Tuesday, July 29, 2014

Το Σπίτι-μας, η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ.




Η βιβλιοθήκη στη λογοτεχνία είναι ένα μοτίβο που αποτέλεσε τη βάση για να γραφούν πολύ καλά και ευφυή κείμενα. Και λέω ευφυή, επειδή η βιβλιοθήκη, περισσότερο ως δωμάτιο ή κτήριο και λιγότερο ως έπιπλο, αποτέλεσε τον τόπο επαφής με το βιβλίο και την κουλτούρα, αλλά και χώρο μυστηρίου, μέρος όπου αναβιώνει το παρελθόν με τη διακειμενική-του τρίτη διάσταση, αλλά και πέρασμα σε μυστικές κρύπτες κ.ο.κ.
 
            Είναι συχνά ο κατεξοχήν χώρος μέσα στον οποίο εκτυλίσσονται αυτοαναφορικά μυθιστορήματα, έργα που αναφέρονται στο ίδιο το βιβλίο και τη δύναμή-του, σε παράξενους συγγραφείς, σε κρυμμένα μυστικά του παρελθόντος… Το βιβλίο που αναφέρεται σε μια βιβλιοθήκη, που την ενθέτει και την εμπεριέχει, ταυτόχρονα εμπεριέχεται σε μια βιβλιοθήκη. Αλλά και ο αναγνώστης που διαβάζει έναν τόμο για τη βιβλιοθήκη μπορεί εξίσου να βρίσκεται μέσα σε μια τέτοια σε μια αέναη τεχνική της αβύσσου.

-         Ελίας Κανέτι, Η τύφλωση (1935)
-         Χόρχε Λουίς Μπόρχες, “Η βιβλιοθήκη της Βαβέλ” (1941)
-         Agatha Christie, “Ένα πτώμα στη βιβλιοθήκη” (1942)
-         Ουμπέρτο Έκο, “Το όνομα του ρόδου” (1980)
-         Κάρλο Φραμπέτι, “Το βιβλίο-κόλαση” (2002)
-         Αριστείδης Αντονάς, Ο φλογοκρύπτης (2003)
-         Δημήτρης Μαμαλούκας, “Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα” (2007) 

Ο Ούγγρος νομπελίστας Ελίας Κανέτι ορθώνει έναν αγοραφοβικό διανοούμενο που όλο και πιο πολύ κλείνεται στην τεράστια βιβλιοθήκη-του, απομονώνεται από τον κόσμο και εγκλωβίζεται στα θέλω της πανούργας οικονόμου-του. Ο Αργεντίνος Χόρχε Λουίς Μπόρχες φαντάζεται ένα ουτοπικό μέρος όπου θα υπάρχουν όλα τα βιβλία που γράφτηκαν και όσα θα γραφούν από τούδε και στο εξής, ενώ η Αγγλίδα Άγκαθα Κρίστι αξιοποιεί τη βιβλιοθήκη όχι τόσο για την πνευματική-της περιουσία όσο για να στηρίξει πάνω-της το οξύμωρο σχήμα “πνεύμα-φόνος”, ενώ το περίφημο “Όνομα του ρόδου” του Ιταλού συγγραφέα Ουμπέρτο Έκο καθιστά το βιβλίο φονικό όργανο, όταν εμποτίζεται με μια δηλητηριώδη ουσία και τη βιβλιοθήκη χώρο φύλαξης μυστικών που δεν πρέπει να αποκαλυφθούν.
Ο Ιταλός Κάρλο Φραμπέτι στέλνει τα αμαρτωλά βιβλία σε μια πολυεπίπεδη κόλαση και παίζει με μαθηματικό τρόπο με το δαντικό πρότυπο, προσαρμόζοντάς-το σε μια βιβλιοφορτωμένη αφήγηση. Ο Αριστείδης Αντονάς χωρογραφεί για άλλη μια φορά τα μυθιστορήματά-του, στην περίπτωση του “Φλογοκρύπτη” μέσα σε μια βιβλιοθήκη, όπου το φιλοσοφικό-αλληγορικό βάθος κυριαρχεί. Τέλος, μόλις το 2007 ο Δημήτρης Μαμαλούκας θέτει την πολύτιμη σε χρήμα βιβλιοθήκη του διάσημου βιβλιοσυλλέκτη στο κέντρο μιας αστυνομικής πλοκής και κερδίζει βιβλιόφιλους και λάτρεις του αστυνομικού είδους.
Τι λέει μια βιβλιοθήκη μέσα στο πεζογράφημα; Καταρχάς, προκαλεί μια αέναη εμβάθυνση, καθώς ο αναγνώστης διαβάζει ένα βιβλίο που αναφέρεται σε άλλο ή άλλα βιβλία και πάει λέγοντας. Δημιουργούνται έτσι αντανακλάσεις ή διακειμενικές σχέσεις οι οποίες λένε πολλά για την ίδια τη διαδικασία της ανάγνωσης, αλλά και την αξία, άυλη ή υλική, του περιεχόμενου των ραφιών. Από την άλλη, αφήνει περιθώρια για παιχνίδια, μαθηματικά, αστυνομικά, φιλοσοφικά, κι έτσι καθιστά τη βιβλιοθήκη μικρόκοσμο με πολλές προεκτάσεις.
Ποια άλλα λογοτεχνικά έργα γνωρίζετε που να δίνουν στη βιβλιοθήκη κυρίαρχο ρόλο;  

