Monday, May 30, 2016

“Η Δρακοντιά” του Στάθη Κοψαχείλη



Η ύπαιθρος είναι ένας ολόκληρος κόσμος ανθρώπων και συνηθειών, που ενίοτε φαντάζουν εξωτικές, ακριβώς επειδή αυτή η θεματική ενδοχώρα είναι terra incognita για όλους όσοι ζουν στην πόλη.


Μακεδονικός με καϊμάκι:

Στάθης Κοψαχείλης
“Η Δρακοντιά”
εκδόσεις Μελάνι
2015
 


          Πριν από μερικά χρόνια ο φίλος του Βιβλιοκαφέ Νώντας Τσίγκας μου έστειλε μια συλλογή διηγημάτων με έντονο μακεδονικό χρώμα. Ήταν τα “Παραμιλητά” του Στάθη Κοψαχείλη. Τώρα, ο συγγραφέας ξανακατεβαίνει στον λογοτεχνικό στίβο με αθηναϊκό εκδοτικό οίκο και δώδεκα νέα διηγήματα, και τον ευχαριστώ θερμά που είχε την καλοσύνη να μου αποστείλει το νέο-του έργο.
          Διαβάζοντάς-τα, θα αντιλαμβανόταν κανείς πάλι τα χαρακτηριστικά που είδα και στην προηγούμενη συλλογή. Τα κείμενα είναι κατά βάση περιστατικά που ο συγγραφέας επινόησε ή θυμήθηκε, βρήκε ως αφορμή και τα λογοτέχνισε, έζησε και τα ανέπλασε (δεν έχει σημασία) από τα μέρη του Ολύμπου, με τους κατοίκους και τα τοπία, με τις ιδιαιτερότητες του χωριού και τις τοπικές ιστορίες που γίνονται θρύλοι ή αναδεικνύουν το άλλο πρόσωπο της Ελλάδας.
          Το κλίμα της αφήγησης είναι ηθογραφικό. Στις αρχές του 21ου αιώνα το χωριό εξακολουθεί να κρατά μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία, στηριγμένη στην κλειστή κοινωνία και στα τοπικά ήθη. Δεν μιλάω για σκοτεινές αντιλήψεις, για τόπους γεμάτους προκαταλήψεις ή για κατοίκους με προγονόπληκτες απόψεις. Μιλάω για χρώματα που δεν συναντάς στην πόλη και χαρακτηρίζουν διά μιας το τοπίο, λογοτεχνικό και μη, των ιστοριών.
          Κέντρο των περισσότερων διηγημάτων είναι οι ήρωές-τους, που δένουν απόλυτα με το χωριάτικο τοπίο: ο καθυστερημένος Κολιός και μονόχνοτος Βάιος, ο εμφυλιοπολεμικός Κόρακας, ο εμμονικός με τη γλώσσα Κώστας, ο χειροπράκτης Ξάπλας … Καθένας απ’ αυτούς κινητοποιεί τους μηχανισμούς της μνήμης συχνά σε έναν αφηγητή που βρέθηκε στα μέρη και είτε είδε ο ίδιος την παράξενη συμπεριφορά-τους είτε την άκουσε από άλλους. Μερικοί μάλιστα χάνονται στα βάθη του χρόνου, κατά βάση στον Εμφύλιο, ο οποίος άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη-του στα βουνά της Πιερίας.
          Δεν διαβάζει κανείς καινοφανή λογοτεχνία, αλλά απλές ιστορίες, που ωστόσο φωτίζουν στιγμιότυπα περιβεβλημένα από μια αγάπη για την ύπαιθρο και τους ανθρώπους-της, από μια καθαρότητα σαν να μην υπάρχει άλλη αλήθεια, από την πίστη ότι αυτά όλα πρέπει να διασωθούν και να μεταγγιστούν στις επόμενες γενιές. Κάθε διήγημα έχει μια μικρή ενδιαφέρουσα ιστορία, ενδεικτική νοοτροπιών, προβολέας τοπικών αντιλήψεων και συμπεριφορών και φαντάζομαι για τους κατοίκους της Μακεδονίας θα έχει και τοπικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, αφηγηματικά μένει στο ίδιο μήκος κύματος με την πρώτη συλλογή, ίσως πιο δουλεμένο, αλλά χωρίς τον καινοτόμο πειραματισμό και την ιδιαίτερη μαστορική.

[Ευχαριστώ τον συγγραφέα που είχε την καλοσύνη να μου στείλει το βιβλίο-του. Οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενό-μου είναι παρμένες από:  www.in2life.gr,  www.tripadvisor.nl,  www.sporfm.gr  και  www.kozanilife.gr]

Πατριάρχης Φώτιος

Friday, May 27, 2016

Οι αραχτοί” του Michele Serra

Σε κάθε σύγχρονη κοινωνία, σε κάθε πολιτισμένη χώρα, όπου οι εξελίξεις τρέχουν σε χρόνο Dt, μαίνεται ένας ακήρυχτος πόλεμος, αυτός των πολυπληθών πλέον ωρίμων και ηλικιωμένων με τους ράθυμους νέους. Κι οι πρώτοι παλεύουν, συχνά απεγνωσμένα, να καταλάβουν τη φαινομενικά (;) βαλτωμένη νέα γενιά και να παρακολουθήσουν τον ρυθμό-της.


