Saturday, September 27, 2014

“Ρετροσπεκτίβα” του Αβραάμ Β. Γεοσούα

Είμαστε τυχεροί όταν τέτοια κορυφαία έργα μεταφράζονται γρήγορα στα ελληνικά, αναγνωρίζονται και προβάλλονται. Είμαστε τυχεροί όταν διαβάζουμε έναν μεγάλο συγγραφέα που μπορεί στα εβδομήντα και χρόνια-του να παραγάγει ένα τόσο σπουδαίο μυθιστόρημα.
 

Freddoccino:
א.ב. יהושע
חסד ספרדי
 
Αβραάμ Β. Γεοσούα
“Ρετροσπεκτίβα”
μετ. Μ. Κοέν
εκδόσεις Πόλις
2014
 
 

Γ

ιατί ένας αγαπημένος ισραηλινός σκηνοθέτης αλλάζει γραμμή και από σουρεαλιστικές και αλληγορικές ταινίες κάνει στροφή στο ρεαλιστικό και νατουραλιστικό σινεμά; Η ερώτηση δεν έχει, μέσα στο μυθιστόρημα, τεχνικό χαρακτήρα και δεν αφορά ως εκ τούτου λίγους ειδικούς, αλλά αναφέρεται στη γενικότερη αλλαγή στη θεώρηση της ζωής και της τέχνης που έγινε στη συνείδηση του Γιαΐρ Μόζες.
            Το έργο ξεκινά από το Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα, όπου γίνεται ένα τριήμερο αφιέρωμα στο διάσημο σκηνοθέτη, μια ρετροσπεκτίβα όπως είναι ο καλλιτεχνικός όρος, με έμφαση στα πρώτα-του φιλμ. Σ’ αυτά σεναριογράφος-του ήταν ο Τριγκάνο, με τον οποίο διαφώνησαν αργότερα, και πρωταγωνίστρια η Ρουθ, σύντροφος τότε του Τριγκάνο και έπειτα του Μόζες. Εξ αρχής λοιπόν η τέχνη συμπλέκεται με τη ζωή και οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις με τις καμπές του βίου.
            Το πρώτο θέμα που πραγματεύεται το βιβλίο είναι η πρόσληψη της τέχνης και μάλιστα από τον ίδιο τον δημιουργό. Παράλληλα με τον Σεφέρη που έλεγε ότι δεν θυμάται τι εννοούσε όταν έγραφε ένα ποίημά-του, ο Μόζες ξαναβλέπει τις προ τεσσαρακονταετία ταινίες-του (και μάλιστα μεταγλωττισμένες) με την ίδια απορία και περιέργεια που θα τις έβλεπε ο καθένας. Κι επιπλέον αναρωτιέται για πολλά, ενώ δεν παύει να προβληματίζεται για το νόημά-τους αλλά και για τις πρωτολειακές ατεχνίες-τους. Το καλλιτέχνημα δεν έχει μέσα-του μια διαχρονική αυταξία, αλλά αξιολογείται και νοηματοδοτείται κάθε φορά με νέα ματιά, είτε αυτός που το εξετάζει είναι ο θεατής, ο κριτικός ή ο ίδιος ο δημιουργός. Η απόσταση χρόνου, ωριμότητας και συνθηκών κάνει το έργο ξένο, αλλότριο και επαν-ανακαλύψιμο.
            Η μνήμη που γίνεται πρίσμα εισόδου και εξόδου στο παρελθόν, η διαστρεβλωτική λειτουργία του νου, η σχέση τέχνης και πραγματικότητας, η υποκειμενική σύλληψη των καταστάσεων, είναι μερικά από τα θέματα που ενσφηνώνονται στον βασικό άξονα. Ο Μόζες θυμάται και δεν θυμάται πώς γύρισε τις ταινίες-του, η Ρουθ προσθέτει, συμπληρώνει, διορθώνει τη μνήμη-του, η σχέση-τους όπως είναι τώρα αναθεωρείται με βάση όσα έζησαν τότε. Κι ο σεναριογράφος Τριγκάνο εμφανίζεται πάλι για να επαναφέρει στο προσκήνιο ένα παρελθόν που φαινόταν κλειστό αλλά δεν έπαυε να πυορροεί.
            Στο κλίμα της πρόσληψης της τέχνης συμπλέκεται και ο πίνακας του Matthias Meyvogel [παρατίθεται αριστερά] που απεικονίζει τη “Ρωμαϊκή ευσπλαχνία” (Caritas Romana), την ιστορία δηλαδή της Pero που θήλαζε τον πατέρα-της Cimon, επειδή αυτός είχε καταδικαστεί σε λιμοκτονία μέσα στη φυλακή. Το πώς ξεκίνησε ως αφήγηση-μύθος που παρατίθεται από τον Βαλέριο Μάξιμο τον 1ο π.Χ. αιώνα και πώς απεικονίστηκε σε πίνακες της Αναγέννησης και δώθε, αλλά και πώς ο Μόζες αναγνωρίζει σ’ αυτόν τον πίνακα στοιχεία μιας από τις πρώτες-του ταινίες δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ένα θέμα διαχέεται μέσα στις καλές τέχνες αλλά και πώς αλλάζει, μετουσιώνεται, γίνεται πιο ευσπλαχνικό ή πιο ερωτικό από καλλιτέχνη σε καλλιτέχνη.
            Και μ’ αυτό ως αφορμή ο πρωταγωνιστής επιχειρεί ένα προσωπικό απολογισμό όχι μόνο των πεπραγμένων της τέχνης-του και του πώς χειρίστηκε το έμψυχο υλικό-του αλλά και των σχέσεών-του με τον σεναριογράφο Τριγκάνο και τους ηθοποιούς, ειδικά τη Ρουθ. Έτσι, μέσα από μια διαδικασία προσωπικής επανόρθωσης, ο Μόζες ξανασκηνοθετεί τον εαυτό-του και παίρνει ο ίδιος τη θέση του γηραιού εξαθλιωμένου που βυζαίνει από τον μαστό της “κόρης”-του.
            Το μυθιστόρημα ίσως θα κάθιζε, αν ο Γεοσούα δεν είχε την αφηγηματική ικανότητα να κρατά τον ρυθμό. Και αυτός ο ρυθμός όντως χάθηκε στο δεύτερο μέρος, όταν επέστρεψαν στο Ισραήλ, σε ένα κομμάτι του μυθιστορήματος που φάνηκε να είναι γραμμένο σε κατώτερο επίπεδο συγκριτικά με το πρώτο. Μετά όμως απ’ αυτή την κοιλιά, ο συγγραφέας επανακάμπτει, συνδέοντας τα επιμέρους νήματα και ανεβάζοντας την ένταση με την αφηγηματική-του στόφα.
Αυτή φαίνεται σε όλο το έργο: Αφενός, δεν επαν-αφηγείται την υπόθεση κάθε ταινίας, αλλά έμμεσα μιλά για το πώς γυρίστηκε, μέσα από μερικές λεπτομέρειες που έμειναν στη μνήμη του σκηνοθέτη. Μ’ αυτόν τον τρόπο το βάρος δεν πέφτει στην ίδια την ταινία, αλλά στη διαφορά μεταξύ της θέλησης των συντελεστών-της και στο τελικό αποτέλεσμα. Τις περισσότερες φορές υπάρχουν τρία διαφορετικά σημεία: το Α (η φιλοδοξία του δημιουργού), το Β (το ίδιο το καλλιτέχνημα) και το Γ (η αποδοχή και ερμηνεία-του από τους αποδέκτες). Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι το Β, παρόλο που φαίνεται το πιο σταθερό, δεν είναι το αποτέλεσμα της συνισταμένης (σύγκρουσης, αντίθεσης, επαφής, συμφωνίας κ.ο.κ.) των άλλων δύο. Αφετέρου, η συνολική αφήγηση, καθώς μπλέκει την ταινία με τη ζωή του Μόζες, το παρόν και το παρελθόν, τα καλλιτεχνικά θέματα με τα υπόλοιπα, προσελκύει τον αναγνώστη, τον κρατά σε επαγρύπνηση, τον οδηγεί από το ένα κεφάλαιο στο άλλο, χωρίς ο τελευταίος να βαρυγκωμεί.
Οι λεπτομέρειες κοντεύουν να εκτοπίσουν το βασικό θέμα που καλύπτει τον κινηματογράφο και τις σχέσεις, τη μνήμη και τη ζωή. Κι αυτό είναι η δυνατότητα που δίνει η τέχνη στους ανθρώπους να ξαναδούν τη στάση που κράτησαν απέναντι στους άλλους, να αποκτήσουν περισσότερη αυτοσυνειδησία, να κατανοήσουν τις συνέπειες των επιλογών-τους, επιλογών που καταρχάς φαίνονταν ανώδυνες, αλλά συν τω χρόνω αποδεικνύονται ενοχλητικές για τους άλλους. Ο Μόζες επιδιώκει να συναντήσει μετά τριάντα χρόνια τον Τριγκάνο, αφού η ρετροσπεκτίβα λειτούργησε ως θρυαλλίδα εξελίξεων και εσωτερικών τριγμών. Η συνάντηση κουβαλά τη φόρτιση μιας τεταμένης σχέσης, μιας πικρίας και μιας διάθεσης για επανόρθωση, ένα πλέγμα κατηγοριών που δεν κορυφώνονται σε ένταση τόνων αλλά φαίνεται πόσο ηλεκτρισμό κουβαλούν.

