Saturday, September 29, 2012

“Υπογείωση” του Γιώργου Λαμπράκου

Ένας μονόλογος δεν μεταφέρει αναγκαστικά μια αλληλουχία γεγονότων αλλά μπορεί να μεταδίδει μια χειμαρρώδη αλληλουχία συναισθημάτων. Κι αν αυτή η απωθημένη αγανάκτηση λειτουργήσει ως σεισμός για τον αναγνώστη, τότε η λογοτεχνία κάνει καλά τη δουλειά-της.  


Καφές μετά το μεθύσι:
Γιώργος Λαμπράκος
“Υπογείωση”
εκδόσεις Γαβριηλίδης
2012 

            Ούτε που θυμάμαι πώς αγόρασα αυτό το βιβλίο. Ούτε που θυμάμαι τι είχα στον νου-μου, όταν το πήρα, τι με παρακίνησε να το φέρω στο σπίτι. Ένα μικρό σε μέγεθος βιβλιαράκι μόλις 71 σελίδων. Ένας άγνωστος συγγραφέας 35 ετών με δυο τρία άλλα έργα δημοσιευμένα.
            Το πρώτο που ξεχωρίζει είναι η γλώσσα. Σε αρπάζει από τον λαιμό και σε κρατά σε όλο το έργο. Είναι ένας μονόλογος της Άννας, μιας ηλικιωμένης γυναίκας, καθηλωμένης στο μικρό διαμέρισμά-της, που χέζεται πάνω-της, που ζει τη μοναξιά-της, με μόνη συντροφιά το ποτό και τη σκυλίτσα-της. Ο λόγος-της, λοιπόν, είναι καταιγιστικός, προφορικής κοπής, ορμητικός και αθυρόστομος, χωρίς να γίνεται χυδαίος, ώρες ώρες χειμαρρώδης και ορμητικός. Είναι σαν να βγάζει τα απωθημένα μιας ζωής, να ξεσπά σαν μπόρα μετά από χρόνια σιωπής, μετά από μακρά περίοδο καταπίεσης. Κι ενώ ο λόγος-της απογειώνεται, αποκαλύπτεται ότι η ζωή-της έχει προ πολλού “υπογειωθεί”.
            Από τις απαιτήσεις του πατέρα-της που ήθελε να τη δει καθηγήτρια πανεπιστημίου έως τα καθήκοντα που αναλάμβανε σταδιακά σε όλο-της τον βίο. Σπούδασε από υποχρέωση, ανέλαβε διατριβή στη Λογική από καθήκον, αλλά δεν την τελείωσε ποτέ, προσπάθησε να σηκώσει τα βάρη που της αναλογούσαν από χρέος. Στην εφηβεία έτρωγε βουλιμικά από κατάθλιψη, στην πενθήμερη μέθυσε και ξεπαρθενεύτηκε, έμεινε μάλιστα έγκυος και γέννησε δίδυμα. Κι αποφάσισε να τα μεγαλώσει. Τελικά η ίδια σπούδασε και έκανε λίγα χρόνια θέατρο, μεγάλωσε δυο παιδιά, από τα οποία το αγόρι αυτοκτόνησε και η κόρη ζούσε μια ζωή πλούσια αλλά με δανεικά, όπως όλοι οι Έλληνες. Η ίδια πιστεύει ότι προδόθηκε, όπως προδίδεται κάθε άνθρωπος που κάποτε είχε όνειρα, και γι’ αυτό μισεί τον κόσμο όπως μισεί τον εαυτό-της.
            Το κείμενο του Λαμπράκου βάλλει εναντίον της σάπιας εσωτερικά κοινωνίας που αφήνει τους ανθρώπους να νομίζουν ότι είναι ευτυχισμένοι, ενώ ζουν στο υπόγειο της ζωής. Η Ελλάδα, λέει σε ένα σημείο, είναι ωραία αρκεί να μην είχε τους Έλληνες. Γι’ αυτό, η γλώσσα που επέλεξε χτυπάει ευθέως στις συνδηλώσεις της γλώσσας και στο ακούσια/εκούσια ειρωνικό περίβλημά-της. Η αφηγήτρια μιλάει κι, όταν καταλαβαίνει τι λέει άθελά-της, συνειδητοποιεί και πόσες υπόρρητες αλήθειες βγαίνουν στην επιφάνεια μέσα από τη σοφία της γλώσσας. Οι λέξεις, όπως επισημαίνει, είναι κι αυτές συντροφιά-της. Κι ίσως είναι και ένα όπλο-της για να αμυνθεί στα προβλήματα και να επανακαθορίσει το στίγμα-της.
            Το ζητούμενο είναι αν αυτό το παραλήρημα, έλλογο μέσα στον μονόλογο της αφηγήτριας, μεταφέρει τη συγκίνηση που θα ήθελε ο συντάκτης-του. Ή καλύτερα, αν αυτή η απηυδισμένη οργή δεν αφήνει μόνο πρόσκαιρα ίχνη στην ψυχή του αναγνώστη, αλλά και αν μπορεί να κάνει τους κραδασμούς που δημιουργεί να προκαλέσουν και μετασεισμούς αφού κανείς κλείσει το βιβλίο. Κατά βάση ναι, ειδικά αν το διαβάσει κανείς μονορούφι και δεν αποσπαστεί έξω από την ατμόσφαιρα του έργου και της συναισθηματικής φόρτισης που αυτό υποβάλλει.
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, September 26, 2012

