Sunday, June 28, 2015

Σκέψεις περί του δημοψηφίσματος

1.Έλεγα συχνά τον τελευταίο καιρό ότι ζούμε τις συνέπειες του ΕμφυλίουΌλα τα απωθημένα που δεν μπόρεσαν έως τώρα να πάρουν εκδίκηση βρίσκουν τους τελευταίους μήνες ευκαιρία για τη νίκη που τότε δεν ήρθε. Υποσυνείδητα πάντα…

2.Η δημοκρατία ορίζει ότι ο λαός μπορεί να αποφασίζει με ένα ΝΑΙ ή με ένα ΟΧΙ σε μεγάλα εθνικά ζητήματαΕπομένως, το δημοψήφισμα φέρνει όλους μπροστά στο σαφές δίλημμα και τους καλεί να μην νίψουν τας χείρας-τους. Ακροαριστεροί, κομμουνιστές, αριστεροί, σοσιαλιστές, κεντρώοι, φιλελεύθεροι, δεξιοί, ακροδεξιοί, απολίτικοι κ.λπ. καλούνται να εφαρμόσουν στην πράξη το όραμά-τους για τον εαυτό-τους και τη χώρα.

3.Ζούμε λοιπόν ιστορικές στιγμές! Το 2015 θα καταγραφεί έτσι κι αλλιώς ως κομβικό έτος.

4. Το δίλημμα δεν είναι απλώς συμφωνία ή όχι, αλλά εντός ή εκτός ευρωζώνης. Ό,τι και να λέμε εμείς, ο χρόνος που λήγει δεν αφήνει περιθώρια για πολλούς ελιγμούς. Η απόφαση της ΕΚΤ, η ανάγκη πληρωμής των δανείων, τα ΑΤΜ και το ετοιμόρροπο χρηματοπιστωτικό σύστημα που αδειάζει. Διακυβεύουμε επομένως τη θέση της Ελλάδας σε ένα τρένο, που ναι μεν έχει άπειρα προβλήματα, αλλά η χώρα πεζή θα έχει να διανύσει πολύ περισσότερο κουραστικό δρόμο για να ξαναβρεθεί στο επίπεδο που ήταν.

5.Ό,τι αποτέλεσμα και να βγει, αυτή η κυβέρνηση είναι δυστυχώς χαμένηΑν βγει ΝΑΙ, ο λαός θα υποδείξει έναν άλλο (επώδυνο) δρόμο από αυτόν που ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει και τότε οι υπουργοί-του δεν θα μπορέσουν να τον εφαρμόσουν· Αν βγει ΟΧΙ, θα έχουν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των επιλογών τους κι ίσως ξαναβρούν τον λαό απέναντί τους στο μέλλον, που θα είναι άγριο.

6.Ό,τι αποτέλεσμα και να βγει, εμείς ο λαός θα το υποστούμε αμάσητο, χωρίς να μπορέσουμε στο μέλλον να αντιδράσουμε. Αν βγει ΟΧΙ, θα πτωχεύσουμε εντός ή εκτός ευρώ (μάλλον εκτός). Αν βγει ΝΑΙ, θα μας φορέσουν καπάκι τα σκληρά μέτρα και θα πουν «εσείς τα θελήσατε»!

7.Αλλάξανε οι συνθήκες από το 2011, όταν ο ίδιος ο Τσίπρας φώναζε για τις συνέπειες ενός δημοψηφίσματος; Δεν αναφερόταν στις επιπτώσεις της ίδιας της απάντησης, αλλά της μαζικής ψυχολογίας που θα οδηγούσε στην πτώχευση του τραπεζικού συστήματος. Τώρα δεν ισχύει αυτό; Κι αν ναι, γιατί θα μείνουν ανοικτά τα ΑΤΜ και οι τράπεζες από αύριο; Φαντάζεστε τι γίνεται και θα γίνεται μέχρι την άλλη Κυριακή; Ποιος δεν θα επιδιώξει να έχει όσο περισσότερα ευρώ γίνεται εν όψει μιας πιθανής επανόδου στη δραχμή; Σενάριο ή πραγματικότητα;

8. Το δίλημμα το έθεσε υπόρρητα ο Λαφαζάνης σε συνέντευξή-του στο Mega χθες το βράδυ: το ΟΧΙ σημαίνει κοινωνική και οικονομική ανατροπή (δηλαδή δραχμή, πράγμα που δεν θέλησε να το πει ρητά, γιατί θα έχανε το μεγάλο ποσοστό του κόσμου που επιθυμεί να παραμείνουμε στο ευρώ). Το ΝΑΙ σημαίνει πολιτικές αλλαγές (δηλαδή εκλογές, αφού η νυν κυβέρνηση δεν μπορεί να υλοποιήσει τα μέτρα).

9. Είμαστε ως λαός ανίκανοι να χειριστούμε τη δημοκρατία-μας και επαναλαμβάνουμε τα λάθη του 1920 και του 1945.

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, June 25, 2015

“Πόλεμος και πόλεμος” του László Krasznahorkai

Η Ιστορία και η παγκοσμιοποίηση, το ταξίδι στην Αμερική και τα ταξίδια μέσα στον χρόνο, η καταιγιστική γλώσσα και οι άπειρες λεπτομέρειες, όλα αυτά κι άλλα πολλά σε ένα ταχύστροφο μπλέντερ. Το ManBooker, που πήρε το βιβλίο, δείχνει την τάση της παγκόσμιας λογοτεχνίας.


