Monday, September 27, 2010

“Το χάρισμα της Βέρθας” της Φωτεινής Τσαλίκογλου

Το μυθιστόρημα ως είδος είναι ένας πολύ ευρύχωρος χώρος που χωρά τα πάντα, από την εγκεφαλική γραφή του ενός συγγραφέα στο μελό του άλλου, κι από το αρχείο του Θ. Βαλτινού ως την ψυχολογία του Γ. Χειμωνά, από την ιστορία ως την επιστήμη κι από το παρελθόν ως το απώτατο μέλλον.

Espresso με καραμέλα:
Φωτεινή Τσαλίκογλου
“Το χάρισμα της Βέρθας”
εκδόσεις Καστανιώτη
2010

        Τελικά, όμως, ο αναγνώστης είναι ένας Προκρούστης που δύσκολα μπορεί να ξεφύγει από τις παγιωμένες συνήθειές-του, συνήθειες που τον οδηγούν στο να τοποθετήσει την κλίνη-του και να ξαπλώσει πάνω σ’ αυτήν κάθε κείμενο που διαβάζει. Η κλίνη-του έχει διαμορφωθεί από την παιδεία-του, τα διαβάσματά-του, τα εξωλογοτεχνικά ενδιαφέροντά-του, την ψυχοσύνθεση και το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε. Με τη σειρά-του αυτός ο προκρούστειος πάγκος διαμορφώνει το λεγόμενο “λογοτεχνικό γούστο”, το οποίο αποτελεί και το μέτρο πρόσληψης κάθε λογοτεχνικού έργου.
         Με την ευρύτερη, λοιπόν, έννοια, με την έννοια της ανεκτικότητας στο τι είναι και τι δεν είναι μυθιστόρημα, το βιβλίο της Τσαλίκογλου είναι ένα τέτοιου είδους λογοτέχνημα, αφού έτσι θέλει η συγγραφέας κι έτσι γίνεται αποδεκτό από το αναγνωστικό σύνολο. Κι είναι μυθιστόρημα όχι επειδή δένει γερά σε μια στιβαρή πλοκή τα επιμέρους σημεία, αλλά επειδή επιχειρεί να προσεγγίσει αισθητικά, εσωτερικά και ψυχολογικά, το νόημα του θανάτου και την υποκειμενική βίωσή-του από τον άνθρωπο.
       Η Βέρθα, πιο συγκεκριμένα, έχασε μικρή τον αδελφό-της, αλλά χάρη σε ένα ιδιαίτερο χάρισμα που διαθέτει μπορεί και τον βλέπει ζωντανό μπροστά-της, μπορεί και μιλάει μαζί-του όχι μόνο σε ένα μεταφυσικό επίπεδο αλλά και σε ένα σωματικό δίαυλο επικοινωνίας.
"Das Eismeer"
του Caspar David Friedrich
       Το έργο, όπως και τα προηγούμενα της συγγραφέως, είναι βασισμένο στην ψυχαναλυτική-της παιδεία. Ακόμα περισσότερο, πρόκειται για έναν στρόβιλο ψυχανάλυσης με όνειρα, διαλόγους, συμβολισμούς, φροϋδικές απηχήσεις, παιχνίδια ζωής και θανάτου, απόπειρες αυτογνωσίας, πίνακες (στη γραμμή της Μαρούτσου “Μεταξύ συρμού και αποβάθρας” εντίθενται διάφοροι πίνακες οι οποίοι σχολιάζονται από τη συγγραφέα. Τη σχέση ζωγραφικής και λογοτεχνίας πρόσφατα αξιοποίησε με έναν πίνακα του Ρέμπραντ και ο Δαββέτας στην “Εβραία νύφη”) κ.ο.κ. Αυτό το εικονομοντάζ οδηγεί σε σκέψεις γύρω από τον θάνατο, αλλά και σε σχόλια πάνω στην τέχνη. Κατά την Τσαλίκογλου, η καλλιτεχνική εμπειρία (λ.χ. η ζωγραφική) δεν μπορεί να εξηγηθεί με λέξεις και γι’ αυτό κάθε προσπάθεια ερμηνείας μένει ες αεί εκκρεμής. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε (κι αυτό απορρέει από τις θεωρίες της ψυχανάλυσης) είναι να εξηγήσουμε βάσει της ζωής του δημιουργού, βάσει των βιωμάτων-του, άποψη που –ας μου επιτραπεί- είναι πλέον μονόπλευρη και ίσως παρωχημένη.
"The Angel of Death" 
του Evelyn De Morgan
         Το βιβλίο σε κερδίζει αν δεν ψάχνεις την ιστορία και τη νομοτέλεια της πλοκής. Σε κερδίζει αν πειστείς ότι όλα αυτά τα σκόρπια σημεία σημασιών δεν έπεσαν εική και ως έτυχε, αλλά επιλέχτηκαν και παρατέθηκαν πάνω σε έναν αφηγηματικό άξονα. Έτσι, το έργο μπορεί να διαβαστεί σαν την αδυναμία του μυθιστορήματος να αποδώσει εμπειρίες όπως του θανάτου ή της τέχνης, ή να διαβαστεί ως το αποσπασματικό που θα ήθελε να γίνει ολότητα, αλλά κάτι τέτοιο δεν επιτεύχθηκε. Προσωπικά, αυτή η γραφή δεν με εκφράζει, αλλά –ξαναλέω- σε μικροκειμενικό επίπεδο, σε μια ανάγνωση δηλαδή σαν αυτή της ποίησης είδα μια χάρη, μια εικονοπλαστική και συμβολοποιητική λειτουργία που δεν με άφησε ασυγκίνητο.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, September 24, 2010

