Thursday, February 27, 2014

“Γαλάζια αγελάδα” του Βασίλη Τσιαμπούση

Εκεί στην περιοχή της Δράμας και των Σερρών, ο εμφύλιος βιώθηκε με τις δεξιές-του καταβολές και με την βουλγαρική απειλή να δημιουργεί ιδιαίτερες συνθήκες σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Η τοπική ιστορία μετατρέπεται σε λογοτεχνία. 
 
 
Frenchy:
Βασίλης Τσιαμπούσης
Γαλάζια αγελάδα
εκδόσεις Μεταίχμιο
2013 

            Τρεις είναι οι πυλώνες που στηρίζουν το συγγραφικό οικοδόμημα του Δραμινού συγγραφέα: η τοπική ιστορία, οι μαρτυρίες ως φωνή του απλού ανθρώπου και η ντοκουμεντοποίηση του παρελθόντος και του λογοτεχνικού έργου. Και οι τρεις δεν είναι καινούργιες πρακτικές, ούτε η ένωσή-τους αποτελεί καινοτομία που ανανεώνει το ιστορικό μυθιστόρημα ή το μυθιστόρημα-μαρτυρία, αφού πλείστοι όσοι πεζογράφοι τις χρησιμοποιούν, είτε ξεχωριστά είτε σε συνδυασμό.
            Η  τοπική ιστορία  δημιουργεί έναν γεωγραφικό και ιστορικό χρονοτόπο με κέντρο τη Δράμα και άνυσμα όλον τον εικοστό αιώνα με έμφαση στα κατοχικά και εμφυλιακά (και μετεμφυλιακά) χρόνια. Η τοπιογραφία της Μακεδονίας είναι προϊόν βιωματικής σχέσης του Τσιαμπούση με τον χώρο, στον οποίο τοπικοί ήρωες, θετικοί και αρνητικοί πρωταγωνιστές της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, αξιωματικοί γειτονικών στρατών, βουλγαρικών κυρίως, έλληνες ιδεολόγοι και ντόπιοι ξωμάχοι κ.ο.κ. παρελαύνουν, πρόσωπα τα περισσότερα από τα οποία φαντάζομαι είναι αληθινά και διασταυρώνονται με πολλά πλαστά. Η Δράμα λοιπόν είναι το πεδίο όπου αναδεικνύονται διαμέσου του χρόνου γεγονότα τα οποία μακροσκοπικά αντικατοπτρίζουν όλη την ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα.
            Οι  μαρτυρίες αφανών ανθρώπων, απλών κατοίκων, μορφωμένων και αμόρφωτων αυτοπτών μαρτύρων, είναι μια πρόσφατη στροφή της λογοτεχνίας που αναδεικνύει τον ιδιωτικό βίο, και συνεπώς την προσωπική ματιά, μακριά από τα επίσημα στοιχεία και τις πολιτικές γραφές. Ο Τσιαμπούσης πλησιάζει την εμφυλιακή διαμάχη αλλά και τα γεγονότα για την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας από τη σκοπιά ανθρώπων που δεν είχαν επίσημη θέση, αλλά βίωσαν στο πετσί-τους το μένος των ετεροϊδεατών και των Βουλγάρων ή όποιων άλλων είχαν δύναμη. Η ματιά-τους δείχνει πώς οι απλοί άνθρωποι βρίσκονται στο κέντρο των εξελίξεων, παρασύρονται από τη δίνη-τους και οι μεγάλες κουβέντες των πολιτικών ή των ιστορικών δεν αγγίζουν την καθημερινότητά-τους που πλήττεται με θανάτους, εξορίες, απώλειες, προδοσίες κ.ο.κ.
       Η   ντοκουμεντοποίηση της ιστορίας   είναι τέχνασμα αληθοφάνειας και διαφάνειας. Στο πρώτο ο συγγραφέας επενδύει στην αξία των πηγών ως αυθεντικών φορέων της αλήθειας, ενώ στο δεύτερο στοχεύει στην αξία των ντοκουμέντων ως αδιαμεσολάβητων (άρα και γνήσιων) χορηγών ιστορικής γνώσης. Ένα έγγραφο της εποχής, μια αληθινή επιστολή, μια απομαγνητοφωνημένη συζήτηση πείθουν μέσα στο μυθιστόρημα για την αυτόπτη και αυτήκοη παρουσία των συντακτών-τους, για τη μάθηση της αλήθειας από πρώτο χέρι, κι έτσι όλοι μπορούμε να ελέγξουμε την αξιοπιστία-τους χωρίς να μεσολαβήσει ούτε ο συγγραφέας ούτε ο ιστορικός. Ο πλαστός βέβαια χαρακτήρας-τους και η επιλεκτική-τους καταγραφή είναι εξ αρχής το ιδεολογικό-αισθητικό όργανο, για να πετύχει ο συγγραφέας τη χειραγώγηση του αναγνώστη, παρά την αντίθετη εντύπωση που αφήνει.
            Ο Τσιαμπούσης δεν νεωτερίζει. Ακολουθεί τα βήματα του Βαλτινού, της Δούκα, του Ακρίβου κ.ά. και συνθέτει ένα πολυεστιακό κείμενο, που επικεντρώνεται στη Δράμα και στη μικρο-ιστορία-της. Από αυτό το μικρό πλαίσιο συνεκδοχικά δηλώνει την ευρύτερη εθνική ιστορία και κυρίως τα δεινά που υπέστησαν οι απλοί άνθρωποι, όταν βρίσκονταν στη μέγγενη αντίρροπων δυνάμεων. Ως διηγηματογράφος, δεν επιχειρεί μια σφιχτοδεμένη σύνθεση, αλλά συνεχίζει το αφηγηματικό στρατήγημα των συρραμμένων ιστοριών, χωρίς ωστόσο να τις ποικίλλει υφολογικά: όλοι μιλάνε το ίδιο, εκτός από κάποια διαφοροποίηση δημοτικής και καθαρεύουσας.
            Τελικά, τι κομίζει εις τας Αθήνας; Μια αναδιήγηση του εμφυλίου από τη σκοπιά της Ανατολικής Μακεδονίας. Ε και; Ακολουθώντας νέες αντιλήψεις επιμερίζει το δίκιο μεταξύ των δύο πλευρών, να μην πω ότι τονίζει το άδικο των κομμουνιστών που έκαναν θηριωδίες, όπως και οι δεξιοί, αλλά και ετοίμαζαν να χαρίσουν την περιοχή στους Βούλγαρους. Με δεξιά οπτική κάνει ό,τι κάνουν πλείστα βιβλία αριστερών συγγραφέων: ξαναβλέπει τη μικρο-ιστορία με έμφαση στον ιδιωτικό βίο και στα έκτροπα της άλλης πλευράς, αν και η μορφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή βαραίνει λόγω της καταγωγής του από την Πρώτη Σερρών. Στην ουσία επαναλαμβάνει πράγματα που έχουν αρχίσει πλέον να γίνονται δεδομένα (κι οι δυο πλευρές έδρασαν αντεθνικά, και μάλιστα συχνά με κίνητρο προσωπικά μίση), αλλά προσθέτει και τον παράγοντα «Βουλγαρία», που έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο στη νοοτροπία των ντόπιων.         
            Εντέλει, όταν έχεις διαβάσει την «Ορθοκωστά» και άλλα έργα του Βαλτινού, «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ» της Δούκα για τα Χανιά και άλλα καλά, μέτρια ή κακά πεζογραφήματα που έχουν χιλιοβομβαρδίσει τη συνείδηση του αναγνώστη με το εμφυλιακό τραύμα, τότε πώς μπορείς να δεις με φρέσκο μάτι μια ακόμα τέτοια προσπάθεια; Νομίζω ότι η τοπική ιστορία δημιουργεί κραδασμούς για τους εγχώριους αναγνώστες, αλλά, για να συνταράξει και τους άλλους, πρέπει να αναχθεί σε μια ευρύτερη προβληματική.
 