Ουγγαρέζικος καφές:
László Krasznahorkai
“Háború és háború
1999

“Πόλεμος και πόλεμος”
μετ. Ι. Αβραμίδου
εκδόσεις Πόλις
2015
 





          Όλοι στέκονται στη γλώσσα του κειμένου, σ’ αυτόν τον ακατάσχετο μονόλογο, σ’ αυτόν τον μακροπερίοδο λόγο που δεν νογάει από (προκαθορισμένα) σημεία στίξης, συντακτικές παύσεις, κύριες και δευτερεύουσες, που ακολουθεί την προφορικότητα της ομιλίας, που τρέχει και ξαναγυρίζει στον εαυτό-του, που αγκαλιάζει και γλείφει κάθε λεπτομέρεια, πασκίζοντας να αναπλάσει όλες τις μικρές πτυχές του θέματος.
          Ο ήρωας, ο Γκιόργκι Κόριμ, ιστορικός της τοπικής ιστορίας, υπάλληλος στα Αρχεία μιας μικρής πόλης νότια της Βουδαπέστης, ανακαλύπτει ένα πολύτιμο έγγραφο κι αποφασίζει να το αξιοποιήσει, πηγαίνοντας στο «κέντρο του κόσμου», στη Νέα Υόρκη. Η ιστορία-του, από τη μέρα που συνέλαβε το ταξίδι μέχρι να φτάσει στον λαβύρινθο της μεγαλούπολης, σε μια άλλη ήπειρο, και μάλιστα χωρίς να ξέρει λέξη αγγλικά, αποτυπώνεται με όλες τις λεπτομέρειες της συνείδησης, σαν μια ροή σκέψεων και αναδρομών, στιγμιότυπων και μικροδιαλόγων.
          Δεν θέλω να σταθώ στη βορβορώδη (όχι με την αρνητική σημασία της λέξης) γλώσσα του κειμένου που με κάνει να παρασύρομαι στο ρεύμα-της, χωρίς να έχω τη δυνατότητα να βγω στις όχθες του μυθιστορήματος. Δεν θέλω να μείνω σ’ αυτήν τη λεπτοδουλεμένη ύφανση που αποδίδει τόσο τα γεγονότα όσο και τους πολύπλοκους δαιδάλους της αφηγηματικής σκέψης. Θα ήθελα να δω ένα παραπέρα νόημα που να με κάνει να αντέξω τη λεκτική επίθεση και να προσχωρήσω ως αναγνώστης στη λογική του κειμένου.
          Κάνω μια εικασία. Τώρα που είμαι περίπου στο ένα τρίτο του βιβλίου. Και ταυτόχρονα περιμένω να διαψευστεί ή να επιβεβαιωθεί. Ή τίποτα από τα δυο. Η πορεία του Κόριμ είναι η μεταφορά της παγκοσμιοποίησης που επιχειρεί να αναγάγει σε γενικό το μικρό και τοπικό. Η Ουγγαρία, που βγήκε από τον αποκλεισμό της σοσιαλιστικής ενδοσκόπησης, είναι ενδεικτικό παράδειγμα μιας τοπικής κοινωνίας, που θέλει να μετάσχει στο αμερικάνικο, δηλαδή διεθνές, όραμα. Είναι μια επαρχία της γης, της οποίας οι κάτοικοι επιθυμούν να βρεθούν στην “πρωτεύουσα” και να σταθούν στο κέντρο της σκηνής, χωρίς να είναι σίγουροι για την επιτυχία της προσπάθειάς-τους. Είναι το πέταγμα από τη μικρή γειτονιά στη μεγάλη πλατεία, από το περιφερειακό στο κεντρικό, από το εθνικό στο παγκόσμιο…
          Η γλώσσα που είναι χαώδης και άναρχη, σοφά άναρχη, είναι ακριβώς το κάτοπτρο της παγκοσμιοποίησης, μέσα στην οποία το άτομο ως ομάδα χάνεται και εξαερώνεται. Σταδιακά εμπλουτίζεται (!) με αγγλικές λέξεις που δείχνουν με τη σειρά-τους το αμάλγαμα αξιών και πολιτισμών που κλιμακωτά αφομοιώνει ό,τι μέχρι τότε έμενε αλώβητο. Η Νέα Υόρκη παραλληλίζεται εμμέσως με τη Βαβέλ και η σύγχρονη κοινωνία με ένα πολυγλωσσικό αλλά, πιο πολύ, πολυπολιτισμικό αμάλγαμα, που δεν γνωρίζει συνεκτικότητα.
     Το χειρόγραφο, 150-160 σελίδων, αποκαλύπτεται σταδιακά ότι δεν περιέχει συγκεκριμένες ενδείξεις, αλλά κρίνεται ότι έχει “οικουμενική εμβέλεια” και ότι αξίζει να διασωθεί στην αιωνιότητα, π.χ. μέσω διαδικτύου. Με μια εγκιβωτισμένη αφήγηση, ανάκατη με τη ζωή του Κόριμ στην Αμερική, μας πηγαίνει πίσω, καταρχάς στη μινωική Κρήτη, όπου καταφτάνουν ναυαγισμένοι από ένα πολύνεκρο ναυάγιο τέσσερις νέοι αγνώστων λοιπών στοιχείων, πιθανόν καταγόμενοι από την Εγγύς Ανατολή. Η αφήγηση συνεχίζεται τον 19ο αιώνα στην Κολωνία και στην αποπεράτωση κτηρίων που είχαν ξεκινήσει αιώνες πριν. Έπειτα στη Βενετία, στη ρωμαϊκή Αγγλία κ.ο.κ.
Η Ιστορία έρχεται μέσα στο σύγχρονο διεθνοποιημένο σκηνικό να δώσει το “παρών”, αλλά ποιο νόημα έχει το παρελθόν σε ένα προοδόπληκτο παρόν; Πώς αυτή η μεταμοντέρνα σαλάτα αναδεικνύει την εποχή-μας και τους προβληματισμούς-της; Ποια η σχέση της αμερικάνικης ζωής με την Ιστορία και την τέχνη που αναμιγνύει πραγματικότητα και μυθοπλασία, παρόν και παρελθόν; Όσο προχωρούσα, πελάγωνα με ένα συνονθύλευμα που δεν με έβγαζε σε διέξοδο.
Κι εκεί σκέφτηκα αυτό που συχνά ακούμε από μουσικούς ή μουσικοκριτικούς για ερμηνείες τραγουδιστών: πολύ καλή τεχνική, σωστή άρθρωση και σωστά πατήματα πάνω στον μουσικό ρυθμό, ερμηνεία χωρίς λάθη, αλλά αν λείπει αυτό που το λένε συχνά ψυχή, συναίσθημα, φλόγα, τι αποδοχή μπορεί να έχει το τραγούδι; Το ίδιο σκέφτομαι και για τη λογοτεχνία: αν πρόκειται για ένα άρτιο τεχνικά κείμενο, με ιδιαίτερη και καλογραμμένη γλώσσα, αλλά αν λείπει ο παλμός και το φιτίλι που θα ανάψει τον αναγνώστη, τι να το κάνω; Αυτά τα μετανεωτερικά κατασκευάσματα, που στήνουν ένα bricolage, ένα τεχνητό κράμα πολυσυλλεκτικών στοιχείων και προχωρημένων τεχνικών, τις περισσότερες φορές εκφράζουν μια ελιτίστικη άποψη περί λογοτεχνίας και περί ανθρώπινης αντίληψης.
Ο ίδιος ο Krasznahorkai βάζει τον ήρωά-του να αναλύει το (μυθοπλαστικό) χειρόγραφό-του με όρους που θα ταίριαζαν και στο “Πόλεμος και πόλεμος”: “το αρχικό και ανεξήγητο μυστήριο του κειμένου, η ποιητική δύναμη που αναβλύζει απ’ αυτό, το γεγονός ότι έστρεφε αποφασιστικά την πλάτη στις συμβατικές μορφές αφήγησης … Το χειρόγραφο ενδιαφερόταν μόνο για ένα πράγμα: να περιγράψει τη μέχρι τρέλας περίπλοκη πραγματικότητα, να εντυπώσει στον φαντασιακό-του αναγνώστη τις σκηνές με παραληρηματικές λεπτομέρειες και επαναλήψεις, με τρόπο που άγγιζε τα όρια της ψύχωσης” (σελ. 233). Έτσι, εξηγείται γιατί η λογοτεχνία απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον μέσο αναγνώστη, αφού η ελιτίστικη διάθεσή-της (παρά και τις αντίθετες τάσεις) λειτουργεί ως χάσμα ανάμεσα στην ανάγκη αποτύπωσης της πολύπλοκης πραγματικότητας και την ανάγκη για μια εύληπτη (όχι βέβαια λαϊκίστικα εύκολη) πρόσληψη του λογοτεχνικού έργου.
Διάβασα το κείμενο όσο πιο προσεκτικά μπορούσα, έστω κι αν οι λεπτομέρειες ξεχείλιζαν από παντού πετώντας-με έξω, έστω κι αν αυτό το συνονθύλευμα κρατούσε σθεναρή την απορία τι δουλειά έχουν άπειρα στοιχεία σαν παραφυάδες στον βασικό-του κορμό. Είδα (νομίζω) τη στοχοθεσία του συγγραφέα, είδα τους συμβολισμούς και τους πολυάριθμους ιριδισμούς της πραγματικότητας, είδα ένα χαοτικό σχέδιο (που θα ήθελα να πιστεύω ότι είναι εμπρόθετο), είδα τον εγκιβωτισμό και τις λειτουργίες-του, είδα μια φιλόδοξη προσπάθεια να (μην) συναρμοστούν όλα τα δεδομένα σε μια πολυεπίπεδη διαστρωμάτωση… Φαντάζομαι δεν είδα πολλά άλλα.

[Δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο In2life στις 9/6/2015 και εδώ, στο Βιβλιοκαφέ, συνοδεύεται από εικόνες που άντλησα από: www.photoree.com, reggioalliance.org, www.pme-dz.com και toolkit.smallbiz.nsw.gov.au. Ακολουθεί ο πίνακας του Pieter Bruegel "Ο πύργος της Βαβέλ" (1563) και ο υπόλοιπος διάκοσμος ελήφθη από: ritualgoddess.com, vannland.weebly.com, alicebroughton.blogspot.com, hdscreen.me και www.henderson-art.co.uk]
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, June 21, 2015

9 ΧΡΟΝΙΑ Β Ι Β Λ Ι Ο Κ Α Φ Ε

Σαν σήμερα στις 21 Ιουνίου 2006 η “Κάτια” συνέλαβε την ιδέα, τη συζήτησε με τον “Πατριάρχη Φώτιο” και μαζί την πραγματοποιήσαμε μόλις ανοίξαμε το Βιβλιοκαφέ και βάλαμε τα πρώτα τραπεζάκια. Η “Κάτια”, που στην πραγματική-της ζωή είναι άνδρας, αποχώρησε, όταν το Βιβλιοκαφέ απέκτησε σιγά σιγά το στίγμα-του, αλλά η αρχική-της συνεισφορά και ώθηση ήταν και είναι πολύτιμη. Από τότε υπηρετώ μόνος-μου αυτό το καφενεδάκι ως μάγειρας, σερβιτόρος, καθαρίστρια, μάνατζερ, λατζέρης κ.ο.κ. (με τη σύντομη μεταφραστική βοήθεια της “Bookmark”, για την οποία την ευχαριστώ θερμά), πιστεύοντας ότι η συζήτηση για το βιβλίο είναι το ίδιο σημαντική με την ανάγνωση. 
 
Ευχαριστώ όσους διαβάζουν το Βιβλιοκαφέ, χωρίς να σχολιάζουν.
Ευχαριστώ όσους διαβάζουν το Βιβλιοκαφέ και σχολιάζουν.
Ευχαριστώ όσους διαβάζουν το Βιβλιοκαφέ κι ανοίγουν σχόλιο το σχόλιο διάλογο με τα γειτονικά τραπεζάκια και την ταπεινότητά-μου.
Ευχαριστώ όσους διαβάζουν το Βιβλιοκαφέ και θεωρούν ότι κάτι έχει να πει στο βαθύτερο είναι-τους.
Ευχαριστώ όσους “κλέβουν” ιδέες, έστω και αν δεν παραπέμπουν στο vivliocafe.blogspot.gr 

Ευχαριστώ τους συγγραφείς που διαβάζουν το Βιβλιοκαφέ.
Ευχαριστώ τους συγγραφείς που πιστεύουν στο Βιβλιοκαφέ και στέλνουν στον Φώτιο τα βιβλία τους.
Ευχαριστώ τους συγγραφείς που απαντάνε καλοπροαίρετα στην αυστηρή κριτική που τους ασκώ.
Ευχαριστώ τους συγγραφείς που εκτιμούν το Βιβλιοκαφέ ακριβώς επειδή ασκεί τίμια αν και αυστηρή κριτική στα έργα τους.
Ευχαριστώ τους συγγραφείς που διαβάζουν χολωμένοι την αυστηρή κριτική μου και σκέφτονται πόσο άδικο έχω.
Ευχαριστώ όσους έχουν τον οποιοδήποτε αντίλογο (και τον εκφράζουν).  

