Tuesday, December 31, 2013

2013 ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Κλείνω τη χρονιά με ευχαριστίες. Στους αναγνώστες-μου. Στους συν-ιστολόγους. Στους βιβλιόφιλους. Οφείλω επιπλέον, για μια ακόμα φορά, να δηλώσω ταπεινά τις ευχαριστίες-μου σε όσους πιστεύουν ότι τα βιβλία-τους έχουν θέση στο γαστρονομικό-μου μενού και δείχνουν διάθεση να μου τα στείλουν προς ανάγνωση. Τη χρονιά που πέρασε με τίμησαν με την εμπιστοσύνη-τους οι εξής φορείς και άνθρωποι: 

Οι εκδόσεις Πόλις με τα:
-                                   Τζβέταν Τοντορόφ, “Η λογοτεχνία σε κίνδυνο”
-                                   Νάσος Βαγενάς, “Σημειώσεις από την αρχή του αιώνα”
-                                   Jean Echenoz, “Αστραπές
-                                   Percival Everett, “Η θεραπεία του νερού
-                                   Ελεάννα Βλαστού, “Εξαφανίσεις
-                                   Pierre Assouline, “Οι βίοι του Ιώβ”
-                                   Μαριλένα Αστραπέλλου, Πρόσωπα
-                                   Francois Weerts, “Οι σειρήνες της Αλεξάνδρειας”
-                                   Lorrie Moore, “Η πόρτα στη σκάλα
-                                   Eric Fottorino, “Κόρσακοφ
-                                   Λευτέρης Καλοσπύρος, “Η μοναδική οικογένεια”
-                                   Τζόναθαν Κόου, “Expo 58”
-                                   Κώστας Μαυρουδής, “Η αθανασία των σκύλων”
 

Οι εκδόσεις Κίχλη με το βιβλίο:
-                                   Κάρολος Τσίζεκ, “Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής και άλλες αφηγήσεις” 
 

Οι εκδόσεις Ψυχογιός που εκτίμησαν (κατά δήλωσή-τους) τη δουλειά-μου (θα έφαγαν τις κρέπες-μου και θα ήπιαν τους περίτεχνους καφέδες-μου!!!) και προσφέρθηκαν να με τροφοδοτήσουν με τα υλικά-τους. Ειδικά την Αμέρισσα Μπάστα για τη θερμή ανταλλαγή μηνυμάτων:

-         Χαρούκι Μουρακάμι, “Οι μικρές ώρες”
-         Γιούνας Γιούνασον, “Ο εκατοντάχρονος που πήδηξε από το παράθυρο και εξαφανίστηκε”
-         Τηλέμαχος Κώτσιας, Κώδικας τιμής
 

Οι εκδόσεις Μεταίχμιο έστειλαν αγιοβασιλιάτικο δώρο έναν φάκελο με βιβλία:

-         Άντριου Μίλερ, Οι αγνοί
-         Μίκαελ Σίσκιν, “Η κόμη της Αφροδίτης
-         Κώστας Ακρίβος, “Αλλάξει πουκάμισο το φίδι”
 

Η Βάνα Καραμάνου με το βιβλίο-της “Αστεροειδής γλυκάνισος. Illicium verum” (Γαβριηλίδης, 2012)
Ο Νίκος Μούρας με τη διάθεσή-του να μου στείλει το βιβλίο επιστημονικής φαντασίας “Σερκλ” (Συμπαντικές Διαδρομές, 2012)
Ο Βαγγέλης Μπέκας που μου απέστειλε το τελευταίο-του έργο “Αισιόδοξοι” (Γαβριηλίδης 2013)
Ο  Δημήτρης Χριστόπουλος που θέλησε να μάθει τη γνώμη-μου για το τότε γεννηθησόμενο / νυν γεννηθέν πνευματικό-του τέκνο με τίτλο “δημόσιες ιστορίες” (εκδόσεις Πηγή, 2013)
Ο Γιάννης Ιωάννου που μου έστειλε σε ηλεκτρονική μορφή το αστυνομικό μυθιστόρημα “Οι κληρονόμοι του Νίλσον” (εκδόσεις Bookstars, 2013)
Ο Δημήτρης Τερζής που μου εμπιστεύθηκε τη συλλογή ιστοριών-του με τίτλο “Το τέλος μιας τέλειας μέρας” (εκδόσεις Ιβίσκος, 2013) 

Ελπίζω ότι δεν ξέχασα κανέναν. Τους ευχαριστώ όλους, όχι μόνο επειδή είχαν τη διάθεση να μου στείλουν τα βιβλία-τους, αλλά επειδή θεώρησαν ότι τα έργα-τους θα τύχουν μιας τίμιας αποδοχής. Η ντάνα με τα βιβλία γεμίζει επικίνδυνα και μερικές φορές γέρνει σαν τον πύργο της Πίζας… Θέλω κάθε φορά να κάνω πιο αυστηρές επιλογές, αλλά συχνά μπαίνω στον πειρασμό να διαβάσω άγνωστα έργα, από μια αναγνωστική περιέργεια που συχνά μου έχει βγει σε καλό. Ελπίζω και τώρα.
Καλό κατευόδιο στο 2013
και αύριο σας ετοιμάζω μια έκπληξη
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, December 29, 2013