[Η φωτογραφική πανδαισία, που στολίζει το ποστ, αντλήθηκε από: jetsetta.com, www.wallpaperhi.com, asolitaryraven.livejournal.com, www.philpaine.com και en.wikipedia.org] 

(Αύριο πετώ για τον Καναδά, όπου έχω συγγενείς,
γεμάτος περιέργεια και αδημονία,
αλλά και ελληνικά βιβλία για να μην ξεχαστώ εκεί πάνω…)  
Καλό Καλοκαίρι
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, July 25, 2014

“Το θέατρο του Σάμπαθ” του Philip Roth

Πώς αναπληρώνεται η απώλεια και πώς αυτή ξαναχτίζει τον άνθρωπο μέσα στο πλέγμα-της; Ο Αμερικάνος συγγραφέας ξανά και ξανά βάζει στο μικροσκόπιο τον εαυτό-του, για να διερευνήσει τον άνθρωπο. 

Αμερικάνικος καφές με άρωμα κεράσι:
Philip Roth
Sabbaths Theater
1995
Το θέατρο του Σάμπαθ
μετ. Α. Βαχλιώτης
εκδόσεις Πόλις
2013
 

 
            Δεν θα ασχοληθώ με τα πολλάκις επαναλαμβανόμενα κουσούρια του έργου του Ροθ, όπως τα έχω συναντήσει ως τώρα και τα έχω εντοπίσει σε παλαιότερες αναρτήσεις. Δεν θα μιλήσω πάλι για τη μανία-του για το σεξ, που το έχει αναγάγει σε φροϋδικής σύλληψης κορυφαίο συστατικό στη ζωή του ανθρώπου, δεν θα μιλήσω για τον εγκλωβιστικό αυτοβιογραφισμό-του, ούτε για τα θέματα, όπως λ.χ. την εβραϊκότητα, που έρχονται και ξανάρχονται σαν μανιέρα. Όχι θα γίνω ο καλοπροαίρετος αναγνώστης, που θα μπει εξ αρχής στο μήκος κύματος του συγκεκριμένου βιβλίου.
            Ο Μίκι Σάμπαθ, άπορος εξηντατετράχρονος μαριονετίστας της Νέας Υόρκης, έχει δεκατρία χρόνια δεσμό με την πενηνταδυάχρονη Ντρένκα Μπάλιτς, ενώ κι οι δύο είναι παντρεμένοι. Αυτό δεν τους εμποδίζει να έχουν μια ενεργή σεξουαλική ζωή, ώσπου η Ντρένκα ζητά από τον Μίκι να πάψει να είναι πολυγαμικός και να αφοσιωθεί σ’ αυτήν. Ο Ροθ με το σενάριο το οποίο ξεκινά το μυθιστόρημα αποδομεί την επικρατούσα υποκρισία και δηλώνει μυθιστορηματικά ότι μέσα σε καθεστώς πανσεξουαλικής ελευθεριότητας οι κανόνες της κοινωνίας δεν είναι δυνατόν να τηρούνται με ηθικές απαιτήσεις. Στην ουσία, ο συγγραφέας δείχνει πόσο ασυνεπείς είναι οι άνθρωποι, οι οποίοι μπορούν σοφιστικά να εξηγήσουν την όποια ανήθικη ή αήθικη συμπεριφορά-τους, κινούμενοι σε μια κοινωνία που βρίσκεται σε μεταιχμιακή κατάσταση.
           
