Saturday, November 26, 2016

“Ένα πρωί, νωρίς” της Virginia Baily

Ένα καμιόνι που γεμίζει με Εβραίους είναι ήδη ένα δυνατό σημείο εκκίνησης, για να δοθεί η ιστορία του μικρού Ντανιέλε που σώζεται από μια Ιταλίδα κοπέλα. Κι έπειτα από χρόνια συναντάμε την κόρη-του που ψάχνει τον πατέρα-της. Ο Ντανιέλε είναι πανταχού απών, αλλά μέσω των δύο γυναικών που τον ψάχνουν συνεχώς παρών.


Café de Coco:

Virginia Baily
“Early One Morning”
Virago 2015

 
“Ένα πρωί, νωρίς”
μετ. Μ. Αγγελίδου
εκδόσεις Ίκαρος
2016

 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Επειδή ο «Ίκαρος» αρχίζει να δημιουργεί μια σειρά ικανότατων ξένων συγγραφέων που μεταφράζονται στα ελληνικά και δείχνει ότι ξέρει τι επιλέγει. Επομένως, εμπιστεύθηκα τον εκδοτικό οίκο κι επιπλέον διάβασα στο οπισθόφυλλο “Η απόφαση δύο γυναικών να σώσουν ένα παιδί κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου θα οδηγήσει σε απρόβλεπτες συνέπειες, σε βάθος δεκαετιών”…

Καθώς το διάβαζα:
          Το αρχικό κεφάλαιο είναι άκρως θελκτικό, αφού μας μεταφέρει στη Ρώμη του 1944, στο κλίμα κατοχής των Ιταλών από τους Γερμανούς, στο εβραιοδιωκτικό περιβάλλον, όπου η πρωταγωνίστρια Κιάρα σώζει ένα μικρό εβραιόπουλο, ονόματι Ντανιέλε Λέβι, από το καμιόνι που πήρε τους δικούς-του σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.
          Από εκεί και πέρα τα κεφάλαια εναλλάσσονται ανάμεσα στο απώτατο παρελθόν του 1944 και της πολεμικής ατμόσφαιρας, η οποία εμπνέει φόβο και υποβάλλει μια ψυχολογική καταχνιά, και τον πλησιέστερο χρόνο του 1973, όταν η έφηβη Μαρία στο Κάρντιφ ανακαλύπτει ότι δεν είναι παιδί του πατέρα-της αλλά καρπός της μάνας-της Έντνα Κέλι και του γνωστού Ντανιέλε Λέβι, ο οποίος είναι άνθρωπος εξαρτημένος από τα ναρκωτικά, ήδη εξαφανισμένος από όλους.
          Η Αγγλίδα πεζογράφος ξέρει πολύ καλά να χειρίζεται την αφήγηση, όχι μόνο επειδή εναλλάσσει έντεχνα τα δύο χρονικά επίπεδα, αλλά και επειδή μέσα σε κάθε επίπεδο πηγαινοέρχεται σε μπρος και πίσω μικρο-αφηγήσεις, που συμπληρώνουν το κενό ανάμεσα στο 1944 και 1973. Από τον Ντανιέλε μικρό παιδί έως τον Ντανιέλε άστοργο πατέρα κι από την Ιταλία μέχρι την Αγγλία της δεκαετίας του ’70. Το συγγραφικό λοιπόν χέρι κρατά σταθερά το στυλό και μπορεί να χτίζει δρόμους και διαδρόμους ανάγνωσης.

Αφού το διάβασα:
          Έφτασα στο τέλος με λίγο κόπο, κυρίως επειδή από ένα σημείο και μετά οι δύο συγκλίνουσες γραμμές, αυτή του 1944 κι αυτή του 1973, δεν φαίνεται να συγκλίνουν. Επίσης, η αφήγηση καθυστερεί πολύ, αναλώνεται σε πολλά μικρά, που κατά τη γνώμη-μου είναι κωλυσιεργά στοιχεία, χωρίς ρυθμό και ένταση. Έμεινα σε μια πολύ καλή αρχή, που χάθηκε στην πορεία.

[Το κείμενο συνοδεύεται από εικόνες που ελήφθησαν από:  www.historyplace.com,   www.pinterest.com,   www.walesonline.co.uk   και   www.holocaustresearchproject.org]

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, November 22, 2016

“Ο κατάδεσμος” του Θωμά Κοροβίνη

Πόσα ελαττώματα μπορεί να έχει ένας άνδρας, πόσα “κοσμητικά” επίθετα μπορεί να επινοήσει το μυαλό μιας γυναίκας της νύχτας για να τον στολίσει. Το βρομόστομα της Ζηνοβίας συναντά το βρομοχαρακτήρα του άντρας-της.


Ρουμιτσίνο:

Θωμάς Κοροβίνης
“Ο κατάδεσμος”
εκδόσεις Άγρα
2016
 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Επειδή μου το χάρισε ένας παλιός συστρατιώτης-μου, που κρατάμε επαφή εδώ και τριάντα χρόνια. Μου το χάρισε θυμίζοντάς-μου τον λοχαγό στο στρατόπεδο που έβριζε με τέτοιο πλούτο λεξιλογίου, με τέτοιους αυτοσχεδιασμούς, με τέτοιο ταμπεραμέντο που έκανε τις πέτρες γύρω-μας να κοκκινίζουν. Τι μου θύμισε!
λασποδίαιτος, μποχαδερός, βρομύλος, αποκτηνωμένο ρεμάλι,
κοπρόστομος ιπποπόταμος, παλιογούρουνο, αχαΐρευτος, μουνοποιητής, καλαμπόρατζης, Χαμουραμπί, αγιογδύτης,  σπαζαρχίδας