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life και πλαισιώθηκε με πίνακες που αναπαριστούν την Caritas Romana. Με τη σειρά: Rubens, Zick Januarius, Mei Bernardino, Lenkiewicz Robert, Matthias Meyvogel, Hillman James, Deshays Jean-Baptiste, Ludovisi Bernardino και Murillo Bartholome Esteban]

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, September 24, 2014

Η “Εποχή της ακοής”

           
Γιατί οι άνθρωποι δεν διαβάζουν; Γιατί ειδικότερα οι Έλληνες δεν διαβάζουμε; Οι πρώτες απαντήσεις που ακούγονται συνήθως αφορούν στην έλλειψη ανάλογης καλλιέργειας, στην ανεπάρκεια του σχολείου, στην τηλεοπτική κυριαρχία, στους υπολογιστές κ.ο.κ. Ίσως όλα αυτά εξηγούνται αν σκεφτούμε σε ποια εποχή ζούμε.
            Θα πρότεινα να εκλάβουμε την εποχή-μας (δεν ξέρω από πότε κι εξής) ως την “Εποχή της ακοής” (όχι της εικόνας). Η ακοή κυριαρχεί από το τηλέφωνο, σταθερό και κινητό, που επικρατεί ως πρώτη ίσως ανάγκη, από τη διάθεση για επικοινωνία, από την τηλεόραση που εκπέμπει συνεχώς ήχο, φωνή ή τραγούδι, από το καφενείο παλιότερα και την καφετέρια τώρα, όπου παρέες ανθρώπων επιχειρούν να συναναστραφούν με τους άλλους, να μιλήσουν και να ακούσουν, να κουτσομπολέψουν και να μάθουν, να πληροφορηθούν και να συζητήσουν. Η σιωπή αντίθετα είναι συχνά εχθρός. Το ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο προσφέρει παρέα στ’ αυτιά και άκοπη τροφή στον εγκέφαλο, ο βόμβος του κινητού είναι ευπρόσδεκτος ήχος, ακόμα και στο φέισμπουκ είναι μια μασκαρεμένη προφορική επικοινωνία, που γρήγορα θα αντικατασταθεί από το skype και τις ηλεκτρονικές δυνατότητες του να βλέπεις και να ακούς αυτόν με τον οποίo μιλάς.
            Η όραση από την άλλη απαιτεί προσπάθεια. Και δεν μιλάω για την ανώδυνη περιδιάβαση του ματιού πάνω στην οθόνη της τηλεόρασης ή το απλανές βλέμμα σε ένα γλυκό φυσικό τοπίο. Αναφέρομαι περισσότερο στη δύσκολη προσήλωση πάνω στη σελίδα, σ’ αυτήν την επίμονη προσπάθεια να πας εσύ στο κείμενο παρά να αφήσεις το τραγούδι λ.χ. να έλθει προς εσένα, στη συστηματικότητα της πρόσληψης μιας ιστορίας, που κάθεται πάνω στις λέξεις αλλά επιζητά και τη δική-σου ενεργή συμμετοχή, αισθητηριακή και νοητική. Το διάβασμα θέλει ενεργητικότητα, πνευματική εγρήγορση, επεξεργασία και όχι απλή συλλογή πληροφοριών, θέλει μόχθο, θέλει υπομονή, θέλει δραστηριοποίηση…
            Στην εποχή και στην κοινωνία της ελάσσονος προσπάθειας, της έτοιμης κατανάλωσης, της χαλαρής ζωής, της πίεσης από ένα σωρό άλλες έγνοιες που μετατρέπει αυτόχρημα τον ελεύθερο χρόνο σε μπαταρία ανανέωσης, το διάβασμα φαντάζει περιττή (υπερ)κόπωση, άχρηστη σπατάλη δυνάμεων… Κι ενώ ο άνθρωπος είναι πάντα δεκτικός να ακούει ιστορίες (το παραμύθι της γιαγιάς παλιότερα, οι ταινίες και ο κόσμος που αναπαριστούν), δύσκολα αυτές γίνονται αποδεκτές όταν πρέπει να δαπανήσεις φαιά ουσία για να τις προσλάβεις. Είδωλα των καιρών είναι οι ομιλητικοί δημοσιογράφοι, ακόμα και οι φλύαροι πολιτικοί, οι τραγουδιστές και οι ηθοποιοί, οι TV περσόνες και οι κάθε λογής έχοντες βήμα.
Θα σου άρεσε λοιπόν να ακούς τον συγγραφέα να μιλά και να απλώνει τις ιστορίες-του και τα βιώματά-του στον χώρο, ακόμα κι αν οι ίδιες ιστορίες έχουν γραφεί στα βιβλία-του. Προτιμάς να τον ακούς, να κάθεσαι χαλαρός και εν μέρει παθητικός υποδοχέας, να μπαίνουν μόνες-τους οι αφηγήσεις διά του κοχλία του αυτιού-σου μέχρι το κέντρο της σκέψης-σου. Ίσως γι’ αυτό διαβάζονται και οι συνεντεύξεις των δημιουργών από την πλατιά μάζα, ενώ τα έργα-τους βρίσκουν μικρότερο κοινό.
            Ζητάμε τον ήχο και τη φωνή, ίσως λίγη παράσταση, λίγη ηθοποιία, και λιγότερο τον λόγο και τη δύναμή-του.

