Thursday, January 30, 2014

“Όλοι μπορούν να κάνουν φόνο” της Ανθής Λεκάτη

Πίσω από την προσωπική-μας ζωή κρύβονται συχνά αδιόρατα μεγάλα συμφέροντα και πίσω από έναν συγγραφέα που συγκεντρώνει εμπειρίες και στοιχεία για τα βιβλία-του κινούνται επιχειρηματικοί μηχανισμοί που δεν είναι καθόλου αθώοι. 
 
 
Latte macchiato:
Ανθή Λεκάτη
“Όλοι μπορούν να κάνουν φόνο”
εκδόσεις Μελάνι
2013 

            Φαντάζομαι συχνά τον συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων να κάθεται στο γραφείο-του με χαρτί και μολύβι και να κάνει σχεδιαγράμματα, να καταγράφει ενδείξεις, υπόπτους, κίνητρα, να συνδέει πειστικά και παραπειστικά τα στοιχεία, να ετοιμάζει το πλάνο του βιβλίου-του παίζοντας με τους συλλογισμούς και την πορεία των ερευνών. Σαν ένα μεγάλο παιδί που παθιάστηκε με τα Lego-του και αποφάσισε να δοκιμάσει ποικίλους συνδυασμούς, μέχρι να βρει την καλύτερη συνδεσμολογία και να ενώσει τα πολύχρωμα τουβλάκια-του. Κι όπως είχε πει κάποιος, η πλοκή ενός έργου δεν είναι απλή υπόθεση.
            Η νεαρή συγγραφέας ξέρει να παίζει καλά με τα τουβλάκια-της: ένας γόης συγγραφέας αστυνομικών, δυο γυναίκες πτώματα, μια ψυχολόγος σε δράση, μια λέσχη ανάγνωσης, δυο αστυνόμοι που δεν μασάνε, ένας αδελφός που θέλει να εκδικηθεί, ένας φίλος που ξέρει να κινείται παρασκηνιακά. Το πρώτο πτώμα, η Όλγα, φέρνει ξανά στο προσκήνιο το άλλο, που είχε βρεθεί ένα χρόνο πριν, τη Μαρία. Κι οι δύο σχετίζονται με τον διάσημο συγγραφέα Γιώργο Καζάκο και πεθαίνουν σχεδόν με τον ίδιο τρόπο. Είναι τυχαίο; Και έτσι ένας θίασος από περιφερειακά πρόσωπα που εμπλέκονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κάνουν την έρευνα ένα κουβάρι σοφά υπολογισμένων κόμπων.
            Για αστυνομικό μυθιστόρημα κλασικής εποχής, που φορτσάρει όταν πρέπει, που διασπείρει ενδείξεις, που ακολουθεί συνεπή βήματα μέχρι την εξιχνίαση, που ακολουθεί ντόμινο σημείο προς σημείο τα ίχνη έως τον δολοφόνο, είναι καλό. Η αλληλουχία είναι εύλογη, οι έρευνες δεν κάνουν άλματα, οι συλλογισμοί τους οποίους υποβάλλει τον αναγνώστη, η πλοκή που στηρίζεται σε προσεχτικές κινήσεις είναι ατού που δύσκολα σε κάνουν να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια-σου. Δυο μέρες γεμάτες δράση, που σε έκαναν να περιμένεις πότε θα ξαναπιάσεις το μυθιστόρημα, που σε έβαζαν σε μια ανυπόμονη αναμονή. 
            Το έργο ολοκληρώνεται χωρίς χάσματα. Διαβάζουμε μια μηχανή νοημάτων, που συνδέει τα μεμονωμένα και οδηγεί σε ασφαλείς διασυνδέσεις. Πίσω από τους φόνους κρύβονται –όπως πάντα- μεγάλα συμφέροντα κι έτσι ο ένοχος είναι μακριά από την καθημερινότητά-μας. Αυτό βέβαια δεν είναι το μόνο κλισέ της ιστορίας: η αστυνομία που κάνει τα στραβά μάτια, η προδοσία, ο αδιάφθορος αστυνόμος που δεν κολλάει σε πιέσεις κ.λπ. Δεν ενοχλούν όμως τόσο, αφού κάθε αστυνομικό μπαινοβγαίνει στα στερεότυπα για να επιβεβαιώσει την ειδολογική-του αξία.
            Αυτό που εξακολουθώ να γράφω κατά καιρούς είναι τέτοια έργα είναι μίας χρήσης. Διαβάζουμε, λύνουμε ή όχι τον γρίφο, τελειώσαμε. Μένουμε εκεί και δεν ανοίγουμε περισσότερο τη σκέψη-μας. Αυτό ωστόσο δεν υποβαθμίζει το εγχείρημα, αλλά το κρατά στο περιθώριο των εξελίξεων.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, January 27, 2014

“Κώδικας τιμής” του Τηλέμαχου Κώτσια

Η φωνή του αίματος που φωνάζει κάνει τους συγγενείς του θύματος να ζητούν εκδίκηση, μια εκδίκηση προσδιορισμένη από τον Κώδικα, βαπτισμένη με κανόνες και άγραφα θέσφατα. Ο έρωτας έρχεται ως αντίβαρο να δείξει τη δύναμή-του και να προστατέψει ψυχολογικά τον διωκόμενο. 
 
 
Αλβανικός καφές με παξιμάδι:
Τηλέμαχος Κώτσιας
Κώδικας τιμής
εκδόσεις Ψυχογιός
2013 