Ο θάνατος της Ντρένκα οδηγεί τον Σάμπαθ σε νέες ατραπούς, γεμάτες με αναμνήσεις από μια αχαλίνωτη σεξουαλική ζωή που έζησαν μαζί, οι δυο-τους, σε τρία, ή με άλλους παρτενέρ, που δεν έλειπαν ποτέ από το κρεβάτι-τους.
            Ο Ροθ καταφέρνει να αφηγείται με εξαιρετική άνεση, να αναμιγνύει τις εξελίξεις με τα σχόλια και τα λόγια των προσώπων, να ελίσσεται χωρίς να χάνεται. Το πιο αξιοπρόσεκτο όμως είναι πως μπορεί και πηγαινοέρχεται από το παρόν στο παρελθόν και ξαφνικά μας πετάει στο μέλλον, χωρίς να αφήνει κενά και χωρίς κανείς να αποπροσανατολίζεται. Πότε μιλούσε για τις ερωτικές συναντήσεις του Μίκι με την Ντρένκα και πότε διακτινίζεται στη μετά τον θάνατό-της δράση, πότε επιστρέφει στο παρελθόν με ανεπαίσθητες αναδρομές, όλα ομαλά, όσο και καίρια, δίχως τις περιττές μερικές φορές μεταβάσεις.
            Η ελευθερία του κειμένου γίνεται συχνά ελευθεροστομία, η βωμολοχία αντικαθίσταται από την πορνογραφία, αλλά καμία από αυτές τις έννοιες δεν ενοχλεί το σύγχρονο κοινό, όσο αυτό θεωρεί τη λογοτεχνία γνήσια έκφραση και αφηγηματική ικανότητα. Κι ο Αμερικάνος συγγραφέας δεν υστερεί καθόλου, αφού ξεσπά ακάθεκτος, βατεμένος από βιώματα ή ευσεβείς πόθους, και αφηγείται με ορμή, με ρυθμό, με στόφα πορνόγερου που θέλει να ζήσει ακόμα τους βιολογικούς-του ίμερους. Και μέσω αυτών προσπαθεί να ναρκοθετήσει τις συμβάσεις ενός πολιτισμού, προβάλλοντας την απιστία αντί της οικογένειας, την ιεροσυλία πάνω στον τάφο αντί της κατανυκτικής ανάμνησης των νεκρών, του σεξ αντί των συναισθηματικών επαφών. Ο Ροθ, βιωματικά ή ιδεολογικά (ή και τα δύο), σοκάρει…
            Στην ουσία το βασικό θέμα του βιβλίου είναι η απώλεια. Αφενός, η πιο συνεπής ερωμένη η Κροάτισσα Ντρένκα, που πεθαίνει πάνω στο άνθος του ιμέρου-τους, κι αφετέρου η εξαφάνιση, δοσμένη αναδρομικά, της πρώτης γυναίκας του Σάμπαθ, της Ελληνίδας Νίκης. Ενδιαμέσως, ο πρωταγωνιστής εκδιώκεται από τη δεύτερη γυναίκα-του, τη Ροζάνα, η οποία υπέφερε από αλκοολισμό, και ανέστιος πένης, ετών εξήντα τεσσάρων να μην ξεχνιόμαστε, γυρίζει χωρίς βάση, γυναίκα και χρήματα, αναθυμούμενος το παρελθόν-του. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, νομίζω ότι θέμα του βιβλίου είναι η αποτυχία. Ο Μίκι απέτυχε ως σύζυγος δύο φορές, ως θεατράνθρωπος, ως επαγγελματίας… Μόνη-του ανακούφιση είναι το σεξ, ένα σεξ που πολλές φορές τον κάνει γελοίο, κοινωνικά καταδικαστέο, γεροξούρα, μανιακό…, αλλά πάντα γυρίζει σ’ αυτό σαν πορνοστάρ που δεν ξέρει με ποιον άλλο τρόπο να ζήσει. Όλα όσα ακολουθούν, τραγικά και κωμικά μαζί, δείχνουν πού οδηγείται ο ήρωάς-μας, πόσο η μοναξιά, η ανάγκη, η αποτυχία επικαθορίζουν τη ζωή-του και τον ωθούν στα άκρα.
            Από ένα σημείο και μετά η σφιχτή πλοκή χαλαρώνει και το κείμενο κινείται με μια χαώδη ελευθερία, με μια ασύδοτη προσθήκη σκηνών, γεγονός που εξαρθρώνει το μυθιστόρημα σε αλυσιδωτά περιστατικά. Είναι η τρέλα που κανοναρχεί τον Σάμπαθ, από την απόπειρα αυτοκτονίας της Ροζάνα εξαιτίας πατρικών τραυμάτων μέχρι τα προσωπικά-του αδιέξοδα. Γενικά, ενώ ξεκίνησα δυναμικά, μετά τη μέση κάθισα, έχασα την προσοχή-μου, βούλιαξα σε λιμνάζοντα νερά που αδυνάτισαν την πλοκή. Ο Ροθ άφηνε τον ήρωά-του να τον παρασέρνει χάνοντας τον έλεγχο του κειμένου. 

[Η βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 22/7/2014 και κοσμείται καταρχάς από τον πίνακα του Julian Story "Νύμφη και Σάτυρος" (1892) και από εικόνες που ελήφθησαν από: williambeem.com, www.wordandfilm.com, forum.woodenboat.com, termlifeinsurancemales.com, spiritandconsequences.blogspot.com και commons.wikimedia.org]
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, July 22, 2014

“Εκεί όπου ανθίζουν οι υάκινθοι” της Jhumba Lahiri

Γιατί να βάλουν εξώφυλλο μπεστ-σέλλερ σε ένα μυθιστόρημα που είχε μπει στη μικρή λίστα των Booker του 2013; γιατί να εκδώσουν με λευκό φόντο και φανταχτερά γράμματα ένα κείμενο με εθνικούς και ατομικούς προβληματισμούς…; 
 