Εκδόσεις ...εκτός συναγωνισμού

Ή εκδόσεις σε μικρούς οίκους και αυτοεκδόσεις
            Υπάρχει μια προκατάληψη, διαφημιστικής και καταναλωτικής υφής, που θέλει ένα βιβλίο εκδεδομένο από έναν μικρό και αφανή εκδοτικό οίκο (όχι δεύτερο στη σειρά μετά τους μεγάλους, αλλά μικρό και άγνωστο), ένα τέτοιο λοιπόν βιβλίο να μην έχει και λογοτεχνικές απαιτήσεις. Γιατί, σου ψιθυρίζει στ’ αυτί η φωνή αυτή, δεν κυκλοφόρησε από έναν μεγάλο οίκο; Προφανώς, απορρίφθηκε επειδή δεν πληρούσε τις ποιοτικές προδιαγραφές που θα έπρεπε…
            Κι όμως τα τελευταία χρόνια μπορεί κανείς να βρει στις μικρές λίστες των λογοτεχνικών βραβείων βιβλία που κυκλοφόρησαν από άγνωστους στο ευρύ κοινό εκδοτικούς οίκους, όπως λ.χ. Φαρφουλάς κ.ο.κ., ή βιβλιοπαρουσιάσεις για έργα αφανών συγγραφέων ή οίκων, τα οποία ωστόσο δεν είναι τόσο μέτρια όσο η προκατάληψη της εκ των προτέρων φήμης-τους υπαγορεύει.
            Κατά καιρούς μου έχουν στείλει βιβλία …εκτός συναγωνισμού, που εκδόθηκαν από μικρές εκδόσεις ή αυτοεκδόσεις, που αποτέλεσαν το προϊόν της αγάπης του συγγραφέα για τη γραφή και όχι την “ιδιοτελή” προσπάθειά-του να μεγαλουργήσει, που παρήχθησαν από μεράκι και πίστη στο γραπτό κείμενο, είτε ως προσωπική λύτρωση είτε ως μοίρασμα με τους άλλους. Δεν παραβλέπω βέβαια τη γραφομανία που καταλαμβάνει τους Νεοέλληνες, μια αχόρταγη τάση να δείξουν ότι αυτό που έχουν μες στο κεφάλι τους αξίζει και να εκδοθεί, ακόμα κι αν το διαβάσουν μόνο δυο τρεις φίλοι-τους. Ούτε παραγνωρίζω ότι οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι έχουν ειδικό προσωπικό ανάγνωσης και κοσκινίσματος των άξιων προς έκδοση χειρογράφων από τη μεγάλη μάζα των γραφομένων. Αλλά, οι ευκαιρίες να βρει κανείς κάτι καλό, κάτι μικρό αλλά πολύτιμο σε αφανείς προσπάθειες έκδοσης, μπορεί να είναι ελάχιστες, αλλά πλέον χάρη στο διαδίκτυο, μπορούν κάποια στιγμή να προβληθούν και να αναγνωριστούν.
            Πρόσφατα μου απέστειλαν μερικά βιβλία που κινούνται σ’ αυτό το “περιφερειακό” πλαίσιο. Ο φίλος του ιστολογίου Νώντας Τσίγκας απέστειλε (αγοράζοντάς-το μάλιστα, αν δεν κάνω λάθος) το βιβλιαράκι του Στάθη Κοψαχείλη “Παραμιλητά” (εκδόσεις Θερμαϊκός, Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2011). Παράλληλα, ο Δημήτρης Μαμάκος είχε την καλοσύνη να μου ταχυδρομήσει το έργο-του Νομαδικόν” (αυτοέκδοση: δες και www.nomadikon.com). Την ίδια διάθεση είχε και η Μαρία Βελονάκη-Νικολάου, που μου ταχυδρόμησε το μυθιστόρημά-της “Ασύμπτωτες ιστορίες και το σημείο τομής” (εκδόσεις Σοκόλη-Κουλεδάκη, Αθήνα 2012). Παλιότερα, άλλοι φίλοι, όπως ο Βαγγέλης Μπέκας (εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος) κ.ο.κ., προσέφυγαν σε μικρούς εκδοτικούς οίκους, πιστεύοντας στην αξία του έργου-τους και προσπαθώντας να μετατρέψουν σε τυπωμένο χαρτί ευρείας κυκλοφορίας όσα η καρδιά, το μυαλό ή η αλογόμυγα που τους οιστρηλατεί τους υπαγορεύει.
1.      Η συλλογή με ολιγοσέλιδα διηγήματα του Κοχαχείλη αποτυπώνει στιγμιότυπα μιας γραφικής, χωριάτικης ζωής με ηθογραφική διάθεση. Το σκηνικό του Λιτοχώρου με τον Ενιπέα, την άγρια φύση, το χωριό και οι κάτοικοί-του συνοδεύεται από μια γλώσσα, τοπική και ιδιαίτερη, φυσική και χυμώδη, που δεν δυσκολεύει την ανάγνωση αλλά της δίνει το απαραίτητο χρώμα. Οι ιστορίες είναι αναμνήσεις από το χωριό, πιο πολύ συναντήσεις της απλής καθημερινής ζωής με μια άλλη σφαίρα, όπου οι πεθαμένοι έρχονται φυσιολογικά και καθόλου απρόσμενα, ενώ η μεταφυσική σαν σύννεφο αργοδιαβαίνει πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων, χωρίς να προδίδεται ο ρεαλιστικός χαρακτήρας των κειμένων. Ο συνδυασμός μιας στέρεα βασισμένης στο μακεδονικό τοπίο και ντοπιολαλιά ατμόσφαιρας με το μαγικό (σαν τον μαγικό ρεαλισμό της Ζατέλη, που αναφέρεται, νομίζω, κι αυτή στη Μακεδονία) κάνει τα μικρά διηγήματα λιγότερο μουντά και περισσότερο ποικίλα, παρά τη σκληρότητα των θεμάτων-τους και την αίσθηση πικρίας που συνοδεύουν τα σκηνικά-τους.
 
2.      Το “νομαδικόν” του Μαμάκου, από την άλλη, είναι ένα οδοιπορικό δρόμου, στο οποίο δίνονται σε ημερολογιακή μορφή (με ημερομηνιακές καταχωρίσεις) οι εμπειρίες του αφηγητή στην Ινδία, στις πλαγιές των Ιμαλαΐων, στα χωριά της περιοχής, ανάμεσα στους κατοίκους και τις οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο χώρο. Πιο πολύ από ημερολογιακό μυθιστόρημα είναι ένα έργο που ανήκει στην ταξιδιωτική λογοτεχνία. Ο αναγνώστης γεύεται εικόνες της Ανατολής, καθώς ο συγγραφέας επιχειρεί να μεταδώσει το κλίμα της περιήγησης έξω από το ευρωπαϊκό περιβάλλον και μέσα από την επαφή με τον “πρωτόγονο” τρόπο ζωής που κρύβει μαγεία αλλά και κινδύνους για την ισορροπία ενός βολεμένου αστού.
 
3.      Τέλος, οι “Ασύμπτωτες ιστορίες και το σημείο τομής” της Μαρίας Βελονάκη-Νικολάου είναι ένα μυθιστόρημα διπλής αφετηρίας αλλά κοινού τέλους. Η Φλώρα, διάσημη συγγραφέας, αναλογίζεται όσα είχε μάθει από τη Ρούλα, την υπηρέτριά-τους, που βίωσε ως παιδί τη φρίκη του Εμφυλίου: οι Δεξιοί εκτέλεσαν τον αδελφό-της χωρίς πραγματικό λόγο. Από την άλλη, ο Θόδωρος απολύεται, με αποτέλεσμα να διασαλευτούν οι σχέσεις-του με τη γυναίκα-του. Το κείμενο αρέσκεται στις ωραίες φράσεις που υποτίθεται κρύβουν μεγάλες αλήθειες αλλά εντέλει καταντούν στείρος διδακτισμός. Κι αυτό γιατί ακούγονται βαρύγδουπες, χωρίς τα γεγονότα τα ίδια να μιλάνε.
 
