Monday, March 28, 2016

“Μόνο το αρνί” της Βασιλικής Πέτσα

Ενδιαφέρουσα περίπτωση στα 32-της χρόνια. Η διηγηματογράφος έχει κατακτήσει ήδη τη δυνατότητα χειρισμού του ύφους-της και της κατάδυσης στα μικρά και τραγικά· αλλά πόσο τελικά μπορεί να φτάσει όλο αυτό ως τον αναγνώστη;


Ελληνικός καλοκαβουρδισμένος:

Βασιλική Πέτσα
“Μόνο το αρνί”
εκδόσεις Πόλις
2015
 


          Ρίχνω μια ματιά στα περιεχόμενα: ένα, δύο, τρία, τέσσερα διηγήματα σχετικά μεγάλης έκτασης. Κοιτώ τους τίτλους: κόρακας, άλογος, φίδι, σκύλοι. Όλοι με ζώα, όλοι παίζουν, κυριολεκτικά ή μεταφορικά θα δείξει, με κάποιο ζώο. Κι ο τίτλος όλης της συλλογής έχει τη λέξη “αρνί” μέσα. Τι ζωοφιλία είναι αυτή;
          Το πρώτο διήγημα “Ο κόραξ εξελθών” είναι η μαρτυρία του γέρο-Λάμπρου σε ένα καφενείο, όπου η τηλεόραση παίζει έναν κρίσιμο αγώνα ποδοσφαίρου. Διατυπώνοντας αβίαστα τα λεγόμενά-του στη διάλεκτο της Θεσσαλίας, ο Λάμπρος αφηγείται τη ζωή του αδελφού-του Τάσου στα βουνά, όταν ήταν αντάρτης στον Εμφύλιο, μέχρι που πέθανε. Η όλη προφορική αφήγηση σαν να διαλέγεται με την “Ορθοκωστά” του Βαλτινού, σαν να μας βάζει μέσα στην ιστορία από αυτόπτες μάρτυρες που δεν ξέρουν γράμματα και άλλα φτιασίδια.
Στο “Ο καθένας άλογο” η Πέτσα επιστρέφει σε ένα γνώριμο θέμα-της, αυτό της παιδικής ηλικίας, δυο κοριτσιών, από τα οποία η Ρηνιώ μαζεύει ευλαβικά ζαχαρίτσες και είναι έτοιμη να κάνει ό,τι μπορεί για να τις κερδίσει. Αυτό όμως οδηγεί σε μια επονείδιστη πράξη, που θα κάνει την ίδια να αρρωστήσει και να μην μπορεί να βρει την ησυχία-της. Η διηγηματογράφος ορμά πάνω στην παιδική ηλικία με άγρια νύχια και αφήνει τη βία της κοινωνίας να εφορμήσει. Γλωσσικά γράφει όπως έκαναν οι ηθογράφοι τον 19ο αιώνα: αυτοί έγραφαν στην καθαρεύουσα αλλά χρησιμοποιούσαν τη δημοτική στους διαλόγους, η Πέτσα γράφει στη δημοτική αλλά χρησιμοποιεί τη θεσσαλική διάλεκτο στους διαλόγους-της.
Στο “Φίδι στον κόρφο”, αυτός και αυτή, διορθώνει εκθέσεις και ετοιμάζει τον λόγο για τη γιορτή, ετοιμάζει τραπέζι για τρία τέσσερα άτομα, ενώ βομβαρδίζεται από ειδήσεις, όνειρα, εφιάλτες στον ύπνο ή στον ξύπνιο, γεγονότα από την άκρη του κόσμου και εσωτερικά τραύματα που ξυπνάνε απροειδοποίητα. Ο λόγος σ’ αυτό το διήγημα είναι, όπως πάντα, ένα είδος εσωτερικού μονολόγου, αλλά τώρα τραβηγμένος στα άκρα, με έντονο συνειρμό σε παλίμψηστο απηνούς συσσωμάτωσης στρωμάτων πάνω σε στρώματα, ένα εφιαλτικό τοπίο δεδομένων που συμπιέζονται σε έναν κομποστοποιητή που δεν χαρίζει κάστανα στον αναγνώστη. Ένα φίδι πνίγει τους πρωταγωνιστές αλλά και τους αναγνώστες…
Στο τελευταίο διήγημα με τίτλο “Άνθρωποι και σκύλοι”, τρεις νεοδιορισθέντες καθηγητές, ένας αυτάρεσκος φυσικός, ένας περίεργος φιλόλογος και ένας θρησκόληπτος θεολόγος, τοποθετούνται σε ένα απομακρυσμένο χωριό, όπου ασφυκτιούν. Το σκληρό απομονωμένο περιβάλλον θα οδηγήσει τον καθένα σε άλλες επιλογές. Εδώ η Πέτσα στήνει την ιστορία-της, χωρίς ιδιοτροπίες στη γλώσσα αλλά πάντα με μια σφιχτή υφολογική επιλογή που συσσωρεύει λεπτομέρειες, δένοντάς-τις σε κόμπο.
Γενικά συμπεράσματα:
Η γραφή της νεαρής διηγηματογράφου είναι πολύ ώριμη, πολύ μεστή, πολύ λεπτοδουλεμένη. Η γλώσσα-της σφύζει από ζωή και παλμό, τσακίζει τις λέξεις και βγάζει έλαιο, σφίγγει τις προτάσεις γύρω από την πραγματικότητα, την οποία τυλίγει σε βαθμό ασφυξίας. Το ίδιο κάνει και με την πλοκή-της, που, ενώ είναι μικρή και απλή, παίρνει διαστάσεις με τον τρόπο χειρισμού-της. Από άποψη λοιπόν τεχνικής η συγγραφέας είναι αρτιότατη, κάτι που είδαμε και στα δύο προηγούμενα έργα-της, την πολύ καλή νουβέλα “Θυμάμαι” και τη συλλογή διηγημάτων “Όλα τα χαμένα”.
Η συγγραφέας κατεβαίνει, όπως κάνει εν πολλοίς η μεταμοντέρνα λογοτεχνία, από το μεγάλο στο μικρό, εστιάζει στο ασήμαντο, στο επαρχιακό, στο χωριάτικο, αναδεικνύει νοοτροπίες, πιάνει τον μικροσφυγμό της κοινωνίας, μεγεθύνει λεπτομέρειες, μετατρέπει μικρές οδύνες σε εσωτερικές τραγωδίες, μπαίνει στην ιστορία αλλά όχι των επώνυμων προσώπων, αλλά των απλών ανθρώπων που βίωσαν και έπαθαν και έμαθαν και βόγκηξαν και κατάλαβαν ό,τι η υποκειμενική-τους ματιά συνέλαβε και η θυμόσοφη συνείδηση κράτησε.
Ωστόσο, επειδή η πορεία της Πέτσα στο τρίτο-της πλέον έργο γίνεται όλο και πιο κρυπτική, όλο και πιο ελιτίστικη, όλο και πιο γλωσσικά ναρκισσιστική, αναρωτιέμαι αν αυτή η λογοτεχνία μπορεί να πετύχει τον στόχο-της. Τι εννοώ; Ότι ακόμα και ο στόχος-της να δημιουργήσει συναισθηματικές δομές, προσκρούει στο ερμητικό ύφος-της που άλλοτε προκαλεί ιριδισμούς κι άλλοτε μια έντονη αναγνωστική σύγχυση και δη ανία, από τις πολλές λεπτομέρειες που εκπέμπουν το μήνυμα ότι πολλά απ’ όσα λέγονται είναι αδιάφορα.