“Η πόρτα στη σκάλα” της Lorrie Moore

Είναι τόσο δύσκολο να υιοθετήσεις ένα μωρό; Κι αν αυτό το μωρό είναι έγχρωμο, πολλαπλασιάζεται η δυσκολία; Είναι όλοι οι γονείς κατάλληλοι και πώς βλέπει τον γονεϊκό ρόλο μια μποέμισσα φοιτήτρια; Αν gate σημαίνει ‘πόρτα’, σημαίνει εξίσου και ‘σκάνδαλο’ (π.χ. Watergate κ.ο.κ.): επομένως, ο τύπος και η ουσία της οικογένειας μπορεί να συμπορευτούν; 
 
 
Αμερικάνικος καφές με άρωμα αμύγδαλο:
Lorrie Moore
“A Gate at the Stairs”
2009
“Η πόρτα στη σκάλα”
μετ. Μ. Ζαχαριάδου
εκδόσεις Πόλις
2013 

            Μια εικοσάχρονη φοιτήτρια, η Τάσι, λίγο φλύαρη, λίγο αμήχανη, αναλαμβάνει μπέιμπι-σίτερ σε μια ευκατάστατη οικογένεια που υιοθέτησε ένα κοριτσάκι, τη Μαίρη-Έμμα, η οποία είναι μιγάδα. Η Σάρα είναι ιδιοκτήτρια πολυτελούς εστιατορίου και ο Έντουαρντ ερευνητής στον καρκίνο του ματιού.
            Θα ξεκινήσω από ένα χαρακτηριστικό της γραφής της Moore που δεν το έχω ξανασυναντήσει και μου προκάλεσε θετικότατη έκπληξη. Η αφηγήτρια μιλάει αποκαλύπτοντας όλη την αμηχανία που νιώθει στην καθημερινότητά-της, αλλά και στις συναντήσεις που είχε με το ζεύγος Σάρας-Έντουαρντ και τη φυσική μητέρα του νηπίου· η αμηχανία αυτή ξεχειλίζει σαν φυσική συμπεριφορά, σαν όλοι οι άνθρωποι να ενεργούν ενίοτε άβουλα, αμήχανα, καμιά φορά άτσαλα. Τις ίδιες κινήσεις φαίνεται να κάνουν και οι υπόλοιποι, όταν στη συνάντησή-τους με άλλους δεν ξέρουν πάντα πώς να φερθούν και ποια συμπεριφορά δεν θα προκαλέσει πρόβλημα. Συχνά όμως επιλέγουν μια απλή αυθόρμητη πράξη ή λόγο που δείχνει την ανετοιμότητά-τους και την ανθρώπινή-τους αδυναμία να προσαρμοστούν γρήγορα στο νέο. Ανακαλύπτω ως αναγνώστης πως η αμηχανία αυτή είναι η φυσική πραγματικότητα, μακριά από τους στημένους διαλόγους των σήριαλ και τα στρογγυλά λόγια των μυθιστορημάτων.
            Η Τάσι ζει τη φοιτητική-της ζωή, ερωτεύεται έναν δήθεν Βραζιλιάνο και προσαρμόζεται πολύ καλά στον ρόλο της μπέιμπι-σίτερ. Ενώ δεν μιλάει πολύ στους άλλους, ως αφηγήτρια –το είπα και προηγουμένως- απλώνεται σε σχοινοτενείς λεπτομέρειες και χρησιμοποιεί ένα ελαφρύ χιούμορ, με λογοπαίγνια και παρωδίες, ένα χιούμορ μάλλον νεανικό παρά, αν δεν κάνω λάθος, αμερικάνικο. Η μεταφράστρια προσπάθησε πολύ και γενικά κατάφερε να το αποδώσει σωστά, επιχειρώντας να εξελληνίσει όσο μπορούσε τους νεολογισμούς και τα λεκτικά αστεία.
            Εκεί κάπου στη μέση του μυθιστορήματος εμφανίζονται τα πρώτα κρούσματα ρατσισμού σ’ αυτήν την προοδευτική πόλη, τα οποία κανείς δεν περίμενε. Ωστόσο, σε συναντήσεις που κάνει η Σάρα με άλλες διαφυλετικές οικογένειες ανακαλύπτονται -μεταξύ θεωρίας, αδολεσχίας και διαπιστώσεων- ότι η καχυποψία και η επιφυλακτικότητα είναι ίδιον ακόμα και των πολιτισμένων κοινωνιών. Φαινομενικά ο άλλος, ο έγχρωμος, δεν είναι πρόβλημα, αλλά μια σειρά από διαφοροποιήσεις και διακρίσεις υπολανθάνουν στις καθημερινές ανεπαίσθητες κινήσεις των ανθρώπων.
            Κι από την άλλη, η ίδια η γονεϊκή ικανότητα του ζεύγους αμφισβητείται με βάση το παρελθόν-τους. Ο προβληματισμός γύρω από τις αντοχές των γονιών, της προσήλωσής-τους, της υπομονής που οφείλουν να δείξουν συνδυάζεται με την απώλεια, τόσο υπαιτιότητί-τους όσο και εξαιτίας του πολέμου, όπως στην περίπτωση του αδελφού της Τάσι.
            Η τελική αποτίμηση είναι αρνητική. Προσπερνώ αυτό το ανάλαφρο, ειρωνικό, παιγνιώδες ύφος της Moore και στέκομαι στην πλοκή που δεν καταφέρνει να συνδυάσει σε ένα άρτιο σύνολο τη φοιτητική ζωή της Τάσι, το θέμα του ρατσισμού που φιδοσέρνεται αλλά δεν κορυφώνεται, τον ρόλο και τις ικανότητες των γονέων. Όλα τίθενται στα κουτάκια-τους και δεν συνδέονται με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αλληλοσυμπλήρωσης και αλληλουχίας. Ανάλογες επιφυλάξεις επισημαίνει και η Κατερίνα Μαλακατέ.
 