{Ο φωτογραφικός διάκοσμος αντλήθηκε από: flaglerryemmett.blogspot.com, www.stcloris.gr, emfilios.blogspot.com, www.nisc.coop, panosz.wordpress.com, www.tripadvisor.com.gr και ellinikosemfilios.blogspot.com}
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, February 25, 2014

“Arab Jazz” του Karim Miské

Όταν ο φόνος ριζώνει σε εδάφη όπου ο θρησκευτικός φανατισμός και η μισαλλοδοξία αποτελούν πρόσφορα χώματα, για να φυτρώσει κάθε είδους εχθρότητα και βία. 
 
 
Αραβικός καφές με ζάχαρη:
Karim Miské
“Arab Jazz”
Viviane Hamy
2012
μετ. Α. Τσέλιου
εκδόσεις Πόλις
2013 

            Το “Arab Jazz” παρωδεί τη φράση “Λευκή τζαζ” (τίτλος βιβλίου του Τζέιμς Ελρόι), που σημαίνει σε κάποια αργκό “δουλειά που στράβωσε, στημένη από Λευκούς”. Άρα, το βιβλίο αναφέρεται σε μια δουλειά που στράβωσε, στημένη από Άραβες.
            Πρόκειται για ένα νουάρ, γραμμένο ιδιόρρυθμα,
Έργο της
Patricia Glauser
που καταπιάνεται με τη δολοφονία της Λορά με ένα χασαπομάχαιρο για χοίρους χωμένο στον κόλπο-της και το σώμα-της κρεμασμένο στο μπαλκόνι. Είναι ένα σημειολογικός θάνατος, που υποδηλώνει ότι η Λορά είναι ακάθαρτη και σκοτώνεται επειδή είναι βρόμικη, ηθικά, και πρέπει να αποπεμφθεί από τη ζωή. Ο μαροκινός Αχμέντ, που ζει στον κάτω όροφο, είναι ψυχολογικά διαταραγμένος, διαβάζει μόνο αστυνομικά μυθιστορήματα σε βαθμό που να κλείνουν ολοένα τον διαθέσιμο χώρο στο διαμέρισμά-του και ονειρεύεται ότι σκοτώνει γυναίκες. Ο Ζαν και η Ρασέλ, διανοούμενοι αστυνόμοι, αναλαμβάνουν την εξιχνίαση του εγκλήματος αρχίζοντας από το περιβάλλον του θύματος.
            Το πρώτο παράξενο είναι ο Αχμέντ, ο οποίος όμως δεν μοιάζει επικίνδυνος. Το επόμενο αξιοπρόσεκτο είναι ότι η Λορά είναι λευκή και συνεπώς έξω από τα πιστεύω των Μουσουλμάνων ή των Εβραίων. Ακόμα περισσότερο οι γονείς-της την έχουν αποκηρύξει, επειδή ως Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν αποδέχονται την άθρησκη ζωή-της. Κι όμως βρίσκεται στο επίκεντρο ενός θρησκευτικού φόνου, με όλο το 19ο διαμέρισμα του Παρισιού να είναι γεμάτο με Μουσουλμάνους, Εβραίους και άλλες εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες, έναν κόσμο που κινείται στα όρια του φανατισμού και του φονταμενταλισμού, έναν κόσμο με τα γκέτο-του και τις δικές-του αδιάλλακτες αρχές. Το κείμενο στίζεται από την πανσπερμία Μαροκινών, Πορτογάλων, Τούρκων, Αρμενίων κ.ο.κ., οι οποίοι αποτελούν ένα συνονθύλευμα πολιτισμών χυμένων σε ένα χωνευτήρι που άλλοτε τους αφομοιώνει κι άλλοτε όχι.
            Αντίστοιχα, δεν ακολουθείται μια πιο κλασική ευθύγραμμη πορεία αφήγησης από την ανακάλυψη του πτώματος προς τις διάφορες ενδείξεις μέχρι τον δολοφόνο. Ναι, μεν παρακολουθούμε τις έρευνες του ζεύγους των αστυνόμων, αλλά παράλληλα και εναλλάξ βλέπουμε σκηνές με πρωταγωνιστές τον Αχμέντ, τους διάφορους περίοικους της Λορά, τους γονείς-της, άλλες φιγούρες που απαρτίζουν ένα ετερόκλητο μωσαϊκό, το οποίο διασπείρει την αφηγηματική βεντάλια σε διάφορες κατευθύνσεις. Αυτό ωστόσο κουράζει αφάνταστα, διαμορφώνει ένα “αν-έστιαστο” σκηνικό, ένα φυγόκεντρο παζλ που συνεχώς ευρύνεται, με αποτέλεσμα πιο πολύ να ενδιαφέρει το πολυπολιτισμικό και πολυθρησκευτικό σύνολο παρά ο δράστης.
Κι αν κάποιος ευλόγως πει ότι μέσα από αυτό το σύνολο, θα προκύψει και ο δράστης, θα αντιτείνω ότι στον βωμό αυτής της διασποράς θυσιάστηκε η αφηγηματική οικονομία. Ούτως ή άλλως, όλο αυτό το πανηγύρι λειτουργεί παραπλανητικά, ενώ ο πραγματικός λόγος να είναι άλλος. Κι αυτό με πείθει ότι ο στόχος είναι να αναδειχθεί το μωσαϊκό και να προβληθούν οι σχέσεις των αλλοεθνών και αλλόθρησκων, παρά να βρεθεί ο πραγματικός υπαίτιος του φόνου.
            Σ’ αυτό το μήκος κύματος, ο Miské επιχειρεί να αναδείξει τις οδυνηρές επιπτώσεις του θρησκευτικού φονταμενταλισμού, όπου οι Μουσουλμάνοι ωρύονται για τους άπιστους, οι Εβραίοι απαξιούν κάθε άλλο θρήσκευμα, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι υστερικά ευαίσθητοι με τους ακάθαρτους ανθρώπους… Έτσι, παρουσιάζεται ένα Παρίσι, όπου αφενός όποιος είναι θρησκευόμενος παρουσιάζεται σαν τρελός φανατικός ή σαν επιθετικός μανιακός, ενώ οι άθρησκοι είναι και τα καλά παιδιά που διάγουν τη ζωή-τους, χωρίς να ενοχλούν κανέναν. 

[Οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από: sultanknish.blogspot.com, www.celesteprize.com, www.aquila-style.com, bulletinoftheoppressionofwomen.com, s644.photobucket.com και www.limitstogrowth.org]

Η επόμενη ανάρτηση {καλώς εχόντων των προγραμμάτων} θα αφορά στο βιβλίο “Γαλάζια αγελάδα” του Βασίλη Τσιαμπούση (εκδόσεις Μεταίχμιο). Ο Βαλτινός πήγε μπροστά τη λογοτεχνία-μας, οι βαλτινικοί πάλι δεν ξέρω.
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, February 22, 2014

“Το ακατέργαστόν-μου” της Αλίκης Ντουφεξή-Pope

Ποιον αφορά η λογοτεχνία; Και πότε θα πάψουμε να βλέπουμε το πώς για να στραφούμε στο τι; Πότε θα ξεφύγουμε από τη λογοτεχνία-παιχνίδι και θα μιλήσουμε για τη λογοτεχνία-επικοινωνία; 
 
 
Espresso Doppio:
Αλίκης Ντουφεξή-Pope
“Το ακατέργαστόν-μου”
εκδόσεις Εστία
2013 

            Διάβασα τις προάλλες την αποκαλυπτική κριτική της Νίκης Κώτσιου (στον ιστότοπο www.oanagnostis.gr) γι’ αυτό το έργο ψευδώνυμου συγγραφέα και έσπευσα να το αγοράσω, να το διαβάσω και να καταγράψω τις σκέψεις-μου γι’ αυτό. Τελικά, ποια η σχέση γραφής και πραγματικότητας αλλά και ποια η φύση (ή η θέση;) του συγγραφέα μέσα σ’ αυτήν;
            Αυτά τα ερωτήματα που θέτει ξανά και ξανά το μεταμοντέρνο με έχουν κάνε πολύ επιφυλακτικό για τέτοια κείμενα, τα οποία κλείνονται στο καβούκι-τους και αρνούνται να συνδιαλεχθούν με τον κόσμο. Πρόκειται για ομφαλοσκοπικές κατασκευές που αντικατοπτρίζουν μόνο τον εαυτό-τους, παίζουν με τους καθρέφτες, αναπαράγουν μόνο το εγώ-τους σε μια σολιψιστική αντίληψη της λογοτεχνίας.
            Ας μιλήσω πρώτα όμως για το έργο. Ένας συγγραφέας πιέζεται από τον εκδότη-του να γράψει πρώτα ένα πιασάρικο μυθιστόρημα, ώστε να πουλήσει, κι έπειτα να κυκλοφορήσει το δικό-του αριστούργημα, που είναι όμως για λίγους (Το όλο στόρι θυμίζει ένα επεισόδιο του σήριαλ «Κωνσταντίνου και Ελένης», όπου ο δύσμοιρος επίκουρος καθηγητής της Βυζαντινολογίας αναγκάζεται να γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα με ίντριγκες, πάθη και σεξ, πριν μπορέσει να εκδώσει το «Αποχετευτικό σύστημα στο Βυζάντιο»). Με ψευδώνυμο Αλίκη Ντουφεξή-Pope λοιπόν εκδίδει με μεγάλη επιτυχία δυο σαρωτικά σε πωλήσεις μπεστ-σέλλερ, όλοι θέλουν να μάθουν στοιχεία για τη συγγραφέα (η κλειδαρότρυπα του αναγνώστη σε όλο-της το μεγαλείο), αλλά αυτή κρύβεται και στο τέλος ο πραγματικός συγγραφέας αυτοκτονεί σε μια συμβολιστική τελετουργία.
            Η συγγραφέας μένει πιστή στις προθέσεις-της, αν μπορώ να τις διακρίνω. Στήνει την πλοκή-της, συνδέει τα κομμάτια με πολλές κολλητικές ταινίες, υπηρετεί τον στόχο-της με απόλυτη τάξη. Κι αυτό οφείλω να της το αναγνωρίσω, γιατί από την άλλη έχω πολλές επιφυλάξεις για το τι πετυχαίνει μια τέτοια λογοτεχνία.
            Ανοίγει το σεντούκι-της και δείχνει την πραμάτεια-της, όμως δεν έχει να δείξει πραγματικά ρούχα αλλά πλαστά. Είναι ρούχα που αφορούν μόνο συγκεκριμένους στόχους και μάλιστα αυτεπίστροφους, σαν να πουλά ρούχα που χρειάζεται ένας έμπορος για να πουλήσει ρούχα σε ανθρώπους που θέλουν να γίνουν έμποροι ρούχων… Ο συγγραφέας μιλά για τον συγγραφέα, ο κόσμος όλος γίνεται γραφή, τα προβλήματά-μας κλείνονται στη σχέση του λογοτέχνη με τα ζητήματα της γραφής.
Ξεφεύγω από το βιβλίο, για να μιλήσω γενικότερα για τα μυθιστορήματα εκείνα που αυτοπροβάλλονται, τονίζοντας την κατασκευή-τους, εστιάζουν στον περίκλειστο κόσμο των κειμένων μέσα στα κείμενα, που μοντάρονται και ξεμοντάρονται, λες και οι δημιουργοί είναι μηχανικοί που ασχολούνται συνεχώς με τη μηχανή και όχι, όπως εμείς οι αναγνώστες, με το αυτοκίνητο και τη «χρηστική-του» πλευρά. Και φυσικά δεν περιμένω από τη λογοτεχνία «χρηστικότητα», αλλά περιμένω έναν διάλογο με την έξωθεν ζωή και όχι μια συνεχή αναγωγή στην άβυσσο και διαρκή καθρεφτίσματα, με ακκισμούς και τσαχπινιές.
            Μια τέτοια λογοτεχνία, έξυπνη ίσως και φανταχτερή,
Πίνακας του Francis Berry
 μάλλον δεν αφορά κανέναν πλην τους ομοειδείς (συγγραφείς, κριτικούς, φιλολόγους) που βλέπουν κείμενο και όχι θέμα, που διεγείρονται με τις τεχνικές αλλά δεν αναρωτιούνται αν κάτι τέτοιο έχει κάτι άλλο να πει. Νομίζω ότι ένα μέρος της λογοτεχνίας του 20ού/21ου αιώνα όλο και περισσότερο κοιτάζει τον εαυτό-του και όχι τον κόσμο, βλέπει τη γλώσσα, την πλοκή, τη μαεστρία στη γραφή και όχι την έξω πραγματικότητα.
 