[Η παρουσίαση του βιβλίου δημοσιεύτηκε στο In2life στις 22/3/2016 και εδώ αναδημοσιεύεται με εικόνες από τα:  krokilion.gr,  netnewsgr.wordpress.com,  koritsiaapotigelanthi.blogspot.com,  www.statesmen.gr,  netnewsgr.wordpress.com,  www.efsyn.gr και www.zarpanews.gr]

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, March 24, 2016

“Η γραφή του κόσμου” του François Taillandier

Θεoδόριχος, Αθαλάριχος, Κλοθάριος, Χλωδοβίκος, Αυθάριος, Θεο(δο)λίνδα, Βάχος, Γαρίβαλδος, Θεοδέβερτος, Ουλφίλας, Αρίουλφος, Αγιλούλφος, Δροκτούλφος, Μιμούλφος και άλλα ονόματα μιας μεσαιωνικής Ευρώπης που αλλάζει, εκχριστιανίζεται και εκγερμανίζεται, ενώνει λαούς και πληθυσμούς, χωρίζει, φέρνει σε συμμαχίες και σε γάμους πολιτικής, μια ρευστή Ευρώπη που γράφει με μελάνι και αίμα το μέλλον-της.


Γαλλικός με λίγη ζάχαρη:
François Taillandier
Stock 2013
Η γραφή του κόσμου
μετ. Α. Κωσταράκου
εκδόσεις Πόλις
2015
 


