Thursday, March 29, 2012

“Το μοιραίο δείπνο” του Ισμαήλ Κανταρέ

Τι λέει η αλβανική λογοτεχνία για μας; Είναι μια τριτοκοσμική γραφή ή σχετίζεται με την ευρωπαϊκή εξέλιξη; Δίνει βαλκανικό στίγμα ή μένει προσκολλημένη σε εσωτερικά θέματα; Ismail Kadare, Ben Blushi, Fatos Kongoli, Besnik Mustafaj, Kosta Koço, Virion Graci, Helena Gushi-Kadaré, Dritëro Agolli, Meshat Tozaj: τα ονόματα των αλβανών συγγραφέων δεν είναι ιδιαίτερα γνωστά στη χώρα-μας, εκτός ίσως από τον Φάτος Κόνγκολι και φυσικά τον Ισμαήλ Κανταρέ. 


Kafe shqiptare:
Ισμαήλ Κανταρέ
“Το μοιραίο δείπνο”
μετ. Τ. Κώτσιας
εκδόσεις Μεταίχμιο
2011 

            Αν κάποιος διαβάσει το μυθιστόρημα χωρίς να καταλάβει εγκαίρως την υπόγεια ειρωνεία και το ποιόν και ποσόν των κωμικών καταστάσεων μέσα σε ένα σοβαροφανές έργο, τότε θα πρέπει να ξανασκεφτεί τι δεν κατάλαβε καθώς διάβαζε. Γιατί το σίγουρο είναι ότι κάποια στιγμή θα το καταλάβει και τότε θα ανατρέξει προς τα πίσω για να δει σημεία και λοξές ματιές. Αυτές οι τελευταίες είναι σε τελική ανάλυση που κρίνουν και την αναγνωστική πρόσληψη.
            Ο γιατρός Γκαραμέτο προσφέρει εν μέσω γερμανικής κατοχής δείπνο στον διοικητή των κατοχικών στρατευμένων, ο οποίος έτυχε να είναι και συμφοιτητής-του, όταν σπούδαζαν μαζί στο Μόναχο (αν δεν κάνω λάθος). Αυτό το δείπνο αποτέλεσε σκάνδαλο, αφού το αποτέλεσμά-του ήταν η απελευθέρωση δεκάδων αιχμαλώτων ύστερα από αίτηση του γιατρού. Η συζήτηση που διεξήχθηκε, όση έντεχνα παρατίθεται από τον Κανταρέ, δείχνει τη δύναμη της στρατιωτικής εξουσίας αλλά και τη δύναμη της επιστημονικής και κυρίως το κύρος μιας μορφής που δεν διστάζει ούτε να τραπεζώσει τον εχθρό ούτε να μην τον κοιτάξει κατάματα και να του ζητήσει κάτι τόσο υπερβολικό για τους όρους της σχέσης-τους.
            Κανείς δεν ξέρει δηλαδή ποιος είναι από πάνω και ποιος είναι από κάτω, ποιος έχει το πάνω χέρι και ποιος ακούει από κατώτερη θέση. Το ίδιο συμβαίνει και όταν οι κομμουνιστές, μετά το πέρας του πολέμου, συλλαμβάνουν τον γιατρό, όχι για λάθη σε εγχειρήσεις-του, αλλά για εκείνο το ύποπτο δείπνο. Ο αστυνομικός ανακριτής μπροστά στον αλυσοδεμένο Γκουραμέτο νιώθει την ίδια κατωτερότητα και αμηχανία σαν να απειλείται ο ίδιος αλλά και ο ρόλος-του, γιατί όχι και το καθεστώς που με ολοκληρωτικό τρόπο προσπαθεί να επιβάλει την πυγμή-του και να πατάξει κάθε αντίθετη γνώμη.
            Κι εκεί που έχεις καταλάβει το αλληγορικό παιχνίδι, ο Κανταρέ κάνει μια εκπληκτική στροφή αποκαλύπτοντας ότι ο γερμανός συνταγματάρχης που εμφανίστηκε ως συμφοιτητής του Γκαταμέτο δεν ήταν ο ίδιος. Η αφηγηματική μαεστρία του αλβανού συγγραφέα ανακατεύει την τράπουλα και ξαναθέτει, αιφνιδιάζοντας και τον αναγνώστη, τους όρους των συμβολισμών του μυθιστορήματος.
Πώς η εξουσία προσπαθεί να επιβάλει τις θέσεις-της, πώς κατασκοπεύει και πώς εξιχνιάζει μυστήρια, πώς φοβάται εντέλει τα μυστήρια και ειδικά όσα κρύβουν –ή πιστεύει ότι κρύβουν- συνωμοσιολογικές πρακτικές που ενδέχεται να απειλήσουν το καθεστώς. Ταυτόχρονα, όμως, εμπλέκονται οι ψυχολογικοί παράγοντες που εδράζονται στις παραδόσεις, στην αλβανική νοοτροπία, στους ενδόμυχους φόβους κάθε ανθρώπου αλλά και στη δύναμή-του να μείνει σθεναρός και ακλόνητος. Το έργο πραγματεύεται την πολιτική ιστορία της Αλβανίας αλλά φυσικά τα μηνύματά-του εξαπλώνονται σε κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς αλλά και σε κάθε ψυχή που μόνο με την παρουσία-της υπονομεύει την εξουσία.
Ο Κανταρέ μπορεί να είναι εθνικιστής –και σε άλλα-του έργα το εκδηλώνει απερίφραστα-, μπορεί να προέρχεται από μια λογοτεχνία που δεν έχει δρέψει δάφνες, αλλά ο ίδιος είναι μια ισχυρή αφηγηματική φωνή, πάντα στα ρετιρέ της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, πάντα ακούγεται και διαβάζεται χωρίς να διαψεύδει τις προσδοκίες των αναγνωστών.
[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον ιστότοπο In2life στις 1.3.2012]