            Το μυθιστόρημα του Βορειοηπειρώτη συγγραφέα έρχεται να αναδείξει ένα είδος ηθικής δικαιοσύνης που απ’ ό,τι φαίνεται είναι κοινό στα Βαλκάνια, όπως το είδαμε σε μια εκδοχή-του στον «Χορό στα ποτήρια» της Γεωργίας Τάτση στην προηγούμενη ανάρτηση. Από την Κρήτη και τη Μάνη έως τη Βόρεια Αλβανία, ο φόνος ξεπλένεται με αίμα, καθώς είναι ντροπή εκ μέρους της οικογένειας του θύματος να αφήσει αναπάντητη μια τέτοια προσβολή. Στην Αλβανία μάλιστα ένας παμπάλαιος Κώδικας, ο κώδικας Λεκ Ντουκαγκίνι, που ήδη διαρκεί πέντε αιώνες (με μια πεντηκονταετία διαλείμματος την οποία είχε επιβάλει το κομμουνιστικό καθεστώς), καθορίζει με όρους τιμής και μπέσας τη διαδικασία με την οποία οφείλει κανείς να σκοτώσει τον δράστη.
            Ο Ζεφ Γκιονμπίμπαϊ σκοτώνει τον Μάρας Τσούραϊ, όταν ο τελευταίος επιχείρησε με ενέδρα να τον ληστέψει. Ο Κώδικας προστάζει την οικογένεια του θύματος να πάρει εκδίκηση κι έτσι τα πέντε αδέλφια Γκιονμπίμπαϊ αναγκάζονται να φύγουν για την Ελλάδα με ψεύτικα στοιχεία, ώστε οι διώκτες-τους να χάσουν τα ίχνη-τους, ενώ ο Ζεφ βρίσκει στην Αθήνα δουλειά στο σπίτι της Στέλλας. Οι Τσούραϊ επιχειρούν ανεπιτυχώς να δολοφονήσουν τα άλλα τέσσερα αδέλφια, ώσπου μια νέα εξήγηση του Κώδικα εστιάζει την εκδίκηση μόνο στον Ζεφ, ο οποίος και πρέπει να προφυλαχθεί. Η παραμονή-του κοντά στη Στέλλα γεννά έρωτα ανάμεσά-τους…
            Πέρα από τη γλώσσα του έργου που είναι πολύ επίπεδη και άνοστη, πολύ επιφανειακή και αμέτοχη της έντασης, το κείμενο κρίνεται άνισο. Από τη μια, ο έρωτας του Ζεφ για τη Στέλλα και τανάπαλιν, ο οποίος δεν πείθει, δεν ορθώνεται πάνω από τις γραμμές στιβαρός και αληθοφανής, πέφτει σε κοινοτοπίες, ελίσσεται και παραπατά, μένει γράμμα που δεν γεμίζει συναίσθημα. Από την άλλη, η ντόμπρα συμπεριφορά των δύο οικογενειών, ο τρόπος με τον οποίο τηρούν τους άγραφους νόμους, η πίστη στην τιμή και η τήρηση κανόνων, όπως υπαγορεύονται από την παράδοση, φαίνονται πολύ πειστικά. Ο αναγνώστης, αυτός ο αναγνώστης που δεν ξέρει πώς λειτουργεί ο Κώδικας, ο αναγνώστης της πόλης για τον οποίο μετράει πιο πολύ το νομικό δίκαιο, μυείται στο σύστημα της βεντέτας, η οποία καθορίζεται με όρια μπέσας, κατευθύνεται από παλιές αξίες, δρομολογείται με οδηγό το αίμα που φωνάζει.  
            Ο Κώτσιας, είναι σίγουρο, έχει πολλά να δείξει από μια κουλτούρα που δεν είναι οικεία σε μας τους βολεμένους αστούς. Κουβαλά μαζί-του τη νοοτροπία των βουνών, την παράδοση της Ηπείρου, τους άγραφους νόμους της Αλβανίας, τα ήθη ενός άλλου (πρωτόγονου αλλά και σταθερά παραδοσιακού) πολιτισμού, ο οποίος διείπε τους ανθρώπους χωρίς επίσημες αρχές και γραπτούς νόμους να τους διοικούν. Στο προηγούμενο βιβλίο-του, στον “Χορό της νύφης”, φέρνονται στο προσκήνιο παραδοσιακά στοιχεία αναβαπτισμένα στο φως νέων αντιλήψεων, αλλά εξίσου ανθεκτικά και δυνατά. Έτσι κι εδώ η τιμή του αίματος είναι η ζώπυρα που θέλει να φουντώσει και θα το κατάφερνε, αν δεν βούλιαζε σε μια άχρωμη γλωσσική άμμο και δεν νερούλιαζε στο ερωτικό στοιχείο, που ποτέ δεν πείθει στα έργα του Κώτσια.
            Προς το τέλος του μυθιστορήματος, όπως και στο προηγούμενο βιβλίο-του, ο συγγραφέας σηκώνει την ένταση και, καθώς συγκλίνουν οι δυο ιστορίες, κερδίζει πόντους. Αλλά και πάλι η λογοτεχνική δύναμη είναι ισχνότερη της τραγικής διάστασης της βεντέτας.
 
[Δανείστηκα τις φωτογραφίες από: www.thelovelyplanet.net, www.theapricity.com, beretandboina.blogspot.com και www.gjuhashqipe.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, January 24, 2014

“Χορός στα ποτήρια” της Γεωργίας Τάτση

Τα εξαιρετικά κείμενα της χρονιάς περιμένουν συνήθως αφανή να ανακαλυφθούν: σκληρά αντράκια, βαριές παραδόσεις, ένα παρελθόν που βαραίνει ακόμα και στη Γερμανία, μια τοπική μοίρα που κουβαλιέται σαν όγκος μέσα στο κρανίο. 
 
 
Ελληνικός μερακλίδικος:
Γεωργία Τάτση
“Χορός στα ποτήρια”
εκδόσεις Γαβριηλίδης
2013 