“Αστοχία υλικού” του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη

Υπάρχουν συγγραφείς που δεν ακούγονται, κι όμως παλεύουν τη γραφή με φιλότιμο. Υπάρχουν συγγραφείς που δεν κερδίζουν επαίνους και βραβεία, κι όμως κρατάνε τον λόγο των έργων-τους σε σταθερές χρηματιστηριακές αξίες, χωρίς το μεγάλο μπαμ αλλά και χωρίς τη μεγάλη κοιλιά.

Βιολογικός καφές με μεταλλαγμένο γάλα:
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
“Αστοχία υλικού”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2010

       Το μυθιστόρημα αυτό, όπως και πολλά άλλα έργα, έχει πολλές πηγές άρδευσης (“Είναι πολλών πατέρων τα λόγια-μας” έγραφε ο Σεφέρης). Κι είμαι λίγο περήφανος, γιατί ο Παναγιώτης, διαδικτυακός φίλος εν λογοτεχνία, μου το εμπιστεύθηκε να το δω πριν γίνει βιβλίο, αφού πέρυσι το καλοκαίρι μού έστειλε σε δακτυλόγραφα το πόνημά-του, για να το διαβάσω ως μέσος αναγνώστης, και έπειτα ο συγγραφέας να σταθμίσει μέσω εμού –φαντάζομαι και μέσω άλλων- την πρόσληψη του κοινού. Τον ευχαριστώ που με εμπιστεύθηκε, χωρίς να με ξέρει, χωρίς να τον ξέρω, τον ευχαριστώ που εμπιστεύθηκε έναν βιβλιόφιλο πατριάρχη, έναν παντρεμένο γεωπόνο με δύο παιδιά, έναν νεαρό χάκερ…
      Φέτος ξαναδιάβασα το έργο, τυπωμένο και με όλες τις αλλαγές που εντωμεταξύ προωθήθηκαν, σε ελάχιστες από τις οποίες συνέβαλα κι εγώ. Η διαφορά στην εντύπωση ήταν μεγάλη γιατί: α) η ανάγνωση από δακτυλόγραφα είναι ψυχολογικά πιο ασθενής, ενώ η γοητεία του τυπωμένου έργου είναι μεγαλύτερη, β) η δεύτερη ανάγνωση κάνει τον άνθρωπο να αντιδρά πιο ευμενώς, να παραλείπει κατωφέρειες και να εστιάζει σε κορυφές και γ) χωρίς να θυμάμαι ακριβώς τι υπήρχε και τι άλλαξε, πιστεύω ότι ο Χατζημωυσιάδης δούλεψε στον ενδιάμεσο χρόνο και ισορρόπησε σημεία που προηγουμένως ήταν ανούσια ή δύσβατα (σημεία που δεν τα είχα καταλάβει τότε, ενώ τώρα τα βλέπω πιο ολοκληρωμένα).
      Συνεπώς, ενώ η περυσινή εντύπωση ήταν μέτρια, η φετινή είναι αισθητά καλύτερη. Ας δούμε, λοιπόν, καταρχάς την υπόθεση:
     Ο Θάνος εργάζεται σε μια εταιρεία μεταλλαγμένων προϊόντων ως διορθωτής μαζί με τη γυναίκα-του Ελπίδα, που είναι μεταφράστρια. Ο εσωτερικός κανονισμός όμως απαγορεύει τις μεταξύ των υπαλλήλων σχέσεις και γι’ αυτό έχουν κρατήσει μυστικό τον γάμο-τους. Ένα πρωί ο Θάνος κατευθύνεται προς την εταιρία με κενά μνήμης και αναρωτιέται πώς βρέθηκε με λασπωμένα πόδια, πού είναι η Ελπίδα, αφού απουσιάζει από το γραφείο, ποιος ο ρόλος-του μέσα στην εταιρία και πόσα λάθη-του μπορεί να του στερήσουν τη θέση-του. Όλα αυτά δίνονται από μια δευτεροπρόσωπη αφήγηση του πρωταγωνιστή προς τη γυναίκα-του…
