Saturday, October 28, 2017

Έιρικουρ Ερτν Νόρδνταλ, “Illska. Το Κακό”

Ένα συνταρακτικό έργο, έξυπνο όσο και συναισθηματικό. Το βάρος της Ιστορίας, με τις θηριωδίες των Nazi, συναντά τον διχασμό των προσώπων στην Ισλανδία του 21ου αιώνα.


Eiríkur Örn Norðdahl
Illska
2012

 
Έιρικουρ Ερτν Νόρδνταλ
Illska. Το Κακό”
μετ. Ρ. Γεωργακοπούλου
εκδόσεις Πόλις -2017


Μια ιστορία αλήθειας και κλείνει το τραύμα (MC Yinka):
Πολυδιαφημισμένο έργο που έρχεται να συμπληρώσει μια μεγάλη λογοτεχνική βιβλιογραφία περί ναζισμού. Κι ακόμα περισσότερο από έναν Ισλανδό. Από μια χώρα που δεν μας στέλνει συχνά λογοτεχνικά έργα.

Τα κακά τα κείμενα / Τη δική μου τη φθορά / Τα ψευτοπαλίκαρα (MC Yinka):
Η Agnes Lucauskas είναι μετανάστρια δεύτερης γενιάς. Οι γονείς της ήρθαν απ’ τη Λιθουανία στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τον κομμουνισμό. Κι αυτή γεννήθηκε στην Ισλανδία. Εκεί μεγαλώνει κάνοντας τη διπλωματική της εργασία για τον ναζισμό στην πατρίδα της και στην Ευρώπη. Συνδέεται με τον Omar, αποφασίζει να ταξιδέψει στη Λιθουανία, γίνεται δεκτή σε ένα συνέδριο στο Toronto του Καναδά. Ο Omar δεν μπορεί να πάει μαζί της στην κωμόπολή της το Jurbarkas. Ταξιδεύει όμως πολύ σε όλον τον κόσμο, νοερά ή πραγματικά άδηλο. Η Agnes απ’ την άλλη βλέπει ερωτικά τον Arnor, έναν Νεοναζί (!). Η Agnes όμως κατά ένα όμως μέρος είναι Εβραία. Half Jew. Κι εδώ η διχοστασία πιάνει ταβάνι.

Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο όπως πολλά σύγχρονα μεταμοντέρνα έργα. Fragmentally. Λίγη αφήγηση, λίγο δοκίμιο, πολλά σχόλια. Πολλά ετερόκλητα θέματα. Στιγμιότυπα απ’ τη ζωή της Agnes, σχόλια για την Ιστορία, πληροφορίες εγκυκλοπαιδικής φύσης, μικρές σκέψεις για το γλωσσόφιλο ή το cockring. Αφηγηματική πολυφωνία που μας κάνει να διαβάζουμε με ενδιαφέρον. Οι σελίδες τρέχουν με την περιέργειά μας να αυξάνεται, καθώς ο νους μας πηδάει απ’ το μυθιστορηματικό στο ιστορικό. Και μαζί το ατομικό συναντά το συλλογικό και το παγκόσμιο. Η ερωτική ζωή διασταυρώνεται με τον ναζισμό και τις εκφάνσεις του.

Ο Norðdahl γράφει με humor. Με δόσεις of irony. Μιλάει για πολύ σοβαρά θέματα σαν να παίζει. Σαν να έχει μπροστά του το ιστορικό πεδίο και μετακινεί με γέλιο και μπρίο τα πιόνια του. Πηδάει σαν να παίζει φιδάκι απ’ το ένα στο άλλο, σαν video game ανεβοκατεβαίνει τις πίστες.

Οι ιδέες του έργου που το κάνουν προκλητικά αναγνώσιμο πιάνουν μια ευρεία γκάμα. Ναζισμός, αντισημιτισμός, λαϊκισμός, εθνικισμός, ρατσισμός. Μετανάστευση, παγκοσμιοποίηση, ιστορική μνήμη και ευθύνη, σχέσεις λαών, έρωτας κι ιδεολογική στάση.

Στο δεύτερο και τρίτο μέρος παρακολουθούμε δύο εναλλασσόμενες αφηγήσεις. Απ’ τη μια, πώς ο προπάππους της Agnes, ο Λιθουανός τυπογράφος Wilhelmas Lucauskas καίει το τυπογραφείο που είχε με τον Εβραίο Isak Banai. Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στη Λιθουανία, πολλοί τους είδαν σαν λυτρωτές από τον σταλινικό ζυγό. Κι έτσι έγιναν πολιτοφύλακες, που δίωκαν τους κομμουνιστές και τους Εβραίους. Ο Wilhelmas Lucauskas μάλιστα σκοτώνει τον Isak Banai. Κι όμως απόγονος αυτών των δύο είναι η Agnes, που έχει μισή καταγωγή απ’ τους Lucauskas και μισή απ’ τους Banai. Απ’ την άλλη, πώς ο Arnor έγινε νεοναζί. Παιδί μονογονεϊκής οικογένειας, γιος μιας βιβλιοθηκονόμου, μεγαλώνει με βιβλία. Κι όμως γίνεται νεοναζί. Σκεπτόμενος βέβαια. Μέσα απ’ τα πατριωτικά βιβλία μεταπηδά στον ισλανδικό εθνικισμό κι αποκεί στον νεοναζισμό. Θάλεγα ότι η ιστορική αφήγηση για τη Λιθουανία του 1940 είναι αφηγηματική ισχυρή. Αλλά η ζωή του Arnor είναι λιγότερο νευρώδης. Γίνεται πάλι σπιντάτη και τραγική, όταν αναφέρεται στις σχέσεις των τριών (Agnes, Omar, Arnor) και στη λύση που πρέπει να δώσουν για να απεμπλακούν απ’ το αδιέξοδο.