Ινδικός καφές:
Jhumba Lahiri
The Lowland
Alfred A. Knopf
2013
“Εκεί όπου ανθίζουν οι υάκινθοι”
μετ. Σ. Αργυροπούλου
εκδόσεις Μεταίχμιο
2014
 
 

             Η Ινδή συγγραφέας, αγγλοσαξονικής παιδείας, μας ταξιδεύει στη δεκαετία του ’60 και του ’70 στην Καλκούτα, παρακολουθώντας την πολιτική ιστορία της πατρίδας-της μετά την απελευθέρωση από τη βρετανική κατοχή (1947).
            Δυο αδέλφια, ο Σουμπάς και ο Ουντάγιαν, αποτελούν το δίπολο/δίποδο πάνω στο οποίο στηρίζεται η αφήγηση. Ο πρώτος είναι πιο φιλήσυχος, πιο συντηρητικός και φεύγει για να σπουδάσει χημικός μηχανικός στην Αμερική, ενώ ο δεύτερος είναι πιο παρορμητικός και εντάσσεται στο μαοϊκό κίνημα Ναξαλμπάρι, προσπαθώντας να φέρει την επανάσταση στη χώρα-του. Στην ουσία προσωποποιούνται δυο τάσεις της μετα-αποικιακής Ινδίας, που προοικονομούν πιθανές μελλοντικές πορείες. Πάνω σ’ αυτούς ανοίγονται δυο δρόμοι, τόσο ατομικοί όσο και εθνικοί, που διατρέχουν όλο το μυθιστόρημα. Ο «επαναστάτης» Ουντόγιαν παντρεύεται, ενώ ο «συντηρητικός» Σουμπάς τα φτιάχνει με μια Αμερικανίδα, μεγαλύτερή-του, χωρισμένη και με παιδί!
Η Ινδία έχει μεν έναν εξωτισμό που ακόμα συντηρεί μια τέτοια λογοτεχνία, αλλά εδώ η Λαχίρι δεν φτιάχνει μια μπολιγουντιανή σύνθεση, ούτε μια ανατολίτικη μαγεία. Αντίθετα, γράφει ένα πολιτικό μυθιστόρημα για την προσπάθεια της χώρας-της να εκδημοκρατιστεί και μαζί να σταθεροποιηθεί οικονομικά. Για τα ρεύματα και τις προτάσεις ομάδων να οργανώσουν τη χώρα με δυτικά ή με κινέζικα πρότυπα, με φιλήσυχο ή με βίαιο τρόπο, με θεωρίες ή/και με πράξεις. Όποιος επισκεφτεί την Ινδία θα καταλάβει πόσο πολυπολιτισμική χώρα είναι, πόσο ετερόκλιτη και αντιφατική. Αυτή την αντιφατικότητα αναδεικνύει ως διχασμό, προσωπικό και εθνικό, η συγγραφέας, έναν επαμφοτερισμό που προκαλεί τουλάχιστον αμηχανία στον Σουμπάς, που αναλαμβάνει να περιφέρει την οπτική-του γωνία στο κείμενο.
Ειδικά όταν ο Ουντάγιαν σκοτώνεται, ο Σουμπάς αλλάζει ρότα και γυρνά εκών άκων στην πατρίδα, όπου συναντά τους γονείς-του και την Γκαούρι, την έγκυο χήρα του αδελφού-του. Και βλέποντας τα ποικίλα αδιέξοδα, αναλαμβάνει ευθύνες που ίσως δεν του αναλογούσαν και παντρεύεται τη νύφη-του, παίρνοντάς-την μαζί-του στην Αμερική. Είναι το ταξίδι των συνεχών μπρος-πίσω, όπως κι όλη η Ινδία που ταλαντεύεται ανάμεσα στο ντόπιο και στο ξένο, στο εγχώριο και στο διεθνές, στο τοπικό και στο κοινοπολιτειακό. Το ατομικό μπλέκεται με το εθνικό κι έτσι παίρνει φόρα ο τροχός του μυθιστορήματος…
Βλέπουμε ζωντανούς τύπους που παρουσιάζονται πολύπλευρα, είναι συνεπείς με τον εαυτό-τους, χωρίς να ξεφεύγουν από την ιδιοσυγκρασία-τους, και τηρούν μια σταθερή πορεία ζωής. Ο Σουμπάς φαίνεται ο απλός, φιλήσυχος, καθόλου ριψοκίνδυνος πολίτης, που δεν θέλει να θέτει σε κίνδυνο ούτε τον εαυτό-του ούτε τους γύρω-του, αλλά δεν δρα ατομικιστικά και δεν κοιτά να κρυφτεί όταν προκύψουν προβλήματα. Η Γκαούρι δείχνει πιο ανικανοποίητη και γι’ αυτό αφήνει την κόρη-της Μπέλα στα χέρια του Σουμπάς και φεύγει για να συνεχίσει τις σπουδές-της.
Αυτό που μου φάνηκε μείον είναι η διάχυση της προσοχής σε τρία τέσσερα πρόσωπα, από τον Ουντάγιαν και τον Σουμπάς στην Γκαούρι και στη Μπέλα, γεγονός που αδυνατίζει την πλοκή. Το μυθιστόρημα απλώνεται σε 500 σελίδες, ξεκινά από την Ινδία και ξαναγυρίζει σ’ αυτήν, μπαινοβγαίνει στο πολιτικό μέρος αλλά και δίνει έμφαση στην ιδιωτική ζωή, ξεχειλίζει προς διάφορες κατευθύνσεις. Όλο αυτό περνά εικόνες πλημμύρας που δεν μπόρεσαν να συμμαζευτούν και εντυπώσεις φλύαρης αφήγησης που χαίρεται να ξεχύνεται στον κάμπο. 