Espresso doppio:

Michele Serra
“Gli Sdraiati”
Fetrinelli 2013

 
“Οι αραχτοί”
μετ. Δ. Δότση
εκδόσεις Ίκαρος
2015

 


          Μια φίλη της κόρης-μου μου αποκάλυψε, ανάμεσα σε καταιγισμό γέλιων από τους συμπαρευρισκόμενους, ότι μια νύχτα το καλοκαίρι κοιμήθηκε φυσιολογικά, γύρω στις 12 το βράδυ, και ξύπνησε την άλλη μέρα στις 5 το απόγευμα… Ναι, η μάνα-της ανησύχησε, αλλά η έφηβη συνέχισε να κοιμάται, μόλις έδωσε σήμα ζωής.
          Από μια τέτοια αφορμή και ο Ιταλός συγγραφέας ονόμασε αραχτούς όσους βρίσκονται στην ηλικία του γιου-του, περίπου δεκαοχτώ χρονών, και έβαλε έναν πατέρα να μιλά στο παιδί-του, προσπαθώντας να καταλάβει μέσα από πολυάριθμα περιστατικά αυτή τη νωθρή γενιά. Στην ουσία έχουμε μια μυθοπλασία για το χάσμα γενεών, για μια ηλικία που ζει σε έναν άλλο κόσμο από μας τους μεγάλους, με περιστατικά άλλοτε κωμικά κι άλλοτε υπερβολικά στα μάτια ενός πενηνταπεντάρη. Τους παρουσιάζει νωχελικούς, αδιάφορους για ό,τι γίνεται γύρω-τους, κολλημένους με το ipad, ανίκανους να αισθανθούν κάτι από ένα φυσικό φαινόμενο, λ.χ. ένα ηλιοβασίλεμα, ανίκανους να καταλάβουν την εμπειρία λ.χ. να πάνε μια φορά στον τρύγο, επισκέπτονται καταστήματα για να πάρουν φούτερ Polan&Doompy, χωρίς να υπολογίζουν την τρίωρη ουρά και τα λαμπερά πλην καθόλου εξυπηρετικά παιδιά-υπαλλήλους…
          Όλα αυτά δείχνουν στα μάτια του ώριμου πατέρα μια γενιά τόσο διαφορετική, τόσο διαστημικά αρειανή, τόσο μεγαλωμένη σε ένα κουκούλι που κανείς δεν ξέρει τι θα βγει πραγματικά από μέσα.
          Αυτό που διέκρινα σε όλο το κείμενο, σε όλη τη δευτεροπρόσωπη αφήγηση, που κανείς δεν ξέρει σε τι τελικά αποσκοπεί (να πάνε μαζί με τον γιο-του στη Νάσκα;), είναι μια πικρία, μια βαθιά έστω και ήπια εκδηλωμένη απογοήτευση από τη νέα γενιά. Κάτω από την απορία, κάτω από την αμηχανία, κάτω από την ακατανοησία, υφέρπει μια πίκρα για έναν κόσμο, νεανικό όσο και άχρωμο, αραχτό, απροβλημάτιστο, ρηχό, επιδερμικό, εφήμερο, αδρανή και γι’ αυτό στάσιμο. Η εξήγηση που δίνει ο συγγραφέας είναι οικονομικής-πολιτικής φύσης: οι νέοι μεγαλώνουν έτσι παθητικά για να γίνουν η πρόσφορη άβουλη μάζα στην οποία θα προπαγανδιστούν ευκολότερα υλικά αγαθά και ανέσεις.
          Μεσολαβεί μια μελλοντολογική σκηνή, όπου χιλιάδες ηλικιωμένοι μάχονται ενάντια σε λίγους νέους (οι αναλογίες και στην Ιταλία είναι τρομερές). Εκεί φαίνεται ότι το χάσμα γενεών είναι πλέον ένας αδυσώπητος πόλεμος, όπου οι μεγάλοι δείχνουν ωριμότητα αλλά και προδοτική για τους συνομηλίκους-τους κατανόηση των νέων. Το μέλλον φαντάζει ζοφερό…
          Στο τέλος ο γιος πηγαίνει (ουφ!) στη Νάσκα και εκεί γίνεται η άρρητη συμφιλίωση, καλύτερα η άρρητη αποδοχή εκ μέρους του πατέρα αυτής της άδηλης, απογοητευτικής νέας γενιάς.
          Το κείμενο είναι ένας διαθλασμένος μονόλογος με πολύ δοκιμιακό ύφος αλλά και συναίσθημα, λίγη δράση, πιο πολύ μια πυκνή ψυχολογικά αφήγηση σαν προσπάθεια κατανόησης αλλά και δείγμα αδυναμίας. Διαβάζεται με ρέοντα ρυθμό, με σταθερό βήμα, αλλά και συναισθηματική μέθεξη, έστω κι αν δεν ξέρω αν θα μείνει ικανό ψυχικό αποτύπωμα στην ψυχή μετά από καιρό. Θα ήθελα ωστόσο να το ξαναδιαβάσω και να περπατήσω με το τέμπο του Σέρρα, παρά να αναζητώ γεγονότα που να στηρίξουν το αιωρούμενο συναίσθημα.

[Η βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 19/4/2016 και εδώ αναδημοσίευεται προς συζήτηση με εικόνες που έλαβα από:  youthopia.in,  careers.workopolis.com,  archive.defense.gov  &  www.magzim.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, May 25, 2016

“Οι ψαράδες” του Chigozie Obioma

Πώς διαβάζουν στην Ελλάδα το έργο ενός Νιγηριανού που γράφει στα αγγλικά και ζει στην Αμερική; Πώς διαθλάται η αφρικανική κοινωνία και κουλτούρα μέσω της παγκοσμιοποιημένης αγγλικής γλώσσας στην ελληνική αναγνωστική συνείδηση;  
 

Melya:
 
Chigozie Obioma
“The Fishermen”
Little Brown and Company 2015
 
 
Οι ψαράδες
μετ. Ι. Ηλιάδη
εκδόσεις Μεταίχμιο
2015
 
 