      Η πρώτη γενική αίσθηση είναι ότι το μυθιστόρημά είναι μια συμπαγής δουλειά, καλοδουλεμένη, σφιχτή, με ολότητα τέτοια που να μην επιτρέπει επιμέρους παρατηρήσεις (πέρα από λίγες). Κανείς πρέπει να το αποδεχτεί ή να το απορρίψει ολόκληρο.
     Αυτό που και πέρυσι και φέτος με κάνει επιφυλακτικό είναι το κέντρο του έργου. Αδυνατώ δηλαδή να καταλάβω με σαφήνεια ποιο από τα πολλά μοτίβα είναι ο άξονας γύρω από το οποίο περιστρέφονται τα άλλα. Ποια είναι εντέλει η προθετικότητα του κειμένου; να δείξει πόσο η εξουσία φθείρει τους ανθρώπους; Μα το έχει πραγματευθεί ξανά στο «Παραμύθι του ύπνου». Να δείξει τους κινδύνους των γενετικά διαφοροποιημένων προϊόντων; Δεν νομίζω. Να μιλήσει για τις απάνθρωπες συνθήκες στις εταιρείες, οι οποίες θέτουν όρους δυσβάστακτους για το προσωπικό τους; Αυτό καταλαβαίνω, αν και το τέλος ήθελα να είναι πιο δυνατό.
      Ίσως περισσότερο απ’ όλα αυτά η συμβιβασμένη φύση του ανθρώπου που δουλεύει πειθήνια, στο τέλος κερδίζει οφίκια και εξουσία, αλλά στην ουσία έχει χάσει την προσωπική και οικογενειακή-του ευτυχία (Η Ελπίδα αυτοκτονεί επειδή δεν αντέχει άλλο την ατεκνία, την περιορισμένη ζωή στην εταιρία και έναν σύζυγο που δεν καταλαβαίνει τα προβλήματά-της).
      Νιώθω να κατάλαβα περισσότερα με τη δεύτερη ανάγνωση, έστω κι αν μικρά κενά όπως το πώς ένας φιλόλογος-διορθωτής γίνεται διευθυντής σε ένα Τμήμα Εταιρείας με γενετικά προϊόντα με ενοχλούν. Νιώθω να απόλαυσα περισσότερο το έντυπο βιβλίο, αν και η γραφή του Χατζημωυσιάδη είναι χαμηλότονη και απουσιάζουν οι έντονες κορυφώσεις, οι μεγάλες εκείνες τομές στην αφήγηση που θα αιφνιδιάσουν τον αναγνώστη (μερικές από αυτές κερδίζουν αμέσως το ενδιαφέρον, όπως και η αρχική περιέργεια για τα ερωτηματικά που βασανίζουν τον αφηγητή και μεταφέρονται ως κινητήριες εκκρεμότητες στον αναγνώστη). 
       Περίεργο πράγμα η ανάγνωση. Αλλάζει από φορά σε φορά, αλλάζει όσο ωριμάζουμε κι εμείς, αλλάζει όσο ωριμάζει ο συγγραφέας… Κανείς δεν μπαίνει στο ίδιο ποτάμι δυο φορές, έλεγε ο Ηράκλειτος, κι έτσι ανάλογα κανείς δεν μπαίνει και βγαίνει στο/από το ίδιο έργο δύο φορές αναλλοίωτος.
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, September 21, 2010