[Οι εικόνες που παρατίθενται παραπάνω αντλήθηκαν από: www.glitters20.com, www.dennisgallaher.com, www.kingsacademy.com, www.criterion.com, dustedoff.wordpress.com και www.telegraph.co.uk]
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, July 19, 2014

“Η γιορτή της ασημαντότητας” του Μίλαν Κούντερα

Μια αλυσίδα ασήμαντων επεισοδίων, καρφωμένων πάνω σε ένα ιδιότυπο, διανοουμενίστικο χιούμορ, απαρτίζει τη νέα νουβέλα του μεγάλου Γαλλοτσέχου συγγραφέα. 

Εσπρέσο με γάλα:
Milan Kundera
“La fête de l' insignifiance”
Gallimard 2014
Μίλαν Κούντερα
“Η γιορτή της ασημαντότητας”
μετ. Γ. Χάρης
εκδόσεις Εστία
2014
 

 
            Ο Κούντερα είναι ένας από τους ζωντανούς θεούς του μυθιστορήματος. Είναι ένας στοχαστικός συγγραφέας αλλά και ένας αφηγηματικός δοκιμιογράφος. Δεν είναι τόσο, για μένα, ο δημιουργός της “Αβάστακτης ελαφρότητας του είναι”, όσο του “Αστείου”. Είναι περισσότερο ο συγγραφέας της “Αθανασίας” παρά των μετέπειτα γαλλικών έργων-του. Είναι ο δοκιμιογράφος που γνωρίζει καλά να ακτινογραφεί τη λογοτεχνία που διαβάζει και να ανευρίσκει την ουσία των κλασικών. Είναι ο ζωντανός θρύλος μιας ολόκληρης ευρωπαϊκής στροφής στο μυθιστόρημα που εισήγαγε τον δοκιμιακό λόγο και έσμιξε αφήγηση και στοχασμό στην ίδια σελίδα.
 


Αλλά μέχρι πού είναι αποδεκτή η νόθευση αυτή της αφήγησης; Έως πού μπορεί ο αναγνώστης να αποδεχτεί τη συρρίκνωση της δράσης προς όφελος του δοκιμίου; Πόση αναλογία στοχασμού και ιστορίας μπορεί να αντέξει το μυθιστόρημα ώστε να μη χάσει τη φύση-του;
         Το τελευταίο-του έργο ακολουθεί μια αποσπασματική δομή, καθώς συνενώνει ετερόκλητες ιστορίες με κοινό άξονα μια παρέα Παριζιάνων. Πιο πολύ αυτοί μηρυκάζουν όσα έζησαν και εκφράζουν τους προβληματισμούς-τους πάνω σ’ αυτά παρά τα ζουν. Κι αυτός ο λόγος επί της δράσης σε συνδυασμό με την ασημαντότητα των δρώμενων προκαλεί προβληματισμό για το πού πηγαίνει η (μεταμοντέρνα) λογοτεχνία του λέγειν και όχι του δεικνύναι, του ονομάζειν και όχι του παριστάναι. Ο Κούντερα τεντώνει στα άκρα, προχωρά ακόμα περισσότερο την τάση (και του ίδιου) να σχολιάζει όσα γίνονται, θέτοντας αυτομάτως σε δεύτερη μοίρα τα ίδια τα γεγονότα. Τα γεγονότα υποβιβάζονται σε συμβάντα, εν γένει ασήμαντα, που αξίζουν ως βάση για τις φιλοσοφικές ασκήσεις του νου. Ωραία ως πρόθεση, πάσχει όμως λόγω της λογοτεχνικής απαξίωσης της ίδιας της αφήγησης. “Η γιορτή της ασημαντότητας” ενθρονίζει το μικρό, για να διοικεί από πίσω (συχνά ανοικτά και ορατά) η βασιλομήτωρ δοκιμιακότητα, το σχόλιο κ.ο.κ.
            Συνάμα η κλασική αφήγηση κατατεμαχίζεται σε μικρές σκηνές, που υποβάλλουν τα σέβη-τους στο κωμικό και το αστείο. Ο Στάλιν που έλεγε εμφανώς εξογκωμένες ιστορίες, οι ακόλουθοι του Στάλιν που εκφράζονται ανοικτά … μόνο στις τουαλέτες, οι καλεσμένοι σε δεξίωση που κοιτάζουν αποχαυνωμένοι ένα πούπουλο να υπερίπταται κ.ο.κ. Όλα αυτά είναι αστεία αλλά δεν είναι άκρως χωρατά. Είναι φυσικά φιλοσοφικά αστεία, που ενέχουν την αμφισβήτηση και τον προβληματισμό, την αλληγορία και τη λοξή ματιά, που συστήνουν ένα μυθιστόρημα ιδεών χωρίς δομή, με χαλαρή σύνδεση, μια αλυσίδα σκηνών με αόρατα δεσμά. Έτσι, νιώθω ως αναγνώστης ότι παρακολουθώ ετερόκλητα επεισόδια που άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο συνδέονται με τη βασική γραμμή της συγγραφικής οικονομίας. 
           