[Ο διάκοσμος που πλαισιώνει την ανάρτηση είναι αντλημένος από: bahamashomeaway.com, www.flickr.com, www.123rf.com, mulattodiaries.com, www.myunva.com και bifactor.wordpress.com]
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, December 27, 2013

“Γράμματα στην κόρη μου” του Θοδωρή Καλλιφατίδη

Φιλοσοφία και ποίηση, ένα κράμα που μπορεί να γονιμοποιήσει το πνεύμα: ο ποιητής Οβίδιος, που ανατράφηκε ρωμαϊκά, βρίσκει έναν νέο εαυτό στην εξορία. Κι αυτό το μήνυμα από την αρχαιότητα αξιοποιεί ο Καλλιφατίδης για να μιλήσει για τη μοίρα κάθε εκπατρισμένου.
 
 
Cappuccino Romano:
Θοδωρής Καλλιφατίδης
“Γράμματα στην κόρη μου”
εκδόσεις Γαβριηλίδης
2013 

            Ο Καλλιφατίδης είναι φιλόσοφος, ο Οβίδιος ήταν ποιητής. Αλλά κι οι δυο είναι εξόριστοι, ακούσια ή εκούσια, σε άλλη γη από τη δική-τους, πράγμα που τους γεμίζει νοσταλγία και τους δημιουργεί την ανάγκη ενός απολογισμού ζωής. Ο Καλλιφατίδης ζει χρόνια τώρα στη Σουηδία, ενώ ο Οβίδιος βρέθηκε εξόριστος από τη Ρώμη σε ένα χωριό στη Μαύρη Θάλασσα, κάπου στη σημερινή Ρουμανία.
            Ο φιλόσοφος λοιπόν βάζει τα ρούχα του ποιητή, προκειμένου να μιλήσει για τα ίδια πράγματα με άλλο τρόπο. Μιλάει για τη νοσταλγία της πατρίδας, τον πρώτο έρωτα, τη φύση και τη μαγεία της, τη δύναμη της γλώσσας, τον συγκλονισμό που επιφέρει η ποίηση… Από την άλλη όμως μιλάει και για την εξουσία, τον θάνατο, την προδοσία, τη δουλεία, τον ρατσισμό… Η ματιά του έχει τη φιλοσοφικότητα της καθημερινότητας, αλλά τα γυαλιά της συνυποδήλωσης, ήπιας και ελάχιστα φορτωμένης, λυρικής αλλά καθόλου μελοδραματικής.
            Ο Καλλιφατίδης βάζει τα ρούχα του Οβίδιου και γι’ αυτό, αν και μιλάει ο δεύτερος, ακούγεται συνέχεια ο πρώτος. Ο λόγος δεν αποτυπώνει τον Ρωμαίο του 1ου π.Χ. αιώνα, αλλά τον ελληνικής καταγωγής Σουηδό του 21ου. Οι προβληματισμοί-του, που θα ήθελε να είναι διαχρονικοί, εκφράζουν τη συνείδηση ενός εκπατρισμένου που αναπολεί τη ζωή-του και την Ελλάδα, που ξανασκέφτεται το φαινόμενο της ζωής και τον άνθρωπο, ταλαντευόμενος ανάμεσα στη ματαιότητα και στην ελπίδα. Τα συναισθήματα γυρίζουν ξανά και ξανά γύρω από την έννοια της προδοσίας, όχι τόσο της πολιτικής όσο των φίλων που ξέχασαν τον Οβίδιο.
            Τα επιστολιμαία μυθιστορήματα, όπως αυτό που μοιάζει ωστόσο πιο πολύ με σελίδες ημερολογίου, δεν εξελίσσουν γρήγορα τη δράση και γενικά είναι στατικά και αργοκίνητα. Ειδικά “Τα γράμματα στην κόρη-μου” που αφηγούνται τη ζωή του Οβίδιου, που εμπλέκουν δηλαδή μέσα στα γεγονότα ποιητικές ματιές, θέλουν τον ρυθμό-τους, θέλουν την υπομονή της ποίησης και την αργή πέψη της φιλοσοφίας. Σημασία δεν έχει η ζωή του ποιητή, αλλά η ψυχολογία-του που είναι γεμάτη θλίψη και ο τρόπος με τον οποίο αυτός βλέπει τη ζωή-του και ανασκαλεύει τα ορόσημα της ύπαρξής-του, ψηλαφώντας τα σημάδια που του άφησαν στην ψυχή. Γι’ αυτό, ο αφηγητής κάνει κύκλους, συχνά κουραστικούς, λέει και ξαναλέει τα ίδια πράγματα, επινοώντας εικόνες για να εκφράσει τα συναισθήματά-του. Μερικές φορές νιώθεις την ακίνητη λίμνη των λόγων-του να μην προχωράει ρούπι, νιώθεις ότι η σκέψη καπελώνει τη δράση, ο στοχασμός ισοπεδώνει την αφήγηση και η φιλοσοφία ευνουχίζει τη λογοτεχνία. Άλλες φορές όμως στέκεσαι και σκέφτεσαι μαζί-του, καθώς ξέρεις ότι η ανάσα μετράει πιο πολύ από το τρέξιμο.