Το μυαλό μου ν’ ανοίξει να δώσει τροφή στην πένα (MC Yinka):
Η πρώτη συνταρακτική στην εναλλαγή της μορφή, της εναλλάξ παρουσίας αφήγησης και δοκιμίου, δεν συγκρατείται σε όλο το έργο. Η αποσπασματικότητα δίνει τη θέση της σε πιο κλασική μορφή μυθοπλασίας. Κι αυτό γειώνει λίγο τον αναγνώστη. Ωστόσο, δεν παύει να είναι ερεθιστική  η όλη σύλληψη. Να είναι διανοητικά ισχυρή η υπόθεση ενός σκεπτόμενου ναζιστή. Που στηρίζει τα πιστεύω του σε διαβάσματα και θεωρίες.

Απ’ την άλλη, το πολιτικό συνάπτεται με το ερωτικό. Η ιδεολογική βάση υποχωρεί μπροστά στο ένστικτο. Η Agnes δείχνει όλο και περισσότερο να προτιμά τον Arnor (λόγω ερωτισμού; λόγω …;) παρά τις αντισημιτικές του θέσεις. Ενώ ο πιο ήπιος Omar δεν χάνει τη θέση του στη ζωή της (έχουν μαζί κι ένα παιδί;), αλλά δεν είναι η κορυφή που αυτή ζητά. Τελικά ο διχασμός της Agnes φτάνει σε ένα τέλος που σαν γόρδιος δεσμός λύνεται απότομα. Το βάρος της Ιστορίας εξατομικεύεται και μένει κόμπος στην ανθρώπινη ψυχή.


> Ο Έιρικουρ Ερτν Νόρδνταλ γεννήθηκε στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας το 1978. Έζησε στο Βερολίνο, σε πολλές χώρες της Βόρειας Ευρώπης, ιδίως τη Φινλανδία, και στο Βιετνάμ. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 2001 με μια ποιητική συλλογή. Το 2004 ίδρυσε στην Ισλανδία την κολεκτίβα πειραματικής ποίησης Nyhil. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, πέντε μυθιστορήματα και δύο συλλογές δοκιμίων. Έχει, επίσης, εργαστεί ως μεταφραστής (μεταφράζοντας έργα των Allen Ginsberg, Jonathan Lethem, Anthony Horowitz, Joanne Harris, Lee Child, Jo Nesbo, κ.ά.) Το βιβλίο του "Illska" τιμήθηκε με το Βραβείο Ισλανδικής Λογοτεχνίας και το Βραβείο των Βιβλιοπωλών της Ισλανδίας το 2012.

Πάπισσα Ιωάννα

Tuesday, October 24, 2017

Νίκος Α. Μάντης, “Οι τυφλοί”

Τυφλοί διερευνούν λαβυρίνθους ή ερευνητές βλέπουν παντού τυφλούς να ψάχνουν; Κι είναι οι εύζωνες το διαχρονικό σύμβολο του Έλληνα ή το αλλόκοτο δεκανίκι της εθνικιστικής Ελλάδας; Είναι όπιο και παραίσθηση η ζωή ή μια καλά κρυμμένη αλληλουχία μυστικών κωδίκων;


Νίκος Α. Μάντης

“Οι τυφλοί”

εκδόσεις Καστανιώτη -2017


Μια ιστορία αλήθειας και κλείνει το τραύμα (MC Yinka):
Γιατί όλοι μιλάνε γι’ αυτό το βιβλίο; Γιατί όλοι έχουν αναγάγει τον Μάντη στον νέο Μπόρχες της Ελλάδας; Γιατί προβάλλεται ως κάτι ανεπανάληπτο; Μ' αποθάρρυνε αρχικά ο όγκος του, αλλά δεν το μετάνιωσα τελικά.


Τα κακά τα κείμενα / Τη δική μου τη φθορά / Τα ψευτοπαλίκαρα (MC Yinka):
“Όλα συνδέονται”, είναι ένα απ' τα πολλά συνθήματα του βιβλίου. Όλα έχουν ένα βαθύτερο νόημα. Πίσω απ' τα επιφανειακά σημεία υπάρχει ένας ευρύς ιστός συμβολισμών και δεδομένων που, αν ενωθούν, θα αποκαλύψουν μύχιες αλήθειες!

Αντιγράφω απ’ το οπισθόφυλλο: 
Καλοκαίρι 2011. Ο Ισίδωρος αναζητά τη Σοφία στα στενά της ταραγμένης Αθήνας. Ο Κλεάνθης, ερασιτέχνης συλλέκτης στοιχείων και φύλακας του "Βιβλίου των Πάντων", πιστεύει ότι μπορεί να τον βοηθήσει.

Απρίλιος 1972. Ο Γιώργος είναι ένας νεαρός εύζωνας που πρόκειται να πρωταγωνιστήσει σε μια θεατρική παράσταση-σταθμό, αλλά και στις επετειακές εκδηλώσεις της δικτατορίας στο Καλλιμάρμαρο. Τι είναι αυτό που τον βασανίζει και γιατί οι τηλεπαθητικές του ικανότητες, που τον ακολουθούν από παιδί, δεν μπορούν να τον σώσουν;

Καλοκαίρι 1985, Κυκλάδες. Ο Νέιτ διερευνά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του, σε μια αναζήτηση όπου η τρομοκρατία, η ψυχεδέλεια κι ένας αινιγματικός ταξιδιώτης με δίχρωμα μάτια μπλέκονται αξεδιάλυτα, αλλοιώνοντας τη λογική μορφή της πραγματικότητας.

Πώς συνδέονται όλες αυτές οι ιστορίες; Ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα για τις εκδοχές της ελληνικής τύφλωσης, για την αφήγηση που δε γνωρίζει όρια, αλλά και για την ίδια την ηδονή της εξιστόρησης, όπου αλλεπάλληλοι λαβύρινθοι ανοίγονται, για να μην κλείσουν ποτέ.