Τελικά, δύσκολα βρίσκει κανείς αξιόλογα έργα που δεν έπεσαν στα χέρια εκδοτικών οίκων με παράδοση. Κι ήταν πιο πολύ το βιβλιαράκι του Κοψαχείλη που με έκανε να κοιτάξω και τα άλλα, χωρίς όμως ανάλογη αναγνωστική απόλαυση.
            Ευχαριστώ ούτως ή άλλως τον Νώντα Τσίγκα, τον Δημήτρη Μαμάκο και τη Μαρία Βελονάκη-Νικολάου που μου απέστειλαν τα παραπάνω βιβλία.
Πατριάρχης Φώτιος


Monday, September 24, 2012

“Ίχνη στο χιόνι” του Γιώργου Λίλλη

Ο άνθρωπος και η ιστορία, που γι’ αυτόν δεν είναι ιστορία, είναι η βιωμένη πραγματικότητα. Ο άνθρωπος και τα δεινά της μοίρας που δεν μπορεί να υπερβεί, αλλά ελπίζει ότι μπορεί να τη χρησιμοποιήσει υπέρ-του. 


Φραπέ μέτριος:
Γιώργος Λίλλης
“Ίχνη στο χιόνι”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2012 

            Γιατί κανείς να ξεκινήσει να γράψει για τον Εμφύλιο; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα που με απασχολεί κάθε φορά που πιάνω στα χέρια-μου ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται σ’ αυτήν την ταραγμένη εποχή της νεότερης ιστορίας-μας. Πριν από τέσσερα μάλιστα χρόνια, καθώς έβλεπα ότι η λογοτεχνική μόδα ξαναέφερε το θέμα, έγραψα ειδικά γι’ αυτό αναζητώντας βιβλία αλλά και τη ματιά των συγχρόνων-μας, που δεν έζησαν τον αδελφοκτόνο αυτό πόλεμο (Βλ. Τάρτες:Λογοτεχνία και Εμφύλιος, 27/11/2008). Το ερώτημα αυτό επιχείρησα κατά καιρούς να το απαντήσω, και τώρα διαβάζω ενδιαφέρουσες σκέψεις σε άλλους, όπως στον Χατζηβασιλείου, ο οποίος γράφοντας για το παρόν βιβλίο του Λίλλη, δίνει μερικές σύντομες απαντήσεις: «Τα τελευταία χρόνια πολλοί συγγραφείς των νεότερων γενεών έχουν πλησιάσει τον Εμφύλιο. Άλλοτε για να τον μεταμορφώσουν σε ιστορικό μυθιστόρημα, άλλοτε για να τον αναγάγουν σε σύμβολο απώθησης ή σιωπής (ένα είδος παραπομπής στο χάος της καθημερινής ύπαρξης), άλλοτε για να εντάξουν τα ιστορικά υλικά του σε έναν παιγνιώδη, μοντερνιστικό ή μεταμοντέρνο λόγο και άλλοτε για να προσδώσουν μια ταυτότητα βάθους στη σύγχρονη Αριστερά, θρηνώντας τη διπλή της - εσωτερική και εξωτερική - ήττα.» (Το Βήμα, 20/5/2012).
            Οι απαντήσεις όμως που προκύπτουν από τα ίδια τα έργα δεν με ικανοποιούν επαρκώς. Το ίδιο αντιμετώπισα στην προηγούμενη βιβλιοπαρουσίαση (22/9/2012) του πρόσφατου βιβλίου του Μήτσου «Ο κίτρινος στρατιώτης», το οποίο μοιάζει με το προκείμενο έργο, όχι μόνο για τη χρονική συνάφεια (Εμφύλιος), όχι μόνο για την τοπική εγγύτητα (τα βουνά ανάμεσα στην Αιτωλοακαρνανία και τη Λαμία) αλλά κυρίως για την οπτική γωνία ενός ηλικιακά ή πνευματικά παιδιού που κι αυτός χρησιμοποιεί.
            Ο μικρός Περικλής βλέπει μπροστά στα παιδικά-του μάτια τους στρατιώτες του Εθνικού στρατού να σκοτώνουν εν ψυχρώ τη μάνα-του και τον πατέρα-του, αντάρτη στα βουνά. Το ψυχικό σοκ τον αφήνει άφωνο κι ένας φίλος, ο Αντρέας, αναλαμβάνει να τον περάσει από τα κακοτράχαλα βουνά και να τον πάει στον θείο-του στη Λαμία. Στο δρόμο συναντά ομάδες ανταρτών, που μάχονται την πείνα, το κρύο και τις δυνάμεις των εθνικοφρόνων. Όλα αυτά αποτελούν την αφήγηση του γέρου πια Περικλή στον μεταπτυχιακό φοιτητή που αναζητεί στοιχεία για την εποχή κι οι δυο-τους περιτριγυρίζουν τα μέρη όπου άλλοτε είχαν συμβεί όλα τα φρικτά γεγονότα που περιγράφονται.
            Η γραφή του Λίλλη είναι στρωτή και ευφρόσυνη χωρίς να γίνεται ποιητική ή ωμή, χωρίς να χάνει την ισορροπία ανάμεσα στον στεγνό ιστορικό λόγο και τη μελοδραματική εξιστόρηση της μαρτυρίας. Η αφήγηση κινείται σε δύο επίπεδα: κατά βάση τον ιστορικό χρόνο του Εμφυλίου και σε δεύτερη μοίρα την τωρινή συζήτηση του γέρο-Περικλή με τον ερευνητή. Μάλιστα ο συγγραφέας δεν αποφεύγει να έλθει κατά μέτωπο με τη σκηνή του φόνου των δύο γονιών και έτσι δείχνει ότι έχει κότσια να αφηγηθεί δυναμικά και μετωπικά τις «δύσκολες» στιγμές του ταξιδιού. Και απ’ τη μια κερδίζει τον αναγνώστη, αφού δεν υπεκφεύγει, κι από την άλλη πάνω σ’ αυτή την τόλμη στηρίζει την όλη αφήγησή-του. Το πιο βασικό ωστόσο είναι η προαναφερθείσα προοπτική του παιδιού που έζησε με την παιδική-του συνείδηση τα γεγονότα, τις κακουχίες, τις θηριωδίες, εισέπνευσε όλη αυτή την πολεμική αύρα, στιγματίστηκε από τον θάνατο και την ανθρώπινη απανθρωπιά, είδε τα γεγονότα χωρίς το δίκιο των ιδεολογιών αλλά υπό το πρίσμα των ανθρώπινων εγκλημάτων και φανατισμών.
            Την αφήγηση τη χάρηκα και μπόρεσα να ταξιδέψω κι εγώ από τα Άγραφα ως τη Μακρόνησο. Αλλά…
            Αφενός, δεν απαντήθηκε η βασική-μου απορία: τι παρακινεί έναν νέο συγγραφέα να καταπιαστεί με τον Εμφύλιο; Η τραγωδιακή-του υφή; Η ιστορική-του αξία; Η πολιτική-του εμβέλεια; Ο Λίλλης τείνει προς το πρώτο, αλλά τα λογοτεχνικά-του επιχειρήματα δεν είναι τόσο δυνατά ώστε να αναδείξουν τον πρωτεύοντα ρόλο της φρίκης. Ή μάλλον, έχουμε διαβάσει κατά καιρούς τόσα ανάλογα έργα, που η σκοπιά του Λίλλη δεν μας προσθέτει κάτι θεμελιώδες στο αντιπολεμικό-μας φρόνημα.
            Αφετέρου, η σχέση του γέρο-Περικλή και του υποψήφιου διδάκτορα μπάζει νερά που αλλοιώνουν την αφήγηση και την ευστάθεια του μυθιστορήματος. Ο αμόρφωτος ηλικιωμένος μιλά πολύ στρωτά για να είναι αληθινός, μιλάει πολύ μεστά και στρογγυλεμένα. Ο νεαρός από την άλλη απευθύνεται ώρες ώρες σ’ αυτόν σαν να κάνει μάθημα ιστορίας, μπροστά δηλαδή σε έναν άνθρωπο που είναι η ιστορία αυτοπροσώπως ή τουλάχιστον σε ένα κομμάτι-της. Κι επιπλέον, η αφήγηση του παρελθόντος δεν δίνεται σε πρώτο πρόσωπο από έναν απελέκητο λόγο του γερο-Περικλή, αλλά από μια ουδέτερη (αν και πλήρης λεπτομερειών) φωνή που αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο αν και φυσικά από την οπτική γωνία του μικρού ορφανού. Την τόλμη στην περιγραφή των σκηνών τη στέρησε ο Λίλλης από την αφήγηση κι έτσι χάσαμε την εστίαση του αυτόπτη μάρτυρα, την παιδική-του σκέψη, την πρόσληψη της ωμότητας από ένα παιδί, τον λόγο ενός γέροντα, την όλη βίωση των συμβάντων…
            Ευχαριστώ τον Γιώργο Λίλλη που μου έστειλε το βιβλίο-του από τη Γερμανία και κυρίως για τα εξυμνητικά-του λόγια αναγνωρίζοντας στα γραπτά του Βιβλιοκαφέ ηθική αυτουργία για τον τρόπο με τον οποίο δούλεψε το εγχείρημά-του.
            [Πρωτοδημοσιεύτηκε στις 26/6/2012 στον ιστότοπο in2life]
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, September 22, 2012