Καθώς το διάβαζα:
          Όντως το λεξιλόγιο της Ζηνοβίας, της αφηγήτριας του εκρηκτικού μονολόγου του Κοροβίνη, σπάει όλα τα κοντέρ. Δεκάδες επίθετα να λούζουν τον άντρα-της, δεκάδες σύνθετα ουσιαστικά να προσπαθούν να τον χαρακτηρίσουν, δεκάδες βρισιές που ρίχνονται κατά ριπάς, μια χειμαρρώδης καταιγίδα καταρών και απωθημένων. Μπαίνοντας στις πρώτες σελίδες βλέπω τον ορυμαγδό μιας πολυβολούσας γυναίκας, η οποία ταχυβολεί σαν μυδραλιοβόλο, αφηγούμενη όσα τη βαραίνουν από τη συζυγία με τον άχρηστο Πραξιτέλη Σαντζακόγλου.
ψοφογάτσουλο, χολέρα, κόπρος, βδέλυγμα, ασχημοποντικόγατο,
περίτριμμα, ψοφίμι, ξετσίπωτο κνώδαλο, σωματέμπορας,
πατσαβουρόπουλος, χλεχλές, ζωντόβολο, ξόανο, τσόφλι,
βρομοσκούληκας
          Η Ζηνοβία είναι στη δεύτερη νιότη-της, τραγουδίστρια στα “Κουτουπώματα”, ντιζέζ της παλιάς σχολής, λαϊκός τύπος που έφτασε μέχρι τη δευτέρα γυμνασίου, άνθρωπος της πιάτσας, της νύχτας, του λιμανιού (κάτι μεταξύ Τρούμπας και Λαδάδικων), Θεσσαλονικιά, του βαρύ λαϊκού σεβντά. Το λούσιμο, όπως προείπα, αφορά στον άντρα-της, που είναι ένας τιποτένιος πορνόμυαλος, ένας χαμερπής ανεπρόκοπος, ένας ποταπός αναξιότροπος. Στο πρόσωπό-του συνοψίζονται όλα τα δυνατά ανθρώπινα (αρσενικά) ελαττώματα, που φτάνουν στα άκρα, αφού πέρα από μουρντάρης και αρσενοκοίτης είναι και κτηνοβάτης, πέρα από τεμπελχανάς είναι και ανεμοδούρας, πέρα από εξουσιόδουλος είναι και αριβίστας. Η λεκτική λαίλαπα της Ζηνοβίας βγάζει μπρίο και πάθος, οργή και μανία, ορμητικότητα και οργιαστικό αποτροπιασμό.
ανωφελέστατος, σκατόφκιαρο, διπροσωπία ενσαρκωμένη, καλπονοθεία, ξεφτίλας, αλογομούλαρο, φτωχομπινεδιάρης, σκατοχώριατος, νούμερο, αρχιαναίσθητος, μούλος, κρυφομούλος
          Το κείμενο, παρόλο που διεκδικεί διαχρονική ελληνικότητα, τοποθετείται χρονικά στη σημερινή Ελλάδα του Τσίπρα, αλλά καλύπτει τουλάχιστον τα τελευταία σαράντα-πενήντα χρόνια: από τα κολλητά τζιν στα παντελόνια καμπάνες και από τον Ανδρέα στον Σαμαρά. Ο Πραξιτέλης-Πράξος είναι ένας ακραίος αλλά και αντιπροσωπευτικός Έλληνας, με την πολιτική μετακίνησή-του όπου φυσάει ο άνεμος της εξουσίας, με το αριστερό παρόν αλλά και με το δεξιό παρελθόν, με την πολυγαμική φύση και την άξεστη αμορφωσιά, με τη νυχτόβια συμπεριφορά και την ακαμάτικη νοοτροπία, με την ύπουλη τσιγκουνιά και τη βιτρινάτη μαγκιά. Όλα στο φαίνεσθαι, στον αέρα, στο ανδρικό ταμπεραμέντο που είναι φούσκα και κούφιο νταηλίκι. Δεν ξέρω αν ο Έλληνας είναι όντως έτσι ή αν έχουμε μια καρικατούρα καραγκιόζη που περιέχει και δόσεις βαρβατοελληνικότητας, αλλά το καταχάρηκα όπως το διάβαζα μονοκοπανιάς.
παλιόμουτρο, προστυχόγερος, κάθαρμα, σαπρόφυτο, σκατόψυχος, σκατοφούκιαρο, κωλοπαίδι, παλιοτόμαρο, βρομοπόντικας, νιαουρόγατα, απόβρασμα, γατοποντικοκούραδο, γατοξερατό
          Σε ορισμένες φάσεις η γλώσσα της ηρωίδας ξεφεύγει και όσο κι αν έχει διαβάσει, δεν μπορεί να μιλάει με δόκιμες λέξεις και με φράσεις των αρχαίων. Αυτό, αν τεθεί σε δεύτερη μοίρα, δεν θα εμποδίσει τον αναγνώστη να χαρεί τον χείμαρρό-της, τον μονόλογο-κατάρα, που καθαίρει τα βάσανά-της και ξεμπροστιάζει όλη τη σήψη ενός ανθρώπου.

Αφού το διάβασα:
          Γρήγορη ανάγνωση, τελείωσε μέσα σε δυο ώρες. Δυνατή σαν αψέντι η γλώσσα, έντονη η σκιαγράφηση του Πραξιτέλη, κόλαση το στοματάκι της Ζηνοβίας. Μέσα στην υπερβολή-του ο μονόλογός-της αφήνει τον καταρράκτη-του να μπει στο μυαλό-μας και να το ανακατέψει.