 
[Το φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από: lipmag.com, www.sgeier.net, northtexaskids.com, www.crescenttrading.com και www.stepbystep.com]

Η επόμενη ανάρτηση {καλώς εχόντων των προγραμμάτων} θα αφορά στο βιβλίο “Arab Jazz” του Karim Miské (εκδόσεις Πόλις). Στο Παρίσι των ρατσιστών και της θρησκευτικής πανσπερμίας ένας φόνος ραγίζει την αντιρατσιστική εικόνα της συμφιλίωσης.
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, February 19, 2014

“Ο εκατοντάχρονος που πήδηξε από το παράθυρο κι εξαφανίστηκε” του Γιούνας Γιούνασον

Πώς μια αστυνομική ιστορία παίρνει κωμικό χαρακτήρα, ανάγει σε ένοχο έναν αδύναμο εκατοντάχρονο, μετατρέπει σε συμμορία μια ετερόκλιτη ομάδα, εξουδετερώνει μια κανονική συμμορία; Με το χιούμορ και με μια ανατρεπτική γραφή! 
 
 
Σουηδικός καφές με σιρόπι:
Jonas Jonasson
“Hundraåringen som klev ut genom fönstret och forsvann”
Stochholm 2009
Γιούνας Γιούνασον
“Ο εκατοντάχρονος που πήδηξε από το παράθυρο και εξαφανίστηκε”
μετ. Γ. Κονδύλης
εκδόσεις Ψυχογιός
2013 

            Στο “Βήμα” της 26/10/2013 φιγουράριζε στην πρώτη θέση των ευπωλήτων όσον αφορά στην ξένη λογοτεχνία και για καιρό έμεινε σ’ αυτή τη λίστα. Στο εξώφυλλο, μοστράρει η διαφήμιση ότι έχει πουλήσει «περισσότερα από 5 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως». Μπορείς να περιμένεις κάτι καλύτερο από ένα μπεστ-σέλλερ που απευθύνεται στην πλατιά μάζα και στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, το οποίο δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά για τη λογοτεχνία, αλλά νοιάζεται πιο πολύ για ένα ανάγνωσμα απλό, εύχαρι να καταναλώνει μικρή φαιά ουσία;
            Κι από τη μια πλευρά είναι όντως έτσι, αν κανείς θεωρήσει χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στο εύπεπτο ανάγνωσμα το χιούμορ, την καλογραμμένη υπόθεση (από πλευράς διαδοχής επεισοδίων τα οποία λειτουργούν λίγο προβοκατόρικα), τα μικρά και μεγάλα «κουφά», τα οποία κλονίζουν το αναμενόμενο στη γραφή και ξεσηκώνουν –ελαφρά- τον αναγνώστη. Και παράλληλα, ισχυρά ίχνη αστυνομικής ιστορίας και γραφής, με μια συμμορία που αλωνίζει στην Σουηδία αλλά και έναν σήριαλ κίλλερ ετών 100, που δεν φοβάται τίποτα και δεν μπαίνει πλέον σε καλούπια. Είναι ο Άλαν Κάρλσον, ήρωας του έργου, που ξεκίνησε στα εκατοστά-του γενέθλια μια περιπέτεια δραπετεύοντας από το γηροκομείο, στο οποίο ζούσε, ένα ταξίδι χωρίς νόημα και χωρίς προορισμό.
            Από την άλλη, μπορεί κανείς να εκτιμήσει μερικά στοιχεία, που εντοπίζονται κατά την ανάγνωση και λειτουργούν αποδομιστικά. Φυσικά το κυρίαρχο χιούμορ, που σε μερικά σημεία προκαλεί όντως γέλιο (δύσκολα γελώ με βιβλία), έρχεται να λιανίσει το καθιερωμένο και να στρογγυλέψει τις αιχμές της αστυνομικής ιστορίας. Το χιούμορ δρα ανατρεπτικά και παρωδεί το αστυνομικό είδος, καθώς υπονομεύει όλες τις σταθερές-του: ο δράστης είναι ένα ανήμπορο (!) γεροντάκι, καλοστεκούμενο μεν αλλά πόσο μπορεί εντέλει να απειλήσει;, οι φίλοι-του αποτελούν μια ετερόκλιτη κομπανία αποτυχημένων, η φοβερή και τρομερή συμμορία που τους αντιμάχεται είναι μια εκκλησία ηλιθίων, οι οποίοι δεν μπορούν να προστατεύσουν τον εαυτό-τους από την ατυχία… Διαβάζουμε την παρωδία των detective stories, την ανατροπή του σασπένς που μετατρέπεται σε φάρσα, τη μετάλλαξη της αγωνίας σε σάτιρα.
            Δεν θέλω να παραλείψω τα ενδιάμεσα κεφάλαια που αναφέρονται στην ιστορία του 20ού αιώνα. Ο Άλαν Κάρλσον, γεννηθείς το 1905, διέτρεξε ακμαίος όλον τον αιώνα και έλαβε εκών άκων μέρος σε πολλά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας: από τον Εμφύλιο στην Ισπανία έως το Σοβιετικό όραμα κι από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο στα αμερικανικά εδάφη στην επικράτηση του Κομμουνισμού στην Κίνα. Το αστείο είναι ότι ο ίδιος, ξεκινώντας την καριέρα-του ως ειδικός στα εκρηκτικά, έδωσε στην ιστορία την τροπή που έχει πάρει, επεμβαίνοντας εν αφελεία και εν συμπτώσει σε πολλές καμπές-της και αλλάζοντας αφανώς τον ρου-της.
            Η Anagnostria επισημαίνει εύστοχα πως είναι «Ένα βιβλίο-κατόρθωμα του συγγραφέα που μπόρεσε να συνδυάσει την αστυνομική περιπέτεια με την ιστορία του 20ου αι., το χιούμορ με τη δράση, τη φαινομενικά απλοϊκή αλλά κατά βάθος ουσιαστική ερμηνεία των πολιτικών και ιστορικών γεγονότων.».
            Ευχαριστώ τις εκδόσεις «Ψυχογιός», που πήραν την πρωτοβουλία να μου στείλουν βιβλία-τους, ανάμεσα στα οποία και αυτό. 