“10 ώρες δυτικά” του Γιώργου Γλυκοφρύδη

Από το ψυχροπολεμικό Βερολίνο του προηγούμενου βιβλίου-του με τίτλο “Ο Επιβάτης” στα γεγονότα της Θεσσαλονίκης με τους δωσίλογους και τους Εβραίους. Η (πρόσφατη) ιστορία για τον Γλυκοφρύδη είναι ζωντανή πηγή έμπνευσης που αρδεύει το χωράφι της πεζογραφίας-του.

Shakerato με παγωτό:
Γιώργος Γλυκοφρύδης
“10 ώρες δυτικά”
εκδόσεις Ελληνικά γράμματα
2010

        Αν διαβάσει κανείς τα έργα της τελευταίας εικοσαετίας που αναφέρονται στην περίοδο 1940-1949, θα παρατηρήσει δύο βασικές θεματικές μανιέρες. Ούτε ο ηρωισμός και οι στόχοι για ελευθερία ή για ιδεολογία. Ούτε η πείνα και τα ανθρώπινα δράματα μέσα στην Κατοχή. Τίποτα απ’ αυτά ή κάτι ανάλογο. Αντίθετα, οι δύο μανιέρες που εμφιλοχωρούν σε κάθε σχεδόν κείμενο είναι οι Εβραίοι και η αριστεροδεξιά διαμάχη. Και μάλιστα όλα αυτά αναδεικνύονται όχι από τη σκοπιά της πίστης σε μια ιδεολογία (δεν είμαστε εποχή για ιδεολογίες...), αλλά από την πλευρά της ατομικής εμπλοκής για την εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων. Το μήνυμα δηλαδή είναι πως οι συγκρούσεις γίνονταν από ιδιοτελή κίνητρα, όχι βέβαια κατ’ ανάγκη οικονομικά.
       Ο Γλυκοφρύδης, ενώ στο προηγούμενο έργο-του πάτησε σε περιοχές που τουλάχιστον στην Ελλάδα ήταν παρθένες, τώρα ακολούθησε τον συρμό της εβραιοφοβίας της Κατοχής. Έτσι διαβάζουμε άλλο ένα έργο για τις διώξεις των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, τουλάχιστον αυτή τη φορά από την πλευρά του έλληνα διώκτη-τους. Αυτό το τελευταίο έχει να δώσει πολλά, καθώς παρακολουθούμε την οπτική γωνία της κατακριτέας πλευράς (κάτι αντίστοιχο έκανε με εξαιρετικό τρόπο ο Ραχιώτης στους “Βασανιστές” για την περίοδο της χούντας) κι έτσι θα έβγαινε στην επιφάνεια όλη η ψυχολογία και τα εσωτερικά κίνητρα των εβραιόφοβων. Μάλλον όμως δεν ήταν αυτός ο στόχος του συγγραφέα…
        Το πρώτο μέρος διαδραματίζεται στην Κατοχή όπου ο Σταύρος Τσόχας καταδίδει Εβραίους στους Γερμανούς. Το δεύτερο και εκτενέστερο στη σύγχρονη Ελλάδα, όπου η εγγονή του Τσόχα, Αριάδνη, έρχεται στην Ελλάδα από την Αμερική όπου είχε καταφύγει άρον άρον ο παππούς-της για να γλιτώσει όταν έβλεπε ότι ο πόλεμος χάνεται. Εδώ συναντά εν αγνοία και των δύο τον εγγονό ενός Εβραίου που χάθηκε στον πόλεμο και μαζί ετοιμάζουν μια παγίδα στον γέρο-Σταύρο, που τον κάνει να έρθει ξανά στην Ελλάδα.
         Τελικά πώς κινήθηκε συγγραφικά ο Γλυκοφρύδης στη νέα-του, δεύτερη απόπειρα; Κατά την ταπεινή-μου γνώμη (κοινότοπη φράση των πολλών), έπεσε κάτω από τον πήχυ που είχε υψώσει με το πρώτο-του έργο. Καταρχάς, στην αρχή που αναφέρεται στην περίοδο της Κατοχής, δεν πείθει για την ατμόσφαιρα και τις συνθήκες. Μπορεί, που λέτε, να διαβάσει κανείς ιστορία και πηγές, να είναι ακριβής σε όσα πραγματολογικά αναφέρει, να έχει ψάξει ρούχα, συνήθειες κ.ο.κ., αλλά να μην μπορεί να τα αποδώσει με τέτοιο τρόπο ώστε να εισαγάγει τον αναγνώστη στο όλο κλίμα. Μετά, όταν αναφέρεται στο σήμερα, κερδίζει σε πειστικότητα, είναι πιο φυσικός, αλλά χάνει με την επιλογή-του να αποδώσει σχεδόν νατουραλιστικά, το βράδυ λ.χ. της γνωριμίας του Μωυσή με την Αριάδνη. Η κατά πόδας παρακολούθηση όλων όσα γίνονται και η απόδοση όχι μόνο των διαλόγων, αλλά και των τραγουδιών, των σιωπών, των κινήσεων, των εναλλαγών στον ρυθμό της βραδιάς γίνονται με όρους αργού κινηματογράφου και εξαντλούν την εστίαση στο συγκεκριμένο. Η ενδελεχής αυτή παρουσίαση των δεδομένων κάνει το όλο σκηνικό ένα φλύαρο επεισόδιο, μια σχοινοτενή αφήγηση που δεν προσφέρει ούτε στην οικονομία του έργου, ούτε στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων…
          Τέλος, μια συνολική παρατήρηση. Ποιος ο λόγος να φανεί το σήμερα ως εκδίκηση του χθες; Με άλλα λόγια, έτσι όπως δόθηκε πρώτα η κατοχική περίοδος και έπειτα η σημερινή δικαιοσύνη, μένει ένα παλιομοδίτικο μήνυμα ανταπόδοσης και επικράτησης του καλού, χωρίς σασπένς ή υπαρξιακό σχολιασμό. Θα μπορούσε λ.χ. ο Γλυκοφρύδης να ξεκινήσει από το σήμερα, να κρατήσει εκκρεμές το κέντρο του μυθιστορήματος ώσπου να δώσει τις συντεταγμένες, να ανατρέξει στο παρελθόν (όπου θα έκρινε σκόπιμο), ώστε να καλύψει τα επιλεγμένα κενά, κι έτσι να κάνει πιο ενδιαφέρον και πιο συναρπαστικό το έργο-του, προσέχοντας παράλληλα να προσδώσει βάθος στον προβληματισμό που θα ήθελε να περάσει.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, September 20, 2010