[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον ιστότοπο In2life στις 15/11/2016 και εδώ αναδημοσιεύεται με εικόνες από:   www.tsbmag.com,   www.iefimerida.gr,   (δύο επόμενες:) lifo.gr  και   www.paraskhnio.gr]

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, November 17, 2016

“Με μια χιλιάρα καβασάκι” του Βαγγέλη Σιαφάκα

Η ζωή τρέχει με χίλια, μεγαλώνει, ωριμάζει, ερωτεύεται, πολιτικοποιείται, φωνάζει, κλαίει, συζητά, μαθαίνει, χωρίζει και πονά, πεθαίνει και πενθεί. Κι όλος ο πολιτικός παλμός της προσωπικής ιστορίας δίνει άλλο χρώμα στα γυαλιά με τα οποία ξαναζούμε το χθες.


Γιαννιώτικος με καϊμάκι:

Βαγγέλης Σιαφάκας
“Με μια χιλιάρα καβασάκι”
εκδόσεις Πόλις
2016

 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Επειδή οι εκδόσεις Πόλις είχαν την καλοσύνη να μου το στείλουν και πάντα δοκιμάζω κρασί από καλά βαρέλια. Ειδικά όταν βλέπω ότι ο συγγραφέας κατάγεται από τα Γιάννινα, πατρίδα αγαπημένη…

Καθώς το διάβαζα:
“Πάντα είχα την υποψία ότι κάτι μπορεί να μην πηγαίνει καλά με τον ιστορικό υλισμό”
“Όπιο του λαού λέγαμε τη θρησκεία”
“Δώσαμε μάχες να φύγει το σφυροδρέπανο και να βγάλουμε το ‘Κάπα’ από τον τίτλο μας. ΕΑΡ δεν μας λένε;”
“Χάσαμε, φτιάξαμε ένα καθεστώς τυραννικό”
“Δεν υπάρχει ανανέωση του κομμουνισμού. Κατεδάφιση χρειάζεται”
         
          Με τέτοιες ατάκες ξανασμίγουν στο τελευταίο διήγημα της συλλογής παλιοί Ρηγάδες. Έχουν ωστόσο πάρει αποστάσεις και κινούνται ανάμεσα στην ήπια θρησκευτικότητα και την απολίτικη στάση. Κι ο ίδιος ο Σιαφάκας, που ήταν άλλοτε μέλος του “Ρήγα Φεραίου”, απομακρύνθηκε από τα κομματικά ήδη από το 1977. Έτσι, η συνισταμένη της ζωής του συγγραφέα, με τα προσωπικά βιώματα και τη λογοτεχνική-του πέννα, βρίσκει την πολιτική να υποφώσκει πίσω από κάθε κείμενο. Κείμενα άλλοτε εμφανώς αυτοβιογραφικά, άλλοτε κοινωνιολογικά κι άλλοτε ρητά πολιτικά.

          Τα διηγήματα είναι πολιτικά, είτε αυτό φαίνεται είτε όχι. Κι όταν φτάσει κανείς στο τέλος, βλέπει την πολιτική να γίνεται πρωταγωνίστρια. Τότε αντιλαμβάνεται ότι όλες οι αφηγήσεις είχαν μια τέτοια βάση, που απλώς δεν δηλωνόταν ρητορικά. Από τα κοινωνικά, ταξικά, δεδομένα της μετατροπής ενός βάλτου σε γειτονιά μέχρι τις φοιτητικές ανησυχίες και τις επαφές με τις κομουνιστικές νεολαίες άλλων χωρών. Κι από τα πρώτα παιδικά χρόνια, που αναδεικνύουν τη λαϊκή ψυχή, έως τους πρώτους έρωτες και την “πολιτική”-τους.
          Ακόμη περισσότερο η αριστερή ματιά ξεφεύγει επιτέλους από το σύνδρομο της αδικίας και της δίωξης. Περνάει σε κοινωνικές σκέψεις, ευτυχώς χωρίς τις ιδεολογικές αγκυλώσεις και διδακτισμούς, αλλά και σε αναθεωρητικές εκδοχές της νιότης και της στράτευσης. Η πολιτική δένει με την προσωπική πορεία μέσα στον χρόνο. Φυτρώνει στα Γιάννινα και μεταφυτεύεται στη Φλωρεντία και τη Μαδρίτη, την Αθήνα και αλλού. Αναρριχάται σαν κισσός στο καθημερινό, χωρίς να το πνίγει. Προχωράει και ξανακοιτάζεται μέσα από το τώρα και το τότε.
          Δεν μου άρεσαν τα διηγήματα, ειδικά προς το τέλος, όπου υπερισχύει το προσωπικό βίωμα και η αυτοβιογραφική ανάλυση εις βάρος της ιστορίας και της αυτόνομης δράσης. Τα υπόλοιπα όμως ήταν αρκούντως μεστά, αισθαντικά και ζεστά. Αναδύανε κόσμους και πρόσωπα. Κρατούσαν την ιστορία και τα μηνύματά-της σε θερμοκρασία ανάγνωσης.
         
Αφού το διάβασα:
          Χωρίς να έχω δει λογοτεχνικές καινοτομίες, διάβασα με ενδιαφέρον τον Σιαφάκα. Ταξίδεψα μαζί-του. Είδα τα Γιάννινα των γονιών-μου. Προχώρησα μέσα στην Ιστορία των τελευταίων πενήντα χρόνων. Απέφυγα τις κομματικότητες και τις κλασικές πολιτικές εμβαθύνσεις. Είδα τη ζωή μαζί με τον συγγραφέα να ριγά και να πεθαίνει, να πάλλεται, να ερωτεύεται και να πονά.

[Οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο είναι παρμένες από:  www.discovergreece.com,   edo-provokatoras.blogspot.gr,   tvxs.gr,   www.anexitilo.net   και   www.in2life.gr]

Πατριάρχης Φώτιος 

Sunday, November 13, 2016

“Το πέρασμα” του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη

Μυτιλήνη, Χίος, Κως, άλλα νησιά που θέλησαν να γίνουν γέφυρες για ανθρώπους ξεριζωμένους. Μετανάστες και πρόσφυγες που είδαν τα πολλαπλά νησιά του Αιγαίου σαν αποκούμπια σε μια κολοσσιαία πορεία από την πατρίδα-τους στην γη της επαγγελίας.


Ελληνικός καφές με ολίγη:

Κωνσταντίνος Τζαμιώτης
Το πέρασμα
εκδόσεις Μεταίχμιο
2016
 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Επειδή η λογοτεχνία προσπαθεί να είναι συχνά επίκαιρη, ώστε να προβληματίσει και να προβληματίζεται πάνω στα φλέγοντα σύγχρονα θέματα όπως η μετανάστευση.

Καθώς το διάβαζα:
          Διαβάζω τις πρώτες τριάντα σελίδες στο κρεβάτι, λίγο πριν κοιμηθώ, και ξυπνάω μέσα στη νύχτα με εφιάλτες από τις σκηνές του μυθιστορήματος. Για πολλές ώρες ένιωθα ότι θαλασσοπνιγόμουν κι εγώ όπως οι άτυχοι μετανάστες που καραβοτσακίστηκαν στις βραχώδεις ακτές ενός νησιού του Ανατολικού Αιγαίου μέσα σε μια άγρια, βροχερή και ανεμόεσσα νύχτα. Η εικονοποιία και η θεατρικότητα -ή μάλλον η κινηματογραφικότητα- της γραφής ήταν τόσο έντονη που με έκανε να αναπλάσω, επώδυνα και βιωματικά, όσα είχα διαβάσει.
          Η ιστορία, όπως καταλάβατε, αναφέρεται στην πρόσφατη, πολλαπλώς ιδωθείσα, τραγωδία των προσφύγων και των μεταναστών να περάσουν από την Τουρκία στην Ελλάδα σε ταξίδια θανάτου. Κι αν θες να εστιάσεις στο θέμα ποιον βάζεις πρωταγωνιστή ή ποιους, μετανάστες, κατοίκους, εθελοντές, αρχές βάζεις σε πρώτο πλάνο; 
          Σε ποιον δίνει π.χ. κανείς το Νόμπελ Ειρήνης, όταν χιλιάδες άνθρωποι συνέβαλαν στη διάσωση και προστασία των προσφύγων και μεταναστών που κατέφτασαν στα ελληνικά νησιά; Συμβολικά, λοιπόν, και μόνο συμβολικά προτάθηκαν τρεις άνθρωποι, που θα εκπροσωπούσαν το σύνολο του πληθυσμού: η 85χρονη γιαγιά της Συκαμνιάς Αιμιλία Καμβύση, ο 40χρονος ψαράς Στρατής Βαλιαμός και η εθελόντρια και ακτιβίστρια, η ηθοποιός Σούζαν Σάραντον. Τελικά δεν το πήραν…
           Ανάλογα, ένας συγγραφέας που θα ήθελε να πραγματευθεί το θέμα θα μπορούσε να επιλέξει παραδειγματικά έναν ή δύο-τρεις κατοίκους π.χ. της Λέσβου ή έναν εθελοντή που καταφτάνει στην Κω για να βοηθήσει ή έναν πρόσφυγα που διέτρεξε με πολλούς κινδύνους χιλιάδες χιλιόμετρα για να ξεφύγει από τον πόλεμο στη Συρία ή… Ο ήρωας αυτός θα ενσάρκωνε το αλτρουιστικό ιδεώδες της ελληνικής φιλοξενίας ή ως αρνητικός χαρακτήρας θα αναδείκνυε τον ρατσισμό και τον εθνικισμό ή ως θύμα ενός παγκοσμιοποιημένου παιχνιδιού θα εκπροσωπούσε τα εξήντα πέντε εκατομμύρια ανθρώπους οι οποίοι αναγκάστηκαν να αλλάξουν πατρίδα μέσα στα τελευταία χρόνια.
          Ο Τζαμιώτης τόλμησε να μη βάλει στο κέντρο του πρόσφατου μυθιστορήματός-του ένα ή δύο συγκεκριμένα πρόσωπα, αλλά να συνθέσει μια πολυπρόσωπη και πολυπρισματική εικόνα ενός μικρού νησιού που δέχεται δεκάδες αλλοδαπούς, οι οποίοι ναυάγησαν στην προσπάθειά-τους να περάσουν στη σωτήρια Ευρώπη μέσα από τα αφρισμένα κύματα του Αιγαίου. Έτσι, μέσα από αυτή την καλειδοσκοπική εικόνα, μέσα από τις μικρές ιστορίες και οπτικές γωνίες που καλύπτουν ξεχωριστές φέτες του μεταναστευτικού ζητήματος, μέσα από τις ψηφίδες που συναπαρτίζουν το όλον, ο αναγνώστης εισπράττει μια πανοραμική κάτοψη του χρόνου και του τόπου, χωρίς να χάνει την εστίαση στην εμπλοκή κάθε προσώπου με την αλλαγή που συμβαίνει στο νησί.
          Οι τάσεις είναι πολύπλευρες, από την ήπια επιφύλαξη μέχρι την ενεργή γενναιοδωρία κι από την κούραση που διαμαρτύρεται έως την υπηρεσιακή τυπικότητα. Κάθε κεφάλαιο είναι και μια άλλη πτυχή, σε ένα μυθιστόρημα σπονδυλωτής υφής, όπου κάθε πρόσωπο εκφράζει και μια άλλη στάση, μια άλλη ιδεολογία, όχι τόσο διαφορετικές, αν θεωρήσει κανείς ότι ένα μικρό μέρος δεν παράγει ποικιλότροπες εκδοχές της κρίσης. Δεν νομίζω ότι ο συγγραφέας, και σωστά έπραξε, ήθελε να προβάλλει τη φιλοξενία ή τον ρατσισμό των Ελλήνων, να κάνει δηλαδή ένα έμμεσο κήρυγμα. Αντίθετα, επέλεξε μια πολυπρισματική “αντικειμενική” αποτύπωση, ώστε να αφήσει τα γεγονότα και τα πρόσωπα να μιλήσουν ευθέως στον αναγνώστη.