          Η πρώτη εντύπωση από την πορεία του εξηνταπεντάχρονου Μάγνου Αυρήλιου Κασσιόδωρου από τη Ραβέννα στο Σκυλλάκιο της Νότιας Ιταλίας είναι ότι θα διαβάσουμε έναν συνδυασμό ιστορικού μυθιστορήματος και φιλοσοφικής ενατένισης των εγκοσμίων. Κι αυτό γιατί βρισκόμαστε το 550 μ.Χ., όταν ο Ιουστινιανός ναι μεν είχε ανακαταλάβει βυζαντινά εδάφη σε Ιταλία και Ισπανία, αλλά όλοι έβλεπαν ότι αυτό ήταν μια πρόσκαιρη αναλαμπή μπροστά στη διάλυση λ.χ. της Ρώμης και στην επέλαση, στην αναπόφευκτη επέλαση, δεκάδων βαρβαρικών φυλών. Κι από την άλλη ο “συνταξιούχος” πλέον συγκλητικός διέρχεται την Ιταλία σε τέτοια ηλικία που ίσως να μην προλάβει να κάνει άλλο ταξίδι στη ζωή-του.
          Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι υπαρκτό πρόσωπο, φυσικά δευτερεύον, ώστε να μπορεί να γίνει μυθοπλαστικός χαρακτήρας, με όλη την ελευθερία που αφήνουν τα κενά της Ιστορίας. Πρόκειται για τον Φλάβιο Μάγνο Αυρήλιο Κασσιόδωρο, που έζησε τον 6ο μ.Χ. στην αυλή του βασιλιά Θεοδώριχου στη Ραβέννα. Μαζί μ’ αυτόν παρακολουθούμε την ιστορία της πρώην Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τόσο στο Ανατολικό σκέλος της με τον Ιουστιανιανό όσο και στο Δυτικό με τους Γότθους εισβολείς. Η αλήθεια είναι ότι η ιστορική αφήγηση καταλαμβάνει μεγάλη έκταση μέσα στο μυθιστόρημα και το ύφος-της σ’ αυτές τις σελίδες είναι καθαρά επιστημονικό με μικρές λογοτεχνικές πινελιές. Ξαναγυρίζουμε δηλαδή στο ιστορικό μυθιστόρημα της εποχής του Ουόλτερ Σκοτ, όταν η μυθοπλασία συναγωνιζόταν σε θετικισμό και ακρίβεια την ιστοριογραφία.
          Στόχος του Ταγιαντέ, τον οποίο επιτυγχάνει επαρκώς, είναι να αναπλάσει την ατμόσφαιρα μιας άκρως μεταβατικής περιόδου: ο παλιός κόσμος της Ρώμης πεθαίνει και στη θέση-του αναφύονται οι λαοί της μετέπειτα Ευρώπης, ενώ ο Χριστιανισμός, με όλες τις παλινωδίες-του και τις αιρέσεις-του, εγκαθιδρύεται σε Ανατολή και Δύση. Από τη μία η παρακμή της κλασικής ρωμαϊκής αίγλης, την οποία διαδέχεται ο μεσαίωνας της βαρβαρικής επικράτησης, κι από την άλλη η νέα τάξη πραγμάτων στο μακρινό Βυζάντιο. Προχωράμε μαζί με τον Κασσιόδωρο προς μια ιστορική αποτελμάτωση, ένα χάος πολιτικής και πολιτισμού, μια βαλτώδη περιοχή γεμάτη κινούμενη άμμο, ασταθή εδάφη, ανεξερεύνητα μονοπάτια.
          Ο φιλοσοφικός τόνος μάλλον αποδεικνύεται πολιτικός (πολιτικοκοινωνικός), καθώς η ματιά του Μάγνου Αυρήλιου συλλαμβάνει τις αλλαγές και προσπαθεί να τις εξηγήσει και να ορίσει τον εαυτό-του μέσα σ’ αυτές.
          Στο δεύτερο μέρος ο Λέανδρος εξ Ισπανίας βρίσκεται σε ένα μοναστήρι στο Σκυλλάκιο και συνεχίζει όχι σε πολιτικό αλλά σε πνευματικό και θρησκευτικό επίπεδο την ιστορία του Μάγνου Αυρήλιου. Κι αυτός πραγματικό πρόσωπο ενσαρκώνει στο μυθιστόρημα του Ταγιαντέ την πνευματικότητα μιας εποχής μεταβατικής, που προβληματίζεται για τον κόσμο, για την αλήθεια, για τον άνθρωπο και τα επιτεύγματά-του, όπως τη γλώσσα και τα μυστήριά-της. Αυτό το μέρος είναι πολύ πιο αργό, πιο στάσιμο, σαν στάσιμο τραγωδίας που λειτουργεί εν μέρει ελεγειακά αλλά συνάμα σταματά τη δράση και νωχελικά περιγράφει και στοχάζεται. Εκεί κάπου κουράστηκα…
          Το τρίτο και τελευταίο μέρος αφορά στη Θεολίνδα, νεαρή βασίλισσα των Λογγοβάρδων της Βόρειας Ιταλίας, που χήρεψε πολύ νέα και αναγκάστηκε να επωμιστεί το βάρος του θρόνου. Γύρω-της καταγράφονται όλοι οι ηγεμόνες και ηγεμονίσκοι της Ευρώπης, Γότθοι, Βαυαροί, Φράγκοι κ.ο.κ., ο Πάπας και η δύναμή-του, το Βυζάντιο και οι βλέψεις-του, οι θρησκευτικές έριδες ανάμεσα στη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη αλλά και τις αιρέσεις με πρώτη τον Αρειανισμό, οι ανακατατάξεις εν γένει των βασιλείων, των εδαφών και των συμμαχιών.
          Συμπεράσματα:
1.     Ο Ταγιαντέ γράφει μια μυθοποιημένη ιστορία, με την ακρίβεια της ιστοριογραφίας (ακόμα και οι χρονολογίες είναι ρητές, σαν να μη γράφει μυθιστόρημα) και με την αφηγηματικότητα της μυθοπλασίας. Ο αναγνώστης διαβάζει μια εύπεπτη υπόθεση, αλλά συνάμα βλέπει την άγνωστη Ιστορία ονομάτων και πρωτόγνωρων βασιλείων που αλλάζουν ρευστά και ασχημάτιστα.
2.     Ο τίτλος “η γραφή του κόσμου” νομίζω ότι παραπέμπει στη γραφή της Ευρώπης και του γνωστού σε μας σήμερα πολιτισμού-της. Με μια δυτικογενή ματιά ο συγγραφέας ανατρέχει στους πρώτους αιώνες της γερμανικής Ευρώπης, μετά τον κλονισμό της Ρώμης, για να ιχνηλατήσει το ημίρευστο μάγμα λαών, θρησκειών και βασιλείων που σχηματίζονται και καταρρέουν μέχρι να εδραιωθούν μικρότερα και μεγαλύτερα κράτη. Σε ονόματα από ένα αχαρτογράφητο τοπίο στηρίζονται οι μετέπειτα αυτοκρατορίες, οι θρησκευτικές παγιώσεις, ο χαρακτήρας της Γηραιάς Ηπείρου που μετεξελίσσεται. 


Χάρηκα το βιβλίο γιατί έμαθα πολλά μέσα από μια ευχάριστη ανάγνωση, πιάστηκα από “βάρβαρα” ονόματα (πόσοι ηγεμόνες είχαν κατάληξη -ούλφος; Φαντάζομαι ότι πρόκειται για το wolf/ wulf, δηλαδή λύκος!). Έμαθα ιστορία, στάθηκα στις διπλωματικές ενέργειες, διέτρεξα μια άγνωστη “ημιπρωτόγονη” εποχή, μια μεσαιωνική φάση αλλαγών και ανακινήσεων. Έμεινε όμως μετέωρο το ερώτημα αν αυτή η ιστορική μυθιστορηματογραφία εκπέμπει λογοτεχνικότητα ή είναι ένα εκλαϊκευμένο εγχειρίδιο Ιστοριογραφίας.

[Η σημερινή πραγματικότητα μου θυμίζει πολύ την επίθεση των «βαρβάρων» στην ήδη παρηκμασμένη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Κι η Ευρώπη αυτή τη στιγμή, γεμάτη ηγεμονίσκους, χωρίς ενιαία πολιτική, χωρίς σθεναρή πολιτική, είναι μια πίπτουσα δύναμη, που εύκολα βάλλεται από αλλότριους εισβολείς. Στα θύματα επομένως των Βρυξελλών!
Η βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε καταρχάς στον ιστότοπο In2life στις 15/3/2016 και εδώ αναδημοσιεύεται με μικρή εισαγωγή, όπως πάντα, και εικόνες που αντλήθηκαν από:  www.thevulture.nl,  www.sothebys.com,  www.about-ukraine.net,  rinconliturgico.blogspot.com,  www.zeroconfini.it,  weaponsandwarfare.com  και  www.italybeyondtheobvious.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, March 21, 2016

“Γραφείον ο φόβος” της Σταυρούλας Σκαλίδη

Ο δημοσιογράφος είναι αποφασισμένος να βρει την αλήθεια, να παρακάμψει τις απειλές και να επιζήσει, ως άνθρωπος και ως επαγγελματίας. Κι εκεί που παλεύει με τα κύματα, βρίσκει ξανά τον πατέρα και τη “χαμένη” ζωή-του. Πώς θα καταφέρει η συγγραφέας να στήσει την πολυπλοκότητα που χρειάζεται σε γερές βάσεις;