Κρέπα κάστανο και πορτοκάλι: Σοφία Νικολαΐδου

Γιατί η Σοφία Νικολαΐδου; Γιατί δεν θέλω να γίνει το Βιβλιοκαφέ τοίχος από πορτρέτα καταξιωμένων συγγραφέων, των οποίων η ηλικία και η πολυετής παρουσία είναι και το βασικό-τους παράσημο. Συνεπώς, όπως παλαιότερα με τον Μαμαλούκα, έτσι και τώρα προσφέρω μια κρέπα αφιερωμένη σε μια νεανική σχετικά φωνή, η οποία έχει να επιδείξει έργο αλλά κυρίως με το τελευταίο-της βιβλίο «ενηλικιώθηκε», κατά την έκφραση γνωστού κριτικού. Το “Απόψε δεν έχουμε φίλους” κέρδισε την προσοχή της κριτικής και, παρόλο που επισημάνθηκαν ποικίλες αφηγηματικές ατέλειες, αποτέλεσε αξιανάγνωστο έργο μέσα στο 2010.
Την 1η Οκτωβρίου 2010, συνεπώς, μιλάμε για τα έργα της θεσσαλονικιάς συγγραφέως και κυρίως για το τελευταίο-της.
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, September 16, 2010

“Ο άνθρωπος του τείχους” του Κώστα Βαξεβάνη

Είναι το 1989, χρονιά κατά την οποία έπεσε το τείχος του Βερολίνου, ένα ορόσημο της σύγχρονης ιστορίας; Κατά πάσα πιθανότητα ναι, αφού αποτέλεσε το τέλος του Ψυχρού πολέμου και άλλαξε την ανθρωπογεωγραφία της Ευρώπης, όχι μόνο πολιτικά αλλά και πολιτισμικά.