             Πιάνω το μυθιστόρημα από άλλη σκοπιά. Αν διαβάζω σωστά στο διαδίκτυο, το έργο εκδόθηκε στη Γαλλία το 2014. Επομένως η Εστία αποφάσισε να το εκδώσει στην Ελλάδα και ο Χάρης να το μεταφράσει, πριν κυκλοφορήσει. Αυτό με βάζει σε υποψίες ότι η ελληνική μετάφραση είχε προαποφασιστεί, ίσως πριν δουν το ίδιο το έργο, και επιλέχθηκε μόνο και μόνο από το όνομα του Κούντερα που λειτουργεί σαν brand name. Το ίδιο συνέβη και στους δημοσιογράφους ή κριτικούς που παρουσίασαν τη νουβέλα εδώ στις εφημερίδες-μας και (για να μην βγάζω τον εαυτό-μου απ’ έξω) εγώ πήρα το βιβλίο παρασυρμένος από την εκτίμηση του τρέφω γενικά στα έργα του Κούντερα, παρά τις όποιες αντιρρήσεις-μου για τη γαλλική-του εξέλιξη.
 
            Πού καταλήγω; Ότι το ίδιο το βιβλίο μετράει λιγότερο από τις θετικές-μας “προκαταλήψεις”, οι οποίες προκαθορίζουν τις επιλογές-μας. Ότι παίρνουμε ένα έργο πριν ακούσουμε καλά λόγια, αλλά απλώς επειδή το καταχωρίζουμε στα προς ανάγνωση με άξονα συμπάθειες προς συγγραφείς ή άλλες προδιαγεγραμμένες αντιλήψεις. Ο ογκόλιθος λ.χ. Milan Kundera έρχεται σαν οδοστρωτήρας να ισοπεδώσει τις όποιες ενστάσεις-μας και δισταγμούς-μας, προβάλλοντας με το βάρος του ονόματός-του κάθε νέο βιβλίο-του ως ποιοτικό, εντασσόμενο στη γραμμή της γενικότερης παραγωγής-του. Κι όμως συχνά το νέο έργο διαφέρει προς το χειρότερο από τα προηγούμενα, ή ο συγγραφέας δεν μπορεί συνεχώς να κινείται στα υψηλά επίπεδα στα οποία τον έχουμε συνηθίσει, ή η εξέλιξή-του μπορεί να μη μας αρέσει κ.ο.κ.
 
[Κατέβασα τις εικόνες, με τις οποίες κόσμησα το ποστ-μου, από τους εξής ιστότοπους: www.radio.cz, www.photos4travel.com, www.lifefoc.com, www.thenation.com και art.souilleurs.free.fr]
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, July 16, 2014

“Ο καλός κλέφτης” της Hannah Tinti

Ο μικρός ήρωας βρίσκεται ξαφνικά από το χριστιανικό περιβάλλον ενός παραδοσιακού και γι’ αυτό άστοργου ορφανοτροφείου στη μεγάλη ζωή με τις απάτες-της, τα μεγαλεπήβολα ψέματά-της, τις περιπέτειες των κλασικών μυθιστορημάτων και μια σαρδόνια συγγραφική σκανδαλιά που διαπερνά τα πάντα.  

Αμερικάνικος με άρωμα δαμάσκηνο:
Hannah Tinti
“The Good Thief”
2008
“Ο καλός κλέφτης”
μετ. Μ. Ζαχαριάδου
εκδόσεις Πόλις
2013
 
 