Brazilian bitter coffee:

Σταυρούλα Σκαλίδη
“Γραφείον ο φόβος”
εκδόσεις Πόλις
2015
 


          Τελικά, όποιος προσέχει τη γλώσσα και ταιριάζει αγαστά το ύφος με τον αφηγητή, δεν μπορεί να πλέξει μια υποφερτή πλοκή; Γιατί οι Έλληνες πεζογράφοι δεν μπορούν να οργανώσουν το υλικό-τους και παρουσιάζουν ελλειμματικές υποθέσεις, με εξαρθρωμένα τα δομικά-τους μέρη;
          Ο Αριστείδης Στεριανός είναι ο πρωταγωνιστής στο μυθιστόρημα της τριανταεπτάχρονης συγγραφέως. Πρόκειται για έναν πρώην (και νυν) δημοσιογράφο, που αφότου απολύθηκε λειτούργησε ως free-lancer κι ακούσια άρχισε να ανακαλύπτει περίεργες υποθέσεις και παρασκηνιακές (εγκληματικές) ενέργειες, που τον περιβάλλουν. Όλα ξεκίνησαν όταν του μίλησε ο πάτρωνάς-του Αντρέας και συνεχίστηκαν με εκφοβισμό από αγνώστους στους ανθρώπους που τον μεγάλωσαν και κορυφώθηκαν με τη δολοφονία του Αντρέα (στημένη σαν ατύχημα). Διάφορα σκόρπια κομμάτια εκπέμπουν έναν αόριστο κίνδυνο, πολλά πρόσωπα μιλάνε για απειλές, συμβάντα κρέμονται στο σχοινί μιας αδιευκρίνιστης πλεκτάνης…
          Η πρώτη εντύπωση είναι άκρως καλή, επειδή πετάει τη γλώσσα κατάμουτρα στον αναγνώστη κι έτσι προκαλεί εκείνη την ανοικείωση που χρειάζεται. Στακάτες κύριες προτάσεις, φράσεις χωρίς ρήμα, μικρές, ακαριαίες που άλλοτε υποβάλλουν την παύση κι άλλοτε την επιτάχυνση. Το ύφος της αστυνομικοδημοσιογραφικής αργκό, της κοφτής σκέψης, του λεκτικού αιφνιδιασμού (ενίοτε) αναδεικνύει και τη νοοτροπία αλλά και τον τρόπο ζωής του αφηγητή. Αφήγηση και σχόλιο, σαν είδηση που συνοδεύεται από την ερμηνεία του κόσμου, τόπους τόπους πηγαία προφορικότητα, ένας τρόπος γραφής που αφήνει το στίγμα της συγγραφέως.
          Αλλά, αυτό που κερδήθηκε με το ύφος καταρρέει απογοητευτικά με την οργάνωση του υλικού και με την πλοκή. Πρώτον, οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη σε μια αλυσίδα προσθέσεων: στη μία σκηνή ο Αντρέας, στην άλλη οι θείοι του ήρωα, έπειτα το αμόρε η Νίκη, σαν ηθοποιοί που μπαίνουν στη σκηνή ο ένας μετά τον άλλον, χωρίς πολυπλοκότερες συνδέσεις. Δεύτερον, η Σκαλίδη δείχνει αδυναμία να σηκώσει την ένταση στα σημεία που η υπόθεση κορυφώνεται, εκεί που θα έπρεπε να ανέβει και η αδρεναλίνη. Αντίθετα, ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται, ενώ αγκομαχά να απογειωθεί, τελικά φαίνεται πολύ επίπεδος. Τρίτον, η συγγραφέας συσσώρευσε πολλά είδη παραβατικότητας, από τη δολοφονία έως τα ναρκωτικά κι από την τρομοκρατία μέχρι τους ακροδεξιούς τραμπουκισμούς, με αποτέλεσμα να δίνει την εντύπωση ότι επιχείρησε να καλύψει όλη την γκάμα των σύγχρονων φαινομένων κοινωνικής παθογένειας. Είναι το λάθος πολλών δημιουργών, οι οποίοι προσπαθούν –σε υπερβολή- να χωρέσουν τα πάντα στο έργο-τους, καταφέρνοντας τελικά να το υπερφορτώσουν άδικα.
Όλη η έρευνα αποκτά σταδιακά, πέρα από τον κοινωνικό και πολιτικό-της χαρακτήρα, και προσωπικό-υπαρξιακό, αφού ο Άρης Στεριανός ξαναβρίσκει στοιχεία για τον πατέρα-του, ο οποίος τελικά δεν είχε πεθάνει όπως νόμιζε. Τον ανακαλύπτει να καίγεται παράφρων (;), βρίσκει τον αδελφό-του (;), σχηματίζει ξανά την εικόνα της οικογένειάς-του, παράλληλα με το θέμα των ναρκωτικών και το κυνήγι από ανθρώπους του χώρου, το ακροδεξιό παρασκήνιο και τη διαδρομή του βρόμικου χρήματος.
Η συνολική εντύπωση είναι μέτρια, καθώς η Σκαλίδη μετά το πολύ ενθαρρυντικό “Προδοσία και εγκατάλειψη” και το κατώτερο “Σταφύλι από αίμα”, δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος του θέματός-της με μια στιβαρή πλοκή. Το μυθιστόρημα θέλει γερά θεμέλια και δεξιοτεχνικό δέσιμο, γιατί αλλιώς καταρρέει από το βάρος της φύσης-του.

[Οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο είναι παρμένες από: 

Πατριάρχης Φώτιος 

Friday, March 18, 2016

“Έρως ανίατος” του Δημήτρη Μίγγα

Πώς ορίζεται το ανδρικό μπεστ-σέλερ; Αν η ροζ λογοτεχνία ξεκινά από γυναίκες και απευθύνεται σε γυναίκες, τότε ποια αντίστοιχα στερεότυπα και ποιους τρόπους μπορεί να μετέλθει ένας άνδρας συγγραφέας για να γράψει ένα ανάλογο ευπώλητο;


Μοκατσίνο με άρωμα καρύδι:

Δημήτρης Μίγγας
Έρως ανίατος
εκδόσεις Μεταίχμιο
2015
 


Ήθελα να μιλήσω για τη φθορά του σώματος και τις εκπτώσεις φιλοδοξιών και ονείρων. Διάλεξα ηθοποιό, επειδή βρή­κα προσφορότερο να δείξω αυτήν την παρακμή στο πρό­σωπο ενός καλλιτέχνη παρά σε κάποιον άλλον, ας πούμε ένα δημόσιο υπάλληλο”. Με αυτά τα λόγια ο ενδοκειμενικός συγγραφέας εξηγεί τι ήθελε να πετύχει και ποιον ήρωα επέλεξε να κατασκευάσει.
Πρόκειται για τον Νίκο Στεφανίδη, σχεδόν πενήντα χρονών, που είναι ηθοποιός και έχει ενσαρκώσει μεγάλους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε διάφορα θεατρικά σχήματα. Κατά βάση όμως είναι εγωκεντρικός, γυναικάς, λίγο αλκοολικός και πάνω απ’ όλα ντίβα που χρησιμοποιεί τους άλλους, γυναίκες και συνεργάτες, ανενδοίαστα κι έπειτα τους πετά. Αργά ή γρήγορα λοιπόν μένει μόνος, χωρίς δουλειά, νιώθει αποτυχημένος, μακριά από το θέατρο και χωρίς νόημα στη ζωή-του. Μόνος φίλος ο Σπύρος, ώσπου εμφανίζεται η Όλγα, μυστηριώδης και ερωτεύσιμη, αλλά οροθετική, γεγονός που το δηλώνει ρητά και απερίφραστα, για να προφυλάξει τους γύρω-της.
Το μυθιστόρημα του Μίγγα απέχει πολύ από το ξεχωριστό “Των κεκοιμημένων”, καθώς ο συγγραφέας έχει αλλάξει ριζικά ρότα, τόσο στη γλώσσα όσο και στην ατμόσφαιρα των έργων-του. Αν τον δεις στην ουσία-του ο “Έρως ανίατος” είναι ένα ανδρικό μπεστ-σέλερ, όπου το ρεμάλι ο άνδρας, πετυχημένος αλλά και αλαζόνας, τίθεται στο περιθώριο της κοινωνίας, ώσπου να εμφανιστεί η κατάλληλη γυναίκα. Κι αυτή όμως κουβαλά μια πιασάρικη τραγωδία, που την κάνει ευάλωτη αλλά και συμπαθητική, εύθραυστη και πληγωμένη αλλά και ψυχικά δυνατή. Μερικές πρέζες ερωτισμός, μια δυο ματσάκια καταφρόνια σε στυλ παλιάς ελληνικής ταινίας και μια κουταλιά συμπόνια για την προϊούσα εκφυλιστική ασθένεια του Στεφανίδη κάνουν το μίγμα τόσο λαϊκίστικο που αναρωτιέσαι τι είδος βιβλίου διαβάζεις.
Αυτή η παλιομοδίτικη κοινοτοπία σπάει, όταν εμφανίζεται η ηρωίδα Όλγα στον ίδιο τον συγγραφέα και του εξηγεί την άποψή-της για τον πρωταγωνιστή αλλά και πώς η ίδια έγινε οροθετική. Μια τέτοια καθοριστική στροφή δίνει στο έργο μια πιραντελική πινελιά α λα “Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα” με μια δόση μπορχεσιανής αλληλοδιείσδυσης, ώσμωσης δηλαδή του μυθοπλαστικού με το πραγματικό. Κι αναρωτιέμαι αν αυτή η αλλαγή πορείας είναι μια ουσιαστική αναδίπλωση που έρχεται να αναιρέσει την υπόλοιπη γλυκερή συνταγή ή ένα μεταμοντερνιστικό κόλπο που κάνει τη φιγούρα του.
Ο Μίγγας αλλάζει επίπεδο στο βιντοπαιχνίδι-του και την ευπώλητη ιστορία την μετατρέπει σε μια αυτοαναφορική αφήγηση. Χρησιμοποιώντας εγκιβωτι-σμούς, σε μια συνεχόμενη τεχνική της αβύσσου, προσπαθεί να στοχαστεί πάνω στο λογοτεχνικό φαινόμενο, στο πλάσιμο των χαρακτήρων, στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο συγγραφέας για να ολοκληρώσει τα πρόσωπά του και να τα κινήσει μέσα στο μυθοπλαστικό πεδίο. Ανάλογες απόπειρες θυμάμαι έχουν γίνει και στην ελληνική λογοτεχνία, στην προσπάθεια των συγγραφέων να διαρρήξουν τα όρια που χωρίζουν τη λογοτεχνία από την πραγματικότητα, όρια που θέλουν να δείξουν ότι δεν είναι στεγανά.
Το μεγαλύτερο μέρος είναι το μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα, δηλαδή η ιστορία του Νίκου που βρίσκει απάγκιο στην Όλγα. Δυο άνθρωποι με προβλήματα με τους γύρω-τους, ο ένας λόγω ιδιοσυγκρασίας κι η άλλη λόγω ασθένειας, βρίσκουν γωνιά να κουρνιάσουν, για να μην νιώθουν παραγκωνισμένοι. Όμως ήταν τόσο βαριά η ατμόσφαιρα του μπεστ-σέλερ και του εύκολου στόρι, που ακόμα κι αυτή η πινελιά δεν άλλαξε τον πίνακα.

[Οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο είναι παρμένες από: charlestonstage.com,  www.hollywoodreporter.com, behaviorandmotivation.com, www.todayonline.com και chastityproject.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, March 15, 2016

“Η Αλεξάνδρα” του Ανδρέα Μήτσου

Ζωγραφική εν λογοτεχνία, συνέχεια no 3. Πώς η διεκδίκηση ενός πίνακα ορίζει στρατόπεδα; Εκεί πάνω διακυβεύονται πολλά… Εκεί πάνω συγκρούονται τα στρατεύματα της γυναικείας και της ανδρικής ψυχής.