Πώς χωράνε σε τρεις ιστορίες η ανθρώπινη τραγικότητα και η συναισθηματική φόρτιση; Πώς αναδεικνύεται με απλά υλικά η προσωπική άνοδος ή κάθοδος με την πολιτική πορεία της χώρας; Τελικά όλα όσα γράφουν οι Έλληνες είναι βουτηγμένα στην έννοια της Μοίρας, που άλλοτε νικάει κι άλλοτε νικιέται, αλλά πάντοτε η μάχη είναι ίση και αντρίκια.
Το βιβλίο της Τάτση σκοπίμως δεν υποτιτλίζεται. Κι ενώ ξεκινά κανείς να το διαβάζει ως συλλογή τριών διηγημάτων, στην πορεία ανακαλύπτει ότι πρόκειται μάλλον για ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα (κι αυτό με επιφυλάξεις), αφού η δεύτερη ιστορία κουμπώνει με την πρώτη και η τρίτη με τις άλλες δύο. Έτσι, ο ευχάριστος αυτός αιφνιδιασμός λειτουργεί ανοικειωτικά, αλλάζει κλιμακωτά την ανάγνωση, ξαναφωτίζει τα προηγούμενα με τη γνώση των επόμενων.
Στο “Χορός στα ποτήρια”, μια κοφτερή συγκίνηση έρχεται προς το τέλος του διηγήματος να βυθιστεί στη συνείδηση του αναγνώστη. Ο Αλέξανδρος, που είναι πολιτικός πρόσφυγας/μετανάστης στη Σουηδία, έχει βρει μια Σουηδέζα και ζει την απλή και ήσυχη ζωή-του…. ώσπου μαθαίνει τι γίνεται πίσω στην πατρίδα, την οποία δεν έχει πάψει στιγμή να αναπολεί, μαθαίνει για τη χούντα και τον βασανισμό ενός συγγενή-του από έναν συγχωριανό-του, τον Αναστάσιο Αντωνίου, και επιστρέφει να σκοτώσει τον τελευταίο για να πάρει εκδίκηση. Η κατάληξη, τραγική πάνω στην ανδρεία του πρωταγωνιστή, σταδιακά κορυφούμενη με τον ήχο των νταουλιών, δουλεμένη σιγά σιγά στην αλλοφροσύνη του πανηγυριού, επαν-επενδύει το κείμενο με τον μανδύα της βαριάς τιμής και της αδυσώπητης μοίρας.
Στη συνέχεια, στο “Λαγός στιφάδο”, ο γηραιός Τάσος δυσκολεύεται από ποικίλες παθήσεις και τη μοναξιά, ειδικά μετά τον θάνατο της γυναίκας-του. Αναπολεί τα περασμένα χρόνια, θυμάται τις δυσχέρειες της νιότης, τον γάμο-του, την είσοδό-του στην αστυνομία και τώρα πηγαίνει στο ΚΑΠΗ όπου συναναστρέφεται άλλους συνομήλικούς-του … ώσπου σε ένα γεύμα ενός φίλου-του βλέπει το έντρομο βλέμμα του σκοτωμένου λαγού και θυμάται τα βασανιστήρια που υπέβαλλε στη χούντα έναν κοντοχωριανό-του. Τέλος, στο ολιγοσέλιδο “Ο νεκρός μιλάει”, ο Τάσος απολογείται.
Το βιβλίο, χωρίς να είναι μελό, είναι δραματικό και τραγικό. Στηρίζεται σε μια νεο-ηθογραφική αίσθηση του χορού, της τιμής, της ανδρείας, αλλά πιο πολύ τραβάει από την Ιστορία τη βαριά-της έλξη και την αναπόδραστη βαρύτητά-της. Το παρελθόν έρχεται πίσω και ρουφά τους ανθρώπους, τους θυμίζει και τους επιβάλλει τους νόμους-του, τους γεμίζει με τύψεις και τους καθηλώνει σε μια ασθματική αναπόληση, χωρίς τη δυνατότητα αλλαγής. Είναι μια δίνη που δεν αφήνει κανέναν να ξεφύγει από την περιστροφική-της περιδίνηση. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γλιτώσει από τα λάθη-του, ειδικά όταν αυτά έχουν πολιτική και ιστορική αξία, αφορούν δηλαδή στο ευρύτερο σύνολο και όχι στον στενό ατομικό βίο.
Το μεγάλο προτέρημα της Τάτση, το ξαναλέω, είναι η συσσωρευμένη ένταση που κάποια στιγμή (σοφά επιλεγμένη και προοικονομημένη) θα εκραγεί και θα κόψει την αφήγηση με τον μπαλτά της συγκίνησης. Η ιστορία, ο χορός, η πολιτική, οι ανθρώπινες σχέσεις, κλεισμένες στον πυρήνα της υπόθεσης, θα ανατιναχθούν σκορπώντας ρίγη σε όποιον καταλαβαίνει το βάρος της έντασης.

[Πρωτοδημοσιεύτηκε στον ιστότοπο In2life στις 17/1/2014. Οι φωτογραφίες ελήφθησαν από: www.musicheaven.gr, aetopetra.blogspot.com, directnews.gr, theantiquatedmindset.blogspot.com και thematakaialla.blogspot.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, January 21, 2014

“Η κατάρα των Ελλήνων” της Γεωργίας Γαλάνη

Η Αρά δεν είναι μια Ερινύα που κυνηγά, δεν είναι μια Μοίρα που ταλανίζει, δεν είναι ο Διωγμός χωρίς τέλος, αλλά μια δύναμη που μπορεί να ξαναγεννήσει τον Πέρση με άλλη αύρα. Ο Μάνος Κοντολέων σε πρόσφατη ανάρτησή-του έθεσε το θέμα του ιστορικού μυθιστορήματος κι εδώ ξαναδοκιμάζουμε την εφαρμογή-του. 
 
 
Περσικός καφές στη χόβολη:
Γεωργίας Γαλάνη
“Η κατάρα των Ελλήνων”
εκδόσεις Πατάκη
2013 