            Υπάρχει μια τάση στο σύγχρονο μυθιστόρημα (αναφέρομαι σε διεθνές επίπεδο) οι συγγραφείς να παίρνουν πρότυπα ή και συγκεκριμένα έργα του 19ου αιώνα και να τα ξαναγράφουν, ή καλύτερα να τα μιμούνται στην ατμόσφαιρα, στη γλώσσα, στο κλίμα της ανάγνωσης, αλλά με μια λοξή ματιά που δυναμιτίζει τη ρεαλιστική-τους βάση. Πρόχειρα θυμάμαι την “Ερωμένη του γάλλου υποπλοιάρχου” του Τζον Φώουλς ή τους “Ναυαγούς της Πασιφάης” του Φαίδωνα Ταμβακάκη.
            Η Hannah Tinti κάνει κάτι ανάλογο, μιμούμενη κατά βάση τη ντικενσιανή ατμόσφαιρα διανθισμένη με άλλους συγγραφείς που αποτύπωσαν τον 19ο αιώνα. Ένας μικρός με ακρωτηριασμένο το ένα χέρι, ο Ρεν, μεγαλώνει σε ορφανοτροφείο της Νέας Αγγλίας, απ’ όπου τον “υιοθετεί” ένας παμπόνηρος απατεώνας, ο Μπέντζαμιν, που μαζί με τον συνεταίρο-του τον Τομ, σκαρώνουν ένα σωρό απάτες εις βάρος των κατοίκων, για να εξοικονομήσουν χρήματα. Η αφήγηση έχει τη γενναιοδωρία των ιστοριών του κλασικού μυθιστορήματος, στήνει μπροστά-μας σκηνές και διαλόγους, απλώνει τις περιπέτειες με διάθεση να μη βιαστεί αλλά και χωρίς την αργή, βασανιστική, ραθυμία των παλιών συγγραφέων.
            Όποιος αγαπάει αυτό το κλίμα, μια εποχή με φτώχια και μικρούς διαβόλους που αλωνίζουν την αμερικάνικη ύπαιθρο, χωριά και επαγγελματίες που ζουν με τις μικροϊστορίες-τους, θα το χαρεί. Όποιος πάλι αναζητά μια νέα νότα, ένα συστατικό που θα αρτύσει το ξαναζεσταμένο φαγητό, ίσως το βρει στο σκανδαλιάρικο χιούμορ που παρωδεί το ρεαλιστικό υπόστρωμα. Ο μικρός νάνος που ζει στη σοφίτα και κατεβαίνει από την καμινάδα ή ο Ντόλυ, που θάφτηκε ζωντανός μέσα στο φέρετρο και απελευθερώθηκε κατά τύχη, όταν ο Μπέντζαμιν και η παρέα-του τυμβωρύχησαν για να βρουν πτώματα και τα πουλήσουν σε έναν ερευνητή-γιατρό, είναι τσεκουριές που σκίζουν στα δυο το σκονισμένο πρόσωπο μιας παρωχημένης περιόδου.
            Η Tinti προσπαθεί να ξαναδεί το αμερικανικό τοπίο με τη ζαβολιά της μεταμοντέρνας εποχής-μας. Το κείμενο γράφεται στα πρότυπα του κλασικού, αλλά αποσκοπεί στο να περάσει στην απέναντι όχθη, σ’ αυτήν του εικοστού αιώνα που βλέπει ειρωνικά το παρελθόν και τον εαυτό-του, που αναζητεί την ανατροπή, που παίζει πόκερ με τα λογοτεχνικά είδη.
            Σε μένα όμως όλο αυτό δεν λειτούργησε. Θα μπορούσα να μείνω ενεός σε μια αφήγηση που κυλάει και με κρατά εγρήγορο, αλλά συνάμα με κάνει να αναρωτιέμαι αν ο αναγνώστης πρέπει να ακολουθεί τον συγγραφέα και να ξεψαχνίζει τα θέλω-του ή να επιβάλλει τη δική-του γνώμη στο κείμενο… αν το κείμενο είναι ανοικτό και ερεθιστικό. Κι “Ο καλός κλέφτης” δεν ήταν…

[Οι εικόνες αντλήθηκαν από: www.cine-vue.com, www.bbc.co.uk, www.theguardian.com και www.telegraph.co.uk]
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, July 13, 2014