Schwarzer Kaffee:
Κώστας Βαξεβάνης
“Ο άνθρωπος του τείχους”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2010

        Ένας δημοσιογράφος κάνει έρευνα για τα ανοικτά πλέον αρχεία της Στάζι, της ανατολικογερμανικής μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών, και ετοιμάζεται να δημοσιεύσει τις σκέψεις-του επ’ αυτών. Αντί, λοιπόν, να εκδώσει ένα είδος δημοσιογραφικού ρεπορτάζ με ντοκουμέντα και πειστήρια, αποφασίζει να μετατρέψει το υλικό-του σε μυθιστόρημα δίνοντας λογοτεχνική υπόσταση στα πρόσωπα, που θα μπορούσαν να είναι καταχωρισμένα στα αρχεία, και επινοώντας μια υπόθεση που θα τα συνδέει.
       Αυτό έκανε, φαντάζομαι, ο Βαξεβάνης, ο οποίος αναζήτησε δημοσιογραφικές πληροφορίες για πρώην πράκτορες, για την πολιτική διαπλοκή, για τα οικονομικά συμφέροντα και τη δράση της Στάζι, για τα στοιχεία που προσκομίζει το άνοιγμα των αρχείων στο Βερολίνο. Η υπόθεση παρακολουθεί παράλληλα την πορεία του «Τσίκο», μυστικού πράκτορα που σταδιακά έγινε επιχειρηματίας σε Κύπρο και Ελλάδα, και τώρα είναι πολιτικός σε πολύ υψηλή θέση παρά τω έλληνι πρωθυπουργώ. Εναλλάξ η αφήγηση ακολουθεί τον δημοσιογράφο Κώστα Παπάζογλου, ο οποίος λίγο τυχαία και λίγο επειδή του τα πάσαραν, ανευρίσκει στοιχεία για την χειραγωγούμενη ανέλιξη του «Τσίκο» και προσπαθεί να εντοπίσει ποιος είναι και ποια η μυστική-του πορεία προς την επιχειρηματική και πολιτική κορυφή.
        Πρόκειται, όπως γίνεται κατανοητό, για ένα κατασκοπικό μυθιστόρημα, το οποίο επιδιώκει να προκαλέσει το ενδιαφέρον με τη διπλή αφήγηση: από τη μία, νιώθουμε περιέργεια για το πώς ο δημοσιογράφος θα ανακαλύψει τον πολιτικό/κρυμμένο πράκτορα, και αφετέρου πώς ο τελευταίος θα αμυνθεί στην προσπάθεια ξεμπροστιάσματός-του.
        Και τώρα αναρωτιέται κανείς: είναι ένα κλασικό κατασκοπικό, όπου η γοητεία του παρασκηνίου και των μυστικών υπηρεσιών, σαγηνεύει ή είναι ένα λογοτεχνικό πόνημα που αξιοποιεί το κατασκοπικό είδος για να δουλέψει αισθητικά την πλοκή και να αναδείξει χαρακτήρες ή τραγικές καταστάσεις; Δυστυχώς για αυτό που έχω κατά νου ως λογοτεχνία, η δεύτερη εκδοχή του μυθιστορήματος απουσιάζει. Ο Βαξεβάνης φτιάχνει πλοκή για να συνθέσει όσα έμαθε ερευνώντας, προκαλεί ένα μικρό ενδιαφέρον με την ιστορία, αλλά και πάλι όχι τόσο όσο θα έκανε κάποιον να μην αφήνει το βιβλίο από τα χέρια, ειδικά σήμερα που το κλασικό κατασκοπικό και το αστυνομικό μυθιστόρημα έχει υπερφαλαγγιστεί από την τηλεόραση. Περισσότερο, λοιπόν, ο συγγραφέας προτίθεται να περάσει μυθιστορηματικά πληροφορίες που δεν είναι γνωστές για τη Στάζι και τη δράση-της.
        Λέει χαρακτηριστικά στο αυτί του βιβλίου: “Θα αναρωτηθείς τι απ’ όλα αυτά που θα διαβάσεις είναι αλήθεια. Αναρωτήσου καλύτερα πόσα αγνοείς”. Στόχος επομένως του μυθιστορήματος δεν είναι η αισθητική, η λογοτεχνικότητα, η πλοκή σε τραγικό επίπεδο, η σύγκρουση, η δραματικότητα… αλλά, όπως ο περισσότερος κόσμος νομίζει ότι είναι η λογοτεχνία, επιδιώκεται να μεταφερθεί η γνώση και η μάθηση μιας πραγματικότητας που δεν είναι γνωστή. Κι αυτή η λαϊκή παγίδα συνοδεύει τη λογοτεχνία καιρό τώρα, καθώς περνάει η αίσθηση ότι καλό είναι το λογοτεχνικό έργο που παρουσιάζει ένα αφανές θέμα ή που από άποψη περιεχομένου φωτίζει μια συναρπαστική ιστορία. Αλλά αυτό (μόνο-του) δεν είναι λογοτεχνία…
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, September 13, 2010