 
Θεώρησα ότι ο καλύτερος τρόπος να εκφράσω όσα νιώθω και σκέφτομαι για το Βιβλιοκαφέ και τις φιλοδοξίες-μου είναι μια σειρά ερωταπαντήσεων. Κρίμα που δεν το σκέφτηκα πιο νωρίς, για να ζητήσω από εσάς να μου καταθέσετε τις ερωτήσεις, που θα θέλατε να απαντήσω. 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ 

Δ. Καταρχάς, πείτε μας πώς ξεκίνησε το όλο εγχείρημα.
Π.Φ. Η ιδέα ανήκει στην Κάτια. Η Κάτια, που σημειωτέον είναι άνδρας, μου πρότεινε ένα είδος ψηφιακού βήματος, το μπλογκ, που τότε το αγνοούσα εντελώς. Εκεί θα γράφαμε ό,τι ο καθένας ήθελε, με ψευδώνυμο, προκειμένου να παρεμβαίνουμε με τον λόγο-μας και να εκφράζουμε τις απόψεις-μας για το βιβλίο και τη λογοτεχνία.
Δ. Το όνομα ανήκει κι αυτό στην Κάτια;
Π.Φ. Το όνομα “Βιβλιοκαφέ” ήταν δική-μου ιδέα. Σκέφτηκα ότι για κάθε ανάρτηση, ανάλογα με το είδος-της, να υπάρχει ένα διαφορετικό ρόφημα, ποτό, σνακ κ.ο.κ., που να δηλώνει τι θα ακολουθήσει. Σκέφτηκα έναν ζεστό χώρο, που θα φιλοξενεί ανθρώπους με ενδιαφέρον για το βιβλίο, οι οποίοι θα πίνουν το καφεδάκι-τους και θα συνομιλούν γι’ αυτό. 
Δ. Για πότε μιλάμε;
Π.Φ. Η ιδέα συνελήφθη την 21η Ιουνίου 2006 και μετά από λίγο ψάξιμο και συζητήσεις για το προφίλ, τα χρώματα, τις γραμματοσειρές κ.ο.κ. πραγματώθηκε εν οθόνη την 26η του ίδιου μήνα.
Δ. Το δικό-σας όνομα πώς προέκυψε;
Π.Φ. Το όνομα δεν ήθελα να παραπέμπει σε κάποιο χαρακτηριστικό-μου άσχετου με το βιβλίο. Επέλεξα λοιπόν, από το παραγκωνισμένο Βυζάντιο, το όνομα ενός λογίου που έφτιαξε μια από τις πιο γνωστές συλλογές αναγνωστικών γνωμών για βιβλία που είχε διαβάσει, τη “Μυριόβιβλο”. Μια τέτοια κιβωτό διέσωσε έργα που τώρα πλέον είναι χαμένα. Φιλοδοξία-μου, λοιπόν, ήταν να γράφω σημειώματα για βιβλία που διάβασα σε ένα είδος ηλεκτρονικού ημερολογίου.
Δ. Σας κατηγορούν ότι το όνομα δείχνει έπαρση…
Π.Φ. Συνειδητοποίησα αργότερα ότι μπορεί να εκληφθεί ως αλαζονία να υπογράφεις ως Πατριάρχης. Νομίζω, εκ των υστέρων κρίνοντας, ότι θέλησα να τιμήσω έναν τέτοιο πνευματικό άνθρωπο, σαν τον Φώτιο, αλλά πλαγίως να παίξω με την “Πάπισσα Ιωάννα” του Ροΐδη και το αλάθητο του Πάπα, που δεν πιστεύω σε καμία περίπτωση για όσα γράφω.
Δ. Πρώτη απήχηση του ιστολογίου;
Π.Φ. Στην αρχή το δουλεύαμε σαν ένα είδος μονόλογου, χωρίς ανάγκη για διάδραση. Σταδιακά, όμως, εγώ τουλάχιστον περίμενα τον επισκέπτη που θα μπει και να συνομιλήσει μαζί-μας. Τους πρώτους μήνες, κατά τους οποίους γράφαμε αραιά και πού, και μάλιστα μικρά κείμενα, φευγαλέα και επιδερμικά, δεν είχαμε παρά ένα δυο επισκέπτες και σχολιαστές. Δεν μπορώ να ορίσω πότε γίναμε ένα ευπαρουσίαστο μαγαζάκι που μάζευε περισσότερο κόσμο…
Δ. Με την Κάτια μαλώσατε;
Π.Φ. Όχι, ευτυχώς. Εκείνος (επειδή πρόκειται για άνδρα) θέλησε σταδιακά να αποδεσμευτεί λόγω υποχρεώσεων. Σαν να πίστεψε ότι το Βιβλιοκαφέ θα του έτρωγε πολύ χρόνο, σαν να ήθελε να αφιερωθεί χωρίς δεσμεύσεις στα δικά-του διαβάσματα και γραψίματα.
Δ. Είχατε πρότυπα;
Π.Φ. Νομίζω ότι δικαιωματικά το μπλογκ diavazo.blogspot.gr, όπου ο Readers diggest έγραφε εκείνη την εποχή και σάρωνε ό,τι συνέβαινε στην ελληνική τουλάχιστον βιβλιοπαραγωγή, ήταν βασικός πυλώνας εισόδου στη χώρα των ιστολογίων. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι άνοιξε δρόμους ως προς τη δυνατότητα να μιλάμε για βιβλία και να συζητάμε επ’ αυτών.
Δ. Κι από τότε;
Π.Φ. Κλείνω σήμερα εννέα χρόνια κι είμαι ευτυχής που έκανα το χόμπι-μου τακτική ενασχόληση.
Δ. Τι ακριβώς επιδιώκετε με το μπλογκ-σας;
Π.Φ. Στην αρχή το είδα σαν ένα είδος ημερολογίου, ή μάλλον αρχείου, όπου θα κατέγραφα τις αναγνωστικές-μου εντυπώσεις από τα βιβλία που διάβαζα. Ένα είδος Κιβωτού που θα διασώσει όσα διάβαζα, καλά και κακά. Από εκεί και πέρα προσπάθησα, όχι με τόση επιτυχία όση θα ήθελα, να πυροδοτήσω διαλόγους και να ανοίξω συζητήσεις με άλλους συν-αναγνώστες.
Δ. Γιατί λέτε “όχι με τόση επιτυχία”;
Π.Φ. Γιατί τα μπλογκς έχασαν τον ρόλο-τους, όπως φοβόμουν από την πρώτη στιγμή, όσο οι διαπροσωπικές σχέσεις επικράτησαν απέναντι στα βιβλία και στις επ’ αυτών αναγνώσεις. Έτσι, ο διάλογος δεν είχε κίνητρο, όσο δεν ήταν το βιβλίο στο επίκεντρο.
Δ. Σας κατηγορούν ότι είστε πολύ αυστηρός στις εκτιμήσεις σας για τα βιβλία. Τι λέτε;