            Το έργο από την άλλη καθιζάνει όσο δεν κατονομάζει τα πρόσωπα και λέει απλώς «ένας φίλος». Τα ελληνικά του Καλλιφατίδη, παρ’ ότι ζεστά και απαλά, κρατούν ακούσια μια απόσταση από την τρέχουσα ελληνική και συχνά φαίνονται άγρια, μαλλιαρά και μερικές φορές ανορθόγραφα (είναι θέμα διορθωτή;), ενώ η επιλογή-του να μη χρησιμοποιεί αποστρόφους (εκθλίψεις, αφαιρέσεις κι αποκοπές) κάνει το κείμενο στημένο και εν μέρει άρρυθμο. Δεν λείπουν και μερικοί αναχρονισμοί με πιο χτυπητό το bastu, που είναι σουηδική λέξη για τη σάουνα, να χρησιμοποιείται για συνήθεια των ντόπιων κατοίκων των Τόμων.
            Ο Καλλιφατίδης σ’ αυτό το έργο, πιστεύω, προσπάθησε να κάνει ό,τι η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ με τα «Αδριανού Απομνημονεύματα», ένα έργο που χρησιμοποιεί το φιλοσοφικό μικροσκόπιο της σκέψης, για να αναλύσει μια ζωή και μια σταδιοδρομία. Έτσι και στα “Γράμματα στην κόρη-μου” ο Οβίδιος στοχάζεται πάνω σ’ όσα έζησε, τώρα που δεν τα ζει, και μελετά τα χρόνια που πέρασαν με την πιο αντικειμενική ματιά του ώριμου και του κατασταλαγμένου. Η εξορία τον άλλαξε και γι’ αυτό δηλώνει “Non sum ego qui fueram” (Δεν είμαι αυτός που ήμουν). Η εξορία ήταν η αναγέννησή του.
           Βλ. και την άποψη του Βιβλιοκριτικού που εντοπίζει πετυχημένα τη “σταδιακή μετάβαση από την περιγραφή του νέου τόπου διαμονής υπό το πρίσμα της Ρώμης, στην ανασκόπηση του βίου του στη Ρώμη υπό τη νέα οπτική που του παρέχει η ζωή στον τόπο εξορίας.
            Ας θυμόμαστε όσους ξενιτεύτηκαν εκόντες άκοντες για να βρουν ό,τι δεν βρήκαν εδώ.
 
{Φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από: hoocher.com, www.forumtraiani.com, chain.eu, romanianhistoryandculture.webs.com, www.georgewinter.nl και www.foyerphatdiem.com}
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, December 25, 2013

ΚΑΛΑ και μελωδικά ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Έχουμε καλούς συνθέτες επειδή έχουμε μεγάλους ποιητές,
έχουμε καλούς στιχουργούς επειδή έχουμε μεγάλους ποιητές,
έχουμε μεγάλους ποιητές επειδή έχουμε τη μουσική μες στη ζωή-μας. 

Έτσι η μελωδία ζωοδοτεί την ποίηση,
κι η ποίηση ξέρει να παίρνει ρυθμό και όραμα, όσο ο ποιητής ακούει τη μουσική να γονιμοποιεί τη γλώσσα.  

ΧΤΥΠΩ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Χτυπώ την πόρτα του Θεού,
χτυπώ του Παραδείσου,
βοριάς ήρθε και φύσηξε
κι άνοιξε τη δική-σου. 

Όσα σκαλιά κι αν ανεβώ
κι όπου η καρδιά-μου φτάνει,
θα με κρατάει το χέρι-σου,
Χριστέ και Μακρυγιάννη. 

Χτυπώ την πόρτα του Θεού
σε μακρινό ξωκκλήσι,
μα δε μ’ ακούει με το βοριά
και το κερί θα σβήσει. 