“Ο κίτρινος στρατιώτης” του Ανδρέα Μήτσου

Πώς βγαίνει κανείς από τον πόλεμο και πώς εκτιμώνται οι θυσίες-του; Μήπως τελικά μπορεί να πιστέψει κανείς ότι η αυτοθυσία δεν ανταμείβεται (θα έπρεπε άραγε ή η πατρίδα ζητάει θυσίες χωρίς αντάλλαγμα;) και ότι οι ήρωες πεθαίνουν αφανείς και καταφρονεμένοι; 


Φρεντουτσίνο:
Ανδρέας Μήτσου
“Ο κίτρινος στρατιώτης”
εκδόσεις Καστανιώτη
2012

            Για καιρό περίμενα να δω πού το πάει. Διάβαζα την ιστορία και στεκόμουν, σκεφτόμουν, περίμενα, έξυνα την επιφάνεια να βρω το κάτι άλλο, διάβαζα το οπισθόφυλλο να δω πότε η ιστορία θα αποκτήσει το χρώμα της έντασης. Κι αυτήν την ένταση αναζητούσα σαν περιπλανώμενος της ερήμου.
            Ο Γιάννος είναι ένα απλό χωριατόπαιδο που διακρίνεται για δύο εμφανή γνωρίσματά-του: το έκπαγλο κάλλος-του που αφήνει άφωνους όσους τον συναντούν και την αγαθότητά-του που δεν περνά απαρατήρητη, αν και περιορίζεται στη λοξή ματιά του κόσμου και σε μερικές ποιητικές εκδοχές της γλώσσας και της ζωής. Όταν ξεσπά ο Β΄ παγκόσμιο πόλεμος βρίσκεται στο μέτωπο και διαδοχικά στην Τουρκία, στη Μέση Ανατολή, όπου βιώνει την δριμύτητα των συρράξεων, και στην Ιταλία στο κυνήγι των Γερμανών. Ο έρωτάς-του με μια κοσμοπολίτισσα Λιβανέζα, πλούσια και κοσμογυρισμένη, ο θάνατος που σφύριζε πάνω από τα κεφάλια-του και θέριζε φίλους και γνωστούς, η αλαφροΐσκιωτη οπτική-του που στολίζει με φράσεις και κοιτάγματα τον κόσμο.
Για ένα μεγάλο διάστημα ο Μήτσου αναπλάθει τον πόλεμο… Εθνικός παλμός; Όχι, βέβαια. Αντιπολεμικό μένος; Ναι, φυσικά, αλλά προς τι η λογοτεχνική αυτή απόπειρα; Τι κομίζει, εννοώ, στον αναγνώστη του σήμερα; Δεν με πείθει αυτή η επιφανειακή εξήγηση, ότι δηλαδή ο πόλεμος ξανά και ξανά στο στόχαστρο. Επομένως, πέρα από τις σκηνές του πολέμου, που ήταν ελάχιστα φρικτές και εν μέρει συγκινητικές, πέρα από την ιδιαίτερη ματιά του νεαρού όμορφου αλλά αγαθού πρωταγωνιστή που παίρνει πιο ελαφρά την απάνθρωπη κατάσταση, διάβαζα για να φτάσω στο βάθος του πηγαδιού.
Κάποια στιγμή ο Γιάννος τραυματίζεται βαριά, σώζεται και μετά τον πόλεμο επιστρέφει στην Ελλάδα “ανάπηρος πολέμου”. Η ομορφιά-του θυσιάστηκε σε έναν αγώνα, που τον μεταμόρφωσε σε έναν άλλο άνθρωπο. Ο παλιός ο Γιάννος πέθανε, όπως είπε η αδελφή-του όταν τον είδε στο χωριό, και τώρα σε μια Ελλάδα που μπαίνει στη δίνη του Εμφυλίου ζει ένας άλλος Γιάννος.
Τελικά, προς το τέλος το μυθιστόρημα έδειξε το προς τι όλη αυτή η εκτενής αφήγηση. Ο Γιάννος αρραβωνιάζεται κομμουνίστρια και ως εκ τούτου δεν παίρνει την αναπηρική σύνταξη που δικαιούνταν. Έτσι, μεταμορφώνεται σε εκδικητή… Ο αναγνώστης διαβάζει όλες τις περιπέτειές-του, με υπομονή και επιμονή, για να συνειδητοποιήσει πόσες θυσίες για την πατρίδα δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ και ότι οι αρμόδιοι καθορίζουν ιδεολογικά τις “αμοιβές” και χρωματίζουν με τα γυαλιά της μικρόνοιάς-τους την ελλαδική πραγματικότητα. Ο πόλεμος είναι άδικος αλλά ακόμα πιο άδικη είναι η ιστορία που καθορίζεται από συμφέροντα και ιδεοληψίες. Κανείς δεν θα πάρει τίποτα απ’ όσα δικαιούται, αν δεν προσαρμοστεί/συμβιβαστεί/γονατίσει μπροστά στα κελεύσματα μιας άξενης κοινωνίας.
Παρά τη συγκίνηση του τέλους, νομίζω ότι γρήγορα θα ξεχάσω όσα διάβασα και δύσκολα θα συγκρατήσω τις (αρκετές) καλές στιγμές του βιβλίου, που είναι η συμπαθής γλώσσα, η πρωτότυπη οπτική γωνία από έναν αφελή, ο καλοδουλεμένος ρυθμός στην αφήγηση. Διάβασα ένα μυθιστόρημα χωρίς να σκοντάψω σε συγγραφικούς λάκκους, αλλά δεν μπόρεσα να σταθώ εντέλει για πολύ να στοχαστώ πάνω στο χαλί στο οποίο τόση ώρα περπατούσα.
[Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον ιστότοπο In2life στις 19/6/2012]
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, September 20, 2012