Καφές με τσάι:
Ανδρέας Μήτσου
“Η Αλεξάνδρα”
εκδόσεις Καστανιώτη
2015
 


1.Γιατί η Αλεξάνδρα σκότωσε έναν παλιό μαθητή-της;
2.Γιατί εν γένει δείχνει μια φοβική επιφυλακτικότητα απέναντι στους άνδρες;
3.Τι ρόλο παίζει στην ιστορία ο πίνακας του Πιότρ Κοντσαλόφσκι;

          Πάνω σ’ αυτά τα τρία ερωτήματα χτίζεται το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ερωτήματα που έχουν διατυπωθεί αρκετά σαφώς μέχρι τη μέση του βιβλίου. Έτσι, η δέση του έργου στηρίζεται σε ένα έγκλημα, ενδείξεις για τις αιτίες του οποίου διασπείρονται σπυρί σπυρί, σε μια γενικότερη μίσανδρη στάση, τα μύχια γενεσιουργά αίτια δεν φαίνονται εν πρώτοις, και μια σχέση ψυχαναλυτική με έναν πίνακα, που αποτέλεσε στοιχείο έρωτα αλλά και εξαπάτησης.
          Η ιστορία εξελίσσεται το 1960, όταν η νεαρή τότε καθηγήτρια αγγλικών Αλεξάνδρα Βαλαβανίδου γνωρίζεται με τον δεκαπεντάχρονο μαθητή-της Πέτρο Φωκά, ο οποίος της ζητά να του διδάξει και χορό. Η Αλεξάνδρα είναι Ρωσοπόντια πρόσφυγας, η οικογένεια της οποίας ήρθε από τη Σοβιετική Ένωση, κι αυτή στην ουσία ανέλαβε να στηρίξει οικονομικά τους γονείς-της, τον αδελφό-της Σεργκέι, ο οποίος εν τέλει αυτοκτόνησε, και τον αδελφό-της Λάκη, που αρραβωνιάστηκε την Έστα, αλλά τελικά παντρεύτηκε μια άλλη. Η ηρωίδα θεωρεί ότι όλοι την εκμεταλλεύονταν, ενώ εκείνη κατάφερε μόνη-της, με πολλή δουλειά, με αυστηρή προσήλωση στον στόχο και με αυταπάρνηση να προοδεύσει και μάλιστα να πλουτίσει με το δικό-της φροντιστήριο.
          Η στάση του Πέτρου δείχνει ρητά και άρρητα μια ανοικτή ερωτική πρόσκληση, τόσο όταν αυτός ήταν έφηβος όσο και αργότερα σαν έγινε εύελπις. Η ίδια αντίθετα είναι μονίμως επιφυλακτική, πλησιάζει στον έρωτα μαζί-του, αφήνεται αλλά πάντα είναι κουμπωμένη, σαν να τεντώνει τα αγκάθια-της σε κάθε άνδρα, τον πατέρα-της λ.χ. που πρόδωσε τον κομουνιστικό-του ρόλο, τα αδέλφια-της, που ζούσαν εις βάρος των άλλων, αλλά και τον Πέτρο, ο οποίος πρόδωσε την εμπιστοσύνη-της και έπληξε ακριβώς ό,τι συμβόλιζε τη δική-της κληρονομιά, τον πίνακα του Κοντσαλόφσκι “Βησσαρίων, ένας τσαγκάρης εν ώρα εργασίας”.
     Το μυθιστόρημα του Μήτσου στηρίζεται σε μια προσωπογραφία. Η Αλεξάνδρα είναι η γυναίκα που δείχνει αντι-ερωτικότητα και μισανδρία και αυτό πληρώνει σε όλη-της τη ζωή, μένοντας μόνη, προδομένη, ανέραστη και γι’ αυτό αναγκάζεται να σκοτώσει, για να απαλλαγεί από ό,τι την “αδειάζει”. Θα μπορούσε να είναι τραγική ηρωίδα, να παλεύει με τον εαυτό-της και τη μοίρα, να αντίκειται σθεναρά στους άνδρες σαν θηλυκός Ιππόλυτος, να αντιπαραβάλλεται με την Έστα, που έδειξε δίσημη συμπεριφορά, ή με τη νύφη-της (γυναίκα του αδελφού-της) Ελπινίκη, που ενσάρκωνε τον άλλο γυναικείο πόλο, αυτόν της πολυανδρούς και πολυέραστης. Νομίζω όμως ότι εκεί το βιβλίο δεν πετυχαίνει τον στόχο-του: μένει εκτός τραγικής γραμμής και απλώς ολοκληρώνει ένα πορτρέτο που μοιάζει μερικώς άδειο κέλυφος, χωρίς τραγική σύγκρουση.

[Ο πίνακας φυσικά είναι ο “Βησσαρίων, ένας τσαγκάρης εν ώρα εργασίας” του Πιοτρ Κοντσαλόφσκι. Οι υπόλοιπες εικόνες ελήφθησαν από: www.fotosearch.gr, tvxs.gr και jezebel.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Friday, March 11, 2016

“Η ταφή του κόμητος Οργκάθ” της Κλεοπάτρας Λυμπέρη

Ο πίνακας που γεννά σκέψεις και παραλληλισμούς, ο Θεοτοκόπουλος που δημιουργεί πολυεπίπεδες συνθέσεις και ο ερωτευμένος που παραλληλίζει τη ζωή-του με τον νεκρό Οργκάθ.