 
          Υποψήφιο για Booker 2015, άρα ένα από τα καλύτερα αγγλόφωνα βιβλία της χρονιάς, και μάλιστα γραμμένο από έναν Νιγηριανό, που μεγαλώνει στην Αμερική αλλά αποτυπώνει την αφρικανική νοοτροπία, η οποία φλερτάρει με τη Δύση και τα πρότυπά-της. Είναι ενδιαφέρον πώς οι πρώην και νυν αποικίες των Ευρωπαίων αφομοιώνουν τον πρότυπο πολιτισμό και προσπαθούν να εξισωθούν με αυτόν, παντρεύοντάς-τον συχνά με τον εγχώριο. Έτσι, πολλοί συγγραφείς από χώρες της περιφέρειας, όπως η Ινδία ή οι αφρικανικές αποικίες της Αγγλίας, της Γαλλίας κ.ο.κ., αναδεικνύονται μέσω της αγγλικής ή της γαλλικής γλώσσας, τείνοντας σε μια προσέγγιση με τις κατακτήσεις της λογοτεχνίας της Δύσης.
          Σε μια πόλη της Νιγηρίας, το Άκουρε, ο πατέρας της οικογένειας Άγκβου διορίζεται αλλού και αναγκάζεται να φύγει, ενώ πίσω η μητέρα μένει να μεγαλώσει τα τέσσερα αγόρια-τους και δυο μικρότερα παιδιά, μια κόρη και έναν γιο. Πρόκειται για μια χριστιανική οικογένεια, που μιλάει περισσότερο αγγλικά, θέλει να αποκτήσει ευρωπαϊκή παιδεία και γι’ αυτό στέλνει τα παιδιά σε αγγλόφωνο σχολείο. Παρόλο που είχε απαγορευτεί να πλησιάζουν το ποτάμι, οι τέσσερις γιοι πήγαιναν συχνά εκεί για ψάρεμα, γεγονός που επέφερε άγρια τιμωρία εκ μέρους του πατέρα. Κι από τότε ο μεγάλος γιος, ο Ικένα, μεταμορφώθηκε σε έναν ανυπάκουο, σκληρό, εσωστρεφή έφηβο που επαναστάτησε απέναντι σε όλη την οικογένεια…
          Αφηγητής είναι ένας από τους μικρότερους αδελφούς, ο Μπεν, ο οποίος πρώτον βλέπει τα πράγματα με μια άγνοια που επίτηδες αφήνει πολλά κενά και πολλές ημιτελείς ερμηνείες και δεύτερον έξυπνα επιστρέφει στο παρελθόν και με αναδρομές το καλύπτει. Το απλοϊκό ύφος εξάλλου εξηγείται από την οπτική γωνία του μικρού Μπεν.
          Μίγμα χριστιανικής-δυτικότροπης νοοτροπίας αλλά και νιγηριανής κοσμοαντίληψης είναι η προφητεία του τρελού του χωριού Αμπούλου, ο οποίος χρησμοδότησε ότι ο Ικένα θα πεθάνει “σαν πετεινός” και μάλιστα “από το χέρι ενός ψαρά”. Και τότε είναι που ο μεγάλος αδελφός αρχίζει να φοβάται και να παίρνει αποστάσεις από τα αδέλφια-του. Ώσπου η διαμάχη αποβαίνει μοιραία σε ένα τέλος προφητεμένο και μαζί χειραγωγημένο από την προφητεία, σαν αδελφικός αλληλοσπαραγμός που θυμίζει βιβλικές σκηνές (ο Κάιν εναντίον Άβελ και κυρίως το περιστατικό με τους γιους του Ιακώβ που ενέργησαν ενάντια στον Ιωσήφ, καθώς τον πούλησαν ως δούλο, επειδή τον ζήλευαν. Σημειωτέον ότι ο μικρότερος γιος λεγόταν Βενιαμίν, ο κατά τον Obioma Μπεν, και το μοτίβο του πηγαδιού αναγνωρίζεται και στο μυθιστόρημα όπως και στην Παλαιά Διαθήκη).
          Υποψιάζομαι ότι υπάρχει ένα πολιτικό επίπεδο κάτω από την οικογενειακή ιστορία. Τα τέσσερα αδέλφια είναι ίσως τέσσερις φυλές ή ομάδες εξουσίας ή μερίδες της νιγηριανής κοινωνίας και ο αλληλοσπαραγμός-τους αντικατοπτρίζει τις εμφύλιες διαμάχες για την εξουσία. Όντως οι μεγαλύτερες εθνικές ομάδες στη Νιγηρία είναι τέσσερις με πολλές άλλες μικρότερες και, αν ο Obioma ήθελε να αποδώσει τις μεταξύ-τους έριδες, θα μπορούσε να το κάνει με μια διαλυμένη οικογένεια, όπου η ρήξη οδήγησε σε τραγικές συνέπειες για το σύνολο. 

[Δείτε και την ανάρτηση της Βιβής Γ., η οποία εκθειάζει το μυθιστόρημα απερίφραστα.
Εγώ έχω πρωτοδημοσιεύσει τη βιβλιοπαρουσίαση στο In2life στις 12/4/2016, ενώ εδώ την αναδημοσιεύω με τον εικαστικό διάκοσμο να έχει αντληθεί από: www.premiumtimesng.comwww.fsspnigeria.org, www.lds.org  και dailymail.com.ng]

          Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, May 22, 2016

“Η τελευταία βάρδια του καλλιγράφου” της Μαρίας Ξυλούρη

Το φωτεινό καναρινί εξώφυλλο ίσως να είναι αντίθετο με το σκούρο, σαν σάπιο αίμα, κλίμα του βιβλίου. Κι αν το χρώμα θυμίζει πουλί και μάλιστα ωδικό, η ατμόσφαιρα στο Νιόφυτο και στην οικογένεια των Ραγκουδαίων είναι μουντή και γκρίζα.