Έχω την πεποίθηση ότι ο Μάντης παρωδεί ασύστολα και σατιρίζει με σοβαροφάνεια. Όλα όσα λέγονται στο βιβλίο είναι μια σάτιρα της ελληνικής ζωής και της νοοτροπίας του Νεοέλληνα. Τίποτα σχεδόν δεν έχει νόημα, επειδή όλα είναι αποτέλεσμα της διαταραγμένης σκέψης των Ελλήνων. Το μόνο που ισχύει είναι η εθνική τύφλωση, η αδυναμία μας να δούμε το πραγματικό πίσω απ' τις ψευδαισθήσεις μας. Μια διανοητική τύφλωση που εμποδίζει τον άνθρωπο να καταλάβει και να φτιάξει τη ζωή του μ' ορθολογικό τρόπο.

Ο Μάντης λοιπόν σατιρίζει την άποψη ότι τα πάντα έχουν νόημα και πρέπει να συνδεθούν μεταξύ τους. Τίποτα δεν είναι ενιαίο και όλα είναι αποσπασματικά. Σατιρίζει την αριθμοσοφία και την εξαγωγή νοημάτων μέσω της αντιστοίχησης γραμμάτων και αριθμών. Αυτά είναι επιστομονικοφανείς αυθαίρετες συνάψεις χωρίς ίχνος αλήθειας. Σατιρίζει τις συνωμοσιολογικές θεωρίες περί Κρόνου, περί μυστικών ομάδων, περί ανθρώπων που κινούν υπόγεια τα νήματα έχοντας υπερφυσικές δυνάμεις… Σατιρίζει τις θεωρίες περί κούφιας γης και περί υπόγειων στοών που διατρέχουν την Αθήνα… Σατιρίζει τις εθνικιστικές και λαϊκίστικες απόψεις για υπέρτερο έθνος και μυθικές καταβολές… Σατιρίζει τ' αδιέξοδα των σημερινών Ελλήνων που φτιάχνουν μόνοι τους τον λαβύρινθο των ασχολιών τους…

Οι ήρωές του είναι καρικατούρες. Ένας αποτυχημένος ηθοποιός, ο Ισίδωρος, δεν ξέρει τι θέλει και τι επιδιώκει. Ο πρώην λογοκριτής της χούντας Κλεάνθης νομίζει ότι έχει πιάσει τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια, καθώς θεωρεί ότι έχει βρει την αρχή για τη λύση των πάντων. Ο περιβόητος και περίφημος Γιώργος Κατσής είναι ο χαμένος με τις υπερφυσικές δυνάμεις που θα μας σώσει ή που ήδη έχει επέμβει στην Ιστορία;
 
Το μυαλό μου ν’ ανοίξει να δώσει τροφή στην πένα (MC Yinka):
Τ' ογκωδέστατο βιβλίο είναι μια παιγνιώδης αναπαράσταση λαβυρίνθου. Είναι μια μεταμοντέρνα αντανάκλαση του σύγχρονου χάους της Αθήνας και της ελληνικής ζωής. Είναι μια ευφυής γραφή που οδηγεί σε μια ευφυή ανάγνωση. Κι όποιος αντέξει, ας βρει το ανεύρετο νόημα σ' έναν κυκεώνα διαδρόμων και στοών.


Ο Νίκος Λαμπρόπουλος, όπως είναι το πραγματικό όνομα του Νίκου Α. Μάντη, γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε νομικά και ασχολήθηκε με το θέατρο. Το βιβλίο "Το μάτι του άνθους" ήταν η πρώτη του ποιητική συλλογή. Με το ψευδώνυμο Νίκος Α. Μάντης, εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων "Ψευδώνυμο" (2006), καθώς και δύο μυθιστορήματα, "Το χιόνι του καλοκαιριού" (2010) και "Άγρια Ακρόπολη" (2013), όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Έχει μεταφράσει από τα αγγλικά το "Βαθέκ" του William Beckford, τα "Χίλια χρόνια καλές προσευχές" της κινέζας Yiyun Li.

Πάπισσα Ιωάννα

Saturday, October 21, 2017

Thomas Pynchon, “Η συλλογή των 49 στο σφυρί”

Αμερικάνικο folklore και πανσημία νοημάτων. Μια ιστορία αφορμή για να χαθεί η πρωταγωνίστρια κι εμείς σε ένα χάος τωρινών και παρελθουσών αφηγήσεων. Μια διασπασμένη εικόνα ενός κόσμου που διαρρηγνύεται, σαν το αμερικάνικο όνειρο. Ο postmodernism δοκιμάζει τα όριά μας.


Thomas Pynchon
“The Crying of Lot 49”
1965

“Η συλλογή των 49 στο σφυρί”
μετ. Δ. Δημηρούλης
εκδόσεις Gutenberg -2017


Μια ιστορία αλήθειας και κλείνει το τραύμα (MC Yinka):
Απλώνομαι στη διεθνή λογοτεχνία. Ονόματα-ογκόλιθοι με παρακινούν να τους διαβάσω. Δεν αξίζει τελικά να ευτελίζεις τις αναγνώσεις σου σε ασήμαντα βιβλία. Τουλάχιστον όσο ζεις να διαβάζεις ό,τι το καλύτερο. Ό,τι έχει εδραιωθεί ως τέτοιο. Κι έπειτα να το απορρίψεις αν χρειαστεί.

Τα κακά τα κείμενα / Τη δική μου τη φθορά / Τα ψευτοπαλίκαρα (MC Yinka):
Ο Pynchon φιγουράρει σίγουρα ανάμεσα στα μεγάλα ονόματα της αμερικάνικης λογοτεχνίας. Της μεταπολεμικής εποχής. Του μεταμοντέρνου οράματος. Είχαμε διαβάσει την “Υπεραιχμή” με ανάμικτες εντυπώσεις. Τώρα μας συστήνεται ένα κείμενο που θεωρείται ένα από τα πολύ καλά του.