            Στα 22-της χρόνια η νεαρότατη συγγραφέας (γεννηθείσα το 1991) έχει ήδη εκδώσει δύο βιβλία· “Ο ήλιος δύο κόσμων” (2010) αναφέρεται στον Μεγάλο Αλέξανδρο και τώρα “Η κατάρα των Ελλήνων” καταπιάνεται με τους Περσικούς πολέμους. Παρά το νεαρό της ηλικίας, η Γαλάνη δείχνει αξιοθαύμαστη αφηγηματική άνεση, που δεν κάνει καμία κοιλιά στη γλώσσα, στο ύφος ή στη φυσικότητα της γραφής. Βεβαίως, αυτό οφείλεται εν πολλοίς και στο υλικό-της, το οποίο επειδή αποτελεί την ιστορία των κλασσικών χρόνων, την οποία έχει σπουδάσει, είναι πιο εύκολο να το χειριστεί και να στηρίξει πάνω σ’ αυτό τη λογοτεχνική-της γραφή.
            Με τους Περσικούς πολέμους ασχολήθηκε πρόσφατα ο Στεφανάκης στο έργο-του “Θα πολεμάς με τους Θεούς” το οποίο σκιαγραφεί τη μορφή του Λεωνίδα. Η Γαλάνη, ανάλογα, πραγματεύεται το κρίσιμο 480 π.Χ. τόσο στη μάχη στις Θερμοπύλες όσο και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, υιοθετώντας την οπτική γωνία ενός Πέρση, του Αρταχαίη, και προσπαθώντας να δει τα πράγματα από τη δική-τους σκοπιά. Ο Αρταχαίης γίνεται μυθιστορηματικός ήρωας, που, αν και στην αρχή είχε την απόλυτη εύνοια του βασιλιά Ξέρξη, αργότερα διαβλήθηκε και δραπέτευσε φυγάς στην Ελλάδα. Την ίδια σκοπιά, την περσική δηλαδή, επέλεξε και ο Άγγελος Βλάχος στο μυθιστόρημά-του “Ξέρξης: χαρτιά προσωπικά” (1979).
            Το βιβλίο διαβάζεται από τον αναγνώστη με ιστορική κατά βάση περιέργεια, χωρίς να αδιαφορεί για τις μελετημένες περιγραφές, τη θέαση της ελληνικής ψυχής από τα μάτια ενός ξένου, τις τραγικές και συγκινητικές στιγμές… Είπα και πριν ότι ο Αρταχαίης δεν είναι απλώς ο αυτόπτης μάρτυρας που καταθέτει τη μαρτυρία-του στον Ηρόδοτο (αυτή είναι η σύλληψη της συγγραφέως), αλλά στοχάζεται πάνω στον αντίπαλο και σταδιακά από αμήχανος και αρνητικός απέναντι στον ελληνισμό γίνεται θαυμαστής-του. Ωστόσο, παρά την όποια τραγική μοίρα που επιφυλάσσει στον ήρωά-της, την προδοσία και την προσπάθεια να επιβιώσει σε μια ξένη χώρα, την προσπάθεια πάνω απ’ όλα να αυτοστοχαστεί και να βρει την ελευθερία των Ελλήνων ως αντίβαρο στον δεσποτισμό των Περσών, ο αναγνώστης αισθάνεται μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όταν η τύχη του Αρταχαίη συμβαδίζει με τις μάχες των Μήδων με τους Έλληνες.
            Η ζωή του Αρταχαίη στην Ελλάδα και αργότερα στην Αίγυπτο δείχνει πως πρόθεση του έργου δεν είναι η αναπαράσταση των Περσικών πολέμων, αλλά η ανάδειξη δύο διαφορετικών μορφών πολιτισμού. Μόνο όταν ο πρωταγωνιστής ξέφυγε από τον περσικό τρόπο υποταγής στον βασιλιά και ξαναβαπτίστηκε στον ελληνικό τρόπο της ελευθερίας και των προσωπικών επιλογών, μόνο τότε επανεφηύρε τον εαυτό-του και έχτισε μια νέα ζωή στα ερείπια της παλιάς.
 
[Οι τρείς πρώτες εικόνες αντλήθηκαν από: www.ancienthoplitikon.com, www.trekearth.com και www.bible-history.com, ενώ η τελευταία είναι από επίσκεψή μου στο Βερολίνο (οριακά φαίνομαι κι εγώ σε νεαρή ηλικία). Στα μουσεία του Βερολίνου φυλάσσονται πολλά ευρήματα από την Περσική Αυτοκρατορία των κλασικών χρόνων] 
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, January 18, 2014

“Αστική ζωολογία” του Χάουαρντ Τζέικομπσον

Πώς γίνονται τα βιώματα ιστορία; Ή μάλλον πώς γίνονται τα φανταστικά βιώματα, οι επιθυμίες και οι φόβοι, ιστορία; Ο συγγραφέας δεν γεμίζει το μυθιστόρημα με αυτοβιογραφικά στοιχεία αλλά μέσα στη μεταμοντέρνα μόδα εξιστορεί πώς θέλει να μετατρέψει τα στοιχεία της ζωής-του (και κυρίως της φαντασίας επί της ζωής-του) σε λογοτεχνία. 
 
 
Decafeine με άρωμα κανέλλα:
Howard Jacobson
“Zoo Time”
Λονδίνο 2012
Χάουαρντ Τζέικομπσον
Αστική ζωολογία”
μετ. Γ.Ι. Μπαμπασάκης
εκδόσεις Ψυχογιός
2013 