“Το κορίτσι με το τατουάζ” του Στιγκ Λάρσον

Γιατί ένα κορίτσι 17 ετών να διαβάζει σουηδική αστυνομική λογοτεχνία; Αν βέβαια πολλά είδη λογοτεχνίας έχουν το κοινό-τους, κάτι που δεν είναι απόλυτο, τι τράβηξε την ανιψιά-μου στο να καταβροχθίσει μέσα στον Αύγουστο ένα ογκώδες έργο που δεν έχει τα χαρακτηριστικά που συνήθως προσελκύουν τις έφηβες της εποχής μας; Ο Λάρσον τελικά έκανε γκελ σε πολλά στρώματα αναγνωστών.

Ζεστός καφές στιγμής:
Stieg Larsson
“Män som hatar kvinnor”
Norstedts 2005
Στιγκ Λάρσον
“Το κορίτσι με το τατουάζ”
μετ. Γ. Μαθόπουλος
εκδόσεις Ψυχογιός
2009

         Οι Σουηδοί έχουν παράδοση στο αστυνομικό μυθιστόρημα και ο δικός-μας Θοδωρής Καλλιφατίδης που μένει μόνιμα στη Σουηδία βρίσκεται σε ένα πλαίσιο όπου συγγράφουν ο Χένινγκ Μάνκελ, ο Στιγκ Λάρσον και πόσοι άλλοι. Είναι η ανάγκη-τους να εξηγήσουν τις αλλαγές που υφίσταται η σουηδική κοινωνία τα τελευταία χρόνια; Ή απλώς πρόκειται για τη δομή της σκέψης-τους που είναι ορθολογιστική και αυστηρά συνεκτική;
         Ο Λάρσον γράφει ένα σφιχτοδεμένο σενάριο, όπου τα επιμέρους επεισόδια συνδέονται σε βάθος χρόνου ώσπου να φτάσει η έρευνα στο τελικό-της αποτέλεσμα. Στην αρχή παρακολουθούμε επί μακρόν δύο παράλληλες ιστορίες που παρουσιάζονται εναλλάξ: από τη μία, η παρεκκλίνουσα στη συμπεριφορά-της Λίσμπετ Σάλαντερ υφίσταται το βιασμό από έναν πελάτη-της, αλλά εκδικείται, και αναλαμβάνει να συλλέξει στοιχεία εκ μέρους του πλούσιου ογδονταπεντάχρονου βιομηχάνου Χένρικ Βάνιερ για το άτομο του Μίκαελ Μπλούμκβιστ. Από την άλλη, ο Μίκαελ Μπλούμκβιστ, δημοσιογράφος, ενώ καταδικάζεται σε φυλάκιση για συκοφαντική δυσφήμηση, αναλαμβάνει εκ μέρους του Χένρικ Βάνιερ να εξιχνιάσει την εξαφάνιση-αυτοκτονία-φόνο της ανιψιάς-του Χάριετ που συνέβη πριν από 35 χρόνια. Μετά τα μισά του έργου Μίκαελ και Λίσμπετ ενώνουν τις δυνάμεις-τους για να αποκαλύψουν όχι μόνο τι συνέβη στη Χάριετ τότε, αλλά και το σκοτεινό παρελθόν και παρόν της πολυπλόκαμης οικογένειας Βάνιερ, στην οποία ο φασισμός και οι εμμονές, ο σαδισμός και οι υπόγειες ψυχοπαθολογικές νόσοι είναι καθεστώς.