Η Oedipa Maas καλείται να εκτελέσει τη διαθήκη του Pierce Inverarity. Στα καλά καθούμενα. Ο Inverarity ήταν μεγιστάνας του πλούτου και όρισε αυτήν και τον δικηγόρο Metzger να εφαρμόσουν τους όρους της διαθήκης του. Όχι βέβαια στα καλά καθούμενα, αφού ήταν πρώην εραστής της. Τώρα βέβαια η Oedipa είναι παντρεμένη με τον Wendell Maas κι είναι μια μικροαστή. Αλλά η μετάβαση στο San Narciso και η αναζήτηση νέων τρόπων ζωής θα την αλλάξει. Εκεί θα συναντήσει ένα παράνομο σύστημα επικοινωνίας, το Trystero, και τους φορείς του. Οι νέες εμπειρίες θα είναι γεμάτες γνώσεις και ιστορικές πληροφορίες.

Πλάθεται λοιπόν ένα τεράστιο net ειδήσεων, πληροφορικών, ιστορικών γνώσεων, αφηγήσεων, πραγματικών και πλαστών ιστοριών, μια γκάμα fake news και κατασκευασμένων στιγμιότυπων από το παρελθόν, θρύλων και ανεκδότων. Ένα διακειμενικό πλαίσιο όπου το ακριβές από το πλαστό συγχέονται. Ένας κυκεώνας παρεκβάσεων, εγκιβωτισμών, μύθων, που διοχετεύουν την ιστορία του μυθιστορήματος σε άπειρα αυλάκια και ρυάκια. Η υπερσυσσώρευση στοιχείων κάνει την υπερπληροφόρηση χαοτική και ατελέσφορη. OMG.

Μια τέτοια αποτύπωση οδηγεί σε ένα είδος αυτοπαγίδευσης. Η λογοτεχνία θέλει να αποδώσει έναν κόσμο που είναι γεμάτος σημεία αλλά χωρίς νόημα. Έναν κόσμο με άπειρα δεδομένα αλλά χωρίς δυνατότητες συνάψεων και ερμηνειών. Και για να το κάνει αυτό, παίρνει η ίδια μορφή χάους και ασύνδετου αμαλγάματος. Για να δείξει το χάος, γίνεται κι η ίδια κομμάτι του χάους. Για να “καταγγείλει” την ανομία, αντανακλά με όρους ένα προς ένα την εντροπία του κόσμου. Κι έτσι εμείς οι αναγνώστες, αντί να βρούμε την εικόνα του κόσμου μεταφρασμένη σε μια άλλη γλώσσα. Συναντάμε αυτήν την εικόνα συνονθυλευματική και αποσπασματική. Χαώδη και πολυδιασπασμένη.


Το μυαλό μου ν’ ανοίξει να δώσει τροφή στην πένα (MC Yinka):
Ο Pynchon κι εδώ καινοτομεί στα όρια της λογοτεχνικής γραφής. Πράγμα που κάνει πολλούς να θεωρούν το μεταμοντέρνο του όραμα όριο και της λογοτεχνίας. Ρήξη των οριζόντων. Πόσο όμως τελικά έτσι απομακρύνεται η συγγραφή από την ανάγνωση και πόσο η εγκεφαλική αξία ενός κατασκευάσματος συναντά τη νοητική και συναισθηματική ανάγκη του αναγνώστη;


> Ο Τόμας Πίντσον είναι ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους πεζογράφους. Πολλοί τον συγκρίνουν με τον Τζόις, θεωρώντας ότι οι δύο αυτοί συγγραφείς αντιπροσωπεύουν αντίστοιχα κορυφαίες πραγματώσεις του μεταμοντερνισμού και του μοντερνισμού. Γεννήθηκε στο Λόνγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης το 1937. Σπούδασε πρώτα μηχανολογία και μετά αγγλική φιλολογία στο Κορνέλ την εποχή που δίδασκε εκεί και ο Ναμπόκοφ. Άρχισε να εργάζεται ως μηχανικός στη Boeing και παράλληλα να γράφει το πρώτο του βιβλίο, το "V", με το οποίο αμέσως άρχισε να αποκτά φανατικούς θαυμαστές. Είναι συγγραφέας των βιβλίων: "V.", 1963, "The Crying of Lot 49", 1966 ("Η συλλογή των 49 στο σφυρί"), "Το ουράνιο τόξο της βαρύτητας", 1973, "Slow Learner" ("Βραδείας Καύσεως"), διηγήματα, 1984, "Βάινλαντ", 1990, "Μέισον και Ντίξον", 1997, "Against the Day" ("Ενάντια στη μέρα"), 2006 και "Inherent Vice", 2009. Το 1974 κέρδισε το National Book Award για το "Ουράνιο τόξο της βαρύτητας". Ζει στη Νέα Υόρκη και είναι υπότροφος του προγράμματος MacArthur. Ορκισμένος εχθρός της δημοσιότητας, δεν είναι γνωστό σχεδόν τίποτα για την προσωπική του ζωή, δεν παραχωρεί συνεντεύξεις και έχει αποφύγει, όλα αυτά τα χρόνια, να φωτογραφηθεί. Γράφει όμως συχνά άρθρα για συγγραφείς, συγκροτήματα, μουσικές. καθώς και κείμενα κοινωνικού περιεχομένου.

Πάπισσα Ιωάννα

Tuesday, October 17, 2017

Λέο Περούτς, “Νύχτες κάτω από την πέτρινη γέφυρα”

Παραμύθια απ’ την παλιά Praha, την Praha του 17ου αιώνα. Ανάπλαση ιστοριών για απλούς ανθρώπους και για τον βασιλιά. Για την Εβραιούπολη και τον Πύργο της πόλης. Για ανθρώπους και φαντάσματα…


Leo Perutz
“Nachts under der steinernen Brücke”
1953
Λέο Περούτς
“Νύχτες κάτω από την πέτρινη γέφυρα”
μετ. Ι. Κοπερτί
εκδόσεις Πόλις -2017


Μια ιστορία αλήθειας και κλείνει το τραύμα (MC Yinka):
Όταν πρωτοδιαβάσαμε Perutz, τον “Μαιτρ της Δευτέρας Παρουσίας”, είχαμε πάθει την πλάκα μας. Ιστορία ελκυστική, και λόγω γραφής και λόγω ατμόσφαιρας και λόγω μεταφυσικής. Ψυχολογικό science fiction. Ουάου! Τώρα με χαρά ξαναπιάνω βιβλίο του.