            Ο Τζέικομπσον είναι ένας συγγραφέας που ανάγει το χιούμορ σε ύψιστη τέχνη, καθώς δίνει την εντύπωση ότι κάνει “υψηλή”, “σοβαρή” λογοτεχνία, που αξίζει να διαβαστεί με προσοχή, ενώ παντού εμφιλοχωρεί ένα πριόνι που ροκανίζει ό,τι σοβαρό ακούγεται. Θυμίζω ότι “Η περίπτωση Φίνκλερ” διαβάστηκε με το ίδιο κέφι κι ήταν μια καλή είσοδος για το έργο του βραβευμένου Βρετανού συγγραφέα.
            Ο Γκάι Έιμπλμαν, συγγραφέας, είναι παντρεμένος με τη Βανέσα, αλλά θα ήθελε να απιστήσει με τη …μητέρα-της, κλέβει ένα βιβλίο-του, επειδή πάσχει από κλεπτομανία, και το προσφέρει στον αστυνομικό που τον συνέλαβε, ο οποίος δεν το δέχεται για να μην γίνει κλεπταποδόχος, έγραψε ένα βιβλίο ονόματι “Ποιος τον πίθηκο”, όπου περιγράφει ερωτικά τον δεσμό-του με την Μίσνα και τώρα έχει στα σκαριά ένα μυθιστόρημα όπου ένας μυθιστοριογράφος έχει στα σκαριά ένα μυθιστόρημα όπου ένας μυθιστοριογράφος… Οι πρώτες σελίδες με τις μπερδεμένες αιμομικτικές σχέσεις και τις μικρές αφηγήσεις που διακλαδίζονται προοιωνίζουν ένα συνταρακτικό βιβλίο!
            Το θέμα τελικά του μυθιστορήματος είναι η υποχώρηση της λογοτεχνίας, που διαβάζεται όλο και πιο λίγο, σε αντίθεση λ.χ. με τους κωμικούς της stand-up comedy που κερδίζουν μεγαλύτερο κοινό και απήχηση και έτσι οι συγγραφείς προσπαθούν να επινοήσουν υπερβολικές ιστορίες για να τραβήξουν την προσοχή. Όλο το έργο είναι διπλή έλικα βάσεων, κατά το πρότυπο του DNA. Από τη μία, η αυτοαναφορική προσπάθεια να δειχθούν οι συγγραφικές απόπειρες, η μεταστοιχείωση του βιώματος σε κείμενο, η απαξίωση της λογοτεχνίας, ο ανταγωνισμός κ.ο.κ. Κι από την άλλη, ο αφηγητής-συγγραφέας ζει τον απαγορευμένο έρωτα προς την πεθερά-του, ο οποίος, παρόλο που δεν ευοδώνεται, είναι σπίθα μυθιστορηματικών σκέψεων. Ο Γκάι έχει όντως μια αιμομικτική διάθεση προς την πεθερά-του κι αυτό, λανθανόντως, είναι ένα λογοτεχνικό θέμα, όσο κι αν ντρέπεται να το κάνει βιβλίο μήπως αποκαλυφθεί, ιδίως στη γυναίκα-του.
            Το βιβλίο διαβάζεται και σημειωτόν και τροχάδην. Μπορεί κανείς να διαβάσει με ευχαρίστηση όλες τις μικρές σκέψεις που συνοδεύουν την αφήγηση και συσσωρευτικά είναι ίσως πιο σημαντικές από τη δράση ή μπορεί να τρέξει βλέποντας τη συγγραφική και δυνάμει ερωτική πορεία του πρωταγωνιστή. Σ’ αυτόν τον έξοχα ισορροπημένο συνδυασμό στηρίζεται η επιτυχία του βιβλίου, που κεντρίζει συναισθηματικά και διανοητικά τον αναγνώστη.
            Αντιρρήσεις που θα μπορούσε να έχει κανείς; Μα φυσικά. Πρώτα απ’ όλα πολλές διακηρύξεις και ατάκες περί γραψίματος (Όλοι οι εν ζωή συγγραφείς είναι παπάρες), που μπαίνουν δρομαίες και συχνά μιλάμε πολύ για τη λογοτεχνία εν είδει κηρύγματος. Όμως δεν ενοχλούν γιατί όλο το βιβλίο έχει άξονα τον λόγο περί λογοτεχνίας, μέσα από έναν συγγραφέα, που έχει απόψεις και συχνά αυτοσατιριζόμενος ψάχνει να βρει τι φταίει που απέτυχε. Από την άλλη, πολύς λόγος για σεξ αλλά καθόλου κοκό. Η αθυροστομία δεν κρύβεται, αντίθετα επιδιώκεται, η απιστία προβάλλεται χωρίς να πραγματοποιείται, η σεξουαλική πρόθεση ακούγεται αλλά δεν υλοποιείται. Ίσως είναι μια καλή απόδειξη για την οριακή κατάσταση της μυθιστοριογραφίας που θέλει να κάνει κάτι καινούργιο, αλλά εντέλει δεν μπορεί παρά μόνο να προκαλεί. Και τέλος το μυθιστόρημα παραφούσκωσε με τις 430 σελίδες-του, αν και διαβάζεται άνετα και επιπλέον δεν γεμίζει τόσο με φλύαρα μαξιλαράκια (αν και δεν λείπουν κι αυτά) όσο με κύκλους γύρω από τα δύο κέντρα-του. Δεν θα με πείραζε αν εξέλειπαν μερικές σελίδες που δολιχοδρομούν, δεν θα με πείραζε αν ο Τζέικομπσον ήταν πιο λιτός στην απεραντοσύνη-του. 

[Η βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 10/1/2014. Οι φωτογραφίες που τη συνοδεύουν ελήφθησαν από: www.inlife.gr, www.theguardian.com, www.ikypros.com, www.librarything.com και www.businessinsider.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, January 15, 2014

“Συγγενής” της Καρολίνας Μέρμηγκα

Η μεγάλη λογοτεχνία προεκτείνει τα σενάρια της ζωής-μας, δοκιμάζοντας τις αντοχές της με πιθανές ιστορίες και πιθανότητες. Κι εκεί, μπορεί κανείς να αντιληφθεί τη μοίρα του αίματος και τις ψυχολογικές σταθερές ή αστάθειες της συγγένειας. 
 