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, March 26, 2012

ΜΝΗΜΗ: Antonio Tabucchi (1943-2012)

Πεθαίνει ένας συγγραφέας όταν παύει να σκέφτεται, όταν παύει να γράφει και να λειτουργεί ως ενεργούσα συνείδηση. Ή ακόμα χειρότερα, όταν ξεχνιέται από το κοινό…
Χθες έφυγε ο πολλάκις υποψήφιος για Νόμπελ Αντόνιο Ταμπούκι που γεννήθηκε το 1943 στην Πίζα της Ιταλίας. Ξεκίνησε να γράφει το 1975 (Piazza d' Italia), ενώ το τελευταίο-του έργο δημοσιεύτηκε το 2011 (Racconti con figure). Βασικό μοτίβο στη γραφή του είναι η Πορτογαλία, της οποίας ήξερε πολύ καλά τη γλώσσα και την κουλτούρα. Μετέφρασε Πεσόα, ενώ πολλά κείμενά-του διαδραματίζονταν στη Λισσαβόνα κ.ο.κ. Ο λόγος-του ήταν χαμηλόφωνος, ενώ η υποδόρια ένταση ήταν συχνά πιο σημαντική από την πλοκή.


Τα έργα-του που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά είναι τα εξής (πηγή: www.biblionet.gr ):
2. Tabucchi, Antonio. Νυχτερινό στην Ινδία, μετάφραση Μυρσίνη Ζορμπά. - 1η έκδ. - Αθήνα : Οδυσσέας, 1990 & μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης, Άγρα 2010.
3. Tabucchi, Antonio. Requiem, μετάφραση Domenica Minniti. - 1η έκδ. - Αθήνα : Οδυσσέας, 1994 & μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης, Άγρα 2008.
Βλ. παρακάτω. 

4. Tabucchi, Antonio. Ο μαύρος άγγελος (Διηγήματα), μετάφραση Τότα Κονβερτίνο. - 1η έκδ. - Αθήνα : Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1995.
6. Tabucchi, Antonio. Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα, μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης. - 2η έκδ. - Αθήνα : Ψυχογιός, 1997 & μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης, Άγρα 2009.
Ίσως το πιο γνωστό και καλό έργο του Ταμπούκι: βλ. παρακάτω 

7. Tabucchi, Antonio. Η γραμμή του ορίζοντα, μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης. - Αθήνα : Άγρα, 1998.
Βλ. παρακάτω.


9. Tabucchi, Antonio. Η γαστρίτιδα του Πλάτωνα, μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης. - Αθήνα : Άγρα, 1998.
10. Tabucchi, Antonio. Όνειρα ονείρων, μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης. - Αθήνα : Άγρα, 1999.
11. Tabucchi, Antonio. Ένα πουκάμισο γεμάτο λεκέδες : Συζητήσεις του Antonio Tabucci με τον μεταφραστή του Ανταίο Χρυσοστομίδη εφ' όλης της ύλης, μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη. - Αθήνα : Άγρα, 1999.
13. Tabucchi, Antonio. Δύο ελληνικά διηγήματα : Το ποτάμι: Εισιτήριο στη θάλασσα, μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης. - Αθήνα : Άγρα, 2000.
14. Tabucchi, Antonio. Είναι αργά, όλο και πιο αργά : Μυθιστόρημα σε επιστολική μορφή, μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης. - 2η έκδ. - Αθήνα : Άγρα, 2003.
15. Tabucchi, Antonio. Ο Τριστάνο πεθαίνει : Μια ζωή, μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης. - 1η έκδ. - Αθήνα : Άγρα, 2004.
Βλ. μια σύντομη ανάλυση στον No14me

16. Tabucchi, Antonio. Το παιχνίδι της αντιστροφής, μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης. - 1η έκδ. - Αθήνα : Άγρα, 2005.
Δες τον Ναυτίλο και τη χθεσινή επετειακή αναφορά της Καφεΐνης.