Π.Φ. Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους. Έναν “αντικειμενικό” κι έναν “υποκειμενικό”. Ο υποκειμενικός αφορά μόνο (ίσως) εμένα, αφού είμαι περίεργος να δω νέους συγγραφείς και να ανακαλύψω νέες φωνές. Συνήθως βέβαια απογοητεύομαι κι επομένως μπαίνω στο δίλημμα αν θα γράψω αρνητικά ή αν θα προσπεράσω το βιβλίο. Κατά 70% (παλιότερα περισσότερο) τελικά γράφω, πιο πολύ γιατί ακόμα και μέσα από μια τέτοια τοποθέτηση μαθαίνει κανείς, τόσο εγώ όσο και ο επισκέπτης του Βιβλιοκαφέ, να σκέφτεται για τα κριτήρια της καλής λογοτεχνίας.
          Ο αντικειμενικός λόγος είναι ότι δεν κυκλοφορούν τόσο πολλά καλά (ελληνικά) βιβλία, ώστε να με ικανοποιούν. Οι περισσότεροι, κριτικοί όσο και ιστολόγοι, ξεκινούν με θετική προκατάληψη που τους οδηγεί στο να βλέπουν μόνο τα θετικά σε ένα βιβλίο. Όποιος όμως σκέφτεται με κριτήριο τον Χρόνο, δεν μπορεί να βλέπει όλα όσα διαβάζει ως εξαίρετα, αξιόλογα, έξοχα, καταπληκτικά. Βάζω τον εαυτό-του στη θέση του αναγνώστη λ.χ. είκοσι χρόνια μετά και προσπαθώ να καταλάβω πόσο διαχρονικό, πόσο επίκαιρο, αισθητικά και ιδεολογικά, θα είναι το έργο, πόσο θα διαρκέσει. Με αυτό το κριτήριο τα περισσότερα βιβλία αποδεικνύονται λίγα.
Δ. Μα υπάρχουν ένα σωρό κλασικά και ένα σωρό ξένα που έχουν καταξιωθεί…
Π.Φ. Δύο διαφορετικές περιπτώσεις. Ως προς τα κλασικά, έχω την 1η μέρα κάθε μήνα μια “στήλη” που αναφέρεται σε έναν Νομπελίστα ή σε έναν συγγραφέα με κλασική παρουσία μέσα στη διαχρονία. Αλλά ακόμα κι εκεί ό,τι έχει μπει σε έναν Κανόνα, δεν σημαίνει ότι με τα προσωπικά-μου κριτήρια αξίζει. Ως προς τα ξενόγλωσσα που μεταφράζονται ανακαλύπτω όλο και περισσότερο ότι υπάρχουν μικρά και μεγάλα διαμαντάκια. Γι’ αυτό μετατοπίζω το βάρος των αναγνώσεών-μου προς τα ξένα, με αποτέλεσμα τον τελευταίο καιρό ο ισολογισμός να γέρνει προς την ξένη λογοτεχνία. Βεβαίως, πολλά απ’ αυτά, αν και αξιολογότατα, δεν ανταποκρίνονται αναγκαστικά στην ελληνική πρόσληψη, για λόγους πολιτισμικής ασυμβατότητας.
Δ. Για τι είστε περήφανος ως τώρα;
Π.Φ. Για την αξιοπιστία-μου. Όχι για την αλήθεια των λόγων-μου, όχι για την ορθότητα των σκέψεών-μου, όχι για τη φιλικότητα των κρίσεών-μου, αλλά για τη φερέγγυα προσέγγιση σε ό,τι διαβάσω. Ελπίζω άλλοι να βρίσκουν περισσότερα να πουν.
Δ. Για τι έχετε μετανιώσει;
Π.Φ. Για την ταχύτητα της ανάγνωσης/ανάρτησης και την καταναλωτική μανία στην οποία παρασύρθηκα ως προς τον αριθμό των βιβλίων και τον όγκο των επιλογών, πολλές από τις οποίες δεν ήταν καλές.
Δ. Άρα αλλάζετε;
Π.Φ. Νομίζω ότι όποιος δεν αλλάζει, όποιος δεν μαθαίνει από τα λάθη-του, είναι γέρος. Επομένως, ακούω τους επισκέπτες-μου και προσπαθώ να καταλάβω και τον εαυτό-μου, ώστε να εξελίσσομαι και να βελτιώνω το καφενεδάκι-μου. Μείωσα τον αριθμό των αναρτήσεων, έπαψα να ασχολούμαι με την επισκεψιμότητα, έπαψα να γράφω για πολύ κακά βιβλία, αποφάσισα να γράφω πιο συχνά σχόλια σε μπλογκς άλλων, για να δείξω μ’ αυτόν τον τρόπο την εκτίμησή-μου στη δουλειά-τους… Κι ακόμα περισσότερο θα περιορίσω τις άσκοπες αναρτήσεις, δεν θα γράφω για μέτρια ή κακά βιβλία, θα στραφώ ίσως πιο πολύ στην ξένη λογοτεχνία...
Δ. Τι περιμένετε από τους δικούς-σας επισκέπτες;
Π.Φ. Το πρώτιστο, Δ ι ά λ ο γ ο. Καταλαβαίνω βέβαια ότι δεν είναι δυνατόν να έχουν διαβάσει τα ίδια βιβλία που εγώ συζητώ, αλλά, επειδή κάθε ποστ-μου προσπαθώ να δίνει αφορμές για συζήτηση γενικότερα για το πού πάει η λογοτεχνία, για την ανάγνωση, για το νόημα, για τη συγγραφή, αλλά και για κοινωνικά, πολιτικά, ανθρώπινα κ.ο.κ. ζητήματα, να μπουν στη διαδικασία να δουν τα θέματα αυτά με κουβεντούλα. Από κει και πέρα, ζητώ να μου υποδείξουν ό,τι στραβό, μέτριο, ανεπαρκές, σόλοικο, ανάξιο κ.ο.κ. βλέπουν στο Βιβλιοκαφέ και να με βοηθήσουν έτσι να το διορθώσω.
Δ. Τι σχέδια κάνετε για το μέλλον;
Π.Φ. Σε μια Ελλάδα που βράζει και ρέει σαν λάβα, κανείς δεν μπορεί να ανοίξει φτερά για μακριά. Ας ελπίσουμε ότι του χρόνου τέτοια μέρα, θα είμαστε όλοι καλά, θα μπορώ να διαβάζω (θέμα χρημάτων και διάθεσης να ασχολούμαι ενεργά όπως τώρα) και ευελπιστώ να ετοιμάσω ένα αφιέρωμα για τη δεκαετία του ιστολογίου.
Δ. Μια τελευταία ευχή…
Π.Φ. Χρόνια πολλά στη συναναγνώστρια εκ Κύπρου anagnostria.blogspot.gr, που κι αυτή εννιά χρόνια τώρα διαβάζει και σκέφτεται!