 
Νες καφές γλυκός:
Καρολίνα Μέρμηγκα
Συγγενής
εκδόσεις Μελάνι
2013 

Οι παραδοσιακοί όροι συγγένειας έχουν αλλάξει ριζικά τα τελευταία χρόνια και έτσι αναγκαστικά έχει αλλάξει και η αίσθησή-μας για το αίμα, την οικογένεια, τους δεσμούς που μας συνδέουν με τους άλλους. Και παλιότερα βέβαια τα εξώγαμα ή τα υιοθετημένη διατάρασσαν την εικόνα της κλασικής συμπαγούς οικογένειας, αλλά το τελευταίο διάστημα το ρεπερτόριο έχει επεκταθεί με DNA και επαληθεύσεις συγγένειας, με τη δυνητική κλωνοποίηση, με την εξωσωματική γονιμοποίηση, με τις παρένθετες μητέρες κ.ο.κ.
Η Μέρμηγκα βάζει τον ήρωά-της τον Μιχάλη να ανακαλύπτει στα πενήντα-του ότι έχει μία κόρη τριάντα χρονών από την εποχή που ήταν φοιτητής. Τώρα, λοιπόν, που το ανακάλυψε και παρόλο που η κόρη-του Μάγδα δεν έχει καμία απαίτηση από αυτόν, αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπει τη φύση και τα δικαιώματά-της, αλλά και την υφιστάμενη οικογένειά-του, τη γυναίκα-του δηλαδή Αλεξάνδρα και τον γιο-του Στέφανο. Η νόθη κόρη βάζει μια μικρή βόμβα στα θεμέλια της ύπαρξής-του, βόμβα που κανείς δεν ξέρει πότε θα σκάσει, όσο κι αν θεωρητικά δεν πρόκειται να επηρεάσει σε βάθος τη ζωή-του.
Από την άλλη, μια φίλη της Αλεξάνδρας η Μαριέττα έχασε την κόρη-της και ζει με την ανάμνησή-της. Προκειμένου να μπορέσει, έστω και έμμεσα, να την αναβιώσει, ζητά από τον γαμπρό-της να κυοφορήσει ακόμα και η ίδια τα κατεψυγμένα γονιμοποιημένα ωάρια της κόρης-της, ώστε να γεννηθεί το εγγόνι-της, το μόνο ον που μπορεί να της θυμίζει την αδικοχαμένη κόρη-της. Ο Άγγλος όμως γαμπρός-της δεν έχει καμία όρεξη να κάνει παιδί υπό αυτές τις συνθήκες.
Για να καταλάβει κανείς την ομαλότητα, οφείλει να μελετήσει την ανωμαλία, ώστε να κατανοήσει πώς και πού μπορεί να στραβώσει η ζωή. Η πιθανή ανακάλυψη μιας χαμένης κόρης, η υιοθεσία που δεν τη γνωρίζει η Αλεξάνδρα, η θέληση από τη γιαγιά να “αναστήσει” την κόρη-της με την απόψυξη των εμβρύων είναι ακραία τεστ αντοχής για την παραδοσιακή οικογένεια και τις παγιωμένες συνήθειές-της. Είναι ταυτόχρονα και επιθέσεις της τύχης στο πρόγραμμα που έχει εκπονήσει κάθε άνθρωπος, τύχης που σχετικοποιεί τα πάντα και προβάλλει τον παράγοντα σύμπτωση ως κινητήριο μοχλό.
Κι ακόμα περισσότερο η μοίρα, ως η δύναμη που προκαθορίζει καταστάσεις πριν από μας και χωρίς εμάς, ενδέχεται να αλλάξει ισορροπίες και να αναταράξει τη ροή της ζωής. Είναι μοίρα η κληρονομικότητα, η δι’ αίματος συγγένεια, η επέμβαση στον κύκλο της ζωής; Και πόσο το αίμα μπορεί να επιδράσει στην ψυχολογία του ατόμου, να το κάνει να ξαναδεί όσα ως τώρα τα έβλεπε με σταθερή ματιά. Θα μπορούσε κανείς να πει παράλληλα ότι το βιβλίο θέτει τη μοίρα ως αστάθμητο παράγοντα, για να εξετάσει τις αντιδράσεις των εμπλεκομένων σε μια πιθανή εξέλιξη της ζωής-τους, που δεν την είχαν προγραμματίσει.
Το βιβλίο της Μέρμηγκα ήταν πραγματική αποκάλυψη, ένα από τα καλύτερα βιβλία μέσα στο 2013. Απλό, εύστοχο, δηλώνει την καθημερινότητα και δοκιμάζει σενάρια που δεν είναι πλέον επιστημονική φαντασία. Η βιοηθική-μας κουλτούρα δεν είναι ακόμα πολύ ισχυρή και κάθε προβληματισμός σ’ αυτήν την κατεύθυνση μπορεί να αποβεί προέκταση αυτογνωσίας.
 
[το φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από: www.fetoscope.net, www.merledress.com, www.eggfreezing.com, www.slleisureandculture.co.uk και supremeboundlessway.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, January 12, 2014

“Η Γαλλίδα δασκάλα” του Ντίνου Γιώτη

Η ωραία Γαλλίς, ο άγουρος έφηβος, το καλοκαίρι εκείνο, μια νοσταλγία και ένας φόνος, μια πρώτη επαφή με το θήλυ και ο ανδρικός ανταγωνισμός, τον οποίο θα μπορούσε κανείς να διαβάσει με ψυχαναλυτικό τρόπο. Μεταξύ κλισέ ευπώλητου και ονειρικής αναπόλησης το βιβλίο του Γιώτη πηγαίνει πίσω για να δει το σήμερα με αναζήτηση γλυκών τραυμάτων. 
 
 
Ελληνικός γλυκός:
Ντίνος Γιώτης
“η Γαλλίδα δασκάλα”
εκδόσεις Ψυχογιός
2013 

            Το μοτίβο του νεαρού που ερωτεύεται –με αισθησιακό και ενστικτώδη τρόπο- τη μεγαλύτερη αλλά πάντα θελκτική δασκάλα δεν είναι νέο. Ανάλογα, το μοτίβο της παρέας των παιδιών που περνάνε στην εφηβεία και περιφέρονται αναζητώντας καινούργιες ηδονές είναι κι αυτό παλιό. Θυμάμαι πρόσφατα την ταινία “Ουράνια”, όπου η παιδική ηλικία ανάγεται σε μια νοσταλγική εποχή, όταν όλα ήταν αυθεντικά, χωριάτικα, ανόθευτα δηλαδή, παιδικά και ανέμελα, με την περιέργεια να σπρώχνει σε ανακαλύψεις, με τις αλλαγές που έρχονται να φαντάζουν κολοσσιαίες επαναστάσεις.
            Όλα αυτά χρησιμοποιεί ο Ντίνος Γιώτης στο τρίτο-του βιβλίο, το οποίο σημειωτέον θα γίνει ταινία, φαντάζομαι μια ονειροπόλα όσο και σκληρή ταινία που βλέπει τον κόσμο με τα μάτια ενός εφήβου. Είναι η δεκαετία του ’60, το ξύπνημα του σώματος και ο αέρας από τη Γαλλία, δηλαδή η θηλυκή και φινετσάτη πλευρά της γυναίκας, που έρχεται στο ράθυμο καλοκαίρι να αφυπνίσει τέσσερις νεαρούς. Κι αυτή η παρελθούσα οπτική γωνία εναλλάσσεται με την τωρινή επάνοδο του 59χρονου πλέον αφηγητή στο χωριό, προκειμένου να κλείσει τις εκκρεμότητες τις οποίες ενεργοποίησε ένα Κολτ 38άρι, που εμφανίστηκε από το πουθενά για να του θυμίσει ημιεπούλωτα τραύματα.
            Το έργο κινείται ανάμεσα στην ελαφρότητα του μπεστ-σέλλερ, αφού υπάρχουν όλα τα χαρακτηριστικά-του, ατμόσφαιρα, πλούσια οικογένεια, απιστία, η μοιραία γυναίκα, ένα σκάνδαλο, ένας φόνος κ.ο.κ., και στη στιβαρότητα ενός καλογραμμένου μυθιστορήματος. Κάποιος θα σταθεί ευλόγως στα απίθανα σημεία της πλοκής (κυρίως στο δικαστικό μέρος) και στη ροζ διάσταση του ονείρου που γίνεται πραγματικότητα κι άλλος στην καλογραμμένη υπόθεση που δεν αφήνει τον αναγνώστη επί ξύλου κρεμάμενο.
Ο Γιώτης όντως πετυχαίνει να εκτελέσει μια πολύ καλά δουλεμένη πλοκή, ακολουθώντας σταθερό ρυθμό, δίνοντας στον αναγνώστη λελογισμένες δόσεις της ιστορίας, αφήνοντας εντέχνως ερωτηματικά αλλά και υπαινιγμούς, ώσπου να δώσει τις απαντήσεις που ψάχνουμε, και δημιουργώντας ένα άρτιο αφηγηματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο όλα, οι χαρακτήρες, η ατμόσφαιρα, τα γεγονότα, λειτουργούν σαν γρανάζια, ικανά να κινήσουν την αφηγηματική μηχανή.
            Η αλήθεια είναι ότι απόλαυσα το έργο μέσα σε λιγότερο από δύο μέρες, εναλλάσσοντάς-το με άλλα διαβάσματα και με τις καλοκαιρινές ενασχολήσεις. Θα μπορούσε να διαβαστεί απνευστί (έτσι δεν λένε οι θεριακλήδες της ανάγνωσης;), αφού το μυστήριο του φόνου, η ωραία φιλόδοξη Μπριζίτ που υπόσχεται πολλά και εντέλει δίνει περισσότερα απ’ όσα συνήθως δίνουν τέτοιες γυναίκες, οι διπλές ταυτότητες και η οπτική γωνία ενός παθιασμένου εφήβου προσδίδουν στην ανάγνωση έναν ταχύ καλπασμό. Το πεζογράφημα θα μπορούσε να θεωρηθεί «μυθιστόρημα μαθητείας», στο οποίο η ενηλικίωση, ερωτική κατά βάση, συνδέεται με την καλοκαιρινή ατμόσφαιρα και με το αστυνομικό μυστήριο και απηχεί θεοκρίτεια ειδύλλια και παπαδιαμαντικές παιδικές αναπολήσεις.
Η ζωή μπορεί να περάσει τον άνθρωπο από την παιχνιδιάρικη παιδικότητα στη φιλοπερίεργη εφηβεία αργά ή απότομα, όπως εδώ, σταδιακά ή ραγδαία, όπως στην περίπτωση του νεαρού Άγη. 