Café de olla:

Μαρία Ξυλούρη
“Η τελευταία βάρδια του καλλιγράφου”
εκδόσεις Καλέντη
2015
 


          Νιώθω ότι η Ξυλούρη ως συγγραφέας επιχειρεί με επιμονή και με συνέπεια να σπάσει το τσόφλι και να βγει στον κόσμο. Ξεκίνησε με το Rewind το 2009, συνέχισε με το “Πώς τελειώνει ο κόσμος” το 2012 και τρία χρόνια μετά εκδίδει το παρόν βιβλίο που ολοκληρώνει τη μέχρι τώρα παραγωγή-της. Ξεκίνησε ώριμη, έγραφε με σαφή πλαίσια χωρίς αμήχανα σημεία, δούλεψε τις σκηνές, περιόρισε σταδιακά τις αγγλόφωνες επιδράσεις-της, ή τις αφομοίωσε, εξακολουθεί να μένει στα πρόσωπα και να εξαφανίζει τα πάντα μέσα στην κλειστή-τους φύση.
          Το παρόν βιβλίο ξεκίνησε δυναμικά και το πρώτο από τα τρία μέρη-του έχτισε γερές βάσεις. Ο υιός Ραγκούδης γυρίζει πίσω στο χωριό Νιόφυτο, απ’ όπου είχαν φύγει παλαιότερα. Μαζί-του φέρνει τη γυναίκα-του, τον αδελφό-του Ιάκωβο με τη δική-του και κυρίως τον γέρο πατέρα-του Λουκά, ο οποίος είχε προδώσει μια ομάδα ανθρώπων στον Εμφύλιο, με αποτέλεσμα όλοι οι συγχωριανοί να τον έχουν στην μπούκα. Το χωριό, μετά από ένα σεισμό, καταστρέφεται κι οι κάτοικοι φεύγουν για να κατοικήσουν κοντά στη θάλασσα.
          Στην ουσία έχουμε μια καλή αρχή που στηρίζεται στο ενοχικό σύνδρομο της νεότερης γενιάς για τα λάθη ή τα εγκλήματα της προηγούμενης. Τέτοιου είδους προβληματισμοί αναπτύχθηκαν πολύ στη γερμανική κοινωνία μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, καθώς οι μεταγενέστερες γενιές θέλησαν να επεξεργαστούν και να χειριστούν ψυχολογικά και κοινωνικά τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξε η γενιά του Χίτλερ. Εδώ το βλέπουμε στην πράξη, καθώς ο υιός Ραγκούδης, επειδή ντρέπεται για τον πατέρα-του, του έκοψε δύο δάκτυλα, όπως έγινε στα θύματα τότε. Το ξαναείδαμε, αντεστραμμένο όμως, στην πολύ καλή “Ανάκριση” του Μαγκλίνη, όπου η κόρη αυτοχαρακώνεται για όσα πέρασε ο πατέρας-της στη χούντα.
          Η διαδοχή στο τραύμα περνάει στον εγγονό Αδαμάντιο, που πήρε το όνομα της γιαγιάς, για να μην απαθανατιστεί το όνομα του Λουκά. Αυτός –εννοείται εξαιτίας της κληροδοτημένης ενοχής- περνάει το όριο της τρέλας και στο χωριό τον έχουν για αλαφροΐσκιωτο που φτιάχνει συνεχώς πουλιά, από ξύλο, και αυτοαποκαλείται καλλιγράφος, ενώ κατεβαίνει στις εκλογές με κεντρικό σύνθημα να αυτοκτονούν όσοι φτάνουν στα 45 και διακηρύσσει ότι ο κόσμος θα καταστραφεί.

          Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος ήδη βλέπουμε την καθίζηση της συγγραφικής ορμής, ο αέρας του πρώτου μέρους ατονεί, η αφήγηση κατεβαίνει αργά αλλά σταθερά. Και στο τρίτο μέρος, σαν βεντάλια ανοίγει και καταλαμβάνει τον Άλκη, την Ευαγγελία, τον Κλοντ και άλλους μόνιμους ή μη κατοίκους του Νιόφυτου, που ξεχαρμανιάζει σεξουαλικά με τους τουρίστες και δεν μπορεί να ξεπεράσει τη φωνή του αίματος. Οι μικροαφηγήσεις απομακρύνονται από τον Αδαμάντιο και ξαναγυρίζουν σ’ αυτόν, αλλά ήδη οι διακλαδώσεις του κειμένου έχουν αλλοιώσει τη συμπαγή γραμμή και έχουν προεκταθεί σε πολλά αδιάφορα παρακλάδια. Μ’ άρεσε ένα χωρίο που εξηγεί τι κάνουν οι “Νιοφυτιώτες”: “δεν διάβαζαν μυθοπλασία επειδή δημιουργούσαν τη δική-τους καθημερινά, η ζωή των γειτόνων-τους ήταν πάντα μια φαντασίωση, κάθε σπίτι είχε μια αόρατη βιβλιοθήκη με ράφια που στέγαζαν τις εκάστοτε εκδοχές της ζωής των διπλανών, μαζί με τις εκδοχές της ιστορίας του χωριού, του τόπου, της χώρας…”. Κι ανάμεσα στους πολλούς εμφανίζεται ένας συγγραφέας με το όνομα Μύρωνας Ξυδάκης, περσόνα ίσως της Μαρίας Ξυλούρη, του οποίου η ένθετη αφήγηση ίσως έχει “κόψει” το μείγμα και έχει χαλάσει την αψιά γεύση που είχε δημιουργηθεί ως τότε.
          Προσπαθώ να καταλάβω τι εκπροσωπεί ο Αδαμάντιος και γιατί φτιάχνει ξύλινα πουλιά; Έχει σχέση προφανώς με τον βίο του παππού-του, που κληροδοτεί ενοχές, και με του πατέρα-του, που χανόταν στον λαβύρινθο των πουλιών ως ορνιθολόγος. Αλλά κάτι πιο χειροπιαστό δεν βρήκα. Χάθηκα κι εγώ στον λαβύρινθο των ανθρώπων, οι οποίοι στρέφονται γύρω από την οικογένεια, γυρίζουν γύρω από το τραύμα σαν μύγες, αλλά συνάμα έχουν τις δικές-τους πληγές. Για άλλη μια φορά η εσωστρέφεια του κειμένου με άφησε από ένα σημείο και μετά απ’ έξω, αν και εισέπραξα το βάρος συναισθημάτων που δεν μπορούσα να εξηγήσω.