Τα κακά τα κείμενα / Τη δική μου τη φθορά / Τα ψευτοπαλίκαρα (MC Yinka):
Μυθιστόρημα, λέει, σε δεκατέσσερις ιστορίες, λέει, από την παλιά Πράγα. Λέει. Κι αναρωτιέμαι ενώ έχω μπει στην τρίτη ιστορία, αν είναι ένα αλυσιδωτό μυθιστόρημα ή διηγήματα που έχουν απλώς την ίδια βάση. Την Praha του τέλους του 16ου αιώνα και των αρχών του 17ου. Κι ακόμα πιο συγκεκριμένα την Εβραιούπολη της βοημικής πρωτεύουσας. Μια βουτιά στην Ιστορία. Μια βουτιά σε μια γοητευτική ιστορία.

“Η πανούκλα στην Εβραιούπολη” συνδέει την περιβόητη επιδημία που αποδεκάτισε την Ευρώπη με το μεταφυσικό στοιχείο. Και μάλιστα μέσα στην μελαγχολία και τη γκρίζα ατμόσφαιρα μια κόκκινη πινελιά ξαφνιάζει. “Το τραπέζι του αυτοκράτορα” αναμιγνύει το σοβαρό με το χιουμοριστικό. Την ιστορία με τις προλήψεις. Την εποχή που χτίζεται με βάση το παρόν της αλλά και με βάση το απειλητικό παρελθόν. “Οι σκυλοκουβέντες” συνεχίζουν να περιφέρουν τον θάνατο, ο οποίος ήταν status της εποχής, με μικρές παραδοξότητες που θέτουν τα πάντα σε ένα πρίσμα παραλλαγής. “Ο Χάινριχ από την κόλαση” παίζει ευτράπελα με τη θρησκευτική αφέλεια του αυτοκράτορα και τη δεισιδαίμονα φύση του, η οποία ωστόσο τον κάνει αφερέγγυο ακόμα κι εκεί πούχει δίκιο. “Το κλεμμένο τάληρο” αναφέρεται στην περιπετειώδη μετακίνηση ενός τάληρου από άτομο σε άτομο ώσπου να φτάσει στον Μορδεχάι Μάισελ, παιδί εδώ που εμφανίζεται και σε άλλα διηγήματα ως μεγάλος έμπορος. “Το άστρο του Βάλλενσταϊν” αναφέρεται στην αποστολή που ανέλαβε ένας τυχοδιώκτης στρατιωτικός να απαγάγει τον Μορδεχάι Μάισελ, αλλά τελικά πέφτει στα νύχια μιας ερωτύλης αρχόντισσας. “Ο ζωγράφος Μπραμπάντσιο” αναδεικνύει έναν ιδεαλιστή ζωγράφο που προτιμά να πεινά παρά να ζωγραφίζει πλουτίζοντας. “Ο λησμονημένος αλχημιστής” έχει στο επίκεντρό του τον απατεώνα αλχημιστή που γλιτώνει τη ζωή του, αν και δεν μπόρεσε να κάνει τον μόλυβδο χρυσάφι, κ.ο.κ.

Να μερικά από τα διηγήματα του βιβλίου. Διηγήματα ή σπονδυλωτό μυθιστόρημα όμως; To make the long way short, τα κείμενα συνδέονται μεταξύ τους. Σαν δωμάτια επικοινωνούν με ενδιάμεσες πόρτες. Και δεν είναι μόνο το ίδιο κτήριο, η Praha, που τα συν-αρμόζει. Είναι και δύο τουλάχιστον πρόσωπα που εμφανίζονται από το ένα διήγημα στο άλλο. Αρχικά, ο Μορδεχάι Μάισελ, ο δαιμόνιος Εβραίος, που κάνει με το εμπόριό του το οτιδήποτε χρυσάφι. Πλουτίζει και είναι το σημείο αναφοράς σε κάθε σημαντικό συμβάν στην πόλη. Κι απ’ την άλλη ο αυτοκράτορας Ροδόλφος ο Β΄, καρικατούρα ηγεμόνα, θρησκόληπτος, αφελής και δεισιδαίμων, συλλέκτης έργων τέχνης αλλά και κακοπληρωτής, φαντασιόπληκτος κ.ο.κ. 

Και γύρω απ’ αυτούς ένας ζωντανός θίασος. Από αυλικούς, στρατιώτες, συνωμότες, παλιάτσους, αστρολόγους και αστρονόμους όπως ο Kepler, αλχημιστές, πανδοχείς, μεροκαματιάρηδες, καρβουνιάρηδες, ζωγράφους. Ανθρώπους της πόλης και του παλατιού. Του πολέμου και της ειρήνης. Της υψηλής κοινωνίας και του λαού. Ο πίνακας που στήνει μπροστά μου ο Perutz είναι πολύανθρωπος και απεικονίζει την Praha σε μια ευρεία κλίμακα. Ο κόσμος της εποχής ζωντανεύει. Απ’ την πανούκλα μέχρι την αυλική πρόκληση. Κι απ’ την αμάθεια ως την καλλιτεχνική και επιστημονική μοναξιά. Απ’ την απατεωνιά έως τον ταραγμένο ύπνο των Εβραίων.

Ο Perutz νομίζω ότι παίζει. Παίρνει με την ιστορία της Τσεχίας και την καραμελώνει με κουταλιές ανατρεπτικού humor. Βρίσκει το μικρό και το καρυκεύει με το αστείο. Γλυκαίνει την πίκρα των φτωχών και άτυχων ηρώων του με ζαχαρίνες γέλιου και σάτιρας. Τα κείμενά του έτσι, παρόλο που κουβαλάνε την οδύνη των αιώνων ειδικά για τις διώξεις των Εβραίων, τελικά σερβίρουν τα θέματά τους με ανάλαφρη διάθεση.