[Άντλησα οπτικό υλικό από τις ιστοσελίδες: www.hearingaiddoctors.com, en.wikipedia.org, 1hdwallpapers.com, www.gettyimages.co.uk και girlfriendbooks.blogspot.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, September 22, 2014

“Αφήστε με να ολοκληρώσω” του Γιώργου Γκόζη

Η φράση του τίτλου, παρά τον δίσημο χαρακτήρα-της, νομίζω ότι παραπέμπει σατιρικά στις εκφράσεις των πολιτικών, που παρακαλούν να μην τους διακόπτουν, όταν βρίσκονται σε τηλεοπτικά πάνελ, αλλά οι ίδιοι δεν είναι ποτέ συνεπείς με αυτήν την παράκληση, όταν μιλάει ο άλλος!
 

Αραβικός με καϊμάκι:
 
Γιώργος Γκόζης
“Αφήστε με να ολοκληρώσω”
εκδόσεις Πόλις
2014
 
 

            Η “Έκθεση Ιδεών” που μας εισάγει στο βιβλίο σατιρίζει με αφρίζοντα λόγο τα σχολικά χρόνια και τα στημένα κείμενα που μας ανάγκαζαν να γράφουμε. Μέσα στη διοικητική-καθηγητική ιδιόλεκτο εμφιλοχωρεί η αργκό των μαθητών και η διακειμενική ανάμιξη μπάσκετ, μουσικής και προφορικού λόγου, για να καταλήξει όλο αυτό σε ένα αντισυμβατικό τέλος: με γραφή οπτικής ποίησης και σαμαρακικής εξόδου, αναιρείται κάθε ίχνος σοβαροφάνειας που η Έκθεση Ιδεών και η σχολική επιχειρηματολογική ευπρέπεια υποβάλλει.
            Από εκεί και πέρα ακολουθεί η τοπιογραφία της Θεσσαλονίκης με επιλεγμένες ομάδες του πληθυσμού, με λεωφορειακές πορείες και οπαδικά αισθήματα, με μια αφηγηματική τσάρκα σε γωνιές της πόλης που αναπαράγονται βιωματικά, σε σκηνικά που θυμίζουν προσωπικές εμπειρίες, με την ανάπλαση ενός αστικού τοπίου που ανάγεται πίσω στη δεκαετία του ’80, δηλαδή στα εφηβικά χρόνια του διηγηματογράφου. Το πιο διασκεδαστικό διήγημα είναι το “Παραμύθι για ένα Αγόρι”, που φλερτάρει με το παραμυθιακό είδος, το μπολιάζει με λογοπαίγνια, το παρωδεί με χιούμορ, ενώ συνάμα το δυναμώνει με το παράλογο και το αλλόκοτο.
            Μεταξύ κοινότοπων βιωμάτων και γλωσσικής παρωδίας, μεταξύ παρατήρησης και απόδοσης παρωνυμίων σε ό,τι συλλαμβάνει το μάτι, μεταξύ κωμικοτραγικών σκηνών και ενός ξέφρενου σουλάτσου, μεταξύ ακριβών περιγραφών και σατιρικών σχολίων, μεταξύ τυπικής γλώσσας και high tech ιδιολέκτου, ο Γκόζης αναμιγνύει στον μίξερ της αφήγησής-του γλωσσικές ποικιλίες και ιδιότυπα ύφη. Το πρόβλημά-του είναι ότι η κεντρική αφήγηση κάθε διηγήματος δεν εξειδικεύεται, δεν συγκεκριμενοποιείται γλωσσικά βάσει του προσώπου που μιλά ή βλέπει, αλλά είναι σχετικά πάντα κοινή. Πάνω σ’ αυτήν παίζονται βέβαια όλα τα παιχνίδια του συγγραφέα, γόνιμα και ανατρεπτικά, αλλά η αναμενόμενη πολυγλωσσία στερείται του βασικού φόντου.      
Τα κείμενα του Γκόζη δεν στηρίζονται κατά βάση στην υπόθεση, αλλά σε μια θεσσαλονικιώτικη γραφή που δίνει έμφαση περισσότερο στο σχόλιο παρά στα γεγονότα. Βέβαια, διαφοροποιείται αισθητά από παλαιότερα κείμενα με αργό τέμπο και έντονα εσωστρεφή σχολιαστικό λόγο, αφού δείχνει περισσότερο μπρίο, εξωστρέφεια, σάτιρα, νεανικό ταμπεραμέντο. Ταυτόχρονα όμως χάνει συχνά το ρυθμό, γίνεται κουβέντα καφενείου, ξεχειλώνει και απλώνεται, παίζει με τη γλώσσα παρά την κατευθύνει καίρια προς τον στόχο. Η σάτιρα αλωνίζει πάνω στα πάντα, από κοινωνικές συνθήκες μέχρι άκρως λεπτές υποθέσεις, όπως μια επέμβαση στο πέος, κι από κοινωνικές εκδηλώσεις-ταμπού, όπως η δουλειά σε ένα γραφείο τελετών, μέχρι τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό στο Άγιο Όρος.
 