[Φωτογραφικό υλικό άντλησα από τα: rapidcityjournal.com, www.sodahead.com, www.retreatbyrandomhouse.ca και www.the-minuteman.org]
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, February 16, 2014

“Κόρσακοφ” του Éric Fottorino

Η αναζήτηση ταυτότητας όχι μόνο λόγω αλλαγής χώρας και πολιτισμού αλλά και εξαιτίας μιας αυξανόμενης αμνησίας, να ο πυρήνας ενός έργου που προβληματίζει.  
 
 
Γαλλικός με μέλι:
Éric Fottorino
“Korsakov”
Éditions Gallimard
2004
Κόρσακοφ
μετ. Σ. Καββάλου
εκδόσεις Πόλις
2013  

            Ο Φρανσουά είναι το παιδί του πρώτου μέρους. Γεννημένος από άγνωστο πατέρα και τη Λίνα Αρντανουί, παίρνει το επώνυμο της μητέρας-του και μεγαλώνει ανάμεσα στα μέλη της οικογένειάς-της, τη γιαγιά, τους θείους-του, ώσπου η Λίνα παντρεύεται τον Μαρσέλ Σινιορέλλι και έτσι ο μικρός παίρνει πια το ιταλικό όνομα. Μεγαλώνοντας γίνεται ο διάσημος νευρολόγος του Παλέρμο Φρανσουά Σινιορέλλι που ανακαλύπτει στα 43-του χρόνια ότι πάσχει από το σύνδρομο Κόρσακοφ, μια πάθηση που εξαλείφει τις πρόσφατες μνήμες και στη θέση-τους εγείρει ευφάνταστες ιστορίες που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
            Τον Fottorino τον γνώρισα με τα “Κινηματογραφικά φιλιά”, ένα αισθαντικό έργο παρισινής ατμόσφαιρας και κινηματογραφικής μαγείας. Εδώ το ύφος και η γραφή αλλάζει, πράγμα που ξενίζει και για ένα μεγάλο διάστημα προχωρούσα το βιβλίο σημειωτόν. Το πρώτο μέρος της οικογενειακής ζωής του μικρού Φρανσουά είναι ένας αναγνωστικός Γολγοθάς, που δοκιμάζει αντοχές και υπομονές. Στη συνέχεια, ως γιατρός πλέον, διαγιγνώσκει στον εαυτό-του την απώλεια μνήμης και με συζητήσεις, σκέψεις και ημερολόγια προσπαθεί να δοκιμάσει τον εγκέφαλό-του και να δει πόσα μπορεί να συγκρατήσει.
            Παρόλο που το βιβλίο θίγει ένα ενδιαφέρον θέμα, το πώς η μνήμη αποτελεί την ταυτότητά-μας, δεν το χάρηκα, κυρίως επειδή ένιωθα σαν μέσα σε βάρκα σε μια λίμνη που δεν κινείται καθόλου. Μολονότι ο Φρανσουά επιχειρούσε φιλότιμα να ανασυνθέσει το παρελθόν-του κι όλο τον παππού-του θυμόταν και τις περιπέτειες του τελευταίου, βυθίστηκα σε μια κυκλική αφήγηση που με τραβούσε σαν κινούμενη άμμος. Αν και η παραγγελία που έδωσε ο γιατρός σε δολοφόνο της Σικελίας να τον σκοτώσει λειτούργησε για λίγο παρωθητικά, καμιά εξέλιξη, καμιά δραματικότητα, καμιά ακίδα δεν συνέχισε το κείμενο στον βαθμό να διαπεράσει το είναι-μου και να νιώσω το πάθος του Σινιορέλλι.
            Προβληματισμός και αμηχανία, αν και ο πάντα γενναιόδωρος Librofilo βλέπει και σ’ αυτό το έργο ένα εξαιρετικό ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα. Δεν γράφω περισσότερα, γιατί δεν μπορώ να καλύψω την αμηχανία-μου, να δω ό,τι δεν βλέπω ή ό,τι δεν υπάρχει. 