Κι αν αναρωτιέται κανείς τι δουλειά έχει το ιστορικό μυθιστόρημα και η φυγή προς το παρελθόν, το 1953, λίγα χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα, η απάντηση είναι διπλή: απ’ τη μια, ο Perutz ήθελε να διώξει το βαρύ κλίμα, “γιατί οι πολίτες της Πράγας αρέσκονταν να ακούν γι’ αλλοτινές εποχές, αφού το σκοτεινό παρόν τούς προξενούσε τόση κατάθλιψη και ανασφάλεια”. Thus Spoke Perutz… Απ’ την άλλη, η αναφορά στους Εβραίους και τα δεινά τους είναι μια δυνατή υπενθύμιση ότι το παρόν συνδέεται με το παρελθόν.

Το μυαλό μου ν’ ανοίξει να δώσει τροφή στην πένα (MC Yinka):
Πέρασα καλά, μπήκα στο κλίμα, διάβαζα και προχωρούσα μαγεμένη. Παραμύθια που θέλγουν. Δεν βρήκα σημεία αναζήτησης, αλλά βρήκα σημεία απόλαυσης. Γλώσσα ποιητική όσο επιτρέπει η αφήγηση. Και ένα πνεύμα διερεύνησης μιας εποχής αφέλειας και κοινωνικών ζυμώσεων. Και μαζί με το μυθιστόρημά του ο Perutz μένει πολύ ψηλά στον νου μου, πολύ ψηλά.


> Ο Λέο Πέρουτς (1882-1957) γεννήθηκε στην Πράγα από ευκατάστατους γονείς εβραϊκής καταγωγής. Φοίτησε σε γερμανόγλωσσα γυμνάσια της Πράγας, του Κρούμλοβ και στη συνέχεια της Βιέννης, όπου η οικογένειά του εγκαταστάθηκε το 1901. Εργάστηκε σε ασφαλιστικές εταιρείες από το 1907 ώς το 1923· έκτοτε αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία. Τακτικός θαμώνας των περίφημων βιεννέζικων λογοτεχνικών καφέ, συναναστρεφόταν καθημερινά με πολλούς συγγραφείς και καλλιτέχνες. Την περίοδο του Μεσοπολέμου ο Πέρουτς υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής συγγραφέας. Τα μυθιστορήματά του γνώρισαν ευρύτατη απήχηση, μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες και ορισμένα διασκευάστηκαν για τον κινηματογράφο και το θέατρο: "Η τρίτη σφαίρα" (1915), "Μεταξύ εννέα και εννέα" (1918), "Ο Μαρκήσιος του Βολιβάρ" (1920), "Μήλο, μηλαράκι μου, πού πας;" (1928), "Το χιόνι του Αγίου Πέτρου" (1933), "Ο Σουηδός ιππότης" (1936) κ.ά.
"Ο μαιτρ της Δευτέρας Παρουσίας" (1923) απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, αλλά, λόγω της αστυνομικής πλοκής του, κατατάχθηκε από την κριτική στην ποιοτική ψυχαγωγική λογοτεχνία. Χαρακτηριστική είναι η αντίδραση του Πέρουτς, όταν ο Βάλτερ Μπένγιαμιν σύστησε σε όσους ταξιδεύουν τον "Μαιτρ της Δευτέρας Παρουσίας" ως ευχάριστο αστυνομικό ανάγνωσμα: "Δεν έγραψα ποτέ αστυνομικό μυθιστόρημα". Το 1938, μετά την προσάρτηση της Αυστρίας από τη ναζιστική Γερμανία, ο Πέρουτς μεταναστεύει στο Ισραήλ, όπου θα ζήσει μέχρι το τέλος της ζωής του. Από το 1950 και εξής επισκέπτεται ωστόσο τακτικά την Αυστρία. Το 1953 εκδόθηκε το μυθιστόρημα "Νύχτες κάτω από την πέτρινη γέφυρα" (ελλ. έκδ.: μτφρ. Ιάκωβος Κοπερτί, επιμ. Α. Περιστέρη, Πόλις, Αθήνα 1995), και το 1959, δύο χρόνια μετά τον θάνατό του στο αυστριακό θέρετρο Μπαντ Ισλ, ο "Ιούδας του Λεονάρντο". Η Hilde Spiel έγραψε στη νεκρολογία της για τον Πέρουτς: "Έσβησε ένα απομεινάρι της μεγάλης παλιάς Αυστρίας". Κατά τη δεκαετία του '80 η ριζική επανεκτίμηση του έργου του από την κριτική θα αναζωπυρώσει και το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού.

Πάπισσα Ιωάννα

Friday, October 13, 2017

Georges Simenon, “Ο Μαιγκρέ στους Φλαμανδούς”

Ενώ η Agatha Christie παίζει με τους γρίφους της κι ο Arthur Conan Doyle στήνει έξυπνους συλλογισμούς, ο Georges Simenon καινοτομεί κάνοντας λογοτεχνία. Κι έτσι δίπλα στον Hercule Poirot και τη Miss Marple ή τον Sherlock Holmes ξεπροβάλλει στην άλλη όχθη της Μάγχης ο αστυνόμος Maigret.


Georges Simenon
“Maigret chez les Flamands”
1932

“Ο Μαιγκρέ στους Φλαμανδούς”
μετ. Α. Μακάρωφ
εκδόσεις Άγρα -2016


Μια ιστορία αλήθειας και κλείνει το τραύμα (MC Yinka):
Ακούγεται συχνά ότι ένας εγκληματίας είναι παράφρονας. Ότι, για να κάνει ένα ειδεχθές έγκλημα, δεν στέκει καλά στα μυαλά του. Ότι κάποια βίδα έχει λασκάρει και προέβη σε μια απάνθρωπη πράξη. Ο Simenon αποδεικνύει στα έργα του τ’ αντίθετο. Και μάλιστα μ’ άλλον τρόπο απ’ ό,τι κανείς φαντάζεται. Τ’ αποδεικνύει βάζοντας τον Maigret να ψυχολογεί τους υπόπτους.