20. Tabucchi, Antonio. Ο χρόνος γερνάει γρήγορα : Εννέα ιστορίες, μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης. - 1η έκδ. - Αθήνα : Άγρα, 2009.
21. Tabucchi, Antonio. Λογοτεχνίας εγκώμιο = Elogio Della Letteratura, μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης. - 1η έκδ. - Αθήνα : Άγρα, Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών, 2009.
22. Tabucchi, Antonio. Ταξίδια και άλλα ταξίδια, μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης. - 1η έκδ. - Αθήνα : Άγρα, 2011. 

Καταγράφω τις εντυπώσεις-μου από τρία έργα του Αντόνιο Ταμπούκι που έχω διαβάσει ως τώρα:
-         3. Tabucchi, Antonio. Requiem, 1994:
Ένα ταξίδι στον χώρο των ιδεών, των φαγητών και των προσώπων (νεκρών και ζωντανών) που αποτελεί ταυτόχρονα και αναζήτηση. Το κείμενο είναι χαλαρό στη συνοχή, αφού οι σκηνές λειτουργούν αυτοτελώς, ενώ τα υπόλοιπα στοιχεία, πλην του τόπου, είναι ασαφή, αόριστα και διαχρονικά συμβολικά. Ωστόσο, η ανάγνωση καθηλώνεται στον μονόλογο του συγγραφέα και βαλτώνει στους στενούς ορίζοντες μιας ανούσιας ιστορίας.
[Βλ. την παρουσίαση του Ναυτίλου].


- 6. Tabucchi, Antonio. Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα, 1997 και 2009:
Σίγουρα καλογραμμένο και χαμηλών τόνων, όπως ακριβώς και η ειρηνική επανάσταση του ήρωά-του. Το μυθιστόρημα φαίνεται πολιτικό αλλά πέρα από την καταγγελία ενός δικτατορικού καθεστώτος, η προσωπική αλλαγή του Περέιρα μετράει περισσότερο. Ο (έμμεσα) ευθύς λόγος δίνει έναν άλλο χρωματισμό στο κείμενο. Το βιβλίο είναι συγκρατημένο αλλά μέσα-του υποφώσκει ένα έντονο πάθος και διακρίνεται αυτή η ανατρεπτικότητα που ξεκινάει πρώτα από την καθημερινή ζωή.
[Βλ. μια αναλυτική παρουσίαση του βιβλίου στο μπλογκ Αναγνωστική αδεία και στον Ναυτίλο]


Αν κρίνει κανείς από το ύφος, θα πρέπει να εκτιμήσει τη λιτότητα μα και την εκπληκτική πυκνότητα που δεν αφήνει να εισχωρήσει τίποτα περιττό στον βαδιστικό ρυθμό (κάπου στο τέλος κάνει κοιλιά λόγω της θεωρητικής-του στροφής) και προσελκύει το ενδιαφέρον σε μια ταχεία ανάγνωση. Η υπόθεση διατηρεί την αγωνία του αστυνομικού μυθιστορήματος, αλλά σαφώς δεν κεντρίζει βάσει της συνέχειας και του τέλους. Ο Ταμπούκι είναι ένας μαέστρος της γραφής, αλλά χωρίς να πετυχαίνει τον άμεσο στιγματισμό του αποδέκτη με το κοινωνικό μήνυμα. 

Μπορούμε να είμαστε τυχεροί που έχουμε τόσα έργα του Ταμπούκι και που το ιταλικό με το πορτογαλικό σκηνικό δίνουν μια υβριδική λογοτεχνία υψηλής πυκνότητας και έντασης.
Τι πρόσφερε εντέλει ο ιταλός συγγραφέας στη λογοτεχνία; Η πυκνότητα με την οποία κατέγραφε στιγμές και αισθήματα δεν υστερεί καθόλου σε περιεκτικότητα. Η ατομική ζωή συνδέεται με την πολιτική και ξαναβλέπει τα κοινά υπό το πρίσμα της ατομικής συνείδησης· τα κοινά επηρεάζουν την καθημερινότητά-μας με πολλούς υπόγειους τρόπους και η προσωπική γήρανση/ωρίμαση συνυφαίνεται με τη βαθύτερη κατανόηση της κοινωνίας.
Η καθημερινή θεματική-του κάνει αφενός τα κείμενά-του εύκολα, αλλά συνάμα ο κρυπτικός χαρακτήρας-τους τα μετατρέπει σε στοχαστικά παζλ. Η εικονοποιία-του είναι αξιοσημείωτη, ειδικά για όποιον καταλάβει τη διακειμενική κατασκευή-της, που φωτογραφίζει και μαζί εξηγεί. Εν γένει βλέπει κανείς μια καλογραμμένη αφήγηση που αφήνει άπειρα κενά για να διεισδύσει ο αναγνώστης και να δει το βάθος της σκέψης.
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, March 24, 2012