Tuesday, June 16, 2015

“Η μελαμψή παρθένος” του Λένου Χρηστίδη

Ο Χρηστίδης γράφει από τρέλα, παίρνει στροφές και χορεύει, ζαλίζεται και ζαλίζει, προκαλεί και πειραματίζεται, ξεσαλώνει στη σελίδα και αφηνιάζει με το παράλογο, το κουφό, το απρόσμενο…


Λένος Χρηστίδης

“Η μελαμψή παρθένος”
εκδόσεις Καστανιώτη
2014
 


            Ο Λένος Χρηστίδης είναι ένας συγγραφέας με το δικό-του στίγμα, που παράγει έργα ημισατιρικά, ημιειρωνικά, ημισκωπτικά, με μια γλώσσα παιγνιώδη, μερικές φορές λογοπαίζουσα, με τσαλιμάκια, με ατάκες, με μικρές ανατροπές. Αυτό που ήθελα να δω είναι αν ως συγγραφέας εξελίσσεται, αν αλλάζει, αξιοποιώντας ως βάση την πείρα από τα προηγούμενα έργα και την πρόσληψή-τους.
            Το παρόν μυθιστόρημα εξελίσσεται στην Αντίκαρο, μυθικό νησί των Κυκλάδων. Εκεί παρελαύνουν οι κάτοικοι, οι αρχές, οι τουρίστες που επιδεικνύουν τα μειονεκτήματά-τους σαν περιπλανώμενο τσίρκο. Και μέσα σ’ αυτόν τον ετερόκλιτο θίασο εμφανίζεται ένας σκελετός, προφανώς από δεκαετιών θαμμένος σε ένα χέρσο μέρος, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Αυτό, παρόλο που δεν τονίζεται ως κεντρικός άξονας, σταδιακά τίθεται σε προσκηνιακή θέση και δρομολογεί τις εξελίξεις.
            Το μυθιστόρημα είναι δομημένο σε μικρά κεφάλαια, λίγων παραγράφων το καθένα, με οπτική γωνία διαφορετικών ατόμων, τα οποία προσθέτουν ψηφίδες στο όλο ψηφιδωτό. Ο καθένας κουβαλά την τρέλα-του και κοιτάζει με πλάγιο ή και ευθύ λόγο την τρέλα των άλλων. Ο πρώην ναρκομανής Μπάντι, που ζει πλέον ήσυχα στο νησί, ο ανιψιός-του Βασίλης που έφερε στο νησί την καλλονή Πανδώρα, ο τρελός του χωριού Τζιτζιφύκος, ο αστυνόμος Έκτορας, που είναι άσχετος με την έρευνα, οι υπόλοιποι κάτοικοι, από καταστηματάρχες έως νοικοκυρές κ.ο.κ.
            Ο στόχος είναι μια γενική παρωδία των ελληνικών νοοτροπιών. Από τις προ(κατα)λήψεις μέχρι την καθημερινότητα κι από την αναρμοδιότητα των αρχών μέχρι τον τρόπο ζωής στα μικρά, κλειστά μέρη της χώρας. Η γλώσσα πάλι, με την πείρα των λέξεων και με τις σχέσεις των λέξεων, είναι το μέσο για να κανιβαλίσει πάνω στο πτώμα, όχι μόνο αυτό που ξέθαψαν στην Αντίκαρο αλλά και στο πτώμα της ελληνικής μικροαστικής κοινωνίας. Ο Χρηστίδης κάνει τα αστεία-του και προσπαθεί με τον χειρισμό της γλώσσας να αναδείξει τον φαύλο κύκλο της ελληνικής μετριότητας.
            Σ’ αυτό που δεν προχωράει είναι ότι λειτουργεί ακόμα με τις ίδιες συνταγές, αυτές των εξυπνακίστικων σχολίων και των σαχλοαστείων αφηγήσεων. Άλλοτε βέβαια είναι πετυχημένες, αλλά στο σύνολό-τους δείχνουν έναν δήθεν νεανικό, νεολαιίστικο, παλμό, σαν αυτά των νεαρών που παίζουν και δεν παίζουν σωστά το παιχνίδι της γλωσσικής στίξης. Ο Χρηστίδης αφήνεται σ’ αυτόν τον χείμαρρο και παραγνωρίζει όλα τα άλλα. Κι ενώ φιλοδοξεί να φτιάξει μια πολύπλευρη εικόνα της ελλαδικότητας, πολύπλευρη και πολυπρόσωπη, ανακατεύει τα πάντα σε έναν πολύμικτο χυλό.
            Το πολυμίξερ του συγγραφέα αναμειγνύει ελληνική ύπαιθρο και ναζιστικές ιδεολογίες, σκελετούς και εξόριστους, ανεστραμμένη ηθογραφία και σατιρικά λογοπαίγνια. Τα πρόσωπα αλωνίζουν, οι διάλογοι γίνονται ραγδαίες στιχομυθίες, τα παρατσούκλια αντικατοπτρίζουν με σκόπιμα στεβλό τρόπο τη ζωή, το μυστήριο διερευνάται μέσα από μια κούτα με παλιά χαρτιά και φωτογραφίες, το έγκλημα πάει πολύ πίσω στο παρελθόν... Το νησί μετουσιώνεται σε ένα λογοτεχνικό τσίρκο…

[Οι εικόνες που κοσμούν την ανάρτηση ελήφθησαν από: newlifestyle.gr, simadiatouaigaiou.wordpress.com, www.parapolitika.gr, www.greece.com και www.grandcucina.com]