[Οι εικόνες που πλαισιώνουν τις σκέψεις μου για τον “Καλλιγράφο” ελήφθησαν από:  agrinioreport.com,  www.aitoloakarnanianet.gr,  quotesgram.com,  www.avantgardenguernsey.com,  www.greekarchitects.gr  και  www.greendaisies.co.uk]
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, May 20, 2016

“Μωρό από ατόφιο χρυσάφι” της Margaret Drabble

Ένα παιδί με υστέρηση μπορεί να είναι φυσικά το αντικείμενο αγάπης για τη μάνα, να είναι αξιαγάπητο και για τους άλλους, να είναι το κέντρο της προσοχής.


Εσπρεσίνο:
Margaret Drabble
“The Pure Gold Baby”
2013
 
“Μωρό από ατόφιο χρυσάφι”
μετ. Κ. Σχινά
εκδόσεις Πόλις
2015
 


          Το θέμα “παιδί” δεν απασχολεί τόσο τη σύγχρονη πεζογραφία, είτε επειδή το ενδιαφέρον γι’ αυτό έχει μεταφερθεί στη λογοτεχνία για παιδιά και εφήβους, είτε επειδή θεωρείται παρωχημένο, είτε επειδή η ψυχολογία του μικρού ατόμου είναι για πολλούς terra incognita. Έτσι, πιο πολύ εστιάζεται η σχέση μητέρας και παιδιού ή η παιδική ηλικία ως προθάλαμος της ενήλικης, ενώ συχνά το λογοτεχνικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης.
          Η Drabble πιάνει το θέμα της ανατροφής ενός ατόμου με ειδικές ανάγκες, της μικρής Άννας που εμφανίζει μικρή νοητική υστέρηση, αν και δύσκολα κάτι τέτοιο φαίνεται. Η όλη ιστορία εξιστορείται από μια φίλη της μητέρας Τζες, η οποία συναιρεί τη δική-της οπτική γωνία με αυτήν της κυρίαρχης φιγούρας που είναι η ίδια η μητέρα και η δική-της στάση απέναντι στο παιδί-της. Έτσι, με τη δέουσα απόσταση η αφηγήτρια, τόσο μέσα όσο και έξω από την ιστορία, βλέπει την Τζες φιλικά και με κατανόηση, συμπαθεί τη μικρή Άννα, αλλά συνάμα δεν είναι μπλεγμένη συναισθηματικά και γι’ αυτό μπορεί και είναι πιο “αντικειμενική”, χωρίς να είναι ψυχρή και απόμακρη. Και συνάμα, καθώς αφηγείται από έναν χρόνο πολύ κοντινό στο σήμερα, μπορεί να συγκρίνει τις αντιλήψεις και τις ιατρικές απόψεις της εποχής του ’60 με τις σημερινές, ώστε να κάνει τις απαραίτητες συνάψεις και να παρουσιάσει κριτικά τα τότε λάθη.
          Έχουμε λοιπόν δύο αλληλοκατοπτριζόμενες ιστορίες, από τη μία η ιστορία μάνας και κόρης με κέντρο την ιδιαιτερότητα της δεύτερης και τη φροντίδα της πρώτης και από την άλλη οι ανθρωπολογικές μελέτες της Τζες, που σχετίζονται με σωματικές και ψυχικές παραμορφώσεις φυλών της Αφρικής. Η περίπτωση της Άννας καθρεφτίζεται στις αντιλήψεις των Αφρικανών κι αυτές βρίσκουν στη μικρή τον εαυτό-τους μέσα στον πολιτισμένο χώρο της Δύσης. Αλλά και οι περιπτώσεις άλλων ψυχικά και διανοητικά υστερησάντων ανθρώπων απλώνει ένα δίχτυ σε όλο το φάσμα των παθήσεων αλλά και της αντιμετώπισης που έχουν, σχετικά ελάχιστα ρατσιστικής.
          Νομίζω ότι η συνεκτικότητα του κειμένου θυσιάζεται προκειμένου πάνω σε μια ιστορία-κορμό να συγκολληθούν αφενός επιμέρους επεισόδια και αφετέρου ιδέες και σχόλια πάνω στα άτομα με ψυχική ή νοητική υστέρηση. Έτσι, η μυθιστορηματικότητα του έργου πάσχει, με αποτέλεσμα και οι ιδέες να ακούγονται ώρες ώρες σαν σε δοκίμιο και οι αναγνώστες να πέφτουμε σε λάκκους και κοιλιές που δεν βοηθούν. Κι η αναμενόμενη κορύφωση μένει ες αεί ζητούμενο…

[Οι συνοδοί εικόνες είναι δανεισμένες από:  www.xojane.com,  ghr.nlm.nih.gov,  african.culturextourism.com  και  www.sheknows.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, May 17, 2016