[Οι φωτογραφίες ελήφθησαν από: discovermagazine.com, www.cntraveller.com, topics.time.com και commons.wikimedia.org] 

Η επόμενη ανάρτηση {καλώς εχόντων των προγραμμάτων} θα αφορά στο βιβλίο του Γιούνας Γιούνασον “Ο εκατοντάχρονος που πήδηξε από το παράθυρο και εξαφανίστηκε” (εκδόσεις Ψυχογιός). Πώς παρωδείται η αστυνομική λογοτεχνία και πώς γελάς μέσα στην Ιστορία;  
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, February 13, 2014

“Αδάμ και Έβελιν” του Ίνγκο Σούλτσε

Η Ανατολική Γερμανία και η απαγορευμένη Δυτική, ο Παράδεισος και οι Πρωτόπλαστοι που μαλώνουν μεταξύ-τους, η επιθυμία για ελευθερία και το ταξίδι που οδηγεί στη Γη της Επαγγελίας. 
 
 
Blümchenkaffee:
Ingo Schulze
Adam und Evelyn
Berlin 2008
Ίνγκο Σούλτσε
“Αδάμ και Έβελιν”
μετ. Γ. Λαγουδάκου
εκδόσεις Καστανιώτης
2013 

            Για δύο λόγους ένιωθα από την αρχή ότι δεν μπορούσα εύκολα να μπω στο πνεύμα αυτού του βιβλίου. Ένιωθα από τις πρώτες σελίδες κάτι να με πετάει έξω, να με απωθεί, να μη με αφήνει να διεισδύσω στον κόσμο του Σούλτσε.
Από τη μία, η εποχή προ του 1989 στην Ανατολική Γερμανία και γενικότερα στο Ανατολικό Μπλοκ (Τσεχία και κυρίως Ουγγαρία), με τις ολοκληρωτικές μεθόδους, την ασφυξία των πολιτών, τις ελλείψεις σε τρόφιμα και ανέσεις, δεν μου αποκαλύπτονται ζωντανά, ώστε να τις βιώσω και να μυηθώ στις συνθήκες της εποχής, για να καταλάβω το περιβάλλον και συνεπώς το κλίμα. Από την άλλη, το ίδιο το κείμενο είναι γραμμένο ελλειπτικά, με αποτέλεσμα να αφήνει πολλά κενά στο μυαλό-μου. Κι όταν λέω ελλειπτικά, δεν εννοώ με θολά περιγράμματα και νεφελώδεις σκέψεις, αλλά με την αποσπασματικότητα της αφήγησης που δεν λέει τα πάντα, που αφήνει πολλά στον χώρο του αυτονόητου, που προσπερνά το απλό και καθημερινό (αλλά ξένο προς τον ανίδεο αναγνώστη), ακριβώς επειδή εννοείται από όποιον έχει ζήσει την ατμόσφαιρα της εποχής.
Η ιστορία ξεκινά όταν η Έβελιν ανακαλύπτει τις απιστίες του συντρόφου-της Αδάμ, ράφτη στο Βερολίνο. Αποφασίζει λοιπόν να φύγει για διακοπές με μια φίλη-της, κάτι που σχεδίαζε να κάνει ούτως ή άλλως, αλλά τώρα αντί για τον εραστή-της παίρνει μαζί-της στην Ουγγαρία τη φίλη-της Σιμόνε. Κι ο Αδάμ την παίρνει στο κατόπι, σε μια εποχή που δύσκολα παίρνει κανείς άδειες εξόδου από τη χώρα. Αυτοί καταφέρνουν και περνάνε στην Ουγγαρία, σε μια φίλη, και ζουν εκεί για ένα μικρό διάστημα. Αλλά εντωμεταξύ το Τείχος του Βερολίνου πέφτει και οι νέες πολιτικές εξελίξεις ξημερώνουν έναν άλλο κόσμο από αυτόν που άφησαν, όταν περνούσαν τα σύνορα.
Αν καταλαβαίνω καλά τις προθέσεις του Σούλτσε, ο Αδάμ και η Έβελιν σαν άλλοι πρωτόπλαστοι αρχίζουν τη ζωή-τους σε μια άλλη κοινωνία, λίγες μέρες προ της πτώσης του Τείχους. Επομένως, μιλάμε για μια μεταπαραδείσια κατάσταση, που θέτει νέους όρους και επανατοποθετεί τον ένα απέναντι στον άλλο. Η μοιχεία του Αδάμ μοιάζει με τον “απαγορευμένο καρπό”, που οδήγησε το ζευγάρι στην Ουγγαρία και τη σχέση-τους σε κρίση. Το παιχνίδι παίζεται στο ψυχολογικό και διαπροσωπικό επίπεδο και λιγότερο στο πολιτικό. Τα χωρία από τη Γένεση προς το τέλος του βιβλίου ενισχύουν υποθέσεις για την αλληγορία που στήνει ο Γερμανός συγγραφέας. Σε όλα τα παραπάνω θα μπορούσα αντί τελείας να έβαζα ερωτηματικό, αλλά πάλι δεν έχω απαντήσεις. Ήταν η Ανατολική Γερμανία ένας παράδεισος που χάνεται; Μήπως ο παράδεισος είναι η Δυτική Γερμανία, παράδεισος στον οποίο δεν μπορούν να επιστρέψουν;
Διάβασα το έργο με υπομονή, κεφάλαιο κεφάλαιο, μέχρι τέλους, αναζητώντας χαραμάδες για να μπω στον κόσμο των πρωτόπλαστων και να καταλάβω την ψυχολογία-τους μέσα στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό. Κατάλαβα ότι η ειρωνεία που χρωματίζει τις σκηνές δίνει και το στίγμα του κειμένου. Συνειδητοποίησα κάποια στιγμή ότι η αλληγορία έπρεπε να φωτίσει εξ αρχής τη σχέση Αδάμ και Έβελιν, την πορεία-τους στην Ουγγαρία, τον τρόπο με τον οποίο βιώνουν την έξοδό-τους, τη λαχτάρα για τη Δυτική Γερμανία και τους απαγορευμένους καρπούς-της. Μπήκα και βγήκα, χωρίς να νιώσω τους κραδασμούς της σχέσης, ούτε σε προσωπικό ούτε σε πολιτικό επίπεδο.
 