[Ο φωτογραφικός διάκοσμος αντλήθηκε από τις εξής ιστοσελίδες: beautyofworld-2012.blogspot.com,thes-sok.com, sclick.net και www.mototriti.gr]
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, September 19, 2014

“Η ζωή είναι ένα σύνολο από” του Πέτρου Βουνισέα

Τιτάνιες δυνάμεις που βρίσκονται σαν ελατήριο κρυμμένες σε ένα κουτί και κάποια στιγμή εκτινάσσονται, ρωγμές που μεγαλώνουν αδιόρατα ώσπου ρίχνουν το σπίτι, παιχνίδια με τον θάνατο που τελικά καταξιώνουν τη ζωή ή με τη ζωή που τελικά φωτίζουν τον θάνατο… να τι μπορεί να είναι η ζωή αν δεις κάτω από τη μονότονη επιφάνειά-της.
 

Φραπέ με γάλα:
 
Πέτρος Βουνισέας
“Η ζωή είναι ένα σύνολο από”
 
εκδόσεις Κέδρος
2014
 

 
            Ένα τόσο δα βιβλιαράκι. Ένα λιπόσαρκο τευχίδιο 79 σελίδων και 25 μικρών ιστοριών. Κάθε ιστορία μια δισέλιδη κατά μέσο όρο μαχαιριά. Μια μαχαιριά όχι τόσο επειδή είναι οξεία και κοφτερή, όσο επειδή σε ελάχιστες παραγράφους ορθώνει το θέμα και το ρίχνει ορθόπλωρο πάνω στον αναγνώστη.
            Σε γενικές γραμμές ο Βουνισέας προτείνει να δούμε τη ζωή σαν ένα πεδίο αντιθέσεων και αντιφάσεων, μια τραμπάλα ισορροπιών που ποτέ δεν μένει οριζόντια, ένα σκληρό πόκερ μπλοφών και εκπλήξεων. Η κοπέλα που τρέμει ξεπαγιάζοντας, καθώς τουρτούριζε μια ζωή, βρίσκεται νεκρή από το κρύο καταμεσής του καλοκαιριού. Ή ο αφηγητής ζηλεύει τη γυναίκα του, ενώ ο ίδιος απιστεί σαν κάτι καθημερινό και απόλυτα φυσικό. Ή…
            Οι μικρές ιστορίες είναι γραμμένες με τη ρητορική
Πίνακας
του αγαπημένου στο μπλογκ
ζωγράφου R. Magritte
της ποίησης: η γλώσσα που αντιφάσκει με τον εαυτό της στην προσπάθειά της να αποδώσει την αντιφατικότητα της πραγματικότητας. Η ζωή φαίνεται κάπως αλλά είναι αλλιώς. Η επιφάνεια μοιάζει με την καθημερινότητα, αλλά το βάθος αναδεικνύει μια κρυμμένη τραγικότητα. Κάθε ενέργεια μπορεί να φαίνεται ομαλή και κοινωνικά αποδεκτή, αλλά κατά βάθος ίσως κρύβει μια ιδιαίτερη ανωμαλία, μια προσωπική εμμονή και ακρότητα.
            Θα σταθώ ιδιαίτερα στο διήγημα με αριθμό 21. Νομίζω και θα προσπαθήσω να το δείξω παρακάτω ότι είναι το πιο καλό, το πιο ενδεικτικό κείμενο για να καταλάβει κανείς την τεχνική του Βουνισέα και να αναγνωρίσει σπουδαία αφηγηματικά χαρίσματα. Πρόκειται για δύο ρωγμές που κάποια στιγμή, όταν μετακινήθηκε ο καναπές που ήταν μπροστά-τους, πρωτοειδώθηκαν. Έτσι η μία από αυτές ερωτεύθηκε την άλλη και αποφάσισε να μεγαλώσει ώστε να συναντήσει προεκτεινόμενη την αγαπημένη-της. Ευφυής σκέψη που δεν περιορίζεται στην έξυπνη ιδέα, αλλά επεκτείνεται και σε άλλες πλευρές. Οι ρωγμές αντανακλούν τον έρωτα του ζευγαριού που ζούσε στο παλιό σπίτι, ένας έρωτας που αποτυπώνεται στη ραγισμένη φωτογραφία, πάνω στης οποίας το γυαλί δύο άλλες μικρές ρωγμές συναντώνται αρμονικά. Ο τοίχος και η φωτογραφία αλληλοαντανακλώνται για να αποδώσουν έναν έρωτα δυο ανθρώπων που είναι πλέον πεθαμένοι, αφού αγαπήθηκαν πολύ. Και τώρα οι γιοι-τους έρχονται να μπαλώσουν όπως όπως τις ρωγμές, των οποίων όμως η δύναμη είναι τεράστια και τελικά ρίχνουν το σπίτι.
            Ο Βουνισέας αποτέλεσε μια ευχάριστη έκπληξη. Άγνωστο όνομα, φωτογραφία εστιασμένη στο τατουάζ του σβέρκου, μικρό βιβλιαράκι που δεν σου γεμίζει το μάτι. Κι όμως κάθε κείμενο συσπειρώνει μέσα στην πυκνότητα της περιορισμένης έκτασής-του μια ορμή, βγαλμένη από την αντιφατικότητα της ζωής. Κι αυτή η ορμή δεν είναι απλώς έξυπνη αλλά τυλίγει τρυφερά και σκληρά μαζί μια συγκίνηση, μια οργή, μια ευαισθησία και μια αγανάκτηση. 