Η παρέλαση και …οι παρελευσόμενοι πολιτικοί

       
      Η φετινή παρέλαση για την επέτειο της Επανάστασης του ’21 θα γίνει προκειμένου να την παρακολουθήσουν …οι νεκροί, οι αστυνομικοί και οι επίσημοι υπαίτιοι για τον ραγιαδισμό της φυλής και της αξιοπρέπειάς-μας. Η αστυνομία έχει λάβει διαταγές να γίνει παρέλαση με όρους χούντας, καθώς οι άρχοντες της χώρας θα καταδεχτούν να στηθούν για να παρακολουθήσουν τον στρατό να παρελαύνει εθιμοτυπικά. Γιατί μόνο εθιμοτυπική θα είναι μια παρέλαση, χωρίς εθνικό φρόνημα, χωρίς υπερηφάνεια και χωρίς τον λαό να τιμά την επανάσταση που ελευθέρωσε το έθνος, αφού σήμερα αυτό υποδουλώνεται ξανά με υπογραφές και οσφυοκαμψίες.
Είχα γράψει την 28η Οκτωβρίου 2011 ότι κάνουμε παρέλαση για όσους έγραψαν ιστορία και όχι για όσους τη διέγραψαν. Είχα γράψει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα έπρεπε ως θεσμικός φορέας να πάρει πρωτοβουλίες· το ότι –ετεροχρονισμένα- αποποιήθηκε τον μισθό-του δεν είναι αρκετό για να αποσείσει τις ευθύνες-του. Τουλάχιστον η πράξη-του έχει ένα συμβολικό χαρακτήρα, που τον τιμά. Είχα γράψει ότι με τη λογική-μου είμαι ενάντια στη διακοπή της παρέλασης, αλλά με την καρδιά επικροτώ την αντίσταση. Και σ’ αυτόν τον τόπο η ιστορία γράφτηκε με την καρδιά...
Εκείνες τις μέρες ο Μανόλης Γλέζος, από τους ζωντανούς ήρωες κατά των Γερμανών και πνευματικός άνθρωπος του σήμερα, είχε εκφραστεί με ευθύτητα και ντομπροσύνη: η παρέλαση δεν γίνεται για τους όποιους επισήμους, που κορδώνονται ανώδυνα, αλλά για τους νεκρούς και όσους πρωτοστάτησαν τότε στα γεγονότα, τους αναπήρους πολέμου και όσους θυσίασαν κάτι για την πατρίδα. Οι ανάπηροι πολέμου φέτος πήραν μια γενναία απόφαση: "Δεν θα παρελάσουμε μέσα από κιγκλιδώματα, μπροστά σε αυτούς που παραχώρησαν τα κυριαρχικά δικαιώματα της πατρίδας μας. Πολεμήσαμε για μία ελεύθερη πατρίδα." (δήλωση του γενικού γραμματέα της Γενικής Συνομοσπονδίας Αναπήρων και Θυμάτων Πολέμου Ελλάδος).
Αν οι πολιτικοί είχαν τσίπα, αν δεν ήθελαν να γίνουν στόχος της χλεύης του λαού και αν ήθελαν να απαρνηθούν τιμές που δεν τους ανήκουν, θα άκουγαν τον Μανόλη Γλέζο:

Κανείς δεν θα έκανε φασαρίες, αν στην εξέδρα των επισήμων κάθονταν οι πραγματικοί ήρωες, οι ανάπηροι και οι πολεμήσαντες στα βουνά και στα πεδία της μάχης και όχι όσοι παρακολουθούν με «λύπη» τον ελληνικό λαό να σφαγιάζεται.
Η παρέλαση χρησιμοποιείται για να γυαλίσουμε τη βιτρίνα της εθνικής-μας εικόνας. Αντί να λουστράρουμε τα σύμβολα, καλόν είναι να αλλάξουμε στάση και να ζούμε την ιστορική μνήμη, να ξεπεράσουμε τις μουσειακές εκδηλώσεις και να ξεσκονίσουμε όσα έχουν σκεπάσει με τον μανδύα της έως τώρα ευζωίας-μας.

«Καημένε Μακρυγιάννη να ’ξερες
                        γιατί τζάκισες το χέρι σου
                        το τζάκισες για να ληστεύουν τη ζωή μας
                        κάτι λαμόγια»

(παράφραση των στίχων του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου)                      

          ”Καημένε Μακρυγιάννη να ’ξερες
γιατί το τζάκισες το χέρι σου
το τζάκισες για να χορεύουν σέικ
τα κωλόπαιδα ”

            Αν γινόταν τώρα πόλεμος (ο μη γένοιτο), οι πολιτικοί θα προτιμούσαν μια εύκολη λύση (βλέπε Ίμια), αλλά και πολλοί Έλληνες θα προσπαθούσαν να τεθούν εκτός μάχης. Ο πόλεμος όμως γίνεται με όρους οικονομικής δουλείας, με βασανιστήρια σε κάθε οικογένεια που δεν έχει να ζήσει, με ψυχολογική φάλαγγα σε κάθε άνθρωπο που βλέπει το κράτος να τον εξευτελίζει. Η λύπη γίνεται αγανάκτηση, η αγανάκτηση οργή, η οργή ποτάμι, το ποτάμι χείμαρρος, ο χείμαρρος επανάσταση… Είμαστε υπόλογοι του παρελθόντος και ένοχοι απέναντι στο μέλλον της χώρας.
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, March 21, 2012

“Ο ιεροκήρυκας” της Camilla Läckberg

Ο θρησκευτικός οίστρος και η πεποίθηση ότι κάποιος είναι ο εκλεκτός μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει σε φόνους, σε θυσίες κατά την άποψή-του, που θα καθάρουν και θα έχουν ευεργετικά αποτελέσματα στο πρόσωπό-του αλλά και σε όσους πιστεύουν σ’ αυτόν. 