(1979:
στίχοι Μ. Ελευθερίου,
μουσική Η. Ανδριόπουλος,
ερμηνεία Α. Καλογιάννης – Α. Πρωτοψάλτη) 

          Η συγκεντρωτική έκδοση “Τα λόγια και τα χρόνια” (1963-2013) των εκδόσεων Μεταίχμιο παρουσιάζει σε έναν ενιαίο τόμο τους στίχους από τα τραγούδια στην πολύχρονη πορεία του Μάνου Ελευθερίου. Είναι στίχοι τους οποίους όλοι έχουν σιγοτραγουδήσει, στίχοι που αποτύπωσαν την Ελλάδα και τον έρωτα, τον καημό και τη χαρά, στίχοι που πέταξαν σαν μελοποιήθηκαν. “Πρώτη του Δεκέμβρη”, “Το τρένο φεύγει στις οκτώ”, “Ο Άμλετ της σελήνης” κ.ο.κ. είναι μερικά τραγούδια που λειτούργησαν στο κοινωνικό φαντασιακό ως πέτρες ενός γερού κάστρου καμωμένου από στίχους, μουσικές και φωνές μιας ολόκληρης πεντηκονταετίας.
          Θέλω να τονίσω ότι η στιχουργική δεν είναι νόθη αδελφή της ποίησης. Σε πολλές περιπτώσεις είναι εφάμιλλη με την αναγνωρισμένη συγγενή-της, αφού ο μελοποιημένος στίχος –ειδικά Ελλήνων δημιουργών- δανείζεται ρυθμό, περιεχόμενο, μορφές κ.ο.κ. από τη μακραίωνη παράδοση της έμμετρης ποίησης. Πολλοί ποιητές έγιναν στιχουργοί, πολλά ποιήματα μελοποιήθηκαν, οι ανταλλαγές και οι συγγένειες είναι πολλές. Γι’ αυτό θα χαρώ αν δω πως συλλογές στίχων, όπως του Γκάτσου, ή εδώ του Ελευθερίου, εκδίδονται, μελετώνται, διαβάζονται… 

Εύχομαι να ζυμώνουμε μέσα-μας το νόημα αυτών των γιορτών,
όχι στην κοσμική αστρόσκονή-τους
αλλά στην κατανυκτική αυτοανάταση
στην οποία μπορούν να οδηγήσουν.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, December 23, 2013

“Τελευταίος γύρος” του Γκράχαμ Σουίφτ

Ο θάνατος αλλάζει τους ανθρώπους ή τουλάχιστον τους κάνει να ξανασκεφτούν και να ανακαλύψουν ανείπωτες πτυχές της ζωής-τους. Η πορεία μιας παρέας, που κουβαλά τη στάχτη ενός νεκρού, ξεθάβει αναμνήσεις και απωθημένα.  
 
 
British Coffee:
Graham Swift
Last Orders
1996
Γκράχαμ Σουίφτ
“Τελευταίος γύρος”
μετ. Α. Δημητρακάκη
εκδόσεις Εστία
2013 