“Γυμνός σε κοινή θέα” του Χρήστου Ναούμ

ΕΝΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ (4) (ή μήπως δύο;): Ο έρωτας μπορεί να οδηγήσει σε ελπίδες αλλά και σε απελπισία, σε αναμονές αλλά και σε κινήσεις φρούδες, σε χτυποκάρδια αλλά και σε επιθετικότητα. Κι ο έρωτας, αδηφάγος και ασυγκράτητος, σπάει φράγματα και κλονίζει ισορροπίες. Εκεί κάπου καραδοκεί κι ο θάνατος…


Εσπρέσο με μια σταγόνα γάλα:

Χρήστος Ναούμ
“Γυμνός σε κοινή θέα”
εκδόσεις Καστανιώτη
2016
  





          Κεντρικό θέμα στα διηγήματα της συλλογής είναι ο έρωτας που συχνά παίζει κρυφτό με τον θάνατο. Θα μου πείτε “πολυφορεμένο”. Ο έρωτας πάντα ήταν και θα είναι θέμα της λογοτεχνίας, ακριβώς επειδή είναι η ακραία συναισθηματική ένωση δύο ανθρώπων, που μπορεί να οδηγήσει σε πάθη αλλά και σε μίση. Οι μικρές ιστορίες του Ναούμ είναι ευανάγνωστες, πιάνουν μια συγκεκριμένη πτυχή και την αναπαριστούν, φωτίζουν ψυχές και δράσεις, αναδεικνύουν πόθους και απογοητεύσεις. Κάθε μικρό διήγημα ξεδιπλώνει με γερή αρμοδεσιά την ιστορία-του, καθώς η πλοκή κρίνεται καλοθεμελιωμένη, τα γεγονότα συναρμόζονται με επάρκεια, με σχοινιά που δεν αφήνουν λάσκα όσα δένουν.
          Θα σταθώ ωστόσο σε δύο κείμενα, που ξεχωρίζουν για το κάτι παραπάνω που με έκαναν να νιώσω έναν παραπάνω σφυγμό στην αναγνωστική περιπέτεια.
          Το ομότιτλο της συλλογής πρώτο διήγημα “Γυμνός σε κοινή θέα” ξεχωρίζει εξ αρχής για τη ζωντανή γλώσσα με την οποία η αφηγήτρια βομβαρδίζει τον κατάκοιτο ασθενή. Σε σχέση με τα υπόλοιπα διηγήματα που είναι ουδετερόγλωσσα, μιας σχετικά τετριμμένης υφολογικής επιλογής και άνευρα, αυτό παρασέρνει με τον προφορικό λόγο, που είναι λίγο ελλειπτικός λίγο διαλεκτικός, που μονολογεί ενώ συνάμα δραματουργεί, που απευθύνεται με το δεύτερο ενικό στον κλινήρη αδελφό αραδιάζοντας παρελθόντα και παρόντα σε έναν παραπονεμένο απολογισμό. Κι ενώ βγάζει με γκρίνια, με σιχτίρισμα, με αιτιάσεις έμμεσες και άμεσες όλα τα απωθημένα για τον αδελφό-του και τις γυναίκες-του, από τις οποίες καμία ουσιαστικά δεν τον νοιάστηκε και δεν του συμπαραστάθηκε, ξαμολάει στο τέλος πως η μόνη που τον αγαπά πραγματικά είναι …η ίδια. Ό,τι καταλάβατε, καταλάβατε.
          Το “Λικέρ από βατόμουρα” είναι ένα άλλου είδους κείμενο, όπου δεν σε γραπώνει η γλώσσα ούτε σε υποψιάζει η πλοκή. Αντίθετα, θα έλεγα ότι σε κοιμίζει δημιουργώντας έναν αναμενόμενα νωθρό ρυθμό, που θα οδηγήσει λογικά σε μια ερωτική έλξη άτοπη και μυστηριώδη, αλλά εφικτή. Η ηλικιωμένη γυναίκα ζει μόνη, ώσπου της χτυπά την πόρτα ένας άνδρας που έμεινε με το αμάξι-του δίπλα στο απομονωμένο σπίτι-της. Σαν σε ταινία του Χόλυγουντ περιμένεις ένα ειδύλλιο, αν και ο μουσαφίρης φαντάζει κίνδυνος για τη μοναχική γυναίκα. Η ίδια εκφράζει έμμεσα τις ανησυχίες-της και την επιφυλακτικότητά-της, ώσπου σταδιακά αυτές αίρονται. Το αποτέλεσμα θα έλθει αντιστρέφοντας την τάξη των προσδοκιών-μας.
          Γενικά η συλλογή, ενώ έχει καλά στοιχεία, αφήνει μια μέτρια εντύπωση, εκτός από τα δύο αυτά διηγήματα, όπου στο μεν πρώτο διαμορφώνονται όροι αισθητικής και στο δεύτερο οδηγείται η ιστορία σε απρόσμενο τέλος. Εκεί η κορύφωση κάνει τον αναγνώστη να κρατήσει στο κόσκινό-του δυο καλές αναγνώσεις.

[Οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο είναι παρμένες από: www.stillnessspeaks.com,  www.medicalnewstoday.com  και  www.popartdecoration.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, May 14, 2016

“Άνδρας που πέφτει” του Νικόλα Σεβαστάκη

ΕΝΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ (3): Όταν το διήγημα μπορεί να συνοψίσει τη μυθιστορηματική πολύπλευρη διάσταση, τότε ξεφεύγει από τα όριά-του και γίνεται μια μικρή φόρμα μεγάλης συμπύκνωσης.


