Γερμανούς. Και τότε είναι που ξεσπά η πανούκλα στη Napoli, ως απόνερα του πολέμου. Η διαλυμένη Ιταλία, η φτώχια στη Napoli, ο πόλεμος που άφησε πίσω του ερείπια, το ξεπούλημα, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η ήττα και η ψυχολογία της… είναι θέματα που απλώνονται σαν σταγόνα αίμα σε άσπρο πανί. Ακόμα και οι Αμερικανοί που βοηθούν παρουσιάζονται ειρωνικά, γιατί έρχονται ανιδιοτελώς, προσφέρουν πάντα ανυστερόβουλα, θεωρούν όλους τους άλλους κατώτερους!

“Προτιμούσα τον πόλεμο από την «πανούκλα»
που, μετά την απελευθέρωση,
μας είχε όλους λερώσει, διαφθείρει, ταπεινώσει
–όλους μας, άντρες, γυναίκες και παιδιά.
Πριν από την απελευθέρωση,
είχαμε παλέψει και υποφέρει για να μην πεθάνουμε.
Τώρα παλεύαμε και υποφέραμε για να ζήσουμε.
Υπάρχει βαθύτατη διαφορά ανάμεσα στην πάλη
για να μην πεθάνεις και την πάλη για να ζήσεις.
Οι άνθρωποι που παλεύουν για να μην πεθάνουν,
διατηρούν την αξιοπρέπειά τους…”

Το σημαντικό και ωραίο μαζί δεν είναι η ίδια η ιστορία, που αργοσέρνεται. Είναι η ματιά του αφηγητή που σχολιάζει μια Ιταλία υπό ήττα και αναξιοπρέπεια. Μια βασική αντίθεση που προβάλλεται είναι οι νικητές Αμερικάνοι κι οι ηττημένοι Ιταλοί. Με τραγικότητα και με χιούμορ οι πολιτισμένοι Αμερικάνοι παρουσιάζονται να εκμεταλλεύονται τις ντόπιες και να κακοποιούν σεξουαλικά παιδιά. Οι νικητές Αμερικάνοι είναι λιγότερο αναξιοπρεπείς από τους ταπεινωμένους Ιταλούς.


Ο τίτλος είναι καταρχάς αινιγματικός. Κάπου στη μέση του βιβλίου αποκαλύπτεται ότι συμβολίζει το τομάρι που κάθε ατομιστής προσπαθεί να προστατεύσει σε βάρος των άλλων.

“Το δέρμα μας, ετούτο το καταραμένο τομάρι.
Εσάς ούτε που σας περνάει από τον νου
για πόσα είναι ικανός ένας άνθρωπος,
για τι ηρωισμούς και για τι ατιμίες είναι ικανός,
προκειμένου να σώσει το τομάρι του.”

Ο Malaparte σκιαγραφεί μια Napoli στη μετα-πολεμική εποχή, αν και ακόμα ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει. Καταγγέλλει την ομοφυλοφιλία ως καταστροφή των νέων, στιγματίζει την πορνεία ως τρόπο επιβίωσης, αν και δεν υπάρχουν πολλοί άλλοι, εγείρει ψηλά την εθνική αναξιοπρέπεια που κατάντησε τον ιταλικό λαό χαμερπή και ιταμό. Σ’ αυτό φταίει προφανώς ο πόλεμος αλλά και οι Σύμμαχοι που ήρθαν να σώσουν, αλλά ταυτόχρονα εκμεταλλεύτηκαν τις καταστάσεις υπέρ τους.


Η εικόνα της μεταπολεμικής κοινωνίας είναι πολύ εύγλωττη στο βιβλίο. Ωστόσο, κουράζει η επανάληψη, ο πλατειασμός, οι σχοινοτενείς περιγραφές και οι απέραντες σκηνές. Πιθανόν, ο συγγραφέας ήθελε να ζωγραφίσει σε εύρος και σε πλάτος την ανθρώπινη κατάντια και να μας υποβάλλει μέσα στο κλίμα της ποταπότητας του ανθρώπου που βγαίνει από το καμίνι των όπλων.


> Ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε, ψευδώνυμο του Κουρτ Έριχ Σούκερτ, γόνος της ένωσης του πλούσιου σάξονα Έρβιν Σούκερτ και της λομβαρδής Εβελίνα Περέλι, γεννήθηκε στις 9 Ιουνίου 1898 στο Πράτο. Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, στον οποίο και πολέμησε, ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στη δημοσιογραφία. Από το 1922 ο Μαλαπάρτε ήταν ενεργό μέλος του Φασιστικού Κόμματος. Εξέδωσε τα πρώτα του βιβλία τη δεκαετία του 1920, αλλά κέρδισε τη διεθνή αναγνώριση με τα δύο αριστουργήματά του το "Καπούτ" (1944) και το "Δέρμα" (1949). Αποστασιοποιημένος από το φασισμό ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Μαλαπάρτε θα αποκτήσει κομμουνιστική κομματική ταυτότητα, θα δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μαοϊσμό, ενώ λίγο πριν από το θάνατό του θα ασπασθεί τον καθολικισμό. Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, πέθανε στη Ρώμη τον Ιούλιο του 1957.

In2life, 8/5/2018 
Πάπισσα Ιωάννα


Friday, May 04, 2018

Στέφανος Δάνδολος, “Ιστορία χωρίς όνομα”


Δυο τραγικές ιστορίες σε ένα πρόσωπο, στην Πηνελόπη Δέλτα: η απόφαση ανάμεσα στην οικογένειά της και στον Ίωνα Δραγούμη απ’ τη μια και απ’ την άλλη η αυτοκτονία της.




Στέφανος Δάνδολος
“Ιστορία χωρίς όνομα”
εκδόσεις Ψυχογιός -2017



Μια ιστορία αλήθειας και κλείνει το τραύμα (MC Yinka):
Μια ακόμα μυθιστορηματική βιογραφία; Μήπως η επικαιρότητα του μακεδονικού ζητήματος κάνει ξανά επίκαιρη την Πηνελόπη Δέλτα, χάρη στα “Μυστικά του βάλτου” και το “Στο καιρό του Βουλγαροκτόνου”;

Τα κακά τα κείμενα / Τη δική μου τη φθορά / Τα ψευτοπαλίκαρα (MC Yinka):
Ο Δάνδολος δεν βιογραφεί την Πηνελόπη Δέλτα. Προσπερνά τη ζωή της, ή μάλλον τη συνοψίζει, για να επικεντρωθεί σε δύο καίρια σημεία της. Στο 1908 και στο 1941. Σ’ αυτά τα δύο ορόσημα βρίσκει μυθιστορηματικό υλικό για να τ’ απλώσει στις τριακόσιες τόσες σελίδες ενός εύπεπτου πεζογραφήματος.

Στα 1908 η Πηνελόπη παντρεμένη με τον Στέφανο Δέλτα, το γένος Μπενάκη, βρίσκεται σε ψυχολογική κλινική στο Gainfarn της Αυστρίας. Και συνάμα είναι στο αποκορύφωμα του έρωτά της προς τον Ίωνα Δραγούμη, που πηγαίνει εκεί να τη δει. 36 χρονών με τρεις κόρες, σκέφτεται να χωρίσει, αν κι ο δεσμός της με τον Δραγούμη είναι μόνο ψυχικός και όχι σωματικός. Στα 1941 η γηραιά Πηνελόπη περιμένει όπως όλοι οι Αθηναίοι την είσοδο των Γερμανών στην πρωτεύουσα. Με φόβο κι αγωνία. Ζει στην Κηφισιά με τη Μαριάνθη, υπηρέτρια-γραμματέα και φίλη. Αναπολεί αλλά και σκέφτεται το τελευταίο βράδυ σ’ αυτή τη γη. Τους Γερμανούς που ήξερε όταν έζησε για λίγο στη χώρα τους και τους Γερμανούς που τώρα αιματοκυλούν την Ευρώπη.


Η Δέλτα παρουσιάζεται λιγότερο ως συγγραφέας και περισσότερο ως διαταραγμένη ψυχοσύνθεση. Μελαγχολία, σύμφωνα με τη γνωμάτευση του γιατρού Freidman, απόπειρες αυτοκτονίας, αμφιταλάντευση ανάμεσα στις κόρες της και στον Δραγούμη, πεσιμισμός όταν οι Ναζί μπαίνουν στην Αθήνα. Τα συσσωρευμένα τραύματα είναι ορατά κι ο Δάνδολος καταφέρνει να τα φωτοσκιάσει τόσο όσο χρειάζεται.