“Είναι κάπου αλλού η γιορτή” του Χρήστου Χαρτοματσίδη

Ξεκινήσαμε ως μια εργατική Ελλάδα και γίναμε με εύκολο χρήμα η κούφια Ευρωπαία που προσπαθεί να κρύψει τις ασχήμιες-της. Και αυτό δεν συνέβη στα σαλόνια των πολιτικών, αλλά στη μετάλλαξη του καθημερινού ανθρώπου σε αριβίστα περιωπής. 


Φραπέ κολονάτος:
Χρήστος Χαρτοματσίδης
“Είναι κάπου αλλού η γιορτή”
εκδόσεις Τόπος
2011 

            Θα μπορούσε να είναι ένα αδιάφορο βιβλίο. Άλλωστε τα δείγματα που έχω από τον τρόπο γραφής του Χαρτοματσίδη είναι μέτρια (βλ. το “Μια εταίρα θυμάται”). Θα μπορούσε να είναι ένα άνοστο μυθιστόρημα για τον πόνο των νέων ανθρώπων που βλέπουν τους άλλους να είναι οι ευνοημένοι της ζωής κι αυτοί, αδικημένοι και περιθωριοποιημένοι, να μην μπορούν να ζήσουν όπως θέλουν. Τελικά, κάτι παραπάνω καταφέρνει ο βορειοελλαδίτης συγγραφέας.
            Πρώτα απ’ όλα μια σπινθηροβολούσα γλώσσα, στακάτη, ενίοτε μάγκικη, λαϊκή κατά βάση που προσεγγίζει και την αργκό, προφορική, ελεύθερη, ευθύβολη, προϊόν του πεζοδρομίου και των λαϊκών γειτονιών, αθυρόστομη, που εκπλήσσει με το τσαγανό που ‘δείχνει’ μέσα στο ασβεστωμένο περιβάλλον του γραπτού λόγου. Η αφήγηση τρέχει άνετα με γοργούς διαλόγους και γρήγορες σκηνές, με μετακίνηση από το ένα σκηνικό στο άλλο, χωρίς το χάος μιας λαβυρινθώδους εξέλιξης. Κι έτσι ο αναγνώστης, ακολουθώντας το γλωσσικό και αφηγηματικό στυλ του συγγραφέα, δεν σκοντάφτει αλλά αιφνιδιάζεται κιόλας με το ταμπεραμέντο στον ρυθμό της γραφής.
            Η γλώσσα σε δελεάζει να δεις αυτό το λαϊκό να εκφράζεται και στο περιεχόμενο. Και μάλιστα στη δεκαετία του ’80, η οποία όλο και περισσότερο προσέχεται από τη λογοτεχνία. Είχα ξαναγράψει ότι πλείστα έργα ψάχνουν εκεί να βρουν τη μεταβατική φάση που πέρασε η κοινωνία-μας από το επαρχιακό και μικροαστικό στο εύπορο και μεσοαστικό κλίμα μιας “ευημερούσας” Ελλάδας (δες όσα γράφω με αφορμή το βιβλίο του Χωμενίδη).
Ο Χαρτοματσίδης βάζει τους ήρωές-του μέσα σ’ αυτή τη δεκαετία να ξεκινάνε από τις εργατικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης, και πιο συγκεκριμένα τους Αμπελόκηπους, και να προσπαθούν να αποτινάξουν τη μιζέρια που τους φόρτωσε η ταπεινή-τους καταγωγή. Ο Μπίλης κάνει μια ληστεία χωρίς καλά καλά να ξέρει πού θα χρησιμοποιούσε την μπάζα που έκανε, η Βάσια αξιοποιεί την ομορφιά και το νάζι αλλά και τον τσαμπουκά-της για να γίνει τραγουδίστρια και να τη σπιτώσει ο αστυνόμος και ο «ταξιτζής» προστάτης-της, ο αστυνομός Βελέγκας ξεκίνησε από πρόβατο και έγινε λύκος, ο Ανζέλ μεταπήδησε σε πλούσιο σπίτι, αφού οι δικοί-του είναι πλέον πλούσιοι, η Ανθούλα επιχειρεί να αποτινάξει τον μανδύα της καλής κοπέλας του κατηχητικού και να κάνει τη σεξουαλική-της επανάσταση κ.ο.κ.
Η αλήθεια είναι ότι η υπόθεση δεν έχει ένα προδιαγεγραμμένο στόχο που να κανοναρχεί τον αναγνώστη, αλλά ο τελευταίος απλώς παρακολουθεί παράλληλες πορείες που έντεχνα βέβαια αλληλοδιασταυρώνονται. Πιο πολύ στέκεται στις μεμονωμένες στάσεις ζωής, παρά στη συνολική συγγραφική οικονομία που θα τον κρατήσει εγρήγορο για να δει το τέλος. Πιο πολύ μετράει το μωσαϊκό που απλώνεται και με σωστές φωτογραφικές λήψεις ξεδιπλώνει το εύρος της ελληνικής αναρρίχησης η οποία συντελείται με ψευτομαγκιές και αήθικους τρόπους εκμετάλλευσης του συστήματος, μαζί με ένα φιλότιμο που διοχετεύεται στρεβλά σε προσωπικές μορφές ευθιξίας και φτηνούς εγωισμούς.
Δεν ξέρω τι ακριβώς με κάνει να θεωρήσω το έργο μετριότερο του αναμενόμενου. Δεν είναι κακό, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι αυτή η γροθιά που θα κάνει τον αναγνώστη να εγερθεί αναγνωρίζοντας όλο το μισοκακόμοιρο παρελθόν που έγινε φαινομενικά πλούσιο παρόν, αλλά στην ουσία κατάντησε ευδαιμονιστικό και σαθρό σε όλο-του το κούφιο μεγαλείο.
[Η φωτογραφία κορυφής είναι της Αγγελικής Μιχαηλίδου, δημοσιευμένη στον ιστότοπο www.protagon.gr]
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, September 17, 2012

“2666” του Roberto Bolaño

Δύο φορές το 666 ή μια μελλοντολογική χρονολογία; Ο πολύς χιλιανός συγγραφέας με αυτό το έργο επιβάλλεται ως μια στιβαρή πέννα του 21ου αιώνα, που κερδίζει ήδη τη θέση στα υψηλά ράφια της παγκόσμιας λογοτεχνίας.  
 