Πατριάρχης Φώτιος 

Friday, June 12, 2015

“Ο άσος στο μανίκι” του Γιάννη Πλιάγκου

Μια λέσχη, παράνομη και ξενοκαπηλευτική, είναι πιο ανεκτή από όσους την υποσκάπτουν, οι οποίοι με τη σειρά-τους προδίδουν ο ένας τον άλλο σε ένα ανελέητο παιχνίδι ψυχολογίας και νομιμοποιημένης μπαμπεσιάς;


Columbia espresso:

Γιάννης Πλιάγκος
“Ο άσος στο μανίκι”
εκδόσεις Κέδρος
2014
 


            Το παράδοξο μ’ αυτό το βιβλίο είναι ότι, ενώ προχωράει αργά, δεν σε κάνει να βαριέσαι, ή τουλάχιστον αναγνωρίζεις ότι η αργοπορία έχει κάποιο σκοπό και μαζί ένα γλωσσικό όχημα να σε μεταφέρει, ένα όχημα που είναι καλοδουλεμένο. Προς το τέλος η υπόθεση επιταχύνεται, αλλά χάνεται η εμβάθυνση.
            Ο Παύλος Λίνος είναι κρουπιέρης σε μια παράνομη λέσχη, όπου συχνάζουν διάφοροι χαρμάνηδες του τζόγου που λυσσάνε για ένα χαμόγελο της τύχης. Είναι ερωτευμένος με τη Ναταλία, Ρουμάνα που ζει χρόνια στην Ελλάδα, και η σκέψη-του γυρίζει συνεχώς γύρω από αυτήν, αν και προσπαθεί να είναι τυπικός στα καθήκοντά-του. Ώσπου σκοτώνεται μια Ρουμάνα πόρνη στην ευρύτερη περιοχή της Συγγρού… Το γεγονός αυτό, παρότι δεν επηρεάζει άμεσα τον Παύλο και τη δουλειά-του, ταρακουνά τα νερά και προκαλεί επάλληλους κύκλους στα νερά της καθημερινότητας. Το γαϊτανάκι των εξελίξεων οδηγεί με ανατροπές σε απρόσμενες καταστάσεις.
            Ο Πλιάγκος μπορεί και αφηγείται πηγαινοερχόμενος ανάμεσα στα γεγονότα, που ακολουθούν άλλοτε τη ρουτίνα της νύχτας κι άλλοτε τα μικρά βήματα του απρόσμενου, και στους διαδρόμους της σκέψης του αφηγητή, η οποία στέκεται επί των γεγονότων και επί των ψυχικών συμβάντων του εαυτού-του. Η γραφή του νεαρού συγγραφέα καταφέρνει να ζωντανέψει τον χώρο της νύχτας, το προφίλ των νυκτόβιων καζινόβιων και φυσικά του Ξανθού ιδιοκτήτη της λέσχης αλλά και τον τρόπο με τον οποίο τα βιώνει αυτά ο ίδιος ο Παύλος.
            Ο Πλιάγκος γράφει με σταθερότητα και με δεξιοσύνη. Αφηγείται άλλοτε γοργά κι άλλοτε αργά, μένει άλλοτε στην εξωτερική δράση κι άλλοτε εισχωρεί στην ψυχή του αφηγητή, παρακολουθεί τη νύχτα και μαζί παίζει με τους αιφνιδιασμούς που δέχεται ο Παύλος, ο οποίος όμως καταφέρνει να ελέγχει τα δρώμενα. Ποιον εμπιστεύεται και ποιος τον προδίδει, ποιοι είναι με το μέρους-του και ποιοι όχι, πόσο η νύχτα αλλοιώνει τους ανθρώπους οι οποίοι κάνουν τα πάντα για το χρήμα. Όλα αυτά είναι γνωστά αλλά ο συγγραφέας καταφέρνει να τα παρουσιάσει εκ νέου, να ελιχθεί αφηγηματικά, να προκαλέσει εκπλήξεις στον αναγνώστη, να τουμπάρει ξανά και ξανά το κάδρο, αν και μερικές φορές προς την αναμενόμενη κατεύθυνση.
            Τι θέλησε εν τέλει να πετύχει ο νεαρός πεζογράφος με μια τέτοια ιστορία και με τον χειρισμό-της; Ίσως να παρουσιάσει τον κόσμο της νύχτας και τις ποικίλες σκοτεινές πλευρές-του. Μάλλον, την έννοια της προδοσίας σε ένα μυθιστόρημα ανατροπών και ψυχολογικών μαχαιρωμάτων. Απ’ την άλλη, μήπως θέλησε να φτιάξει το νυχτερινό είδωλο της Ελλάδας που προσπαθεί αγκομαχώντας να ξαναβρει τη χαμένη-της (ή την ονειρεμένη-της) ευμάρεια; Προς το τέλος του έργου, όταν ετοιμάζεται η τελική επίθεση, ακούγεται ο προβληματισμός αν ο άνθρωπος που κλέβει το σύστημα (τα λαμόγια, τους παράνομα πλουτίσαντες, την παρασκηνιακή μαφία) είναι χειρότερος από αυτόν που υπηρετεί το σύστημα, έστω και για το μεροκάματο. Τελικά, ο Πλιάγκος ήθελε να δείξει τη σύγκρουση μεταξύ από τη μία των νόμιμων κλεφτών και των υπαλλήλων-τους κι από την άλλη των παράνομων κλεφτών και των φιλοδοξιών-τους;
            Αξιοπρόσεκτο κείμενο, αν και δεν ξέρω πόσο θα αντέξει στη μνήμη του αναγνώστη. Δυνατή γραφή, δυνατή πλοκή, βαθιά χαραγμένοι χαρακτήρες, αλλά και μια ιστορία νύχτας που ψάχνει να βρει βαθύτερες ρίζες ώστε να αντέξει.

[Η βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε στις 31/3/2015 στο In2life και εδώ στολίζεται με εικόνες από: www.fnews.gr, www.iefimerida.gr, newsroom.mohegansun.com, www.shutterstock.com και www.travel2riga.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, June 09, 2015

“Σύρριζα” του Πέτρου Μαρτινίδη

Η τρομοκρατία συνδέεται με την Αριστερά, έχει κοινές καταβολές, μπορεί να παρασύρει σκεπτόμενους ανθρώπους στους δρόμους-της; Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα έρχεται να καταπιαστεί μ’ αυτό το θέμα.