Καφές στιγμής χωρίς γάλα:
Camilla Läckberg
Predikanten
2004
“Ο ιεροκήρυκας”
μετ. Θ. Κονδύλης
εκδόσεις Μεταίχμιο
2011 

            Νιώθω ότι έκανα τον κύκλο-μου ως προς το αστυνομικό μυθιστόρημα, αφού έφτασα στο ζενίθ της αναγνωστικής-μου ανταπόκρισης με ελπίδες και προσδοκίες, είδα ότι στο μεγαλύτερο ποσοστό αυτές δεν επιβεβαιώθηκαν και τώρα αποφάσισα να μην ξαναδιαβάσω, αν δεν σιγουρευτώ ότι πρόκειται για κάτι εξαιρετικό ή τουλάχιστον δείγμα μιας ενθαρρυντικής προσπάθειας που δεν μένει στην πλοκή.
            Η Läckberg μού άρεσε στο προηγούμενο έργο-της, στην “Παγωμένη πριγκίπισσα”, καθώς δούλεψε πολύ την ιστορία ώστε να οδηγηθεί στο τέλος-της, σμίλεψε επαρκώς τους χαρακτήρες-της και πέτυχε ένα αποτέλεσμα που αποζημιώνει τον διψασμένο για δράση και μυστήριο αναγνώστη. Το ίδιο κάνει και εδώ: το πτώμα μιας νεαρής Γερμανίδας βρίσκεται πάνω στα πτώματα δυο άλλων νεαρών γυναικών που είχαν πεθάνει από το 1979. Οι υπόνοιες περιστρέφονται γύρω από την οικογένεια Χουλτ, τους απογόνους δηλαδή του περιβόητου ιεροκήρυκα Εφραίμ Χουλτ, που μπλέκονται σε μια έχθρα μεταξύ-τους, ενώ τόσο ο νεκρός προ πολλού γιος-του Γιοχάνες όσο και ο εγγονός-του Γιακόμπ πίστευαν ότι έχουν ένα χάρισμα το οποίο θέλει με παλαιοδιαθηκική διάθεση θύματα.
            Προφανώς το έργο είναι μια καλολαδωμένη μηχανή παραγωγής εντυπώσεων και οδηγεί τον αναγνώστη, ειδικά από ένα σημείο και μετά, σε μια λαχανιασμένη πορεία διαλεύκανσης. Αυτό που παρατήρησα είναι ότι πρόκειται πιο πολύ για αφήγηση του τρόπου αποκάλυψης του ενόχου, παρά της ανασύνθεσης των δολοφονιών (Ίσως αυτό είναι κατά βάση και ο τρόπος γραφής κάθε αστυνομικού μυθιστορήματος). Ο λαβύρινθος χτίζεται γύρω από το δωμάτιο στο οποίο βρίσκεται ο φονιάς και εμείς παρακολουθούμε τους διαδρόμους μέχρι να φτάσουμε σ’ αυτόν.
            Μήπως τελικά έχασα μερικές ώρες; Φυσικά κέρδισα ευχαρίστηση, ειδικά κάτι νύχτες που δεν με έπιανε ύπνος, και βρήκα σ’ αυτό το μυθιστόρημα συντροφιά και ενδιαφέρον. Απ’ την άλλη, είδα ξανά πώς στήνεται η πλοκή, πώς μπορεί ο συγγραφέας αστυνομικών να θηλυκώσει ενδείξεις και αποδείξεις σε ένα άρτιο σύνολο. ΑΛΛΑ, το βιβλίο θα μπορούσε να είναι μισό σε έκταση, χωρίς να χάσει σε σασπένς. Θα μπορούσε να μην πλατειάζει: μου θυμίζει τους ρώσους του 19ου αιώνα που έγραφαν τεράστια βιβλία κλεισμένοι στο κρύο δωμάτιο του σπιτιού-τους. Κάπως έτσι και η σουηδέζα πεζογράφος απλώνει τον καμβά-της σε ατελείωτα δεκαεξασέλιδα, χωρίς λόγο και αιτία. Η προσπάθειά-της να φτιάξει παράλληλες ιστορίες, να δώσει μέσα από αυτές πρόσωπα και χαρακτήρες, να χτίσει ατμόσφαιρα πέφτει στο κενό, καθώς ο στόχος-της, τον οποίο περνάει και στον αναγνώστη, είναι καθαρά το τέλος. Αυτή η «δυναστεία του τέλους», όπως θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε, δεν αφήνει κανέναν, ούτε τη συγγραφέα ούτε τους αναγνώστες, να δουν άλλα πράγματα, τα οποία πιο πολύ ως γεμίσματα μοιάζουν παρά ως απαραίτητα λογοτεχνικά στοιχεία.
            Το ιδεολογικό πλαίσιο εξάλλου της θρησκευτικής μανίας μου φαίνεται τόσο προτεσταντικό, τόσο κοινότοπο που δεν με κάνει να ξαναδώ το θρησκευτικό φαινόμενο με άλλο μάτι. Απλά αναμασά τον θρησκευτικό φανατισμό σαν κοινότοπη αιτία μίσους και θανάτου. Το έχουμε ξαναδεί το έργο! Έτσι, έφαγα τις πεντακόσιες σελίδες γρήγορα και βουλιμικά, αλλά δεν κράτησα τίποτα περισσότερο από μια ιστορία ελιγμών και μυστηρίου.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, March 19, 2012