 Cortado:
Roberto Bolaño
“2666”
Editorial Anagrama, Barcelona
2004
μετ. Κ. Ηλιόπουλος
εκδόσεις Άγρα
2011 

            Πολύς ντόρος για ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα που εκτείνεται σε πάνω από 1000 σελίδες. Το πήρα με επιφύλαξη και με βαριά καρδιά, αλλά υπερίσχυσε η περιέργεια και τελικά δικαιώθηκαν οι φωνές όσων τον εκθείασαν. Ο συγγραφέας προβάλλεται ως το νέο μεγάλο όνομα της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, που συνεχίζει τη μεταμοντέρνα παράδοση, χωρίς όμως να ανήκει στον λεγόμενο μαγικό ρεαλισμό. Πολλή συζήτηση για το “2666”, με το οποίο ασχολήθηκαν τόσο οι κριτικοί όσο και οι ιστολόγοι. Για να δούμε, λοιπόν, τι αξίζει:
            Το έργο ξεκινά με στοιχεία πανεπιστημιακού μυθιστορήματος, στο οποίο πρωταγωνιστές είναι τέσσερις ακαδημαϊκοί που ασχολούνται μετά μανίας με το έργο του γερμανού συγγραφέα φον Αρτσιμπόλντι, του μεγαλύτερου γερμανού συγγραφέα της μεταπολεμικής περιόδου. Ο εν λόγω συγγραφέας, του οποίου το πραγματικό όνομα είναι Χανς Ράιτελ, δεν εμφανίζεται ποτέ δημοσίως, τον ξέρουν μόνο δυο τρία άτομα από τον εκδοτικό-του οίκο και εν ολίγοις αποτελεί ένα αίνιγμα για όλους τους μελετητές-του. Το εύρημα αυτό του Bolaño θυμίζει πολύ τον περιβόητο αμερικανό συγγραφέα Τόμας Πύντσον, του οποίου τα έργα ακούγονται αλλά ο ίδιος είναι εξαφανισμένος από προσώπου γης. Οι τέσσερις κριτικοί, ένας Γάλλος, ένας Ισπανός, ένας καθηλωμένος σε καροτσάκι Ιταλός και μια Αγγλίδα, που συνδέονται φιλικά και συναδελφικά, σε μια φάση και ερωτικά, ανακαλύπτουν τα ίχνη του ινδάλματός-τους στο Μεξικό (στην πόλη Σάντα Τερέσα) και οι αρτιμελείς επιχειρούν μια εξόρμηση για να βρουν τον ίδιο τον συγγραφέα. Το μυστήριο του αφανούς Αρτσιμπόλντι είναι ο κινητήριος μοχλός που κανοναρχεί το μυθιστόρημα…
          Το δεύτερο “βιβλίο” εξελίσσεται στην Σάντα Τερέσα, όπου ο Όσκαρ Αμαλφιτάνο, καθηγητής εκεί, γνωρίζει τους ντόπιους, ακούει μια εσωτερική φωνή να τον συμβουλεύει, γεγονός που, αν δεν είναι τρέλα, είναι ίσως τηλεπάθεια και προσπαθεί να μεγαλώσει τη μικρή κόρη-του Ρόσα σε μια περιοχή όπου οι φόνοι νεαρών γυναικών πολλαπλασιάζονται.
            Τελειώνοντας κανείς τα δύο πρώτα “βιβλία” ανακαλύπτει πως σε ελάχιστο βαθμό αυτά συνδέονται μεταξύ-τους, με λίγα κοινά στοιχεία που δεν φαίνονται εν πρώτοις ικανά να στηρίξουν τον μύθο: ο Αμαλφιτάνο, η Σάντα Τερέσα και οι φόνοι γυναικών, ενώ ο πυρήνας του καθενός δεν έχει ουσιαστική σχέση με τον πυρήνα του άλλου. Ο αναγνώστης οφείλει να αποδεχτεί αυτή τη μεταμοντέρνα αισθητική, αυτή της χαλαρής δομής, που διανθίζεται με άπειρες μικρές και μεγάλες ιστορίες, και να παραδεχτεί ότι δεν κουράζεται μόνο χάρη στην αφηγηματική άνεση του Μπολάνιο. Το ζητούμενο είναι αν και πώς ο συγγραφέας θα προχωρήσει ώστε να μην μείνουμε σε ένα παραμυθιακό κισσό που προχωρά διακλαδιζόμενος αλλά να βρούμε μέσα στο χάος κάποια νομοτελειακή δομή. Πολύ φοβάμαι πως η μεταμοντέρνα συνθήκη θα αφήσει τις προσδοκίες-μου φρούδες ελπίδες…
          Στο τρίτο «βιβλίο» η υπόθεση παίρνει αστυνομική χροιά. Στην αρχή βέβαια ο Μπολάνιο ξεκινά από αλλού, από τη γυναίκα του αφηγητή, του Φέητ, και την τρελή αναχώρησή-της, για να καταλήξει σταδιακά σε μια δημοσιογραφική αποστολή που αυτός αναλαμβάνει στη Σάντα Τερέσα. Εκεί καλείται να καλύψει έναν αγώνα μποξ, αλλά ανακαλύπτει τις δολοφονίες διακοσίων και πλέον γυναικών, για τις οποίες ενδιαφέρεται περισσότερο. Το θέμα άπτεται της τοπικής διαφθοράς και θέτει σε κίνδυνο όποιον το προσεγγίσει περαιτέρω. Γνωρίζει τον Τσούτσο Φλόρες και την γκόμενά-του Ρόσα Αμαλφιτάνο, κόρη του καθηγητής Αμαλφιτάνο, και μια δημοσιογράφο τη Γουαδελούπε Ρονκάλ, που κάνει σχετικές έρευνες για τις δολοφονίες, μαζί με την οποία επισκέπτεται στη φυλακή έναν γίγαντα, που θεωρείται ύποπτος γι’ αυτές.
            Στο τρίτο βιβλίο καταλαβαίνουμε τον τρόπο κατασκευής του μυθιστορήματος. Από ποικίλα νήματα, μερικά εκ των οποίων δεν έχουν καθόλου απολήξεις, συντίθεται ένας αφηγηματικός κορμός. Με άλλα λόγια πλείστες ιστορίες ακούγονται άσχετες με το θέμα των δολοφονιών, ενώ άλλες συγκλίνουν σε μια κοινή συνισταμένη που σαν κεντρικός ποταμός συγκεντρώνει τα νερά ποικίλων ποταμίσκων, χειμάρρων, ρευμάτων, λιμνών κ.ο.κ. σε μια κοινή κοίτη.
          Το τέταρτο μέρος αναφέρεται πιο εστιασμένα στα εγκλήματα που συνταράσσουν για μήνες τη Σάντα Τερέσα. Δεκάδες μικρές ιστορίες πτωμάτων γυναικών, πολλές από τις οποίες βρέθηκαν βιασμένες, άλλες με κομμένες και δαγκωμένες θηλές παρουσιάζονται με ένα μικρό ιστορικό για την καθεμιά και τις έρευνες που διεξήχθησαν. Πάνω σ’ αυτόν τον βασικό κορμό, ο Μπολάνιο απλώνει άπειρες άλλες ιστορίες, από την ιδιωτική ζωή των αστυνόμων μέχρι έναν διασαλεμένο «προσκυνητή» που ουρούσε μέσα στις εκκλησίες πάσχοντας από ιεροφοβία κι από ένα μέντιουμ που αποκάλυπτε το μέλλον έως τη σύλληψη και την παραμονή στη φυλακή του γερμανού Χάας, ο οποίος θεωρήθηκε βασικός ένοχος για τις δολοφονίες. Κι από τη δήλωση του Χάας ότι οι εξάδελφοι Ουρίμπε έχουν κάνει όλες αυτές τις εκτελέσεις μέχρι την παράκληση της βουλευτού Πλάτα από έναν δημοσιογράφο να γράψει για την εξαφάνιση της Αμερικανομεξικάνας φίλης-της Κέλλυ.
            Το μέρος αυτό προχωράει με άπειρα πλοκάμια που άλλοτε συγκλίνουν κι άλλοτε προκαλούν εντύπωση για το πόσο αποκομμένα είναι ή φαίνονται από τη βασική υπόθεση. Ο αναγνώστης διαβάζει πολυάριθμες ιστορίες, εν μέρει αυτοτελείς, ένα σκηνικό με επεισόδια σαν μικρά μονόπρακτα, σαν μικρά διηγήματα, που σαν ψηφίδες, ετερόκλητες και πλουμιστές, απαρτίζουν ένα τεράστιο ψηφιδωτό προς τέρψη όσων αρέσκονται στη μικροανάγνωση. Γενικότερα κρίνοντας ο χιλιανός συγγραφέας έστησε ένα ογκώδες έργο όπου η μακροανάγνωση συνδυάζεται με τη μικροανάγνωση χωρίς η μία να υπερκερνά την άλλη. Με τη λέξη “μακροανάγνωση” εννοώ ότι ο αναγνώστης διαβάζει κάθε επεισόδιο με την αίσθηση ότι αυτό ανήκει σε ένα ευρύτερο όλον, το οποίο διέπεται από μια κοινή θεματική που οδηγεί σε ένα προοικονομημένο τέλος. Από την άλλη, με τη λέξη “μικροανάγνωση” εννοώ την απόλαυση του μέρους χωρίς ο αναγνώστης να ενδιαφέρεται να συνδέσει κάθε επιμέρους τμήμα με τα άλλα και ευρύτερα με το όλον που ονομάζεται μυθιστόρημα. Μπαίνουμε στο πέμπτο μέρος με πολλά ανοιχτά μέτωπα που περιμένουμε να κλείσουν ή να συγκλίνουν σε ένα συνιστάμενο αποτέλεσμα.
          Το πέμπτο μέρος γυρίζει με έναν αφηγηματικό κύκλο στην αρχή, αφού πιάνει το νήμα από τη ζωή του Χανς Ράιτελ, που εξελίχθηκε στον γνωστό Αρτσιμπόλντι. Γεννημένος στη Γερμανία και μεγαλωμένος με ελλιπή παιδεία κατατάσσεται στον στρατό στα πρόθυρα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, στέλνεται στο σοβιετικό μέτωπο, ζει τα στρατιωτικά γεγονότα και τον διωγμό των Εβραίων, ερωτεύεται κι αρχίζει να γράφει λογοτεχνία, ώσπου καταφέρνει να την εκδώσει και ξεκινά τη συγγραφική-του σταδιοδρομία. Έκτοτε εξαφανίζεται με πολύ αμυδρές ειδήσεις γι’ αυτόν, εκτός από τα χειρόγραφα που στέλνει προς δημοσίευση. 