[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο In2life στις 3/1/2014. Το υλικό που χρησιμοποίησα για διάκοσμο ελήφθη από: www.musiccorner.gr, www.pinterest.com, www.screensaver.com, www.greek-language.gr και humanoidebook.blogspot.com]

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, January 09, 2014

“Οι σειρήνες της Αλεξάνδρειας” του François Weerts

Το έγκλημα σε έναν οίκο ανοχή στις Βρυξέλλες ξυπνάει μνήμες από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Έτσι, το αστυνομικό συναντά το πολιτικό και τα δύο ανάγουν το μερικό σε εθνικό.
 
 
Βελγικός καφές με καστανή ζάχαρη:
François Weerts
“Les Sirènes d’ Alexandrie”
Actes Sud
2008
“Οι σειρήνες της Αλεξάνδρειας”
μετ. Α. Μοσχονά
εκδόσεις Πόλις
2013 

            Οι λαμπερές βιτρίνες των πορνείων είναι γεμάτες φώτα και ευεπίδεικτη σάρκα. Οι δρόμοι των Βρυξελών μοιάζουν με αυτούς του Άμστερνταμ, τα αρσενικά περνοδιαβαίνουν γεμάτα ίμερο, οι εργάτριες του σεξ πιάνουν βάρδια στην “Αλεξάνδρεια”. Το παρόν, στον προηγμένο κόσμο των δυτικών κοινωνιών, κινείται στο πολιτισμένο περιβάλλον των ευπρόσωπων εταίρων, που κρύβουν τα προσωπικά τραύματα, καθόλου μοιρολατρικά δοσμένα, καθόλου θλιβερά αλλά σίγουρα στο μαγγανοπήγαδο μιας ζωής ανάξιας. Το παρόν της πολιτισμένης Ευρώπης κρύβει το παρελθόν του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν το Βέλγιο προσαρτούνταν στο άρμα της ναζιστικής Γερμανίας.
            Ο νεαρός δημοσιογράφος Αντουάν Νταγέζ βρίσκεται διπλά σχετιζόμενος με το μπαρ «Αλεξάνδρεια»: από τη μία, ως δημοσιογράφος πέφτει πάνω στη δολοφονία της Μεμέ Ταρτίν, που ήταν γηραιά μαστροπός του μπαρ, κι από την άλλη ως εγγονός του Μορίτς Νταγέζ κληρονομεί το μπαρ από τον παππού-του. Μαζί-του κληρονομεί και την υποχρέωση να βρει κάτι χαρτιά που αμαυρώνουν τη φήμη του παππού-του, τα οποία επίτηδες ο Μορίτς δεν είχε αποκαλύψει όσο ζούσε, αλλά τώρα μετά θάνατον θα ήθελε να κοινοποιηθούν, αφού αποδεικνύουν τη δωσιλογική δράση της οργάνωσης στην οποία προΐστατο κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής.
            Ομολογώ ότι το νουάρ κομμάτι του μυθιστορήματος δεν με ικανοποίησε. Ένας φόνος στις γραμμές του τρένου που γρήγορα ξεχνιέται, απειλές, άνθρωποι του υποκόσμου, νονοί της νύχτας που πουλάνε προστασία τα μπαρ, σκίνχεντ και ακροδεξιοί τραμπουκισμοί, αστυνομία και πιστολίδια, ξυλοδαρμοί και νοσοκομεία, μια απαγωγή και μια απελευθέρωση, γρήγοροι ρυθμοί, αχρείαστα γρήγοροι, που δεν αφήνουν καθόλου την ένταση να κορυφωθεί, παιχνίδια εξουσίας και έρευνες που συγκαλύπτουν αντί να αποκαλύπτουν… Η αστυνομική πλευρά του έργου ωχριά, χλωμή σαν κινηματογραφικό φιλμ δεύτερης διαλογής, σαν ένας υποτυπώδης σκελετός που γρήγορα ξεχνιέται.
            Πιο μεγάλο ενδιαφέρον έχει η πολιτική διάσταση του κειμένου, αφού ο αγώνας της (ολλανδόφωνης) Φλάνδρας να απελευθερωθεί από τον εναγκαλισμό των γαλλόφωνων Βαλλόνων και να απεξαρτηθεί από το Βέλγιο ανάγεται στα χρόνια της κατοχής. Τότε, ποικίλες εθνικιστικές δυνάμεις είδαν με καλό μάτι τη γερμανική έλευση, αφού μέσω των ναζιστών συμμάχων-τους θα μπορούσαν να πετύχουν την αυτονόμηση της Φλάνδρας. Μια τέτοια όμως κίνηση θεωρήθηκε δωσιλογική κι ακόμα περισσότερο κατακριτέα, αφού οικειοποιήθηκε τις περιουσίες των Εβραίων για να χρηματοδοτήσει την καμπάνια-της. Η ίδια διάθεση υπάρχει και σήμερα, όταν διάδοχοι των τότε δωσίλογων κινούνται παρασκηνιακά, οργανώνουν το εθνικιστικό / ακροδεξιό-τους κόμμα, απειλούν και δραστηριοποιούνται προς όλες τις κατευθύνσεις, για να διαμορφώσουν τις συνθήκες απόσχισης από το Βέλγιο.
 