Troll ή ελληνιστί… πώς;

Τα ιστολόγια –ανάμεσα σ’ αυτά και το Βιβλιοκαφέ- εκφράζουν τη γνώμη του συντάκτη-τους και προσπαθούν, το καθένα ανάλογα με τη δεοντολογία-του, να θέσουν ζητήματα και να ανοίξουν διάλογο με τους θαμώνες, φίλους ή και περιστασιακούς επισκέπτες-τους. Οι περισσότεροι κατεβαίνουν με απόψεις, με διαφωνίες ή με συμφωνίες, με επιχειρήματα εντέλει που δείχνουν σεβασμό και κυρίως αυτοσεβασμό. Η άλλη λύση είναι ο αυτοεξευτελισμός του ανώνυμου (όχι ψευδώνυμου) επισκέπτη που πετάει συνθήματα και προσπαθεί να σαμποτάρει την όποια συζήτηση. 

-Σε ενοχλεί το ιστολόγιο και θέλεις να το κάνεις μπάχαλο;
-Γίνε κι εσύ troll. Μπορείς!
-Δεν έχεις επιχειρήματα για να αναπτύξεις τις απόψεις-σου και τις αντιρρήσεις-σου;
-Εκτόξευσε ατάκες, λεκτικά πυροτεχνήματα, άσχετα μηνύματα!
-Θες να διαλύσεις τον ειρμό μιας συζήτησης επειδή δεν γουστάρεις τον μπλόγκερ;
-Μπορείς να παρέμβεις και να σχολιάσεις σαν καμικάζι τον λόγο, τη μεταφορική-του χροιά, τις λέξεις που αρνούνται να μπουν στα καλούπια-σου!  


Τι είναι το troll; Εμπνευσμένο από τη λαογραφία των ευρωπαϊκών λαών είναι το αλλόκοτο πλάσμα που μπαίνει ξαφνικά σε έναν διαδικτυακό τόπο και προσπαθεί να διαλύσει το κλίμα που εκεί δημιουργείται. Στην αρχή με εξυπνακίστικα συνθήματα ή με άσχετες κουβέντες, έπειτα ίσως με προσβλητικά δολώματα που περιμένουν τους άλλους να τσιμπήσουν. Πώς να το αποδώσουμε στα ελληνικά;

            -ηλεκτρονικός καλικάτζαρος;
            -ψηφιακός μπαχαλάκιας;
            -ιστολογικό τσιμπούρι;
            -ανώνυμος ψυχωσικός;
-διαδικτυακός κουκουλοφόρος;
Δεχόμαστε και άλλες ελληνικές αποδόσεις. Καμία γνώμη;
Τελικά, αυτός ο καλικάτζαρος είναι ο πιο τακτικός θαμώνας του ιστολογίου, γιατί παρακολουθεί συνεχώς τα τραπεζάκια-του και σαν ελεύθερος σκοπευτής πληκτρολογεί όποτε γουστάρει. Η εξάρτησή-του από το μπλογκ είναι συγκινητική, η εμμονή-του άξια ψυχολογικής παρακολούθησης και βοήθειας, μπας και μπορέσει να απεξαρτηθεί. Τουλάχιστον, διαβάζει όσα γράφονται και σταδιακά αποκτά την κουλτούρα που του λείπει, σταδιακά εμποτίζεται με το βιβλιοφιλικό πνεύμα στο οποίο υστερεί.
Η καλύτερη τακτική απέναντί-του είναι να τον αγνοήσουμε, να μην απαντάμε στα σχόλιά-του. Αυτός φθείρεται…
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, March 16, 2012

“Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας” της Μαρίας Α. Ιωάννου

Φοβερός τίτλος, εκκωφαντικός λόγος, αλλά άναρχος που θα ήθελε να ωριμάσει και να γίνει μεστός και καίριος.  Μικρά διηγήματα που φιδοσέρνονται με όχημα τα παιχνίδια της γλώσσας.