[Ο πίνακας κορυφής είναι "Η εξορία του Αδάμ και της Εύας από τον Παράδεισο, έργο του Benjamin West (18ος), ενώ ο άλλος πίνακας είναι του Μιχαήλ Αγγέλου από την Καπέλα Σιξτίνα. Οφειλές για τις υπόλοιπες φωτογραφίες στα: tintenkleckser.blogspot.com, www.fjowners.com και www.panoramio.com]

Η επόμενη ανάρτηση {καλώς εχόντων των προγραμμάτων} θα αφορά στο βιβλίο του Éric Fottorino “Κόρσακοφ” (εκδόσεις Πόλις). Είναι όντως τόσο καλό όσο λένε;

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, February 10, 2014

“Μάρτυς μου ο Θεός” του Μάκη Τσίτα

Ένας ήρωας αντιήρωας, ένας αφηγητής αυτοϋπονομευόμενος, μια αφήγηση που γυρίζει μπούμερανγκ κι ένας λόγος αυτοειρωνικός που αποκαλύπτει συνεχώς αλήθειες. 
 
 
Espresso:
Μάκης Τσίτας
“Μάρτυς μου ο Θεός”
εκδόσεις Κίχλη
2013 

            Λίγα βιβλία στηρίζονται κατ’ εξοχήν σε έναν χαρακτήρα, που με το βάρος ή την ιδιαιτερότητά-του, με το στίγμα-του, καλό ή κακό, και με την αυτονομία-του δεσπόζει σε όλο το βιβλίο. Κι ακόμα πιο σπάνιο είναι αυτός ο χαρακτήρας να είναι αντιηρωικός, να αφηγείται την ιστορία-του και ταυτόχρονα να την υπονομεύει, να προβάλλει τις αλήθειες-του, οι οποίες άμα τη γενέσει-τους αποδεικνύονται τζούφιες. Μου έρχεται στον νου ο Καπάνταης στη “Φανταστική περιπέτεια” του Αλέξανδρου Κοτζιά και ο Σ.Π. στον “Εξώστη” του Νίκου Καχτίτση.
            Ανάλογη περίπτωση είναι ο Χρυσοβαλάντης του Μάκη Τσίτα. Πενήντα δύο χρονών, υπέρβαρος, με προβλήματα υγείας, με έναν μονήρη βίο, τον οποίο θέλει να σπάσει με γάμο, αλλά δεν μπορεί, με μια ανερμάτιστη ζωή που αυτή τη στιγμή τον βρίσκει άνεργο και με οικονομικές δυσχέρειες. Ακόμα χειρότερα, είναι αγράμματος, με μεγάλα ποσοστά αφέλειας και αγαθοσύνης, και προσκολλημένος στην εκκλησία, χωρίς ωστόσο να δείχνει αυτοσυγκράτηση και να ακολουθεί τις χριστιανικές αξίες. Από τη μια, πιστεύει στον Θεό, έχει περί πολλού το Άγιο Όρος, συναναστρέφεται ιερείς και εξομολογείται, κι από την άλλη ηδονοθήρας συχνάζει σε οίκους ανοχής, τσιλημπουρδίζει γενικώς με αφερέγγυα γύναια, τρώει αν και έχει σάκχαρο, είναι λίγο ρατσιστής κ.ο.κ. Κι όλα αυτά μεταφράζονται σε ψυχολογικά προβλήματα, που τα αντιμετωπίζει με συχνές επισκέψεις σε γιατρούς.
            Ο λόγος-του είναι αγλάισμα, όχι τόσο ασυναρτησιών και σολοικισμών, όσο αφελών αντιλήψεων και απλοϊκών σκέψεων, μεγάλων θεωριών και αβάσιμων συλλογισμών. Ο Χρυσοβαλάντης είναι η περίπτωση θύματος που δεν διαθέτει τις ηθικές δυνάμεις να αντισταθεί τόσο στους δικούς-του πειρασμούς όσο και στις απαιτήσεις των άλλων, από το πρώην αφεντικό-του, το οποίο τον εκμεταλλευόταν ασύστολα, μέχρι και των διάφορων ερωμένων-του, που τον περιέπαιζαν συνεχώς. Μέσα στην αφήγησή-του φυτρώνουν λουλούδια άδολου χιούμορ, δέντρα (αυτο)ειρωνείας που δεν την καταλαβαίνει ο ίδιος ο αφηγητής, θάμνοι τραγικότητας και κωμικότητας, που αναφύονται δίπλα δίπλα, ένα τεράστιο πλέγμα λειχήνων που κάνουν την ανάγνωση να απλώνεται δροσερή και μειδιώσα.
            Ο αντι-ήρωας του Μάκη Τσίτα δεν είναι το θύμα μιας κακεντρεχούς κοινωνίας, απλό δείγμα κάθε ανθρώπου που οι μοχθηροί άλλοι και το αδηφάγο σύστημα καταφέρνουν να εκμεταλλευτούν. Δεν είναι ο απλός μέσος όρος που “αντιμετωπίζει από κάθε πλευρά την εχθρότητα και τον κυνισμό”, ο ίδιος αθώος και η κοινωνία εκτρωματική και αποτρόπαια. Αν αυτό ήθελε να πετύχει ο συγγραφέας, τότε μάλλον αστόχησε. Αν όμως επιδίωξε να πλάσει έναν άνθρωπο, ο οποίος φταίει γιατί έπλασε μια διαστρεβλωμένη εικόνα του κόσμου, έγινε υποτακτικός και άβουλος, είδε τη θρησκεία ως καταφύγιο αλλά όχι ως ηθικό σύστημα, αδυνατούσε να αρνηθεί και να αποκρούσει τις επιβουλές των άλλων, τότε, ναι, έπλασε έναν αυθεντικό μυθιστορηματικό χαρακτήρα, που στέκεται αυτόνομος και ζωντανός μπροστά-μας!  

[Το φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από: aloftyexistence.wordpress.com, crystalsharriss.blogspot.com, syontix.com και chubibo.com]

Η επόμενη ανάρτηση {εκτός κι αν μεσολαβήσει κάτι σημαντικό} θα αφορά στο βιβλίο του Ίνγκο Σούλτσε “Αδάμ και Έβελιν” (εκδόσεις Καστανιώτη), το οποίο αναφέρεται στην Πτώση του Τείχους και στην αίσθηση ενός κόσμου που αλλάζει.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, February 07, 2014

“Μαύρα κουφέτα” του Ιερώνυμου Λύκαρη

Το πρώην Ανατολικό Μπλόκ και η μαφία που ξεπήδησε από αυτό είναι ένας καλός καμβάς, για να δούμε την παγκοσμιοποίηση του εγκλήματος και το παρασκήνιο μορφών γρήγορου πλουτισμού και πικρών εξαφανίσεων. 
 