[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον ιστότοπο In2life στις 19/8/2014. Οι φωτογραφίες-εικόνες που στολίζουν το κείμενο αντλήθηκαν από: whotalking.com, www.ecomarket.com.gr, irakliolive.gr και www.kathimerini.gr]

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, September 16, 2014

“Το κόκκινο λουλούδι” του Βσέβολοντ Γκάρσιν

Μπορεί ένα λουλούδι να συμβολίζει το Κακό; Μια κόκκινη παπαρούνα να στοχοποιείται ως ο Σατανάς επί της γης; Κι όμως μέσα από ένα τέτοιο σύμβολο ο Γκάρσιν ανυψώνει τον τρελό ήρωά-του σε σταυρωμένο σωτήρα.
 

Ζεστός καφές με βότκα:
Всеволод Гарсин
Красный цветок
1883
Βσέβολοντ Γκάρσιν
“Το κόκκινο λουλούδι”
μετ. Δ. Τριανταφυλλίδης
εκδόσεις Πόλις
2014
 
 

            Ο μεστός 19ος αιώνας, ο αιώνας όπου οι Ρώσοι συγγραφείς έγιναν κλασικοί, που έγραψαν έργα διαχρονικής αξίας, που άφησαν πλούσια παρακαταθήκη και αξιομνημόνευτους ήρωες. Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Γκογκόλ, Πούσκιν κ.ο.κ. Τώρα μαθαίνουμε, εγώ τουλάχιστον, και έναν διηγηματογράφο που έφυγε νωρίς αλλά άφησε είκοσι διηγήματα υψηλής λογοτεχνικής αξίας. Το παρόν τομίδιο περιλαμβάνει ένα από αυτά, ίσως, απ’ ό,τι εξηγεί στον πρόλογό-του ο μεταφραστής, το πιο αντιπροσωπευτικό.
            Ο χώρος δράσης είναι ένα τρελοκομείο του 18**, όπου παρακολουθούμε τη ζωή ενός τροφίμου, ο οποίος είναι γενικά κινητικός, ακραίος, υπερδραστήριος, και δύσκολα τον κάνουν ζάφτι οι υπάλληλοι και οι γιατροί. Δεν φαίνεται ωστόσο επιθετικός, αν και πιστεύει πως απειλείται και ότι θέλουν να τον βλάψουν ή να τον σκοτώσουν. Η απειλή επικεντρώνεται σε συμβολικό επίπεδο σε ένα κόκκινο λουλούδι, το οποίο στο διαταραγμένο μυαλό-του εκπροσωπεί έναν θανάσιμο κίνδυνο. Κι έτσι μετατρέπεται σε εμμονή.
            Ξαναδιάβασα το ολιγοσέλιδο διήγημα για να δω τι είναι αυτό που το ξεχώρισε από τα υπόλοιπα έργα του Γκάρσιν, τι είναι αυτό που ανέδειξε τον ίδιο τον Ρώσο συγγραφέα, τι είναι αυτό που έκανε μεταγενέστερους συγγραφείς να αναγνωρίσουν την αξία-του. Δεν βρήκα την ψυχολογική εμβάθυνση που περίμενα κι ούτε μπόρεσα να συλλάβω το στίγμα της ψυχικής υπόστασης του ασθενούς-ήρωα, όπως π.χ. σε ανάλογους ήρωες του Ντοστογιέφσκι. Αλλά ίσως η διηγηματική οικονομία του έργου δεν επιτρέπει μεγάλα ανοίγματα.
Βρήκα όμως μια ισχυρή ιδεοληψία που αποτυπώνεται (και) με όρους αλληγορίας. Ο ασθενής θεωρεί το κόκκινο λουλούδι φορέα του κακού που πρέπει να καταστραφεί. Αποδίδει σ’ αυτήν την παπαρούνα δηλητηριώδεις επιδράσεις, τη θεωρεί παραγωγό οπίου, ενσάρκωση του Αριμάν, του ίδιου του διαβόλου που πίνει το αίμα των ανθρώπων και γι’ αυτό έχει αποκτήσει αυτό το βαθύ πορφυρό χρώμα. Κι ο ίδιος ο ασθενής αναλαμβάνει στους ώμους-του το χρέος να απαλλάξει τον κόσμο από το κακό, ακόμα κι αν ο ίδιος φθαρεί από την πάλη με το λουλούδι. Είναι μια ηρωική φυσιογνωμία, που μέσα στην παράνοιά-της επωμίζεται εκούσια τον ρόλο του θύματος που θα πληρώσει για να σωθούν οι άλλοι. Ο μεταφραστής Τριανταφυλλίδης τον συγκρίνει με τον δικό-μας τρελό του 19ου αιώνα, τον Βιζυηνό, αλλά η δική-μου γνώμη είναι ότι αποκτά χριστολογικές διαστάσεις, αφού θυσιάζεται για το καλό της ανθρωπότητας.
Δεν με πολυνοιάζει αν ο ήρωας ταυτίζεται με τον συγγραφέα και μαζί αποτελούν έναν εξω- και ενδο-λογοτεχνικό χαρακτήρα. Με ενδιαφέρει πώς αντιλαμβάνομαι ως αναγνώστης τη διαταραγμένη διάνοιά-του και με ποια αθωότητα, ανιδιοτέλεια και πνεύμα αυτοθυσίας προσεγγίζει τον κόσμο. 

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life στις 5/8/2014 και κοσμήθηκε με εικόνες που έλαβα από: justwallpapers.wordpress.com, www.library.uq.edu.au, www.enet.gr, schambala.ru και woliper.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, September 13, 2014

“Καιροί τέσσερεις” της Χριστίνας Καράμπελα

Γυναίκα συγγραφέας και γυναίκες ηρωίδες: καρέ της γυναίκας που λειτουργούν λίγο ανορθόδοξα λίγο παρελκυστικά, σε βαθμό που κάνει την ανάγνωση αμφίθυμη.
 