Τα κακά τα κείμενα / Τη δική μου τη φθορά / Τα ψευτοπαλίκαρα (MC Yinka):
Μια πλούσια οικογένεια Φλαμανδών που ζει στη γαλλική πόλη Givet είναι στο στόχαστρο της τοπικής κοινωνίας. Η για λίγο ερωμένη του γιου Joseph Peeters, η φτωχιά Germaine, και μητέρα του μικρού γιου τους, έχει εξαφανιστεί αλλά δεν βρίσκεται νεκρή. Οι υποψίες φυσικά πέφτουν στον Joseph, που ίσως θα θέλησε να ξεφορτωθεί ένα βάρος. Να μην παντρευτεί αλλά να νυμφευτεί την από παλιά αρραβωνιασμένη του Marguerite. Σύμμαχό του, ψυχικό κατά βάση, έχει την αυστηρή αδελφή του Anna και τη μικρότερη μέλλουσα καλόγρια Marie, οι οποίες έχουν σοκαριστεί απ’ τις υποψίες εναντίον του και κάλεσαν τον Maigret να δώσει λύση.

Η μέθοδος του αστυνόμου είναι …περιηγητική. Μιλά με πολλούς, κάνει βόλτες γύρω από τον ποταμό Meuse, συζητά ανέμελα και τρώει τις κρέμες ρυζόγαλο. Αλλά… το βασικό είναι ότι πάντα προσπαθεί να ψυχολογήσει τους αναμεμειγμένους με την υπόθεση. Την αφανή μητέρα Peeters, την Anna με την μαρμάρινη όψη, τον ντελικάτο και αγαπητό Joseph, τη συνεσταλμένη μελλοκαλόγρια Marie, την αρραβωνιαστικιά Marguerite… Και φυσικά τον κύριο ύποπτο, τον συνεχώς μεθυσμένο καπετάνιο του πλοίου “Πολικός αστέρας”, που το σκάει ξαφνικά με το τρένο. Το πτώμα βρίσκεται παρασυρμένο απ’ το ποτάμι και τα πράγματα αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν…

Το κλειδί βρίσκεται στο σπίτι-κατάστημα της οικογένειας, εκεί που ειδώθηκε τελευταία φορά η Germaine. Όλα τακτοποιημένα, καθαρά κι άψογα, σαν τη ζωή της οικογένειας που δεν πρέπει να έχει καμία ρυτίδα, καμία κηλίδα, καμία μελανή πλευρά. Κάπου εκεί, ανάμεσα στα καλοσιδερωμένα ρούχα, στα ανέγγιχτα κοριτσίστικα κρεβάτια, στην παγερή μορφή του σπιτιού και των ενοίκων του κρύβεται ένα μυστικό που μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο με ενδελεχή παρατήρηση.

Ακόμα και το τέλος, όπου αποκαλύπτεται ο δολοφόνος, αλλά δεν τιμωρείται ελέω Maigret, δείχνει μια άλλη οπτική στο τι είναι μοντέρνα αστυνομική λογοτεχνία.

Το μυαλό μου ν’ ανοίξει να δώσει τροφή στην πένα (MC Yinka):
Διαβάζοντας Simenon δεν διαβάζω ένα αστυνομικό. Βρίσκω στη σταθερή γραφή του μια λογοτεχνική δεξιότητα πίσω απ’ την εξιχνίαση του φόνου. Είναι ο παλμός των γεγονότων, αλλά κυρίως ο παλμός των ανθρώπων που δρουν συντεταγμένα με βάση τη λογική της ψυχολογίας.


Ο Ζωρζ Σιμενόν γεννήθηκε στη Λιέγη του Βελγίου στις 13 Φεβρουαρίου 1903. Έπειτα από σπουδές στους Ιησουίτες έγινε, το 1919, μαθητευόμενος ζαχαροπλάστης, έπειτα υπάλληλος βιβλιοπωλείου, και τελικά ρεπόρτερ στη "Γκαζέτ ντε Λιέζ". Το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο "Στο γεφύρι του Αρς" εκδόθηκε το 1921 και τότε ο Σιμενόν έφυγε απ' τη Λιέγη για το Παρίσι. Παντρεύτηκε το 1923 με την "Τιζύ" και δημοσίευσε διηγήματα και νουβέλες σε πολλές εφημερίδες. Το 1924 εξέδωσε, με ψευδώνυμο, το πρώτο "λαϊκό" του μυθιστόρημα, "Το μυθιστόρημα μιας δακτυλογράφου". Ως το 1930, δημοσίευσε διηγήματα και μυθιστορήματα σε πολλούς εκδότες. Το 1931, άρχισε τις έρευνές του ο περίφημος ήρωας του, ο επιθεωρητής Μαιγκρέ. Έγραφε τα βιβλία του, ταξίδευε, έστελνε ρεπορτάζ κι άφησε τις εκδόσεις "Φαγιάρ" για να πάει στις εκδόσεις "Γκαλλιμάρ", όπου συνάντησε τον Αντρέ Ζιντ. Στο πόλεμο ήταν υπεύθυνος των Βέλγων προσφύγων στη Λα Ροσέλ και κατοικούσε στη Βανδέα. Το 1945 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά το διαζύγιό του εγκαταστάθηκε ξανά στην Ευρώπη. Η δημοσίευση των απάντων του (72 τόμοι) άρχισε το 1967. Από το 1972 αποφάσισε να σταματήσει το γράψιμο. Αφοσιώθηκε έκτοτε στις εικοσιδύο "Υπαγορεύσεις" του και κατόπιν συνέταξε τα ογκώδη απομνημονεύματα "Memoires intimes" (1981). Ο Ζωρζ Σιμενόν πέθανε στη Λωζάννη το 1989. Πολλά μυθιστορήματά του έχουν διασκευαστεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

Πάπισσα Ιωάννα

Monday, October 09, 2017

Τζούλια Γκανάσου, “Γονυπετείς”

Η γνωστή εικόνα ανθρώπων ν’ ανεβαίνουν γονυπετείς την ανηφόρα της Τήνου μέχρι την εκκλησία της Παναγίας είναι μια αξιοσημείωτη σκηνή που γεννά στο προκείμενο έργο δράση κι ερμηνείες.