            Όποιος θυμάται το βιβλίο του Φώκνερ “Καθώς ψυχορραγώ”, θα συνειδητοποιήσει ότι ο Σουίφτ χρησιμοποιεί το ίδιο μοτίβο με τον αμερικανό προκάτοχό-του. Και οι δύο αφηγούνται σε μια πολυεστιακή αφήγηση την εξόδιο μεταφορά ενός νεκρού. Πιο συγκεκριμένα, ο Άγγλος πεζογράφος βάζει τρεις φίλους του πεθαμένου και τον υιοθετημένο γιο-του να μεταφέρουν την τέφρα του κρεοπώλη Τζακ Ντόντζ από ένα προάστιο του Λονδίνου στο Μάργκεϊτ, όπου ο μακαρίτης ζήτησε να ρίξουν τη στάχτη-του.
            Το μυθιστόρημα αποτελείται από τις ομοδιηγητικές αφηγήσεις των τεσσάρων, και κυρίως του Ρέι, που σκέφτονται το παρόν, κάνουν αναδρομές στο παρελθόν, θυμούνται τα βιώματά-τους από τον φίλο-τους, προσθέτουν στιγμιότυπα από τη ζωή-τους, την οικογένειά-τους και τους δικούς-τους ανθρώπους. Σταδιακά ξεδιπλώνεται μπροστά-μας ένας ιστός με πέντε κέντρα (ο νεκρός και οι τέσσερις αφηγητές) που απλώνει το δίκτυ-του περιλαμβάνοντας κι άλλα πρόσωπα. Το παρόν του Τζακ (που πλέον είναι στο σημείο 0) συνυφαίνεται με το παρόν των άλλων αλλά κυρίως με το παρελθόν και τις αναμνήσεις των ζώντων από την κοινή ζωή-τους όσο αυτός ζούσε.
            Το βασικό πλεονέκτημα του έργου είναι αυτή η πολυδιάστατη δομή-του, που κάνει συνεχή τράβελινγκ, αλλάζει οπτικές γωνίες, μετακινείται αν και όχι με πολυγλωσσικό τρόπο από πρόσωπο σε πρόσωπο, τα οποία βλέπουν διαφορετικά τον νεκρό και τους άλλους γύρω-τους, αναθεωρούν τη ζωή-τους ή σκέφτονται το παρελθόν. Ο Σουίφτ ξέρει να χειρίζεται τα μικρά επεισόδια που δημιουργεί, να μπαίνει γρήγορα στο θέμα και εξίσου γρήγορα να βγαίνει, να σκορπίζει λεπτομέρειες που σκοπό έχουν να γεμίσουν αυτόν τον αφηγηματικό ιστό με τις πινελιές εκείνες που θα αναπλάσουν την ατμόσφαιρα.
            Όσο προχωράμε προς το τέλος, αποκτά αφηγηματικό ρόλο και η γυναίκα του Τζακ, η Έιμυ, με αποτέλεσμα να αποκαλύπτονται μικρά και μεγάλα μυστικά. Ο Ρέι και το στοίχημα που έβαλε με τα λεφτά και την έγκριση του Τζακ, ο εγκλεισμός της κόρης του Τζακ σε ίδρυμα, η προσπάθεια της Έιμυ να αλλάξει ζωή μετά τον θάνατό-του κ.ο.κ. Χωρίς κορυφώσεις, δεν τις περίμενε κανείς άλλωστε, το μυθιστόρημα καταλήγει στο Μάργκεϊτ και στη ρίψη της τέφρας στη θάλασσα. Ο προορισμός δεν ήταν ο στόχος, αλλά το ταξίδι…
            Όμως –κι αυτό ήταν ένα ερώτημα που συνεχώς με απασχολούσε- καταφέρνει ο συγγραφέας να στήσει έτσι το δίκτυ-του ώστε ο αναγνώστης να νιώσει ότι είναι κι αυτός κομμάτι της πομπής των πενθούντων, που πάνε να σκορπίσουν τη στάχτη του φίλου-τους; Με άλλα λόγια, νιώθει και ο αναγνώστης να ταυτίζεται με κάποιον από αυτούς και να μπαίνει στη θέση-του; Πιστεύω πως όχι. Το να συναισθανθείς τον θάνατο και να πλησιάσεις όσο πιο κοντά γίνεται, χωρίς να τον έχεις ζήσει πολύ πρόσφατα, είναι δύσκολο. Είναι μια άμυνα του οργανισμού να μην φτάνει τόσο κοντά στην απόλυτη θλίψη. Έτσι, θα έπρεπε το έργο να είναι έντονα συγκλονιστικό, για να κατορθώσει να καλέσει μέσα στο κλίμα-του τον αναγνώστη. Αυτό δεν το ένιωσα, δεν το είδα να γίνεται τουλάχιστον σε μένα κι έτσι παρακολουθούσα την όλη τελετή σαν τρίτος συγγενής που δεν γίνεται να συναισθανθεί απόλυτα τους πενθούντες. Και δεν μιλάω μόνο για το αίσθημα του πένθους, αλλά και για τις σκέψεις μπροστά στον θάνατο, τη ζωή, τις ανθρώπινες σχέσεις που επανεξετάζονται κ.ο.κ.

            Δείτε την παρουσίαση του NO14ME. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life στις 9/12/2013.  Οι φωτογραφίες της ανάρτησης αντλήθηκαν από: www.salon.com, www.bbc.co.uk, footage.shutterstock.com και www.tovima.gr.
Καλές γιορτές
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, December 20, 2013

“Η κόμη της Αφροδίτης” του Μιχαήλ Σίσκιν

Ένα παλίμψηστο εικόνων και γραφών, από τους πρόσφυγες στην Ελβετία έως τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο κι από τον Κύρο και τον Τριστάνο μέχρι την αναγεννησιακή Ιταλία. Και τότε αναρωτιέσαι «προς τι;»! 
 
 
Ρωσικός καφές με ένα δάχτυλο βότκα:
Михаил Павлович Шишкин
“Венерин Волос”
2005
Μιχαήλ Σίσκιν (απορώ γιατί γράφουν στο εξώφυλλο «Μίκαελ»)
“Η κόμη της Αφροδίτης”
μετ. Σ. Αργυροπούλου
εκδόσεις Μεταίχμιο
2013 