Ιρλανδικός καφές με άρωμα πραλίνα:
 
Χριστίνα Καράμπελα
“Καιροί τέσσερεις”
εκδόσεις Πόλις
2014
 

 
            Σπονδυλωτό και καλειδοσκοπικό το πρώτο μυθιστόρημα της Καράμπελα που παρακολουθεί μια οικογένεια μέσα από τέσσερα αφηγήματα για ισάριθμα πρόσωπα.
            Τι παράπονο από τους άνδρες έχει η Ρούλα, μια γηραιά κυρία, που ζει στον πύργο-της, με υπηρέτρια-οικονόμο, την Ευρυδίκη, και κηπουρό, και νοικιάζει το σπιτάκι του κήπου στη μεσίτρια Φώφη, θυμάται με πίκρα την κόρη-της Πέρσα που έφυγε στο Παρίσι και ετοιμάζεται για το αιώνιο ταξίδι φτιάχνοντας γλυκά του κουταλιού; Και πόσος μπελάς είναι για τον νεαρό συμβολαιογράφο Χαριτόπουλο να βρει την κόρη-της, μετά τον θάνατο της κυρίας Ρούλας Ιατρίδου, ώστε να εφαρμόσει τη διαθήκη, η οποία προέβλεπε αγαμία για την κληρονόμο, αν θέλει να αποκτήσει την περιουσία; Ποια η αφοσίωση της Ευρυδίκης που απεχθάνεται τον ασπρουλιάρη Χαριτόπουλο, ενώ φλέγεται με σεξουαλική κάψα για τον Αλβανό Αιμίλιο; Και ποιο το στίγμα της Πέρσας;
            Κάθε αφήγημα είναι ένα πολυγωνικό κομμάτι του παζλ που ολοκληρώνεται μόνο όταν τα κομμάτια κουμπώσουν μεταξύ-τους και συνθέσουν από κοινού τη συνολική εικόνα. Το πρώτο διακρίνεται από τον αργό ρυθμό και την απόλαυση της ζωής από μια γηραιά κυρία, που ξέρει πλέον τι θέλει, και το δεύτερο από τη διεκπεραιωτική αφήγηση από τη σκοπιά ενός τυπικού νομικού, χωρίς όμως ορολογία ή καθαρευουσιάνικες κορώνες, η οποία σταδιακά γίνεται πιο προσωπική, οιστρηλατημένη από τον έρωτα του Χαριτόπουλου για την Πέρσα.
            Μια πρώτη ερμηνεία που τίθεται διερευνητικά καθώς ξεκινά το έργο είναι πως το κείμενο απλώνει ένα εμμέσως απειλητικό δίκτυ, φτιαγμένο από αδιευκρίνιστης στόφας γυναίκες-αράχνες, που περικυκλώνουν το αρσενικό θύμα. Όλα τα βασικά πρόσωπα είναι γυναίκες, πλην του Χαριτόπουλου, γυναίκες μυστηριώδεις, αδιόρατα εχθρικές, που προκαλούν επιφυλάξεις, που εγείρουν ανησυχίες, που είναι συνάμα διαπροσωπικά απροσπέλαστες και ερωτικά διεγερτικές (η Πέρσα γίνεται αντικείμενο φαντασιώσεων, η Φώφη επιτίθεται σεξουαλικά στον άνδρα κ.ο.κ.). Αλλά κι από την άλλη οι ίδιες φαίνονται τόσο ανασφαλείς, όπως η Ευρυδίκη που επιθυμεί την ανδρική παρουσία, η Φώφη, παρθένα, που θέλει να γίνει μητέρα έστω και με εξωσωματική γονιμοποίηση, η Πέρσα που κυνηγιέται από τη νεκρή μάνα-της.
Και πίσω απ’ όλα αυτά η ψυχή της γιαγιάς-της να παρεμβαίνει σ’ αυτόν τον κόσμο και να αφήνει γραπτά μηνύματα καθοδήγησης και απειλής. Ο μεταφυσικός κόσμος συμφύρεται με τον φυσικό, οι νεκροί εξακολουθούν να έχουν λόγο στη ζωή των ζωντανών, οι τελευταίοι νιώθουν συνεχώς τη μοίρα-τους να καθοδηγείται από αδιόρατες δυνάμεις. Έτσι, το έργο τραβά άλλη ρότα, αυτήν της σύγκρουσης γυναικών μεταξύ-τους, γενιών και νοοτροπιών, κρίκων σε μια αλυσίδα που θέλει ο ένας να κρατήσει γερά κι ο άλλος να σπάσει.
Το έργο μού θύμισε πολύ «Το έβδομο ρούχο» της Φακίνου, γραμμένο εκεί στα 1983. Η ίδια σύνδεση της νέας κοπέλας με το παρελθόν, ειδικά με τη μάνα και τη γιαγιά-της, μια γυναικεία γραμμή ασφυκτική και ανελαστική, η ίδια απέχθεια προς τους άνδρες (εκφραστής της οποίας είναι εδώ η Ρούλα), η ίδια ώσμωση του πραγματικού με το μεταφυσικό. Η γυναικεία ταυτότητα, ο αυτοκαθορισμός-της, το στίγμα σε σχέση με τη «μητρική γραμμή» είναι κοινά θέματα που τριάντα χρόνια μετά επανέρχονται στην Καράμπελα.
Ωστόσο έμεινα εκκρεμής, όσο αυτή η στόχευση δεν υπηρετήθηκε από μια πιο σφιχτή δομή. Θα μου πείτε, ως άνδρας δεν μπορώ να αντιληφθώ τη γυναικεία, μετέωρη, μυστικιστική γραφή, που δεν εμμένει στην αλληλουχία και στη συνεκτικότητα, αλλά προβάλλει τα αδιόρατα νήματα της ζωής. Μπορεί. Θα επιμείνω όμως στη δική-μου ματιά, όσο αυτή η επιδίωξη κάνει κοιλιά στην αφήγηση του Χαριτόπουλου, αφήνει πολλά στοιχεία αναξιοποίητα, η αφήγηση της Ευρυδίκης δεν γεφυρώνει αφηγηματικά τη Ρούλα με την Πέρσα.