Μεταξύ λογικής και συναισθήματος


Υ
περεκτιμούμε τη λογική και υποβαθμίζουμε το συναίσθημα; Σίγουρα ναι, αφού όλη η κοινωνία, τεχνοκρατική και επιστημονικοτραφής, σκέφτεται τόσο εγκεφαλικά που πολλές φορές στραγγαλίζει κάθε παρόρμηση, ένστικτο, άλογη συμπεριφορά.
            Η ποίηση είναι κατ’ εξοχήν πεδίο ανάδυσης της συναισθηματικής πλευράς του ατόμου και γι’ αυτό είμαι σίγουρος ότι δύσκολα συμπυκνώνεται σε αναλύσεις, αλλά αφήνεται στον αέρα της θυμικής επαφής με το ποίημα. Ο αναγνώστης ανοικτός και δεκτικός ας προσεγγίσει το έργο με την απόλυτη ελευθερία της άμεσης επαφής, της αντανακλαστικής αντίδρασης, της άπλετης άφεσης στο χαμηλότονο ή υψηλό νόημα και πνεύμα των στίχων.
            Η πεζογραφία από την άλλη γράφεται και διαβάζεται ως ένα σύνολο που υπόκειται στην οικονομία της πλοκής, σε κανόνες που ίσως τους φτιάχνει το ίδιο το έργο αλλά οφείλει να τους τηρεί (οφείλει να μένει συνεπές με τον εαυτό-του), σε δομικές και κατασκευαστικές αρχές, σε συμπλοκή μορφής και περιεχομένου, σε μια πειθαρχία που νοηματοδοτεί το χάος κ.ο.κ. Με αυτούς τους όρους το πεζογράφημα κρίνεται, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης, ίσως περισσότερο ο μελετητής, ξεκινάνε να δουν πόσο πετυχημένο είναι αυτό το κράμα, πόσο αποτελεσματική είναι η συνταγή που ο ίδιος ο συγγραφέας επέλεξε, πόσο λειτουργική είναι η μίξη, ο ρυθμός, η πλοκή, οι χαρακτήρες, ώστε (πάντα εκεί καταλήγουμε) να δρομολογείται το μήνυμα προς τη συνείδηση του αναγνώστη.
            Κι έχω ξαναγράψει ότι μόνο με τέτοιες προϋποθέσεις μπορεί κανείς να συζητήσει με τον άλλο για ένα βιβλίο. Γιατί αν μείνουμε στο «μου άρεσε» ή «δεν μου άρεσε», η συζήτηση οδηγείται στα γνωστά στερεότυπα «περί ορέξεως…» και ο διάλογος μετατρέπεται σε παράλληλους μονολόγους, μονολόγους που δεν είναι συμβατοί. Αν όμως έχει ο καθένας τα επιχειρήματά-του, μπορεί να δεχτεί την ανασκευή, τη συμφωνία, την τροποποίηση κ.ο.κ. από τους άλλους.
            Κι ενώ αυτά όλα είναι πάγια αρχή-μου, έρχονται πολλές φορές τα ίδια τα κείμενα να μου πουν δύο (λίγο) διαφορετικά πράγματα:
1.      Ακόμα και στην πεζογραφία (στο διήγημα πιο πολύ, στο μυθιστόρημα πιο λίγο αλλά κι εκεί ισχύει) το συναίσθημα είναι μερικές φορές αυτό που παίζει τον πρώτο και συχνά τον καθοριστικό ρόλο στην πρόσληψη του έργου. Συχνά το θάβουμε κάτω από τόνους λογικών συλλογισμών, που είτε εξυψώνουν το βιβλίο με βαθιές αναλύσεις και ανασκαφές νοημάτων, είτε το υποβαθμίζουν, καθώς το απαξιώνουν παραμερίζοντας την εντύπωση που αφήνει, γνήσια και ανόθευτη, η απόλαυση της ανάγνωσης.
2.      Συχνά το νόημα του κειμένου είναι πίσω από τις γραμμές. Η λογική δεν φτάνει, τα επιμέρους θέματα και οι μορφολογικές αναλύσεις δεν μπορούν να αναδείξουν τις μυστικές συνδέσεις και εντέλει το αισθητικό αποτέλεσμα που περνά υποσυνείδητα και γίνεται κατανοητό μετά την ανάγνωση, ίσως πολύ καιρό μετά, ή στην ίδια την πράξη της αντίληψης του κόσμου που μεταβλήθηκε ανεπαίσθητα (εννοώ χωρίς να γίνει αντιληπτό) από το βιβλίο, το οποίο και επέδρασε υπόγεια και αφανώς.  

Αν λοιπόν δεν υπάρχει η ανάγκη για συζήτηση ή ανάλυση, για ρητή έκφραση των όσων αντιλήφθηκες κατά την ανάγνωση, πάρε ένα βιβλίο και ξεχάσου. Απόλαυσε τη μαγεία-του με μια μεταφυσική πίστη στην επίδραση που ασκεί στην ψυχή-σου, πάταξε τη λογική-σου που σου λέει ότι έχει ατέλειες, ότι πάσχει στη δομή, ότι η αλήθεια-του υστερεί και εμπιστεύσου το συναίσθημα ή τη διαίσθηση, που μπορεί να σου δώσει τα μυστικά-του. Ξέφυγε από τη στενή αντίληψη της λογοτεχνίας ως τεχνικής και δες-την ως τέχνη, που έχει μέσα-της το άλογο, το παρορμητικό, το ασυνείδητο, το αυθόρμητο… τα οποία δεν αναλύονται (εκτός αν μπορέσουμε κάποια στιγμή να τα μελετήσουμε).
Η λογοτεχνία θέλει ένα τζάκι τον χειμώνα ή μια σκιερή γωνιά στον κήπο το καλοκαίρι, θέλει χαλάρωση, αφοσίωση, θέλει ένα ερημονήσι στο οποίο να μην τρέχει ο χρόνος.
 
[Άντλησα φωτογραφίες από: blog.stylesight.com, theanimals.pics, blogs.colum.edu, www.iefimerida.gr και www.centerforearlyeducation.org]
Πατριάρχης Φώτιος