Αφού το διάβασα: 
          Είναι λίγες μέρες που το τελείωσα και νιώθω ότι το πρώτο συντάραγμα ατόνησε. Δεν ξέρω γιατί. Δεν ξέρω μήπως η φυγόκεντρη αφήγηση, η πολυπρόσωπη ιστορία, τα πολλά καλά αλλά χωρίς σφιχτό πλαίσιο με αποσυντόνισαν. Μου άρεσε και ταυτόχρονα με άφησε απ’ έξω. Σαν να τα είδα όλα και να τα ένιωσα και μαζί να με πέταξαν έξω. Τα ίδια τα γεγονότα μοιάζουν εξωτερικά ιδωμένα όσο και αν είναι συγκλονιστικά στην καταγραφή-τους, σαν να μην προλαβαίνει το μυαλό να ζήσει την τραγωδία και αλλάζει πλευρό.

[Οι εικόνες που οπτικοποιούν τη φρίκη, όλες αυτές που συνοδεύουν το άφατο μέσα στο κείμενο, οι εφιάλτες που γεννούν σε όποιον δει και καταλάβει, οι φωτογραφίες που αποτυπώνουν την τραγωδία αντλήθηκαν από:   www.athina984.gr,   www.thetimes.co.uk,   eleftheriaonline.gr,    www.efsyn.gr,   laInfo.es,   in.gr   και   aixmi.gr]

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, November 09, 2016

“Τρόποι να γυρίζεις σπίτι” του Alejandro Zambra

Έζησες ποτέ χούντα; Και πώς μπορείς πλέον να αναπλάσεις την παιδικότητα όταν βρέθηκες σε χαλεπούς καιρούς, που δεν τους κατάλαβες; Τρόποι να ξαναδείς το σπίτι-σου, να ξαναδείς την παιδική-σου ηλικία και την οικογένειά-σου, να ξαναδιαβάσεις με τα γυαλιά της ωριμότητας το ιστορικό παρελθόν που το έζησες ξώφαλτσα.


Χιλιανός καφές με αλκοόλ:

Alejandro Zambra
“Formas de volver a casa”
Anagramma 2011

 
Alejandro Zambra
“Τρόποι να γυρίζεις σπίτι”
μετ. Α. Κυριακίδης
εκδόσεις Ίκαρος
2016
 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Επειδή το όνομα του μεταφραστή Αχιλλέα Κυριακίδη πιστοποιεί ποιότητα, ασχέτως αν θα μου αρέσει ή όχι το ίδιο το έργο. Ασχέτως αν το διάλεξε ο ίδιος ή όχι.

Καθώς το διάβαζα:
          Είμαστε πάντα συνδεδεμένοι με την παιδική ηλικία, με έναν ομφάλιο λώρο που δεν σπάει με τίποτα; Κουβαλάμε μέσα-μας σαν δίδυμο εν-σωματωμένο αδελφό τον εαυτό-μας όταν ήταν μικρός και αυτός συχνά μας ψιθυρίζει, ενστικτωδώς και άλογα, την πραγματικότητά-του; Ζούμε μονίμως με έναν αναπόφευκτο παλιμπαιδισμό που χρωματίζει με νοσταλγία τη ζωή μας;
          Λάθος ερωτήματα.
          Η πορεία του κειμένου του Χιλιανού συγγραφέα μας πηγαίνει αλλού: πόσο η παιδική συνείδηση δεν συλλαμβάνει όσα γίνονται και εκ των υστέρων προσπαθεί ο ενήλικος πια να ανασυνθέσει το παρελθόν; Και πώς εισπράττει ένα παιδί τις πολιτικές εξελίξεις που περνάνε κάτω από τη μύτη-του χωρίς να μπορεί να μυρίσει τίποτα;
          Το μυθιστόρημα ξεκινά με τον μικρό αφηγητή να είναι ερωτευμένος με τη λίγο μεγαλύτερή-του Κλάουδια και για χάρη-της παρακολουθεί κάποιον Ραούλ. Η παιδική ματιά δηλώνει ανωριμότητα, αφέλεια και αθωότητα. Στη συνέχεια συναντάμε τον πρωταγωνιστή, ενήλικο πιο γύρω στα τριάντα, συγγραφέα που γράφει ένα βιβλίο, και ψάχνει να βρει τον παιδικό έρωτά-του στο σπίτι-της, όπου η αδελφή-της Χιμένα τον ενημερώνει ότι θα έλθει από την Αμερική. Κι όταν επιστρέφει για να κηδεύσει τον πατέρα-της, οι δύο παιδικοί φίλοι ξανασμίγουν, αυτή τη φορά σε έναν ολοκληρωμένο έρωτα.
          Και τότε ο κεντρικός ήρωας ανακαλύπτει ότι πίσω από το όνομα Ραούλ κρυβόταν στα 1985 ο πατέρας της Κλάουδιας, καθώς διωκόταν από το καθεστώς του Πινοσέτ (1973-1990) και συνάμα έκρυβε στο σπίτι-του αντικαθεστωτικούς. Ο αφηγητής ανακαλύπτει ότι η χούντα του δικτάτορα είχε αναδείξει τόσο ήρωες και αγωνιστές όσο και βολεμένους και εφησυχασμένους πολίτες, όπως οι γονείς-του.