[Οι φωτογραφίες που κοσμούν την ανάρτηση αντλήθηκαν από: www.belgium_net, ayay.co_uk, filmicability.blogspot_com και silverchameleon.blogspot_com]
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, January 06, 2014

“Οι δρόμοι του δολοφόνου” του Τζέιμς Ελρόι

Μεταπολεμική γενιά αστυνομικής λογοτεχνίας που ήδη θεωρείται κλασική. Το νουάρ που γίνεται ψυχολογικό μυθιστόρημα, ο φόνος που γίνεται εμμονή, η αδίστακτη φύση που γίνεται εγκληματική συνήθεια. 
 
 
Αμερικάνικος με άρωμα κεράσι:
James Ellroy
“Killer on the Road”
1986
Τζέιμς Ελρόι
“Οι δρόμοι του δολοφόνου”
μετ. Τ. Αθανασόπουλος
εκδόσεις Καστανιώτης
2013 

            Ο αφηγητής είναι ο ίδιος ο δολοφόνος. Αποδεδειγμένα. Έτσι δεν αναρωτιόμαστε ποιος διέπραξε τους τέσσερις φόνους δύο ζευγαριών και ίσως πολλών άλλων για τους οποίους δεν πιστοποιήθηκε τίποτα. Εξ αρχής ενημερωθήκαμε από δημοσιεύματα για τη σύλληψη του Μάρτιν Πλάσετ, την καταδίκη και την ομολογία-του. Εξ αρχής, λοιπόν, ξέρουμε το «ποιος», μένουν πολλά άλλα όπως το «πώς» και κυρίως το «γιατί».
            Αυτό το τελευταίο αναλαμβάνει ο ίδιος ο Μάρτιν να μας το εξηγήσει με μια αυτοβιογραφική κατάθεση, ένα βιβλίο που ξεκινά από τα ψυχοπαθή παιδικά-του χρόνια και φτάνει έως τα επίμαχα περιστατικά. Το παιχνίδι παίζεται στην παιδοψυχολογία του ως μικρού ορφανού, αφού ο ίδιος σκότωσε τη μητέρα-του, και στη διαταραγμένη ψυχολογία-του ως ενήλικου. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ξεκινάει εκ των ένδον να αποκαλύπτει πράξεις αλλά και σκέψεις, οπτικές γωνίες αλλά και κίνητρα, διαθέσεις αλλά και ένστικτα. 
            Στην αρχή ξεκίνησε να κλέβει από την ηδονή της ίδιας της κλοπής και σταδιακά συνειδητοποίησε ότι ηδονιζόταν εξίσου να παραβιάζει ξένα σπίτια και να παρακολουθεί τα ζευγάρια να κάνουν έρωτα. Έπειτα σκοτώνει το πρώτο ζευγάρι, απλά, γρήγορα, αυθόρμητα, αλλά συνάμα με μια ψυχραιμία και μια μεταεγκληματική συμπεριφορά που θα ζήλευε και ο πιο έμπειρος φονιάς. Στην ουσία παρακολουθούμε βήμα βήμα την πορεία ενός διαταραγμένου νου που γίνεται κατά συρροή δολοφόνος, ένας serial killer, που ξέρει να ελέγχει τον εαυτό-του, που δολοφονεί χωρίς κίνητρο, που υπολογίζει τις πράξεις-του και γνωρίζει πώς θα υψώσει μέσα-του τις φωνές εκείνες που θα τον σώσουν. Ένας καρτουνίστικος ήρωας εμφανίζεται στο υποσυνείδητό-του και του υπαγορεύει με ακρίβεια και συνέπεια τι να κάνει, ώστε να αποσείσει τις υποψίες από πάνω-του.
Το κείμενο δεν είναι επομένως απλώς ένα νουάρ που περιγράφει εγκλήματα και αιματηρούς φόνους, αλλά ένα ψυχολογικό θρίλερ, μια μύηση στον φόνο και στην αυτοσυγκράτηση. Η ηδονή του φονεύειν μπλέκεται με τη σεξουαλική δύναμη και η εκτόνωση στο σώμα των θυμάτων ταυτίζεται με την εκτόνωση του σπέρματος. Τονίζεται ιδιαίτερα η δύναμη με την οποία ο Πλάνκετ σφυρηλατεί τον εαυτό-του, οι μεθοδευμένες κινήσεις, η αυτοκυριαρχία με την οποία προκαθορίζει και το παραμικρό, η απόλυτη ψυχραιμία και η ρομποτική ακρίβεια των κινήσεών-του, η αυτοπειθαρχία που σμιλεύεται με στεγνή λογική, τόσο ψυχρή που δεν επιτρέπει κανένα περιθώριο συναισθηματισμού. Στην ουσία ο Ελρόι πλάθει έναν απόλυτα συνεπή χαρακτήρα, του οποίου ο ψυχισμός και η πετρόχτιστη λογική δείχνει πώς ενεργεί ο σήριαλ κίλερ, πώς σκέφτεται, πώς δρα και κυρίως με ποια εσωτερικά βήματα καθορίζει τη δράση-του.
 
{το φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από: www.ew.com, www.deviantart.com, sandedfaceless.deviantart.com και love-catsxd.deviantart.com}
Πατριάρχης Φώτιος