Chai Latte:

Νικόλας Σεβαστάκης
“Άνδρας που πέφτει”
εκδόσεις Πόλις
2015
 


          Θα συνεχίσω να μιλώ μόνο για ένα διήγημα, απομονώνοντάς-το από τη συγχορδία των άλλων, γιατί σε κάθε συλλογή δεν είναι πάντα αναγκαίο να βλέπουμε το σύνολο, που συχνά είναι άνισο, και να ισοπεδώνουμε τα εξαιρετικά από τα κακά. Εδώ λοιπόν διάβασα ένα πολύ καλό και αποφάσισα να γράψω μόνο γι’ αυτό.
          Το “Τέλος εποχής”, τρίτο κατά σειρά και μεγαλύτερο από όλα τ’ άλλα, αναφέρεται στον Βλάση, έναν παλιό αγωνιστή της Αριστεράς που έχει βιβλιοπωλείο με ανάλογα “επαναστατικά” βιβλία, του οποίου η κόρη παντρεύτηκε έναν Σκωτσέζο και απομακρύνθηκε από τη ζωή του πατέρα-της. Στο βιβλιοπωλείο εργάζεται και ο αφηγητής, όπως κι ένας ψαγμένος νεαρός, ο Πέτρος, που αποδεικνύεται όχι μόνο διαβασμένος αλλά και αγωνιστικός στις διαδηλώσεις.
          Αυτή η μικρή καταγραφή της υπόθεσης διαμορφώνει τις συνθήκες, για να δούμε το πολιτικό στίγμα του κειμένου, στίγμα που δεν αφορά τόσο τις ιδεολογικές πλευρές του Βλάση αλλά τη σύγκρουση μιας παλιάς γενιάς με τη νεότερη. Αφενός, κυριαρχεί, στην αρχή του διηγήματος, η αντίθεση ανάμεσα στον μαζεμένο, φρεναρισμένο, συγκρατημένο Βλάση, ο οποίος μεγάλος πια έχει σταματήσει τον ενεργό-του ρόλο στην πολιτική δράση, αλλά φυσικά εξακολουθεί να πρεσβεύει τα ίδια ιδανικά. Ο Πέτρος αντίθετα εκπροσωπεί το νέο αίμα, που παθιασμένο και διεκδικητικό αγωνίζεται και εξεγείρεται ενάντια στην εξουσία. Ο Σεβαστάκης τον περιγράφει ως εξής: “ανήκει στο σπάνιο είδος του υπαρξιακού αναρχικού. Το πρόσφατο στιλ του είναι ένας συνδικαλιστικός κομμουνισμός, από αυτούς που ανατυπώνουν τις ιερές χειρονομίες και τα προσκυνητάρια του παρελθόντος: μια Γενική Απεργία, μια Βαρκελώνη ή ένα Ιταλικό θερμό Φθινόπωρο. Οι λέξεις βέβαια· οι πανύψηλες λέξεις πάντα περισσότερο παρά τα γεγονότα…”. Ο ένας αποδέχεται ιδεολογικά τον άλλο, αλλά πάντα το χάσμα γενεών και νοοτροπίας κάνει επιφυλακτικούς τον έναν για τον άλλο.
          Από την άλλη, ο Βλάσης βρίσκεται σε ασυνεννοησία με την κόρη-του Έμμα, η οποία εκπροσωπεί, χωρίς να είναι προκλητικά επιδειξίας, το καπιταλιστικό πρότυπο. Προσέχει για το ντύσιμό-της, καπνίζει ζει στην Αμερική με τον άνδρα-της και νοιάζεται για μεσοαστικά ζητήματα, ενώ αγοράζει στηρίζοντας τον καταναλωτισμό και ό,τι αυτός αντιπροσωπεύει. Το χάσμα με τη νοοτροπία του πατέρα-της είναι τεράστιο.
Ο αφηγητής είναι κάπου ανάμεσα, ανάμεσα στον Βλάση και στον Πέτρο, ανάμεσα στον Βλάση και στην κόρη-του, προσπαθώντας να καταλάβει κάθε πλευρά και να γεφυρώσει τις όχθες. Η διπλή εξέλιξη της ζωής είναι αναπόδραστη.
Τόσο ο τίτλος όσο και το περιεχόμενο του κειμένου παραπέμπει στο “Τέλος της μικρής-μας πόλης” του Χατζή. Οι εποχές αλλάζουν, οι παλιότεροι διατηρούν τον δικό-τους, “παλιομοδίτικο”, τρόπο σκέψης και σταδιακά αποσύρονται (κάτι σαν το “Ψαράκι της γυάλας” του Χάκκα). Ο Βλάσης δεν μπορεί πλέον να αγωνίζεται και έτσι χάνει την επαφή με τη νέα γενιά των ορμητικών νεολαίων, ενώ ταυτόχρονα δεν μπορεί να χωνέψει την ιδεολογική αποστασία της Έμμας, που επέλεξε ίσως ασυνείδητα να στραφεί σε μια πιο “φυσιολογική” ζωή.

[οι εικόνες που δίνουν χρώμα στη βιβλιοπαρουσίασή-μου είναι αντλημένες από:  perierga.gr,  www.iefimerida.gr, aixmi.wordpress.com,  jamesmsama.com  και  www.mindthetrap.gr]

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, May 11, 2016

“Φτου ξελευτερία για όλους” του Χαΐνη Δ. Αποστολάκη

ΕΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ (2): Ένας λυράρης που πιάνει τη γλώσσα, το χιούμορ, το μπρίο, τη λαϊκή ψυχή αλλά και την ελληνική κακοδαιμονία και προσπαθεί να την κάνει τραγούδι· σε πρώτη φάση την έκανε διηγήματα.