Το καθεστώς του Πινοσέτ κατάργησε τις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες το λαού και μεθόδευσε την εξουδετέρωση των αντιπάλων του με τη χρήση ωμής βίας. Παρά τη στυγνή δικτατορία του, με δολοφονίες, μαζικές εκτοπίσεις και φυλακίσεις , μόνο από το 1983 και μετά ο χιλιανός λαός άρχισε να αντιδρά, κυρίως λόγω των μεγάλων οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η χώρα.Το 1988, ύστερα από διεθνείς πιέσεις, διοργάνωσε δημοψήφισμα στο οποίο οι Χιλιανοί είπαν ΟΧΙ στην παραμονή του στην εξουσία , ωστόσο εκείνος ξεκαθάρισε ότι επρόκειτο να παραμείνει στην προεδρία της Χιλής μέχρι το 1990. Τα θύματα της δικτατορίας του Πινοσέτ στη Χιλή είναι 9.800 περισσότερα από ό,τι πιστευόταν, με συνέπεια να ξεπερνούν συνολικά τα 40.000, σύμφωνα με την εξεταστική επιτροπή που φτιάχτηκε για αυτόν ειδικά τον λόγο στο Σαντιάγο. Οι αριθμοί αφορούν τους φυλακισθέντες και βασανισθέντες της 17χρονης χιλιανής χούντας (1973-1990), ενώ ο επίσημος αριθμός νεκρών και εξαφανισθέντων ανέρχεται σε 3.065. (el.wikipedia.org/wiki/)


          Το κείμενο του Σάμπρα δεν ξεκινά δυναμικά και γενικά θα έλεγα ότι δεν κορυφώνεται. Από ένα σημείο όμως και μετά η επανανακάλυψη του παρελθόντος, η πολιτική διάσταση που αυτό αποκτά, η σύνδεση του ατομικού (έρωτας) με το συλλογικό (πολιτική) σε συνδυασμό με την ποιότητα της γραφής κάνουν τον αναγνώστη να προσέξει περισσότερο τη λογοτεχνική-του αξία. Τα μικρά κεφάλαια συνδυάζουν γεγονότα και σχόλια, κινήσεις και σκέψεις, ενώ η ματιά του ώριμου πλέον αφηγητή προσπαθεί να αναπληρώσει όσα έχασε λόγω της ηλικίας-του.
          Τελικά μαζί με το παρελθόν εμείς οι αναγνώστες παρακολουθούμε και το παρόν, κατά το οποίο γράφεται το μυθιστόρημα του αφηγητή. Κι η Κλάουδια, που πιθανόν δεν υπήρξε ποτέ, είναι το μυθοπλαστικό alter ego της Έμε, της πρώην γυναίκας του συγγραφέα, με την οποία ξαναβρίσκονται για λίγο και εν μέρει συμφιλιώνονται. Η αναζήτηση της γυναίκας και η αναζήτηση του παρελθόντος που πέρασε ανεπαίσθητα συντήκονται στην αναζήτηση του μυθιστορήματος.
         

Αφού το διάβασα:
Διάβασα το βιβλίο γρήγορα και άνετα. Τα μικρά κεφάλαια και η ευκρινής γραφή βοηθάνε σε κάτι τέτοιο. Το ήπιο αεράκι της αφήγησης βοήθησε εξίσου, παρά τη χαλαρή συνεκτική δομή και την έλλειψη γερής αρμοδεσιάς που να στηρίζει τα συναισθήματα. Βρήκα μόνο τα τελευταία σε μια εξομολόγηση, παρά καλοδεμένα γεγονότα και έναν άξονα που να τα συνδέει.

[Οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο είναι παρμένες από:  www.talklocal.com,  science.howstuffworks.com,  theentrepreneurialwife.com,   www.history.com   και   www.telesurtv.net]

Πατριάρχης Φώτιος 

Saturday, November 05, 2016

“Λάιλα” της Marilynne Robinson

Ένα βιβλίο σύγχρονο αλλά με θεολογικό πνεύμα, όχι στις θεωρητικές αμπελοφιλοσοφίες της θεολογίας, αλλά στις πρακτικές υπαρξιακές αναζητήσεις ενός προ-ηθικού πλάσματος. Ένα βιβλίο που περνά από τη φαινομενική απλότητα της γραφής-του στον χριστιανικό κόσμο μιας Αμερικανίδας διανοούμενης.


Αμερικάνικος διπλός:
Marilynne Robinson
Lila
2014

 
“Λάιλα”
μετ. Κ. Σχινά
εκδόσεις Μεταίχμιο
2016

 


Πριν το διαβάσω:
          Γιατί το διάλεξα; Επειδή είχα διαβάσει παλιότερα το “Γκίλιαντ”, είχα μείνει με γλυκόπικρη γεύση και τώρα που όλοι επαινούν τη μεγάλη Αμερικανίδα συγγραφέα, ξαναγυρίζω σ’ αυτήν να τεστάρω τον εαυτό-μου.