[Χρησιμοποίησα εικόνες που πήρα από τα: oregonstate.edu, notforsalecampaign.org, www.xpictonline.com, takimag.com και www.thetimes.co.uk]
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, September 11, 2014

“Το Πέρα των Ελλήνων” της Ιώς Τσοκώνα

Η Κωνσταντινούπολη, όχι επειδή είμαι ο Πατριάρχης-της, είναι συνδεδεμένη με άσβεστες μνήμες και με πολιτισμικά δεδομένα που την κάνουν εφάμιλλη μόνο με την αρχαία Αθήνα στη συνείδηση των Ελλήνων. Κι ίσως επειδή ο απόηχος της ελληνικότητάς-της είναι ακόμα ζωντανός, υπερέχει σε συναίσθημα από την πρωτεύουσα της Ελλάδας. 
 

Τουρκικός καφές:
Ιώ Τσοκώνα
“Το Πέρα των Ελλήνων”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2014
 

 
            Την Ιώ Τσοκώνα τη γνωρίζουμε ως μεταφράστρια (δείτε ενδεικτικά ένα-της έργο ΕΔΩ). Τη γνωρίζουμε επειδή μας κάνει γνωστά τουρκικά μυθιστορήματα και μας φέρνει σε επαφή με μια λογοτεχνία, έναν πολιτισμό καλύτερα, που έχει πολλά κοινά και πολλά διαφορετικά με τον δικό-μας. Τώρα μεταφέρει ώς εμάς την κωνσταντινουπολίτικη ατμόσφαιρα στο ελληνικό Πέρα και στην ελληνοτουρκική-του ώσμωση.
            Στην ουσία γράφει ένα αυτοβιογραφικό κείμενο από την παιδική-της ηλικία έως σήμερα, ποτισμένο με μνήμες και στιγμιότυπα. Σ’ αυτό εμβολιάζει το χρονικό, το ταξιδιωτικό κείμενο, τον οδηγό πόλης, την ιστορία, την περιήγηση, το πολιτισμικό σχόλιο, τη γνωριμία με τη ρωμαίικη κουλτούρα που αναπνέει ακόμα στην Πόλη. Το πρώτο πρόσωπο κάνει την αφήγηση προσωπικό ημερολόγιο, αυτοβιογραφία που συνδέει σκηνικά και καταστάσεις με το εγώ που τα έζησε, τα άκουσε ή τα αναζήτησε σε πηγές και σε μαρτυρίες.
            Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης αποδεικνύονται πρωτοπόροι όχι μόνο στην παράδοση που κουβαλάνε αλλά και στην εκπαίδευση με τα στιβαρά σχολεία της ελληνικής ομογένειας, τον κινηματογράφο, το εμπόριο, την καλλιτεχνική παραγωγή. Από την άλλη, η Πόλη είναι ίσως ένα από τα πιο κοσμοπολίτικα μέρη στον κόσμο, όχι λόγω της εισροής αλλογενών αλλά χάρη στη συμβίωση ποικίλων φυλών: από Έλληνες και Τούρκους μέχρι Αρμένιους και Εβραίους κι από Ιταλούς μέχρι Γάλλους. Ο πολυπολιτισμός-της φαίνεται και στα κτήρια που συνδυάζουν βυζαντινά στοιχεία με οθωμανικά και ρωσικά με δυτικότροπα. Κάνεις μια βόλτα στο Πέρα, στον Ίσιο Δρόμο, δηλαδή στο Ιστικλάλ και χαζεύεις πέρα από την πανσπερμία των ανθρώπων και στην ποικιλία των κτισμάτων: από την καθολική εκκλησία ως την ελληνορθόδοξη κι από τις νεοκλασικές πολυκατοικίες ως τα τουρκικά χαγιάτια.
            Το βιβλίο παρακολουθεί ανά κεφάλαιο τα μνημεία του Πέρα, τις πρεσβείες των ξένων κρατών, τα σχολεία, τα ανθρωπόμορφα αγάλματα, τον ελληνικό τύπο, τα διάφορα μέγαρα με τον αρχιτεκτονικό πλούτο-τους, το Πολιτισμικό κέντρο Ατατούρκ κ.ο.κ. Η παράθεση συνοδεύεται από χρήσιμα ιστορικά στοιχεία, από το πότε και ποιος τα έκτισε μέχρι την πορεία-τους μέσα στον χρόνο μέχρι σήμερα.
            Ωστόσο, παρά την καταγραφική αξία του βιβλίου, ο αναγνώστης πέφτει πάνω στο άχρωμο ύφος της συγγραφέως και αποθαρρύνεται. Η προσγείωση των αναμονών-του έρχεται όταν φαντάζεται πόσο θα κέρδιζε το όλο εγχείρημα, αν η γλώσσα που χρησιμοποιούνταν ήταν πιο νόστιμη, πιο πεποικιλμένη, το ύφος πιο συγκινητικό, πιο θερμό, λιγότερο άνοστο και ψυχρό. Τέτοια βιβλία, που συνδυάζουν προσωπικές μνήμες και βιώματα με το συλλογικό πνεύμα μιας εποχής και μιας κουλτούρας, μειονότητες σε ένα ξένο περιβάλλον, χρειάζονται ένα πιο πλούσιο υφολογικό βάθος, μια πιο αρτυσμένη γλώσσα. Νομίζω ότι κάπου στη βιβλιοθήκη-μου θα μείνει το βιβλίο αυτό, όχι όμως για τον λόγο-του και την αισθητική-του μορφή, αλλά μόνο για τις πληροφορίες, το γνωστικό-του φορτίο, γύρω από την Κωνσταντινούπολη. 

[Οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από τα: www.milliyet.com.tr, www.tovima.gr, www.gotourturkey.com, el.wikipedia.org και constantinoupoli.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, September 08, 2014

“Ο κηπουρός και ο καιροσκόπος” του Δημήτρη Φύσσα

Μέσα στην Κατοχή δεν βλέπουμε μάχες και εκτελέσεις, αλλά δυο επιστήμονες που πιστεύουν ότι η εθνική ανασυγκρότηση έχει και άλλα πόδια. 