Ελληνικός με φουσκάλες:

Χαΐνης Δ. Αποστολάκης
“Φτου ξελευτερία για όλους”
εκδόσεις Καστανιώτη
2015
 


          Άλλο ένα βιβλίο με διηγήματα όπου στάθηκα στο πρώτο, έμεινα με τη γλύκα-του και διάβασα τα επόμενα με τη θύμηση του “Δύο σε ένα”. Όλη η συλλογή διακρίνεται από μια λεπτή ειρωνεία, μια καυστική διάθεση, ένα χιούμορ που τρέχει σαν σκυλάκι ανάμεσα στις λέξεις, αλλά πέραν τούτων –ή και ακριβώς λόγω τούτων- δεν προσέχθηκε το υπόλοιπο σκεύασμα. Όλη η συλλογή αξίζει για άλλους λόγους από αυτούς για τους οποίους ξεχώρισα το πρώτο: λαϊκή αφηγηματικότητα από έναν άνθρωπο που έχει διαβάσει, ξέρει τη γλώσσα (θαύμασα τόσο την προφορικότητα του ύφους όσο και την ακρίβεια των δόκιμων λέξεών-του), ανάδειξη της κρητικής ψυχής, καζαντζακικοί τύποι και σκηνές από το χωριό γεμάτες ατόφια λαϊκότητα, αυθορμητισμό, κουζουλάδα…
          Τ ο   π ρ ώ τ ο    δ ι ή γ η μ α    ε ί ν α ι   α π ο λ α υ σ τ ι κ ό. Αναλύει με πολλές αναδρομές, στηριγμένες σε προσωπικές αναμνήσεις και βιώματα, τη μάνα-του, μια βέρα Κρητικιά που μεγάλωσε τα παιδιά-της σ’ ένα χωριό της Μεγαλονήσου. Στο πρόσωπό-της και στον τρόπο με τον οποίο πορεύτηκε συμπυκνώνεται αφενός η μητριαρχική γραμμή, κατά την οποία πραγματικό αφεντικό του σπιτιού είναι η μητέρα, η οποία ρυθμίζει τα του οίκου και άδηλα καθορίζει το πώς και το τι της καθημερινότητας. Αφετέρου η ντόπια αντιμετώπιση της ζωής, η λαϊκή σοφία και καταπίεση, η χωριάτικη προσπάθεια για επιβίωση, η παραδοσιακή αίσθηση του ανθρώπου και των αξιών-του, η επαρχιακή κουλτούρα.
Σ’ αυτό το πλαίσιο η μητέρα του συγγραφέα, με ένα απίστευτο ένστικτο και με μια συλλογική παραδοσιακή ιδέα περί ανατροφής, τον καταδυναστεύει, όχι από διάθεση επιβολής αλλά από μια βαθιά ριζωμένη πίστη ότι έχει δίκιο και ότι οι συνθήκες επιβάλλουν τις ιδεοληπτικές-της προτροπές. Όπλα της επίθεσης είναι η μουρμούρα, η γκρίνια, η επανάληψη, η πλύση εγκεφάλου κ.ο.κ., με τα οποία προσπαθεί να κάμψει την αντικομφορμιστική νοοτροπία του γιου, ο οποίος ήθελε να γίνει μουσικός. «Κι από επάγγελμα τι θα κάνει;» αντιγυρίζει η μάνα, που δεν χωρά ο νους-της ότι η μουσική μπορεί να αποβεί μόνιμη (έμμισθη) ενασχόληση.
Η όλη αφήγηση, όπως προείπα ότι συμβαίνει σε όλα τα κείμενα, στίζεται από χιούμορ και μπρίο, καθώς ο ιώβειας υπομονής και επιμονής γιος βλέπει όλα αυτά με εσωτερική τσαντίλα αλλά και με απαθή στωικότητα.
Κι ενώ όλα αυτά θα έφταναν το διήγημα σε ένα καλό επίπεδο, αλλά δεν θα το εκτόξευαν. Αυτό γίνεται με το συγκινητικό τέλος και τη φιλοσοφημένη κατάληξη. Η μάνα, όπως όλες οι μάνες, κάποια στιγμή πεθαίνει κι ο συγγραφέας αναλογίζεται πόσο αντιφατική ήταν όταν έδινε με λόγια ή με πράξεις, με το στόμα ή με την αύρα-της, ετερόκλητα και συχνά αντίθετα μηνύματα: π.χ. ήταν κατά των ηρωικών πράξεων αλλά ταυτόχρονα τραγουδούσε περήφανα κρητικές μαντινάδες όπου επαινούνταν οι λεβέντες άνδρες. Κι αυτό, όσο κι αν φαίνεται ψυχολογικά αντιφατικό, είναι ίσως, αποφαίνεται ο αφηγητής, ο πυρήνας της ελληνικής προόδου. Ότι μπορεί η ελληνική ψυχή να συναιρεί αντιφατικές καταστάσεις, να συνδέει Απόλλωνα και Διόνυσο, να δίνει δίκιο τόσο στον Κρέοντα όσο και στην Αντιγόνη, να θεωρεί το γλέντι προνόμιο αλλά και τη δουλειά ευλογία. Αυτή η δισυπόστατη ουσία του Ελληνισμού, προσωποποιημένη στο πρόσωπο μιας λαϊκής, αγράμματης μάνας, είναι και η βάση για μια άλλη θέαση της ζωής αλλά και εκκίνηση μιας παράδοσης που μπορεί να δώσει εξέλιξη.

[Οι εικόνες για τη διακόσμηση των λέξεων είναι παρμένες από:  www.creteplus.gr,  www.kidslovegreece.com,  agro.in.gr  και goodnet.gr]

Πατριάρχης Φώτιος