Καθώς το διάβαζα:

          Το τελευταίο από τα τρία της τριλογίας μυθιστόρημα αναφέρεται στη Λάιλα, που βρέθηκε έρμαιο της μοίρας, ώσπου η φιλεύσπλαχνη Ντολ την περιμάζεψε, της χάρισε τη ζωή και μια μικρή αγκαλιά να κουρνιάσει. Η Λάιλα μεγαλώνει στις περιπλανήσεις-τους, ώσπου καταλήγει στο Γκίλιαντ και γνωρίζει τον γηραιό πάστορα Τζον Έιμς. Κι ενώ η νεαρή ηρωίδα είναι άθρησκη, αθεολόγητη, χωρίς καμία θρησκευτική παιδεία αλλά και χωρίς κοινωνική αγωγή, μια ατόφια ψυχή που ζει φυσικά, εντός και εκτός κοινωνίας, χωρίς τη λογική της καθωσπρέπει συμπεριφοράς και χωρίς τους προβληματισμούς των ανθρώπων, ερωτεύεται τον ιερέα και πλησιάζει χωρίς να καταλαβαίνει γιατί την εκκλησία.
          Αυτό που είδα σ’ αυτό το κείμενο και με έθελξε είναι ο συνδυασμός δυο φαινομενικά ασύνδετων τρόπων γραφής: από τη μία, ο ευαγγελικός, ήπιος, πράος, άχρονος, αρυτίδωτος από κραδασμούς, απλοϊκός και αστόχαστος, επίπεδος και ήρεμος, κι από την άλλη ο μοντερνιστικός που περνάει από το ένα χρονικό επίπεδο στο άλλο και συζευγνύει σκηνές και χρόνους. Μ’ αυτόν τον συνδυασμό δεν παρακολουθούμε χρονολογικά τη ζωή της Λάιλα ώσπου να βαπτιστεί και να παντρευτεί τον ιερέα, αλλά ξέροντας νωρίς αυτά τα δεδομένα, πηγαινοερχόμαστε μαζί με την αφήγηση στα πριν και στα μετά, στο πώς και στο γιατί (αν υπάρχει γιατί) αυτής της εξέλιξης.
          Τα πιο ωραία στην ανάγνωση μέρη είναι οι διάλογοι της Λάιλα με τον ιερέα. Από τη μία, η ανίδεη περί τα θεοτικά νεαρή ορθώνει πολύ εύστοχες στην απλότητά-τους ερωτήσεις, που έχουν έναν λαϊκό αλλά συνάμα υπαρξιακό χαρακτήρα. Κι από την άλλη, ο ιερέας που δεν μιλά δογματικά, δεν έρχεται ex cathedra να κάνει κήρυγμα, δεν μιλά καν με βεβαιότητες που ακλόνητες να προβάλλουν μια αυθεντία. Βλέπουμε στην ουσία τον διάλογο μιας προ-ηθικής ύπαρξης (αήθικης, με την έννοια ότι μεγάλωσε χωρίς προκαθορισμένη ηθική) και μια ηθικής οντότητας που δεν έχει θεωρητική θεολογική κατάρτιση (δεν την δείχνει τουλάχιστον) αλλά διαθέτει μια καθαρή ψυχή και μια άδολη χριστιανική φύση.
         
Αφού το διάβασα:
          Ως Πατριάρχης ενδιαφέρθηκα για το θρησκευτικό και χριστιανικό περιεχόμενο του βιβλίου. Είδα συνάμα τον τρόπο γραφής, ο οποίος, χωρίς να στηρίζεται στην πλοκή, περνάει με τη μίξη παραδοσιακού και μοντέρνου τρόπου ένα νέο είδος μυθοπλασίας. Κι έπειτα απ’ όλα αυτά απόρησα πώς ένας κόσμος που κινείται γύρω από το βιβλίο, εδώ στην Ελλάδα κατά βάση, νοιάστηκε για ένα “συντηρητικό”, “παρωχημένο”, “ανεπίκαιρο” χριστιανικό μήνυμα και μια συγγραφέα που δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές της “προοδευτικής” ελίτ. Από τη μεταφράστρια μέχρι τον εκδοτικό οίκο κι από τους κριτικούς μέχρι τους αναγνώστες, τι ακριβώς εκτίμησαν σε ένα έργο που φωνάζει ότι πηγαίνει κόντρα στη μόδα των άθεων καιρών-μας;

{Δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο In2life στις 24/10/2016 και εδώ αναδημοσιεύεται με εικόνες που ελήφθησαν από:   www.indystar.com,  pinterest.com,   www.telegraph.co.uk   και   westerngames.wordpress.com}

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, November 01, 2016

NOBEL Λογοτεχνίας 1957: Αλμπέρ Καμύ

“Ο ξένος” σε γραφιστικό μυθιστόρημα του Jacques Ferrandez

Ο Αλμπέρ Καμύ (1913-1960) μόλις στα 29-του χρόνια γράφει ένα κλασικό πλέον έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τον “Ξένο”, ενώ μόλις 44 ετών βραβεύεται με το βραβείο Νόμπελ! Νομίζω ότι είναι ο νεαρότερος συγγραφέας που έφτασε τόσο γρήγορα σε τέτοια καταξίωση.