Ελληνικός γλυκός:

Κλεοπάτρα Λυμπέρη
“Η ταφή του κόμητος Οργκάθ”
εκδόσεις Γαβριηλίδης
2015
  


          Το θέμα της ζωγραφικής εν λογοτεχνία συνεχίζεται. Τα ερωτήματα το ίδιο. Γιατί ένας πεζογράφος εμπνέεται από έναν ζωγράφο για να συνθέσει τη δική-του ιστορία; Ποια υπόγεια σχέση συνδέει τη ζωγραφική και την πεζογραφία ή την ποίηση; Τέτοια ερωτήματα προκύπτουν όταν διαβάζουμε μυθιστορήματα, όπως “Οι πρωτόπλαστοι” του Σωφρονίου, ή νουβέλες ή ποιήματα που στηρίζονται ρητά σε έναν ζωγραφικό πίνακα. Κι εγώ δελεάζομαι, ομολογώ, από αυτή τη σύζευξη και προσπαθώ να δω πώς αξιοποίησε ο συγγραφέας την εικόνα, πώς την μετέτρεψε σε ιστορία και ποια η διακειμενική σχέση ανάμεσά-τους.
          Η Λυμπέρη στηρίζεται στον γνωστό πίνακα του Ελ Γκρέκο “Η ταφή του κόμητος Οργκάθ” και στήνει ένα πολυεπίπεδο σε διαστρωματώσεις κείμενο, παρόλο που είναι μια μόλις εκατοντασέλιδη περίπου νουβέλα. Το πεζογράφημά-της ακολουθεί τη δομή του πίνακα και έτσι απαρτίζεται και αυτό από τρία στρώματα δράσης.
          Ας ξεκινήσουμε όμως πρώτα από τον πίνακα. Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος ανέλαβε να εκπονήσει ένα έργο αφιερωμένο στον ήρωα της Ισπανίας Οργκάθ. Το 1586 ολοκληρώνει τον πίνακά-του, που απεικονίζει τον ενταφιασμό του ιππότη Οργκάθ, που πέθανε τον 14ο αιώνα. Η ιδιαιτερότητα της απεικόνισης, πέρα από τη θεοτοκοπούλεια μείξη της δυτικής τέχνης με τη βυζαντινή θεολογία, είναι τα τρία επίπεδα της αφήγησης και η ώσμωση των χρόνων: ο 14ος αιώνα και ο θάνατος του ήρωα, ο 16ος και οι ευγενείς Τολεδιανοί που περιβάλλουν με δέος το σώμα του αποθανόντος και στον ουρανό η ανάσταση που προμηνύει την Δευτέρα παρουσία. Τρία επίπεδα χρονικά και αφηγηματικά ενωμένα σε ένα!
          Η Λυμπέρη επιχειρεί μια ανάλογη διάρθρωση. Οι τρεις Μαριάνες που περνάνε διαμέσου της αφήγησης ενώνουν τρία διαφορετικά επίπεδα: η αγαπημένη Μαριάνα του Οργκάθ, η παντρεμένη Μαριάνα την οποία ερωτεύτηκε ο αφηγητής-ημερολογιογράφος του 16ου αιώνα, ο οποίος απεικονίστηκε μέσα στον πίνακα του Δομήνικου του Κρήτα, και η Μαριάνα που γνωρίζει σήμερα ο ζωγράφος που αντιπροσωπεύει τη σύγχρονη εποχή και θαυμάζει τον Θεοτοκόπουλο και ειδικά αυτόν-του τον πίνακα. Τρεις έρωτες, ένας πίνακας στη μέση και μια νουβέλα που μοιράζει ρόλους και καλλιτεχνικές ανησυχίες.
          Τελικά, η αναλογία ολοκληρώνεται. Ο ερωτευμένος με τη Μαριάνα νιώθει να ταυτίζεται με τον Οργκάθ, καθώς ο δικός-του θάνατος θα εξελιχθεί σε μια ανάλογη (ερωτική) ανάσταση.

[Οι εικόνες που επιλέχθηκαν προέρχονται από: en.wikipedia.org, blog.exhibitiona.com, www.studyblue.com και www.houseffg.org]

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, March 07, 2016

“Οι πρωτόπλαστοι” του Σωφρόνη Σωφρονίου


Ο “υπερρεαλιστικός” πίνακας του Ιερώνυμου Μπος αποτελεί την αφορμή, για να αναδειχθούν οι διαμάχες της σέκτας των Αδαμιστών που κατάγονται από τον προπτωτικό άνθρωπο και των Νέων Πνευματιστών. Κι ανάμεσα η Κύπρος, η Εκκλησία-της, ένα ερωτικό τρίγωνο και πολλές μικρές και μεγάλες ιστορίες.


Espresso Lungo:
Σωφρόνης Σωφρονίου
“Οι πρωτόπλαστοι”
εκδόσεις Ροδακιό
2015
 


          Το διάβασα το φθινόπωρο, αλλά έμεινε ώσπου έδεσε με ένα δυο άλλα βιβλία, που στηρίζονται σε έναν πίνακα ζωγραφικής. Έτσι αυτή εδώ η εισαγωγή έρχεται να προστεθεί για να επισημάνει ότι κανένα ανάγνωσμα δεν μένει ξεκάρφωτο, αλλά όλα με κάποιον μαγικό τρόπο αλληλοσυμπληρώνονται.
          Ξεκινώ με τον πίνακα του Ιερώνυμου Μπος “Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων”, που φιλοτεχνήθηκε στο τέλος του 15ου αιώνα. Ο Ολλανδός ζωγράφος, παρόλο που ασχολούνταν με θεολογικά ζητήματα στα έργα-του, ακολούθησε μια σχεδόν υπερρεαλιστική τεχνική, συνδυάζοντας αποκρυφισμό, φαντασία και θρησκεία. Ο συγκεκριμένος πίνακας αποτελείται από τρεις ζώνες, ένα τρίπτυχο που περιλαμβάνει τον Αδάμ και την Εύα στο αριστερό φύλλο, στο δεξιό την Κόλαση και στη μέση ένα πολυάνθρωπο σύνολο με τις αμαρτίες, κυρίως τη λαγνεία, που έλκουν τους ανθρώπους στον χαμό.
          Από εκεί και πέρα ο νεαρός Κύπριος συγγραφέας δημιουργεί ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα που κινείται άναρχα (ή με σχέδιο;) από τον 15ο και τις συνθήκες δημιουργίας του πίνακα μέχρι το 2011, όταν η Αυγή αρχίζει να δουλεύει ως αποκλειστική στο σπίτι του γηραιού Κώστα, ώστε να βρεθεί σε περιβάλλον που θα της επιτρέπει να κάνει τη διατριβή-της. Κι από το 1980, όταν ο γιος του Κώστα Νίκος βρίσκεται σε μια παράξενη τριγωνική σχέση με την νεαρή Έλενα και την πιο νεαρή Φαίδρα, η οποία νιώθει τύψεις θρησκευτικού τύπου, έως το 1947, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Λεόντιος δηλητηριάζεται για πολιτικούς λόγους από τους Βρετανούς.
          Πώς συνδέονται μεταξύ-τους αυτά τα ετερόκλιτα θέματα και οι μακρινές περίοδοι; Τι σχέση έχουν μερικές γραφίδες, οι οποίες θρυλείται ότι ξεκίνησαν από τον Απόστολο Παύλο, συνδέθηκαν με τον πίνακα του Μπος, αφού χάραξαν στο δέρμα πολλών ανθρώπων ανά τους αιώνες λεπτομέρειές-του, και εξαιτίας-τους κινδύνεψε να πεθάνει ο Λεόντιος Κύπρου όταν ακόμα ήταν στην Αμερική;
          Ο φιλόδοξος Κύπριος συγγραφέας συναιρεί πολλά θέματα, από την πολιτική και τους Βρετανούς στο νησί-του έως τη φαντασία του Μπος και από την Ιστορία της Εκκλησίας μέχρι τον έρωτα και την αμαρτία. Κι είναι φιλόδοξος επειδή προσπαθεί να τα συνδυάσει όλα αυτά σε μια πανοραμική όσο και αποσπασματική γραφή. Πολλές από τις σκηνές-του έχουν ιδιαίτερη παραστατικότητα, τα θέματά-του εξάπτουν τη φαντασία, το πέρασμα μέσα από την Ιστορία καλλιεργεί προσδοκίες και τα ποικίλα επίπεδα προοιωνίζονταν μια δυναμική κατάληξη.