Κυπριακός καφές στη χόβολη:
Μαρία Α. Ιωάννου
“Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας”
εκδόσεις Γαβριηλίδης
2011 

            Η Κύπρος έχει παράδοση στους καλούς τραγουδιστές· τους βλέπεις κάθε τόσο να ξεφυτρώνουνε σαν τα μανιτάρια σε τάλεντ σόου, σε γιορτές και συναυλίες, σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές και απορείς –με κάθε ειλικρίνεια- πώς ένα μικρό σύνολο καταφέρνει και αναδεικνύει φωνές, μερικές από τις οποίες μπορεί να κάνουν μεγάλη καριέρα (βλ. λ.χ. την επιλογή-μας στη Eurovision).
            Στη λογοτεχνία τι γίνεται; Η νεαρή Μαρία Ιωάννου είχε την καλοσύνη να μου στείλει το βιβλιαράκι-της, στο οποίο είδα τα μικρά διηγήματά-της να συμπυκνώνουν σε πολύ λίγες σελίδες την πυρίτιδα της γραφής-της, που δεν ήξερα πότε και αν θα σκάσει, πώς αυτή η ανατρεπτική, λίγο αλλόκοτη, λίγο συγγενής με το θέατρο του παραλόγου γραφή-της θα τρυπώσει στο αναγνωστικό-μου είναι και θα χτυπήσει σε καίρια σημεία. Κι αυτό έγινε σε δύο διηγήματα.
            Αφενός, το Le Petit Chandelier αναφέρεται στην αιώρηση του πολυελαίου πάνω από το κρεβάτι ενός γυναικοκατακτητή που αλλάζει γυναίκες και ζει τρυφηλά ή και ευδαιμονιστικά. Ο πολυέλαιος παρομοιάζεται με νυχτερίδα που κρεμάστηκε ανάποδα, με πληγωμένο ζώο, με δολοφόνο λαμπών κ.ο.κ., ώστε μια μέρα (ή νύχτα;) αποφάσισε να αυτοκτονήσει πέφτοντας πάνω στο κρεβάτι και στην κοιμωμένη ερωμένη. Αφετέρου, η Πυκνή Βλάστηση αποδίδει την αλληγορία της εκφύτρωσης κλαδιών, λουλουδιών και βλαστών πάνω στο σώμα της αφηγήτριας, που ζει μόνη και έρημη, ενώ το ίδιο παρατηρεί πλέον να συμβαίνει και σε άλλους ανάλογα με την ατομική-τους κατάσταση. Οι άνθρωποι έτσι μύριζαν χλωρίδα και βλάσταιναν ή μαραίνονταν ανάλογα με το είναι-τους, σαν να μην μπορούν να κρύψουν πια το ενδότερο εγώ-τους.  
            Αυτά τα δύο με κράτησαν ζωντανό αναγνώστη και με έπεισαν να συνεχίσω μέχρι τέλους το βιβλιαράκι. Πέρα όμως από την έκδοση, που την βρήκα απρόσφορη, τα υπόλοιπα διηγήματα επιχειρούν το έξυπνο και το παράλογο, το ακραίο και το ιδιαίτερο, αλλά η εκτέλεση με άφησε άδειο να απορώ γιατί τόσο ξεχείλωμα, γιατί ο ποιητικός οίστρος δεν τιθασεύεται από ανάλογη δομή.
            Η νεαρή Μαρία Ιωάννου υπηρετεί ένα είδος διηγήματος που είτε θα αρέσει πολύ, είτε θα θεωρηθεί αδόμητο και συνειρμικό. Η ιστορία κυλίεται πάνω στο γλωσσικό χαλί μιας ποιητικής γλώσσας και μιας φλοκάτης του παραλόγου. Καλή συνέχεια.
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, March 13, 2012

“Το τρένο των νεφών” της Ευγενίας Φακίνου

Ένας λάτιν Τηλέμαχος και η Οδύσσεια των βουνών, ο Μάρκες και η ελληνική μυθολογία, ο φτωχός δεκάχρονος και ο πατέρας των αφηγήσεων Όμηρος: το υφαντό της Φακίνου συντίθεται με ελληνικά νήματα και βάφεται με λατινοαμερικάνικα χρώματα. 