Όμως, αντί να δώσει τραγική δύναμη στα δύο αυτά κομβικά σημεία, απονεύρωσε το πρώτο, ενώ στο δεύτερο όντως διατήρησε την ένταση που του άξιζε. Ειδικά ο έρωτας της Δέλτα προς τον Δραγούμη μοιάζει με ρομαντικό ειδύλλιο στα δάση της Βιέννης. Όσο διάβαζα τα συγκεκριμένα κεφάλαια, τόσο είχα την αίσθηση ότι διάβαζα ρομάντζο, με μελό διαλόγους, πασπαλισμένους βέβαια με δόκιμη γλώσσα, αλλά βγαλμένους από άλλη εποχή. Θα μπορούσε να τονίσει περισσότερο το δίλημμα και να μετριάσει τον συναισθηματικό χαρακτήρα της σχέσης. Η τραγωδία της Δέλτα δεν είναι ο παράνομος έρωτας, αλλά η αδυναμία της να πάρει μια τελεσίδικη απόφαση. Το δίλημμά της δεν είναι ηθικό, αλλά υπαρξιακό.

Το δεύτερο επίπεδο κυριαρχείται από τη διπλή διάσταση της γερμανικής εισόδου στην Αθήνα και της απόφασης της Δέλτα να αυτοκτονήσει. Καθώς πλησιάζουν οι ώρες της 27ης Απριλίου 1941, οι ειδήσεις εντείνονται για το πού είναι οι Γερμανοί, πού θα γίνει η παράδοση της πόλης, ποιοι θα παρευρίσκονται, πόσο άδειοι είναι οι δρόμοι της πρωτεύουσας κ.ο.κ. Και παράλληλα η Δέλτα, φορτωμένη από μια ζωή, σκέφτεται να μην συνεχίζει τον βίο της. Δεν κατάλαβα βέβαια αν αυτή η απόφαση παρουσιάζεται από τον Δάνδολο ως απόρροια της γερμανικής εισβολής.

Το μυαλό μου ν’ ανοίξει να δώσει τροφή στην πένα (MC Yinka):
Το καταβρόχθισα. Το διάβασα σε δύο μέρες. Ανάλαφρη γραφή που παρακολουθεί το δράμα με νηφαλιότητα και σταδιακά με ένταση. Αν έλειπε ο μελό τόνος και το βάρος μεταφερόταν στην τραγική φύση της Δέλτα και στα αδιέξοδα διλήμματά της, θα ήμουν ακόμα πιο ευχαριστημένη.


> Ο Στέφανος Δάνδολος γεννήθηκε το 1970 στην Αθήνα. Εικοσιέξι χρόνια αργότερα εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα "Υπνοβάτες του Σεπτέμβρη" (β΄ έκδ., εκδόσεις Πατάκη, 2001). Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα "Ο περίγελος των αγίων" (1997), "Και φόρεσαν χειροπέδες στα πουλιά" (2000), η συλλογή διηγημάτων "Αγάπη σε δυο σταγόνες όνειρο" (1999), τα μυθιστορήματα "Νάρκισσοι και κανίβαλοι" (2002), "Νέρων" (2004), "Το αγόρι στην αποβάθρα" (2007), "Ο τελευταίος κύκνος" (2009), "Η χορεύτρια του διαβόλου" (2013). Διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και λογοτεχνικές επιθεωρήσεις του εξωτερικού, ενώ το 2008 εκπροσώπησε την Ελλάδα στο Young Writers’ World Festival που πραγματοποιήθηκε στη Σεούλ. Το 2004 χαρακτηρίστηκε από τον Παύλο Μάτεσι ο σημαντικότερος Έλληνας συγγραφέας της γενιάς του, και το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο Μπότση για το σύνολο του πεζογραφικού του έργου, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας. Διετέλεσε διευθυντής της εφημερίδας "Βραδυνή".

Πάπισσα Ιωάννα