Espresso doppio:

Πέτρος Μαρτινίδης
“Σύρριζα”
εκδόσεις Νεφέλη
2014
 


            Εξελίσσεται ο Αλέξης Ολμέζογλου καθώς περνάνε τα μυθιστορήματα όπου πρωταγωνιστεί; Λ.χ. ο Κώστας Χαρίτος του Μάρκαρη, χωρίς να αλλάζει ριζικά, μεγαλώνει και ωριμάζει, μαθαίνει από τα λάθη-του, μετακινείται λίγο ανάλογα με τις νέες συνθήκες, όπως αλλάζει το περιβάλλον-του. Ο Ολμέζογλου αντίθετα μεγαλώνει, αλλά πάντα επιρρεπής στο ωραίο φύλο πέφτει εύκολα θύμα αφελών εκκλήσεων και μοιραίων συναντήσεων.
            Ο Μαρτινίδης από την άλλη μαθαίνει και εξελίσσεται από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα; Βλέπω ακόμα τις μανιέρες που συνοδεύουν τόσο τη γραφή-του όσο και τον χαρακτήρα του μόνιμου ήρωά-του, όπως είναι η Θεσσαλονίκη, οι γυναίκες, το πανεπιστημιακό κατεστημένο κ.ο.κ. Αυτά δεν είναι κακό που υπάρχουν, καθώς αποτελούν τις σταθερές μέσα στις οποίες επιχειρεί την κοινωνική κριτική-του. Το πρόβλημα αρχίζει (και παραμένει) όσο η ίδια συνταγή, με τα ίδια λάθη, επαναλαμβάνεται και κάνει το μενού αναμενόμενο και …άνοστο.
          Ο Αλέξης, κάτι σαν freelance δημοσιογράφος, μαθαίνει για τις ερωτικές παρενοχλήσεις του καθηγητή Καρούμπαλου σε μεταπτυχιακές-του φοιτήτριες, αλλά δεν έχει πολλά στοιχεία. Παράλληλα, μια πρώην γκόμενά-του, η Κατερίνα, του ζητά να πάρει απ’ το γραφείο του φίλου-της έναν φορητό υπολογιστή κι ένα όπλο, με τα οποία την εκβιάζει. Αυτός δέχεται, χωρίς να καταφέρει ο συγγραφέας να δείξει πώς ψυχολογικά παρασύρθηκε για άλλη μια φορά στα καλέσματα μιας όμορφης γυναίκας (πρώτο φάουλ του βιβλίου, αν δεν μετρήσει κανείς το “Τμήμα Βυζαντινών Σπουδών”, το οποίο δεν υπάρχει). Εκεί αρχίζουν οι υποψίες για το τι κάνει η Κατερίνα. Η έρευνα, λοιπόν, έστω και άτυπη, αφορά στο κατά πόσο η Κατερίνα έχει εμπλακεί σε τρομοκρατικές ενέργειες και τι προσπάθησε να πετύχει, βάζοντας τον Αλέξη να υποκλέψει τον υπολογιστή του φίλου-της, και τι, καταφεύγοντας στο εξοχικό του γηραιού καθηγητή Φυσέκη.
            Η ιστορία κινείται σχετικά αργά (για αστυνομικό), καθώς ανάμεσα στα γεγονότα εμφιλοχωρούν γενικές σκέψεις και ειδικότερα σχόλια για την πολιτική ζωή, καθώς ο Σύριζα βαδίζει για την εξουσία, και την κοινωνική ζωή που δεν παύει να έχει τις δικές-της παθογένειες με ψεύτικο προοδευτισμό, ανεπαρκή πολιτική συνείδηση, κοινωνικές δομές που διαμορφώνουν και διαμορφώνονται από τις αντίστοιχες νοοτροπίες κ.ο.κ. Σε κάποια σημεία  διάβαζα δύο βιβλία: απ’ τη μια την αστυνομική υπόθεση κι απ’ την άλλη τον πολιτικό σχολιασμό, είτε σε μικρούς μονόλογους είτε σε ξεκάρφωτους παρενθετικούς διαλόγους. Απομένει να δω αν αυτή η περιρρέουσα (κοινωνικοπολιτική) ατμόσφαιρα θα αποβεί καθοριστικός παράγοντας για τα μυστήρια του μυθιστορήματος, κριτήριο που θα βοηθήσει να αρθεί η δική-μου επιφύλαξη.
            Τελικά, το κέντρο του μυθιστορήματος είναι η τρομοκρατία. Με διαλόγους ανάμεσα σε “τρομοκράτες” και στα θύματά-τους, ανάμεσα σε «συμπαθούντες» και «εμπλεκόμενους σε παλιότερες εποχές μ’ αυτήν» και στους αντίθετους πόλους, επιχειρείται να αποδοθεί η επιχειρηματολογία για τα υπέρ και τα κατά της τρομοκρατίας, της ένοπλης λαϊκής πάλης, όπως ονομάζεται.
            Δυστυχώς ο Μαρτινίδης δεν μπορεί να υπηρετήσει αισθητικά τον σκοπό-του. Συνεχίζει να χειρίζεται με μετριότητα την αφήγησή-του, να πέφτει εύκολα σε λάθη, πραγματολογικά και αφηγηματικά, να παίζει με εξυπνακίστικους τρόπους με τη γλώσσα. Λυπάμαι που παρασύρθηκα από την Κοτζιά (“Καθημερινή”, 22/2/2015) και διάβασα το έργο. Το θέμα της Αριστεράς και της τρομοκρατίας, το δίκιο-της και η λογική της ένοπλης ρήξης με την κοινωνία, ο ρόλος των διανοούμενων σ’ αυτήν κ.ο.κ. είναι όντως θέματα που θίγονται μέσα στο αστυνομικό αυτό αφήγημα. Αλλά η λογοτεχνική-τους πραγμάτευση είναι πενιχρή και άτονη. Συνεπώς δεν φτάνει ένα καλό θέμα για να γράψουμε λογοτεχνία, αν δεν το επεξεργαστούμε με δεξιότητα και γερές αφηγηματικές βάσεις, με ισορροπία ανάμεσα στη δράση και στον προβληματισμό, με λιγότερα λόγια και περισσότερα έργα. Και η αστυνομική λογοτεχνία τις περισσότερες φορές μένει στην επιφάνεια και δεν μπορεί να αποδώσει σε βάθος και με αισθητική το περιεχόμενό-της.

[Οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο αντλήθηκαν από: www.auth.gr, andymichaelides.wordpress.com, www.ifmedia.gr, 892fm.blogspot.com και gainvestigationsprotectiveservices.com]

Πατριάρχης Φώτιος