Αρωματικός καφές μέτριος:
Δημήτρης Φύσσας
“Ο κηπουρός και ο καιροσκόπος”
εκδόσεις Εστία
2014
 
 

            Ο Φύσσας έχει αποδείξει ότι είναι ψυλλιασμένος για τα λογοτεχνικά θέματα, ξέρει να γράφει, ξέρει να συνθέτει τα κείμενά-του με προσυμφωνημένους στόχους, έχει επίγνωση της εποχής και των τάσεών-της. Το είδαμε, παρά τις αστοχίες-του, στο προηγούμενο έργο-του “Ο αναγνώστης του Σαββατοκύριακου”, το καταλαβαίνουμε και τώρα, έστω κι αν νιώθω ότι πάλι η φιλοδοξία αποδείχτηκε ανώτερη του αποτελέσματος.
            Το έργο στήνεται χρονικά στα τέλη της δεκαετίας του ’30 και μέσα στην Κατοχή, όταν δύο επιστήμονες μελετούν με περισσό ζήλο τα θέματα που τους απασχολούν, προκειμένου να εκδώσουν ο καθένας και ένα βιβλίο. Ο μεν Χωματάς είναι μετεωρολόγος και ερευνά το μικροκλίμα των Αθηνών, ώστε να βοηθήσει στη σωστή μελλοντική πολεοδόμησή-τους, ενώ ο Αστεριάδης είναι γεωπόνος και μελετά τους κήπους και τα περιβόλια, με σκοπό να δείξει πόσο μπορούν να συμβάλουν στη σίτιση των κατοίκων της πρωτεύουσας, ειδικά εν καιρώ πολέμου.
Είναι κι οι δύο αφοσιωμένοι, ώστε να μην έχουν διάθεση για έμπρακτο αγώνα και φυσικά καμία θέληση να προσχωρήσουν ιδεολογικά ή ενεργά στα δύο στρατόπεδα που διαμορφώνονταν μέχρι τον Εμφύλιο. Θεωρούν την επιστημονική-τους προσήλωση εθνική υπόθεση, αφού θα βοηθήσει στην προσπάθεια του έθνους για πρόοδο, το ίδιο σημαντική όσο και ο ένοπλος αγώνας. Μάλιστα ο Χωματάς σώζει και έναν Γερμανό τραυματία, δείγμα πως η ηθική και η δεοντολογία, σφυρηλατημένη από το επιστημονικό ήθος;, είναι βαθιά χαραγμένα στην ψυχή-του.
Μορφολογικά, το κείμενο του Φύσσα είναι σκόπιμα (όπως δηλώνει και η αφιέρωση) γραμμένο βαλτινικά, με βάση τα “ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’60”. Είναι κατατετμημένο σε μικρά κομμάτια λόγου, αριθμημένα, που αποτελούνται από ημερολογιακές σημειώσεις, επιστημονικές καταγραφές, σχόλια, μετρήσεις, αποκόμματα εφημερίδων και άλλα, στοιχεία ενός αρχειακού υλικού που παρακολουθεί την πορεία των δύο πρωταγωνιστών. Αυτό δημιουργεί ζώνες αντιλογοτεχνικές, που φορτώνουν με επιστημονικά δεδομένα, με μια στείρα ξύλινη (ήπια) καθαρεύουσα, με μετρήσεις και άλλα στοιχεία, τα οποία ναι μεν συντελούν στη σκιαγράφηση των ενδιαφερόντων και συνεπής της στάσης ζωής των δύο πρωταγωνιστών, αλλά συνάμα μειώνουν το αναγνωστικό ενδιαφέρον.
Ιδεολογικά, “Ο κηπουρός και ο καιροσκόπος” ενθρονίζει την επιστήμη ως μοχλό ανάπτυξης του έθνους. Στο έργο του Φύσσα, από τη μία ο Χωματάς κι από την άλλη ο Αστεριάδης αφοσιώνονται στη μετεωρολογία και στην γεωπονική αντίστοιχα, ενώ γύρω-τους μαίνεται η γερμανική κυριαρχία (έξυπνο το χιαστό σχήμα, αφού ο Χωματάς ασχολείται με τον ουρανό και όχι ο Αστεριάδης, ο οποίος ασχολείται με τα χώματα –το επισημαίνει ο ίδιος ο Φύσσας μέσα στο βιβλίο). Έτσι, προβάλλεται η προοπτική ανθρώπων που δεν παίρνουν στρατόπεδο στην εμφύλια σύρραξη που αχνοφαίνεται, αλλά αν-ηρωικά πιστεύουν στη δύναμη της επιστήμης, η οποία θα δυναμώσει το έθνος από άλλη πλευρά.
Η Ελλάδα βγαίνει από την Κατοχή, αλλά οι κομματικές και ιδεολογικές παρατάξεις ετοιμάζουν ήδη τα μαχαίρια, που είχαν χρησιμοποιήσει σε αδελφοκτόνα χτυπήματα και μέσα στην Αντίσταση, για να κηρύξουν τον Εμφύλιο. Οι δυο επιστήμονες δείχνουν πόσο όλα αυτά είναι εκτός της λογικής-τους.
Αν δει κανείς το έργο εργαστηριακά, θα πρέπει να επιδοκιμάσει τη δουλειά, την ατμόσφαιρα, την κλιμακωτή ανάβαση του υλικού, τη σκιαγράφηση των δύο χαρακτήρων. Αν όμως το διαβάσει με άξονα το προσληπτικό αποτέλεσμα, θα βρεθεί μετέωρος, καθώς η αφήγηση υποτάσσεται στον φόρτο στοιχείων που γεμίζουν με επιστημονικά στοιχεία μια λογοτεχνική γραφή. Ο αναγνώστης οδηγείται στο να πηδήξει μικροενότητες, να παραγκωνίσει τα πραγματολογικά στοιχεία, να προσπεράσει ό,τι βαραίνει για να ελιχθεί και να εστιάσει στα πρόσωπα και στο ιστορικό πλαίσιο. Αυτό όμως δείχνει πόσο απονευρωμένη είναι η συνοχή και η πλοκή ψηφίδα – ψηφίδα…

[οι εικόνες αντλήθηκαν από: www.gardena.com, aienaristeyein.com, www.cslab.ntua.gr, www.newsbomb.gr, www.greekmeds.gr και www.athinorama.gr]
Πατριάρχης Φώτιος