            Το κολοσσιαίο αυτό έργο του Roberto Bolaño δεν μπορεί να εκτιμηθεί διαμιάς, αφού διακλαδίζεται σε πολλά επίπεδα. Ωστόσο, ο αναγνώστης μπορεί και το απολαμβάνει παρά το μέγεθός-του. Τι μπορούμε τελικά να πούμε συμπερασματικά με βάση την πρώτη μακροχρόνια ανάγνωση;
            Αφενός, ο Μπολάνιο κινείται σε μια μεταμοντέρνα αισθητική που φέρνει στον αναγνώστη όλη την καινούργια αντίληψη περί μυθιστορήματος. Η αποσπασματικότητα και τα παράλληλα νήματα που απλώνονται προς το άπειρο εισάγουν μια νέα σύλληψη του μυθοπλαστικού κόσμου. Το μυθιστόρημα πλέον δεν περιλαμβάνει μόνο ό,τι είναι οργανικά χρήσιμο για την πλοκή ή την ατμόσφαιρα, αλλά περιέχει πολλά στοιχεία, πολλές ατραπούς, επίπεδα, διαδρόμους, πολλά επεισόδια. Όπως στη ζωή κάθε ανθρώπου βρίσκονται άπειρα στιγμιότυπα και συναντήσεις, πολλές από τις οποίες δεν θα ξαναβρεθούν μπροστά του, έτσι και στον μυθιστορηματικό κόσμο του Μπολάνιο τα πολυάριθμα επεισόδια συστήνουν αφενός το πανόραμα του σύγχρονου κόσμου και αφετέρου δείχνουν ότι ο κόσμος δεν συντίθεται από σκηνές σε αλληλουχία και αιτιώδη σχέση αλλά από συμβάντα, πολλά από τα οποία δεν συνδέονται ενώ λίγα έχουν μια πιο μακροπρόθεσμη αξία.
            Αφετέρου, το ανοικτό τέλος και η απουσία εξήγησης στο αστυνομικό αίνιγμα για τις δολοφονίες των γυναικών της Σάντα Τερέσα αφήνει τον αναγνώστη εκκρεμή. Αυτός αρχίζει να σκέφτεται αν μια τέτοια τάση έχει αποτέλεσμα, αν του δίνει μια εικόνα-ερμηνεία του κόσμου ή να του υποδεικνύει ότι απλώς ο κόσμος στηρίζεται στο τυχαίο, στο ανερμήνευτο, στο εικός και όχι στο αλληλένδετο. Η ζωή του ανθρώπου διασταυρώνεται με μικρά και μεγάλα γεγονότα, κάποια από τα οποία έχουν κοσμοϊστορική σημασία, κάποια εθνική και κάποια άλλα μόνο προσωπική. Και μέσα σ’ αυτά πολλά διλήμματα δεν τελεσιδικούν υπέρ του ενός ή του άλλου και πολλά ερωτήματα δεν βρίσκουν απάντηση, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να τα κουβαλά αιωνίως.
            Δημοσιεύτηκε στο In2life στις 7/9/2012.
Πατριάρχης Φώτιος
 