            Ο άνθρωπος αναζητά τρόπους να πει την ιστορία-του και ο συγγραφέας τρόπους να δείξει τις ιστορίες των άλλων. Πάνω λοιπόν στην ανάγκη να γίνει αληθοφανής η αφήγηση (και όχι κάτι αυτονόητο) πολλοί πεζογράφοι σκαρφίζονται αφορμές για να εξιστορήσουν τις ιστορίες των χαρακτήρων-τους: ο Γιόσα (Λιόσα) στο “Ο άνθρωπος που έλεγε ιστορίες” αναφέρεται στον hablador μιας φυλής του Αμαζονίου ενώ η Κακούρη στο “Πασαδόροι και βαστάζοι” επινοεί μια συσκότιση όπου οι κάτοικοι μιας γειτονιάς συγκεντρώνονται, μη έχοντας τι άλλο να κάνουν, και αφηγούνται μεταξύ-τους.
            Ο Σίσκιν κάνει κάτι παρόμοιο. Βασίζεται στην ιδέα της ανάκρισης από τις ελβετικές αρχές των προσφύγων που αναζητούν άσυλο στη χώρα, προσφύγων κυρίως από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Αφηγητής είναι ο διερμηνέας που χρησιμοποιεί ο ανακριτής για να επικοινωνήσει μαζί-τους και πάνω σ’ αυτόν καμβά παρακολουθούμε ιστορίες, αφηγήσεις, εξομολογήσεις, διαλόγους σε ένα πυκνό δίχτυ αναμνήσεων και διακειμενικών αναφορών.
            Στο έργο παρελαύνουν σκηνές από τη Σοβιετική Ένωση, όπως η εισβολή στο Αφγανιστάν, η φυλακή, παιδικές εικόνες για τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, οι Ολυμπιακοί αγώνες της Μόσχας το 1980 κ.ο.κ. Η ιστορία είναι το χέρι και ο αφηγητής είναι το γάντι, η ιστορία είναι ο πυρήνας της ζωής που αλλάζει πρόσωπα, φορείς, ιδέες, ακροατές, ερμηνείες. Ένας λαβύρινθος ιστοριών εκ των οποίων η μία αναδύεται μέσα από την άλλη και μπλέκονται σε ένα παλίμψηστο σύμπαν η Κύρου Ανάβασις με την προσφυγιά και ο Δάφνις με τη Χλόη (ελληνιστικό έπος) με τις σύγχρονες ιστορικοκοινωνικές συνθήκες.
Η ζωή είναι όλη ιστορίες και η λογοτεχνία ένα μαγνητόφωνο όπου αυτές καταγράφονται πάνω σε μισοσβησμένες κασέτες. Η μεταμοντέρνα αυτή αυτοαποκάλυψη ανοίγει στον αναγνώστη την ίδια τη συνθήκη σύνθεσης, αλλά συνάμα εξαρθρώνει το μυθιστόρημα και το μετατρέπει σε εργαστήριο γραφής. Η ίδια η ιστορία είναι η βελόνα και η κλωστή, για να δείξει ο συγγραφέας αυτοαναφορικά τη δύναμη της γλώσσας και της λογοτεχνίας. Είναι μια ομφαλοσκόπηση που ενίοτε εκπίπτει σε ναρκισσισμό και ενίοτε γίνεται παραγωγική δύναμη ανάδειξης των προβληματισμών περί τη λογοτεχνία. Ωστόσο, ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση δεν λείπει η μετακίνηση του ενδιαφέροντος από τον κόσμο στο κλειστό περιβάλλον της μυθιστοριογραφίας, από τα ζητήματα της ζωής στα ζητούμενα της γραφής κ.ο.κ.
Δυστυχώς αυτή η μεταμοντέρνα παλίμψηστη αναμπουμπούλα σπάνια με ικανοποιεί. Βλέπω ένα συνονθύλευμα το οποίο θυσιάζει τη γενική οικονομία μπροστά σε άπειρες (και αυτό ισοδυναμεί με καμία) εσωτερικές συνδέσεις, αναφορές, διακείμενα, υπόγειες διαδρομές, άσχετες χωροχρονικές ταυτίσεις και συμπτώσεις, που εντέλει διαρρηγνύουν την έννοια της λογοτεχνίας. Είναι η αισθητική της σαλάτας που μπορεί και να δώσει συνολικά τη γεύση της εποχής-μας.

[το φωτογραφικό υλικό είναι αντλημένο από: www.dreamstime.com, www.unhcr.org, www.vijesti.me, www.chrisblog.gr και nikacheart.ru]
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, December 18, 2013

“Πού ήσασταν όλοι” του Paolo di Paolo

Το 2013 κλείνει στην Ιταλία με την αποπομπή του Μπερλουσκόνι από την πολιτική ζωή. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το δημόσιο συμπλέκεται με το ιδιωτικό, αφού κανείς μπορεί να δει πώς ο ατομικός βίος του αφηγητή και της οικογένειάς-του διασταυρώνεται με τον δημόσιο βίο της Ιταλίας, κατά την εικοσαετία όπου κυρίαρχο ρόλο έπαιζε ο Cavaliere. Ο Paolo di Paolo γράφει ένα απλό μυθιστόρημα αποσπασματικής γραφής, λίγο συγκινητικό, λίγο χαοτικό, όπου μικρά καθημερινά περιστατικά συνδέονται με τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες όχι μόνο της χώρας αλλά και μακροσκοπικά όλης της οικουμένης. 
 