          Ωστόσο ο Σωφρονίου δεν κατάφερε να οδηγήσει όλα τα επίπεδα σε μια αγαστή σύγκλιση. Το θέμα “αμαρτία – απαγκίστρωση από τα θρησκευτικά πρέπει”, που διατρέχει το κείμενο και κάνει τον Νίκο να ψάχνει επιχειρήματα τόσο για την προσωπική-του ζωή όσο και στους διαλόγους στο Άγιο Όρος που δεσπόζουν στο τέλος του μυθιστορήματος, δεν πείθει όπως το πραγματεύεται ο συγγραφέας και δεν ενώνει ταιριαστά τους παράλληλους χωροχρόνους. Και αν συνυπολογίσει κανείς τον αποκρυφισμό που παρεισφρέει και το ιστορικό μυστήριο τύπου Νταν Μπράουν, συμπεραίνει ότι οι καλές φιλοδοξίες δεν αποφέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
          Τελικά, μια μεγάλη ανάγνωση, μια ενδιαφέρουσα εναλλαγή σκηνών και μια πολυεπίπεδη δράση χρειάζεται κράτει, όταν τη χειρίζεται ένας άπειρος πεζογράφος που θέλει να βάλει τα πάντα, χωρίς να μπορεί να “συρράψει” σωστά τα θέματα μεταξύ-τους.

[Οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο ελήφθησαν από: www.diakonima.gr, energypress.gr και www.badnewsaboutchristianity.com. Ο πίνακας στο σύνολό-του ή στις λεπτομέρειες που εκτίθενται είναι φυσικά “Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων” του Ιερώνυμου Μπος]

Πατριάρχης Φώτιος    

Friday, March 04, 2016

Ζωγραφική μέσα στη Λογοτεχνία

Edouard Manet,
"Ο αναγνώστης"
       

Οι παλιοί χτίστες στα χωριά συχνά έστηναν στη μέση του οικοπέδου ένα τεράστιο πιθάρι και μετά, γύρω γύρω από αυτό, έχτιζαν ολόκληρο το σπίτι. Κάπως έτσι και πάμπολλοι πεζογράφοι βάζουν στο κέντρο της αφήγησής-τους έναν υπαρκτό πίνακα και γύρω γύρω οικοδομούν το έργο-τους. Ο πίνακας καταλαμβάνει συνήθως κεντρικό ρόλο και οι χαρακτήρες εμπλέκονται μ’ αυτόν με τέτοιον τρόπο ώστε να προωθείται η ιστορία.

          Ιδού μερικά παραδείγματα μιας διαρκούς έκθεσης “μυθιστορηματικής” ζωγραφικής:

-“Η εβραία νύφη(Ρέμπραντ) 
- Η σχεδία” του Μιχάλη Μοδινού (Τεοντόρ Ζερικώ)
- “Το απαραίτητο φως” της Ντορίνας Παπαλιού (Τζόναθαν Ντόντσον)

          Τι πετυχαίνουν τελικά μ’ αυτό το τέχνασμα και τι εντύπωση προκαλείται στον αναγνώστη;
R. Hubbard,
"Η αναγνώστρια μυθιστορημάτων",
1857
          Πρόκειται στην ουσία για ένα είδος διακαλλιτεχνικής επίδρασης, όπου ο πίνακας, με την υπάρχουσα ιστορία-του, την απεικονιζόμενη σκηνή αλλά και το παρασκήνιο της εκπόνησής-του δίνει ισχυρά εναύσματα για τη μυθιστορηματική δράση. Ο ζωγράφος συχνά είναι στο κέντρο, η ιστορία του πίνακα αναπλάθεται σε σύγχρονα σκηνικά, η εξαφάνιση και η επανεμφάνισή-του δημιουργεί μυστήριο, η αλληγορία-του αφήνει ερμηνείες και αναγνώσεις να πλανώνται… Ένας ολόκληρος κόσμος ξεπηδά από τη ζωγραφική και μετατρέπεται σε λέξεις και αφηγήσεις.
          Θα ακολουθήσουν τρία μυθιστορήματα που στηρίζονται σε ισάριθμους πίνακες:

- Σωφρόνης Σωφρονίου, “Οι πρωτόπλαστοι”
- Κλεοπάτρα Λυμπέρη, “Η ταφή του κόμητος Οργκάθ”
- Ανδρέα Μήτσου, “Η Αλεξάνδρα”

Πατριάρχης Φώτιος