Γαλλικός με γάλα: 


Jacques Ferrandez
L’Étranger
(βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Albert Camus, 1942)
Gallimard 2013
“Ο ξένος”
μετ. Ν. Καρακίτσου-Dougé & Μ. Κασαμπαλόγλου-Roblin
εκδόσεις Πατάκη
2016


          Ο ήρωας (λέμε τώρα!) είναι ενδιαφέρων ακριβώς επειδή δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Είναι ένας αντιηρωικός ήρωας, που δεν παίρνει καμία απόφαση, δεν χαίρεται ή δεν λυπάται ανάλογα με τις περιστάσεις, δεν ξεφεύγει από την εκνευριστική απάθειά-του, ούτε όταν πεθαίνει η μητέρα-του, ούτε στα καλά ή στα κακά της ζωής. Όλα γι’ αυτόν είναι ίδια και αδιάφορα, δεν τον νοιάζει να παντρευτεί την αγαπημένη-του αλλά δεν φλέγεται κιόλας, δέχεται ό,τι του ζητάνε όχι από ενδιαφέρον και συμφωνία αλλά από μια στωική συγκατάβαση νωχελικής παθητικότητας.
          Κι ενώ όλα τον αφήνουν παγερά αδιάφορο, διαπράττει έναν φόνο, χωρίς καλά καλά να συνειδητοποιήσει κανείς γιατί τον έκανε. Σκοτώνει έναν Άραβα (η υπόθεση εξελίσσεται στο Αλγέρι), αν και προηγουμένως προσπάθησε να αποτρέψει τον φίλο-του, ο οποίος είναι μέρος του υπόκοσμου, να χρησιμοποιήσει το όπλο-του. Λίγο αργότερα όμως, σαν ζαλισμένος από τη φοβερή ζέστη, σαν παρακινημένος από μια άλογη δύναμη, αφαιρεί ο ίδιος τη ζωή του άλλου. Ο φόνος βρίσκεται στο κέντρο του αφηγήματος και το χωρίζει στο πριν και στο μετά. Είναι το πιο ενδεικτικό σημείο που φωτίζει την όλη συμπεριφορά του Μερσώ, αλλά αποτελεί και εφαλτήριο των κρίσεων της κοινωνίας (ερμηνειών) για τον τρόπο με τον οποίο βλέπει τη ζωή. Η καταδίκη-του σε θάνατο οδηγεί τον όλο φιλοσοφικό μύθο στο αποκορύφωμά-του…
          Το ερώτημα που γεννάται στον αναγνώστη είναι γιατί ο Μερσώ σκότωσε. Είναι αυτό που απευθύνει ο εισαγγελέας στο δικαστήριο και πιο συγεκριμένα στον κατηγορούμενο. Ήταν εκ προμελέτης, όπως ισχυρίζεται ο δικαστικός λειτουργός, ή ήταν η κακιά στιγμή όπως είπε ένας μάρτυρας; Γιατί ένας φιλήσυχος γενικά άνθρωπος μπορεί να κάνει το κακό; Και πώς η ζωή μερικές φορές φαντάζει ένα παιχνίδι στα χέρια των θεών; Μια ζαριά που δεν ξέρει κανείς πώς θα κάτσει.
          Η όλη φύση του ήρωα και η απαθής συμπεριφορά-του δείχνει ίσως μια γενικότερη στάση μερίδας των σημερινών ανθρώπων, οι οποίοι είναι “ξένοι” προς ό,τι συμβαίνει γύρω-τους και δεν μπορούν να συμμετάσχουν ενεργά σ’ αυτό. Ο Μερσώ προσεγγίζει το αίσθημα του θανάτου με ψυχρότητα και την επιτυχία με συγκατάβαση, έχει μετριάσει την κλίμακα των συναισθημάτων-του σε ένα μικρό άνοιγμα και δεν έχει σθεναρή άποψη για τα τεκταινόμενα που έρχονται, θετικά ή αρνητικά αδιάφορο. Μια μοιρολατρία που δεν υπολογίζει σωστό και λάθος, μια αηθικότητα που θεωρεί εξίσου φυσικό τον φόνο και τον γάμο.

          Καμία βεβαιότητα δεν υπάρχει· τίποτα δεν έχει σημασία· όλα είναι και φαίνονται αδιάφορα. Ο Καμύ έφτιαξε έναν μηδενιστή, που μπροστά στον θάνατο ίσως βλέπει τον απώτατο κίνδυνο (και τη διαφορά από μια ρηχή ζωή), αλλά ακόμα κι αυτός (ο θάνατος) είναι για τον Μερσώ κάτι αναπόφευκτο που θα έλθει αργά ή γρήγορα. Μπροστά στην άβυσσο της ζωής, αυτός ο άνθρωπος είναι κατ’ ανάγκην αναποφάσιστος και άβουλος, όσο κι αν κλονίζεται από τις εξελίξεις. Ή μήπως όσο παράλογος είναι ο ίδιος τόσο παράλογη είναι και η κοινωνία, που βλέπει επιθετικά, καχύποπτα, εχθρικά όποιον διαφέρει από τις νόρμες που εκείνη θέτει; Όποιον δεν κλαίει τη μάνα-του, όποιον είναι εσωστρεφής, όποιον δεν εκδηλώνεται με τα όρια και τους κανόνες που συνήθως ισχύουν;
          Δεν είχα καταλάβει στην πρώτη ανάγνωση –πριν από πολλά πολλά χρόνια- την αξία του έργου. Όταν όμως ωριμάζεις και μαθαίνεις να βλέπεις πέρα από την άτονη υπόθεση και τον σκόπιμα επίπεδο ήρωα, καταλαβαίνεις ότι αυτός ο αντιήρωας σπάει τη λογική εικόνα του μέσου ανθρώπου με σπουδαίες προεκτάσεις.

[Η παρουσίαση του graphic novel “Ο ξένος” πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life στις 17/5/2016 και εδώ αναδημοσιεύται με εικόνες από τη γαλλική έκδοση του graphic novel] 
Καλό μήνα
Πατριάρχης Φώτιος