 
Cappuccino freddo:
Paolo di Paolo
“Dove eravate tutti”
Feltrinelli Editore
Milano 2011
Πού ήσασταν όλοι
μετ. Α. Χρυσοστομίδης
εκδόσεις Ίκαρος
2013 

            Πώς ανακαλύπτει κανείς τον πατέρα-του; Πώς δηλαδή, ενώ ζει μαζί-του χρόνια ολόκληρα, αρχίζει να καταλαβαίνει ότι δεν τον ξέρει καλά, ότι ήταν ένας άγνωστος, όπως συμβαίνει με πολλούς συγγενείς ακόμα και του στενού περιβάλλοντος. Η αφορμή στάθηκε η σκόπιμη(;) πρόσκρουση του αυτοκινήτου του πατέρα πάνω στον πρώην μαθητή-του Μαρανγκόνι Τόμας, χωρίς σημαντικές συνέπειες για την υγεία του νεαρού. Το ατύχημα όμως αυτό βγάζει σιγά σιγά στη φόρα μικρές και μεγάλες πτυχές του πατέρα Μάριο Τραμοντάνα, καθηγητή που μόλις πήρε σύνταξη, και όλης της οικογένειας. Ο διάφανος κόσμος μιας μεσοαστικής οικογένειας βγαίνει μέσα-έξω σε κοινή θέα, πρώτα των ίδιων των μελών-της.
            Αυτό που με κέρδισε από την πρώτη στιγμή είναι η απλότητα της γραφής που αναδεικνύει την απλότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Κι είναι όλα τόσο απλά που δεν τα είχαμε πάρει χαμπάρι έως τώρα, αφού τα θεωρούσαμε αυτονόητα και ασήμαντα, με αποτέλεσμα να τα προσπερνάμε γρήγορα. Ο τριαντάχρονος όμως Di Paolo κατάλαβε ότι η οικογένεια δεν είναι μια διαφανής ομάδα, αλλά μια καθημερινότητα που με το χρόνο και τη συνήθεια σκεπάζει τις μαύρες πλευρές των μελών-της. Κι αυτή τη σπουδαία ανακάλυψη την παρουσιάζει με μια φρέσκια γραφή, με καίριες προτάσεις, με ξεκάθαρα πλαίσια, με αυτονόητες αλήθειες που ωστόσο περίμεναν μια σαφή πέννα για να τις καταγράψει στο χαρτί.
            Στην ουσία η οικογενειακή ζωή είναι το πρώτο ερέθισμα, αφού ο αφηγητής επιχειρεί να γράψει, ενώ αυτή ακόμα δεν έχει κρυώσει, την ιστορία της δεκαετίας 2000-2010, όπου τόσα σημαντικά γεγονότα χάραξαν τον πλανήτη. Μεταξύ οικογενειακού βίου και προσωπικής ωρίμασης, καθώς ο ίδιος είναι δεκαέξι χρονών όταν ξεκινά η νέα χιλιετία και είκοσι έξι όταν φεύγει η πρώτη δεκαετία-της, συνδυάζει το απλό βλέμμα του μέσου Ιταλού, που είναι συνάμα και πολίτης του κόσμου, με τη δημοσιογραφική ματιά που συλλαμβάνει τα πράγματα εν των γίγνεσθαι. Η πρώτη ματιά καταβροχθίζει τη δεύτερη και η πτυχιακή εργασία που θέλει να αναλάβει ο ήρωας έχει ιστορικό άλλοθι για ένα θέμα, όπως η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, που ακόμα ζεματάει. Η μορφή του Μπερλουσκόνι, που εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και για είκοσι χρόνια κυριαρχεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στοιχειώνει το μυαλό-του, συνοψίζοντας ό,τι πιο φανταχτερό αλλά και σαθρό, ό,τι πιο ρητορικό αλλά συνάμα και λαϊκίστικο έχει να επιδείξει η Ιταλία στο τέλος του 20ου αιώνα.
            Βασικό χαρακτηριστικό του έργου είναι η αποσπασματικότητα, διαθλασμένη σε προσωπικές σκέψεις και αφηγήσεις αλλά και σε θραύσματα της επικαιρότητας, πολλά απ’ αυτά δοσμένα και μέσω οπτικών σημείων (π.χ. εφημερίδες). Αυτή η αποσπασματικότητα είναι λογοτεχνική συνθήκη των καιρών, αλλά και ανάγκη ενός νέου να χωρέσει την εμπειρία του κόσμου συνδυάζοντας το ατομικό και το δημόσιο, το οικογενειακό και το παγκόσμιο, το καθημερινό και το ιστορικό. Δεν είμαι όμως σίγουρος ότι μας πείθει καθ’ ολοκληρίαν ότι η τεχνική δείχνει σχέδιο, αφού ενίοτε το μίγμα φουσκώνει χωρίς να φαίνεται καμία οργάνωση. Οι μεταμοντερνιστές συγγραφείς αφήνονται στο ρεύμα της αποσπασματικότητας και θριαμβολογούν πάνω από τα κομμάτια του κόσμου. Οι αναγνώστες δεν είναι πάντα έτοιμοι να ακολουθήσουν…
 
[Οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από τα: www.indiatvnews.com, www.comune.pescia.pt.it, www.spekkle.com και www.tempostretto.it]
Πατριάρχης Φώτιος