Roberto Bolaño

“2666”

A lot of fuss has been made for the multi page novel spanning over 1000 pages. I decided to read it with caution and with a heavy heart, but curiosity prevailed and finally the voices of those who praised him vindicated. The author appears to be a new great name in Latin-American literature, which continues the post-modern tradition, but does not belong to the so-called magic realism. Many discussions have taken place about "2666", by critics and bloggers. So let's see, what it truly deserves:
      The book begins with elements of a capmus novel, in which four protagonists are academics that are obsessed with the work of German writer von Archiboldi the greatest German writer of the post-war period. This writer, whose real name is Hans Reitel, has never appeared in public, the only people that know him are two or three people from his publishing-house and in short is an enigma for all his scholars. This trick Bolaño uses is very reminiscent of the notorious American writer Thomas Pynchon, whose works are heard of, but he himself is nowhere to be found. The four critics, one French, one Spanish, one Italian who is confined to a wheelchair, and an Englishwoman, who are friends and colleagues, but at some point become more than friends, discover the traces of their idol in Mexico (in Santa Teresa) and everyone except the Italian go on an expedition to find the author himself. The mystery of the missing Archiboldi is the driving force that leads the novel...
       The second "book" unfolds in Santa Teresa, where Oscar Amalfitano, is a professor there, gets known with the locals, he listens to an inner voice that advises him, which, if it is not madness, is perhaps telepathy, and he tries to raise his small daughter Rosa in an area where the murders of young women are doubling.
       When someone finishes the first two "books", he or she discovers that these are not really connected, with only a few common items that are not shown at first capable of supporting the myth: Amalfitano, Santa Teresa and murdered women, but the centre of each has no substantial relation to the core of the other. The reader should accept this post-modern aesthetics, this loose structure, embellished with countless long and short stories, and should acknowledge that not only thanks to the untiring narrative of Bolaño. The question is whether and how the writer would go on without staying on fairytale ivy that spreads branching throughout the novel but to find some deterministic structure in the chaos. I fear that the post-modern condition will leave my expectations, only false hopes…
       In the third "book" the story is more like a crime novel. In the beginning of course Bolaño begins elsewhere, from narrator’s (Fate’s) wife and her crazy departure, in order to gradually reach the journalistic mission he is supposed to undertake in Santa Teresa. There he has to cover a boxing match, but discovers the story about the murders of more than two hundred women, which he is more interested in. This issue relates to the local corruption and endangers anyone who tries to approach it further. He meets Chucho Flores and his girlfriend Rosa Amalfitano, the daughter of Professor Amalfitano, and a journalist Guadeloupe Roncal, who is trying to investigate the killings, along with which he visits the prison in which “a giant” is imprisoned, who is a prime suspect for them.
       In the third book we understand the structure of the novel. By various threads, some of which have no endings, the narrative trunk is composed. In other words the most stories heard unrelated to the topic of murder, while others point to a common ground that as a central river gathers various small rivers, streams, lakes, etc. in a common bed.
        The fourth part is more focused on the crimes that have shocked Santa Teresa for months. Dozens of short stories about the dead women, many of which were found raped, others with cut and bitten nipples are presented with a little background on each of the investigations that were conducted. On this basic axis, Bolaño spreads infinite other stories from the private lives of the policemen and women until one heavily disturbed "pilgrim" who urinated in churches, because he was suffering from religious fear, and from a psychic that revealed the future, until the capture of the German Haas, who was considered a key suspect for the murders. And from Haas’ statement that the Uribe cousins ​​have committed all these executions until the request by Mrs Plata to a reporter to write about the disappearance of her Mexican-American friend Kelly.
       This part of the novel expands to infinite tentacles sometimes converging and sometimes causing impression of how isolated they are or appear far from the basic case. The reader reads many stories, partly independent, a scene with episodes like little one-act plays, short stories, heterogeneous and plumed, forming a huge mosaic to the delight of those who are fond of reading short stories. Generally we find that the Chilean writer staged a massive project where reading a long story combined with reading short stories without one overtaking the other. With “reading long story” I mean that the reader reads each episode with the feeling that this is part of a wider whole, which is governed by a common theme leading to a predetermined end. On the other hand, “reading short stories” means the enjoyment of the part without the reader caring to associate each part with the others and with the whole widely known novel. We enter the fifth part with a lot of open fronts, which we expect to close or converge to a resultant effect.
       The fifth book goes through a narrative cycle in the beginning, after catching the thread of Hans Reitel’s life, who became the famous Archiboldi. Born and raised in Germany, he had an incomplete education, he enlisted in the army on the brink of the Second World War, he was sent to the Soviet front, living the military events and the persecution of Jews, he fell in love and began to write literature, until he managed to be published, which started his writing career. Since then he has disappeared and very few things are known about him, apart from the manuscripts sent for publication.
 
       This colossal work of Roberto Bolaño cannot be assessed at once, since it is branched into several levels. However, the reader can enjoy it despite its size. What can we actually say conclusively based on a first reading?
        First, Bolaño moves in a post-modern aesthetic that brings the reader an all-new conception of the novel. The fragmentation and parallel strands that stretch to infinity introduce a new concept of the fiction world. The novel now includes not only what is helpful for an organic plot or atmosphere, but contains many, many paths, levels, corridors, many episodes. As in every humans life are infinite moments and meetings, many of which he will not meet again in front of him, so the fictional world of Bolaño’s numerous episodes recommend both the panorama of the contemporary world and also show that the world is not composed of scenes in a sequence and casual relationships but of incidents, many of which are not connected while few have a more lasting value.
         Secondly, the open end and the lack of explanation to the police riddle about the murdered women in Santa Teresa leaves the reader unsettled. He begins to think if such a trend has an effect, if it gives an image interpretation of the world or simply indicates that the world relies on coincidence, on the unexplained, in the virtual and not the interconnected. A man's life intersects with small and large events, some of which have momentous importance, some national and others just personal. And in these many dilemmas that are not leaning in favour of one or the other and the many questions that are not answered, the man is left to carry them around with him for eternity.

                                                                                                    Bookmark