Latin Coffee:
Ευγενία Φακίνου
“Το τρένο των νεφών”
εκδόσεις Καστανιώτης
2011 

            Η Ευγενία Φακίνου πάντα φλέρταρε με τη λογοτεχνία του μαγικού ρεαλισμού, αφού δανειζόταν μοτίβα και ατμόσφαιρες, αφομοίωνε τρόπους αφήγησης και μετέφερε το παραλογικό στοιχείο στο βαλκανικό κλίμα. Δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τμήματα της πεζογραφίας-της ως μέρη ενός ευρύτερου “βαλκανικού μαγικού ρεαλισμού”, όπως ίσως και η Ζατέλλη.
            Στο ανά χείρας μυθιστόρημα η λογοτέχνις αποδίδει ευθέως τιμή σε όλα τα διαβάσματά-της που ανήκουν στη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία από το Μεξικό έως τη Χιλή κι από το Περού μέχρι την Αργεντινή (προφανώς μιλάμε για την ισπανόφωνη παραγωγή). Έτσι φτιάχνει ένα πολύχρωμο υφαντό υφασμένο με νήματα από τους μιγάδες κατοίκους, τους ισπανούς κονκισταδόρες και κυρίως από τους απλούς ανθρώπους της Νοτίου Αμερικής. Φτιάχνει ένα κέντημα με χωρία από συγγραφείς σε ένα έξυπνο συμπίλημα, που διατρέχει την ντόπια λογοτεχνία και συνθέτει με κουρελάκια-της ένα νέο λατινοαμερικανο-ελληνικό κείμενο.
            Ο μικρός Κανένας γεννιέται σχεδόν ορφανός, αφού ο άγνωστος πατέρας-του, ένας κάποιος Οδυσσέας είναι άφαντος, ενώ η μητέρα-του Ερέντιρα πεθαίνει αμέσως μετά τη γέννα. Την ανατροφή-του αναλαμβάνει ένας φτωχός χωρικός, άκληρος και προλετάριος, ενώ την πρώτη μόρφωσή-του ο δάσκαλος του χωριού που τον βαφτίζει με το άλλο όνομα του πατέρα-του. Ο μικρός Κανένας (Νινγκούνο) μεγαλώνει με ισχυρές ερωτήσεις, ζυμώνεται με τη ζωή του χωριού, με τους άστεγους, με τις τοπικές προλήψεις και με τη δύσκολη καθημερινότητα και φτάνοντας στα δέκα-του χρόνια αποφασίζει να αναζητήσει τον πατέρα-του, ο οποίος φερόταν ότι ήταν ναυτικός και λαθρέμπορος διαμαντιών. Το ταξίδι του δεκάχρονου Κανένα τον φέρνει στο τρένο των νεφών για το οποίο ακούγονται πολλά, όπως ότι μπαίνει κανείς νέος και βγαίνει γέρος.
            Στο τρένο παρακολουθούμε ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, αφού από βαγόνι σε βαγόνι ο μικρός μεγαλώνει δέκα χρόνια, καθώς έρχεται σε γνωριμία με τις αφηγήσεις των επιβατών, τις ιθαγενείς ιστορίες για παράξενα γεγονότα, την ζωντανή ιστορία των εμφυλίων, τη διαφθορά της εξουσίας, που επιδίδεται σε σεξουαλικές γιορτές και σε τρυφηλές απολαύσεις. Επισκέπτεται τον κάτω κόσμο, σαν άλλος Οδυσσέας, και γνωρίζει την Εβίτα Περόν, τον Ωνάση, τον Τσε Γκεβάρα, τον Μπολιβάρ και περιδιαβαίνει έτσι στην ιστορία της ηπείρου μέσα στον 20ό αιώνα.
Στο τέλος καταλήγει στην πηγή όλων των ιστοριών και των αφηγήσεων, τον τυφλό ποιητή τον οποίο διεκδικούν εφτά πόλεις και ο οποίος ξαναμαζεύει το νήμα της ελληνικής πορείας από την Τροία στα πέρατα της οικουμένης.
Στο “Τρένο των νεφών” ο αναγνώστης χαζεύει τον χάρτη της Λατινικής Αμερικής και κάθεται χαλαρός σαν να είναι μπροστά στον παραμυθά του τόπου, για να ακούσει αλλόκοτες ιστορίες, που δεν αλλοιώνουν το ρεαλιστικό-τους υπόβαθρο, και ιστορικές αναμνήσεις. Από την άλλη, αξίζει να παρατηρήσει κανείς, να ανιχνεύσει καλύτερα, τις συμβολικές προεκτάσεις οι οποίες διαρθρώνονται γύρω από το όνομα του Οδυσσέα. Η Φακίνου αντί να βάλει τον ίδιο τον μυθικό ήρωα να περιπλανάται στις θάλασσες, για να βρει την οικογένειά-του, βάζει τον γιο-του, έναν λάτιν Τηλέμαχο, να σκαρφαλώνει στις οροσειρές για να βρει τον χαμένο πατέρα-του. Κι αντί να ακολουθήσει τις ομηρικές ιστορίες, βαθιά ενταγμένες στην αρχαιοελληνική μυθολογία, ανασυνθέτει ή επινοεί τις λατινοαμερικάνικες αφηγήσεις, που συνθέτουν μαζί με πολλούς εγχώριους συγγραφείς μια νέα μαγικοκοσμική μυθολογία, μια μυθολογία ζωντανών θρύλων και διακειμενικών αναφορών.
Η Φακίνου γράφει ένα χαλαρό λογοτεχνικό έργο, σαν την επεισοδιώδη πλοκή της Οδύσσειας, πολύ χαλαρό για μυθιστόρημα αλλά σύμφωνο με το πρότυπό-του, ίσως σύμφωνο και με τη σειρά αφηγήσεων των habladores που τηρούν μια παράδοση αιώνων στις χώρες της Νοτίου Αμερικής. Ίσως η σύνδεση αυτών των αφηγητών με τους αρχαίους ραψωδούς και αοιδούς να έδωσε και το ερέθισμα για μια γόνιμη πλέξη της ντόπιας κουλτούρας με το ελληνικό αφηγηματικό αρχέτυπο.
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο In2life στις 23/2/2012]
Πατριάρχης Φώτιος