Τζούλια Γκανάσου

“Γονυπετείς”

εκδόσεις Γκοβόστη -2017



Μούχε αρέσει πολύ το προηγούμενο βιβλίο της Γκανάσου, το “Ως το τέλος”. Και θάθελα να ξαναδιαβάσω τη νεαρή συγγραφέα, η οποία διαβάζοντας τις σκέψεις μου, πριν καν αναζητήσω το βιβλίο της, μούστειλε ένα αντίτυπο. Την ευχαριστώ.

Μια γυναίκα ανεβαίνει γονυπετής τον ανηφορικό δρόμο απ’ το λιμάνι προς την εκκλησία της Μεγαλόχαρης. Σ’ ένα μέρος που δεν κατονομάζεται αλλά προφανώς είναι η Τήνος. Ο λόγος της ανάβασης δεν είναι εξ αρχής φανερός. Πρόκειται για ενοχή ή για παράκληση, για εξιλέωση ή για προσευχή, για τάμα ή για αναζήτηση;

Η αφήγηση εναλλάσσει την εξιστόρηση της ανάβασης και, με μικρότερα γράμματα, αναδρομές σ’ ένα παρελθόν που πιθανόν θα εξηγήσει το υπαρξιακό αίνιγμα. Η πορεία στα τέσσερα. Η κούραση. Το γδάρσιμο. Η επιβάρυνση του σώματος. Η αναζήτηση ανακούφισης. Τα σεξουαλικά υπονοούμενα για τη στάση και την κίνηση των γοφών. Οι άλλοι γονυπετείς. Ο στόχος και μέσα σε όλα αυτά οι σκέψεις για την αυτοενοχή, τη λύτρωση, την αναζήτηση… Απ’ την άλλη, μεταφερόμαστε σ’ ένα (μακρινό ή πρόσφατο) παρελθόν, όπου υπάρχει ένα θολό τοπίο με σκόρπιες συζητήσεις, αναμνήσεις και σκέψεις. Κάποια στιγμή ανακαλύπτουμε ότι ο γιος της πρωταγωνίστριας έχει έξι δάχτυλα και πρέπει να κάνει εγχείρηση για ν’ αποκαταστήσει την ομαλότητα. Κι ο άντρας της πούχε καρκίνο ή η αδυναμία τους να πιάσουν παιδί, μικρές αναλαμπές σε μια ζωή που δεν φαίνεται στο σύνολό της.

Η όλη ανάβαση και ο εκκλησιαστικός περίγυρος πρέπει να ενέχει ένα είδος αλληγορίας. Υποκρύπτεται μια αναζήτηση υπό την πίεση μιας υπαρξιακής ανάγκης; Πρόκειται για κριτική στην εκκλησία και στους αφελείς θρησκόληπτους; Είναι η ματαιότητα της όποιας προσπάθειας που προκαλεί πόνο ενώ δεν αποφέρει οφέλη; Έχει σχέση με μια βαθύτερη ενοχή που οδηγεί σε σαδιστικές πρακτικές; Είναι ένα σύμβολο της αιωνίως σκυμμένης γυναίκας που δεν έχει περιθώρια απεξάρτησης;

Το κείμενο κάνει ένα δυναμικό υφολογικό κρεσέντο στο τέλος, αλλά δεν δίνει ξεκάθαρες απαντήσεις. Αφήνει έτσι τον αναγνώστη ν’ αντιπαλέψει με την ανοιχτότητά του και να επιλέξει την ερμηνεία του. Ακόμα περισσότερο, εγώ προσωπικά, δεν μπόρεσα να συνδυάσω στο σύνολο το ότι η πρωταγωνίστρια είχε δύο κεφάλια ή ότι συναντούσε έναν γίγαντα με τον οποίο έκανε έρωτα. Είναι σκηνές από ταινίες και πώς ενσωματώνονται αλληγορικά μέσα στο έργο;

Ο λόγος της Γκανάσου είναι γερός. Πατάει σταθερά, εξελίσσεται επαρκώς. Αφηγείται και σκέφτεται αλληλένδετα. Ενώ οι προτάσεις της δεν κάνουν κοιλιές και λακκούβες. Νιώθω ότι με παίρνει από το χέρι και χωρίς να τρέχουμε συζητάμε μόλο το βάρος της λογοτεχνικής πράξης. Αλλά απ’ την άλλη, έμεινα με πολλές απορίες και με το αίσθημα του σκόπιμα ανολοκλήρωτου.


> Η Τζούλια Γκανάσου γεννήθηκε στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει Πληροφορική στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου και Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στο Ε.Α.Π.
Διηγήματα και άρθρα της για τη λογοτεχνία δημοσιεύονται στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.
Βιοπορίζεται από την πληροφορική.
Αποσπάσματα από το πρώτο της βιβλίο, "Σε μαύρα πλήκτρα" (Εκδ. Γκοβόστη 2006), συμπεριλαμβάνονται στη συλλογική έκδοση του Παν/μίου του Εδιμβούργου με θέμα τις σύγχρονες μητροπόλεις. Το δεύτερο βιβλίο της, "Ομφάλιος λώρος" (Εκδ. Γκοβόστη 2011), συμμετείχε στο 4ο Διεθνές Φεστιβάλ στο Dasein, στο 1ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών της Αθήνας και στο Φεστιβάλ Νέων Καλλιτεχνών της Γλασκώβης. Το τρίτο της βιβλίο, "Ως το τέλος" (Εκδ. Γκοβόστη 2013), ήταν υποψήφιο για το "Βραβείο Νέου Λογοτέχνη 2013" του λογοτεχνικού περιοδικού "Κλεψύδρα" και για το "Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2014".
Πατριάρχης Φώτιος