 
Καφές με βότκα:
Ιερώνυμος Λύκαρης
“Μαύρα κουφέτα”
εκδόσεις Καστανιώτη
2013 

            Γιατί όχι μόνο ένα νουάρ μυθιστόρημα;
            Φυσικά είναι ένα ατμοσφαιρικό νουάρ που στήνει την υπόθεσή-του στην εξαφάνιση της Σόνια, μια Ρωσίδας καλλονής που εξελέγη Μις Ρωσία, ερωτεύτηκε έναν Ρώσο επιχειρηματία και ήλθε στην Ελλάδα για να παντρευτεί. Η γιαγιά-της, καθηγήτρια φιλοσοφίας στη Μόσχα, έρχεται στην Αθήνα και συναντά τον αφηγητή, παλιό φοιτητή-της, αριστερό, νυν δημοσιογράφο, που σε συνεργασία με τον φίλο-του Γουναρόπουλο, φτιαγμένο μεγαλοεπιχειρηματία, αναλαμβάνει να εξιχνιάσει το μυστήριο. Στην υπόθεση μπλέκονται άνθρωποι της νύχτας, η ρωσική και η γεωργιανή μαφία, ο ελληνικός υπόκοσμος, νυκτόβιοι και σωματοφύλακες, μπαρ, σεξ και εμπόριο λευκής σαρκός… Όλο το κλίμα ενός πέπλου που καλύπτει τη νυχτερινή ζωή των ύποπτων συναλλαγών, των προαγωγών και ενός εγκληματικού προλεταριάτου πείθει τον αναγνώστη ότι αυτός ο κόσμος είναι όντως η κρυφή πραγματικότητα πίσω από τη φωτεινή επιφάνεια που γνωρίζει.
            Γιατί όχι μόνο ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα με πλοκή;
            Η πλοκή στηρίζεται στις βασικές αρχές των αστυνομικών ιστοριών, που ξεκινάνε από έναν βασικό πυρήνα, ένα κέντρο, την εξαφάνιση δηλαδή της Σόνια, και απλώνεται σε διάφορες κατευθύνσεις. Ο αφηγητής κινητοποιεί τις γνωριμίες-του, από τον αδελφικό-του φίλο Ντουλαπίνο μέχρι τον αριστερό δικηγόρο Σεραφείδη, και μαθαίνει –συνεπικουρούμενος και από το διαδίκτυο- για τις ύποπτες έως παράνομες δραστηριότητες των μεγαλοεγκληματιών Αντρέγιεφ και Πλατόνοφ, στις οποίες εκούσα άκουσα εμπλέκεται και η Σόνια. Το ντόμινο των αποκαλύψεων καλά κρατεί και συνεχίζεται με μεθοδευμένα βήματα μέχρι το τέλος. Η αφηγηματική ακολουθία ενισχύεται από μια σειρά διπροσωπιών, πλαστοπροσωπιών, προσποιήσεων, αποκρύψεων, αλλαγών ταυτότητας, συνδέσεων και συσχετισμών, υπόγειων διαδρομών και διαμόρφωσης ποικίλων προφίλ κ.ο.κ. Η εκάστοτε ανακάλυψη της πραγματικής ταυτότητας των εμπλεκομένων προσώπων ανοίγει και τη δίοδο για το επόμενο στάδιο της έρευνας.
            Γιατί όχι μόνο ένα πολιτικό μυθιστόρημα;
            Η έναρξή-του ρίχνει τον αναγνώστη στα βιογραφικά χνάρια του Λεονίντ Μπρέζνιεφ, κυρίαρχου Γενικού Γραμματέα της Ε.Σ.Σ.Δ. τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Βέβαια η σκιαγράφηση της προσωπικότητάς-του γίνεται με μια έμμεση και ενίοτε άμεση ειρωνεία, γεγονός που προϊδεάζει για την απόσταση με την οποία οι ίδιοι οι αριστεροί βλέπουν πλέον την μπρεζνιεφική και γενικά τη σοβιετική εφαρμογή του κομμουνισμού. Και επιπλέον σε όλο το έργο εξιστορούνται διάσπαρτα τα αριστερά βιώματα τόσο στην Ελλάδα, με τις αριστερές μάχες και τις κόντρες φιλοσοβιετικών και φιλομαοϊκών, όσο και στην Ανατολική Γερμανία με τις συντροφικές μαχαιριές και τις προσωπικές φιλοδοξίες.

            Γιατί, λοιπόν, καταφέρνει ο Λύκαρης να γράψει κάτι παραπάνω από ένα καλογραμμένο νουάρ με πολιτικό περιεχόμενο; Μα γιατί επιχειρεί να αναδείξει ότι τα αίτια όλων όσων διαδραματίζονται μέσα στο μυθιστόρημα ανάγονται στον τρόπο πραγματοποίησης της σοσιαλιστικής ιδέας στην Ε.Σ.Σ.Δ. και ακόμα περισσότερο στη μετάβαση -μετά την Περεστρόικα- στο καπιταλιστικό μοντέλο στο οποίο χύθηκαν οι πρώην αριστεροί ανά τον κόσμο.
Κλείνω με μια πικρή επισήμανση: η γλώσσα του κειμένου δεν προσέχτηκε ούτε από τον συγγραφέα ούτε από τον επιμελητή. Δεν βρήκα άπειρα λάθη, αλλά μερικά τόσο χτυπητά που αγανάκτησα να βλέπω τις κλήσεις του τηλεφώνου γραμμένες με γιώτα («κλίσεις»), το “διαρρέω” ως μεταβατικό («Διέρρευσα σε γνωστό μου») κ.ο.κ.
[Δημοσιεύτηκε στην πρώτη-του μορφή στον ιστότοπο In2life και δανείστηκε φωτογραφίες από: af11.wordpress.com, biz-russia.com, mafiatoday.com και news.kievukraine.info]

Η επόμενη ανάρτηση {εκτός κι αν μεσολαβήσει κάτι σημαντικό} θα αφορά στο εξαιρετικό βιβλίο του Μάκη Τσίτα “Μάρτυς μου ο Θεός” (εκδόσεις Κίχλη), για το οποίο γράφτηκαν -δικαιολογημένα- πολύ καλά λόγια.

Πατριάρχης Φώτιος