         Είναι ένα κλασικό αστυνομικό έργο; Ναι. Η πλοκή, η πορεία της έρευνας, οι δύο “ντετέκτιβ”, η αποκάλυψη ενός κατά συρροήν δολοφόνου μετά από σύνδεση στοιχείων είναι τα βασικά-του γνωρίσματα. Ο αναγνώστης, παρόλο που δεν μπαίνει εξ αρχής στο ψαχνό, βυθίζεται στην ατμόσφαιρα του βιβλίου και δεν το αφήνει από τα χέρια-του, καθώς η πορεία της έρευνας είναι καλοσχεδιασμένη, τα στοιχεία συνδέονται αιτιωδώς κι έτσι μπορούμε όλοι να παρακολουθήσουμε το ξετύλιγμα του κουβαριού χωρίς κενά και λούμπες. Ως καλοκαιρινό ανάγνωσμα, είναι μια χαρά για την παραλία, την καφετερία, τις ήσυχες ώρες της μεσημεριανής ραστώνης.
       Έχει κάτι άλλο να δώσει στον αναγνώστη; Ένα υπόβαθρο προβληματισμού για τις εξαφανίσεις ανυπεράσπιστων γυναικών, για την κακοποίηση που υφίστανται, για τη σαδιστική συμπεριφορά σε μια κοινωνία όπου εύκολα κανείς μπορεί να καταφερθεί εναντίον του γυναικείου φύλου, καθώς αυτό δεν μπορεί συνήθως να αντιδράσει. Δεν ξέρω όμως αν προλαβαίνει ο αποδέκτης του έργου να σταθεί στο κοινωνικό μήνυμα ή αν απορροφάται εξ ολοκλήρου από τη ροή της ιστορίας και τον ενδιαφέρει αποκλειστικά η ανακάλυψη του δράστη.
        Όταν ρώτησα την ανιψιά-μου αυτό το “γιατί” που με απασχολούσε, η απάντησή-της ήταν περίπου η εξής: «Μου άρεσε η πλοκή. Το τέλος ήταν απρόσμενο και η αναμονή-του με εξίταρε. Στην αρχή το βρήκα αργό, αλλά σταδιακά κέρδιζε σε ενδιαφέρον και μου άρεσε πώς έβαλε ο συγγραφέας τα πράγματα σε μια σειρά όσο πλησιάζαμε προς το τέλος». Σε μια φίλη της από το σχολείο τής άρεσε πώς φαίνεται η σουηδική κοινωνία και έμαθε πολλά γι’ αυτή τη χώρα. Και οι δύο απαντήσεις ομολογώ ότι με εξέπληξαν γιατί δεν πίστευα ότι δυο έφηβες θα είχαν τέτοια ενδιαφέροντα. Μην υποτιμάτε ποτέ τη νεολαία.
Πατριάρχης Φώτιος
Πολύ καφέ, βρε παιδάκι-μου, οι Σουηδοί. Μου φαίνεται ότι θα πάω εκεί να ανοίξω βιβλιοκαφέ.

Thursday, September 09, 2010

“Το νόημα” της Έλενας Μαρούτσου

“Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων”, όπως και άλλα βιβλία για παιδιά, έχουν πυροδοτήσει διαφορετικές αναγνώσεις και σκόπιμες παραναγνώσεις από συγγραφείς που θέλησαν να πατήσουν πάνω στη φόρμα-της για να αφηγηθούν τον κόσμο διακειμενικά αλλά και ετερότροπα.

Bicerin:
Έλενα Μαρούτσου
“Το νØημα”
εκδόσεις Κέδρος
2010

        Τη Μαρούτσου τη γνωρίσαμε με το “Μεταξύ συρμού και αποβάθρας”, ένα κείμενο πολύσημο που επιδέχεται τόσο τη θετική και όσο και την αρνητική πρόσληψη, ανάλογα με το πώς θα στεκόταν κανείς στα αμφίσημα επίπεδα της δράσης και της γραφής (βλ. το ποστ του Βιβλιοκαφέ στις 12.1.2009). Τώρα η πεζογράφος επανέρχεται με τα διακειμενικά-της παιχνίδια, τότε με τον Λειβαδίτη, τώρα με τον Λιούις Κάρολ, αφού στο “παραμύθι-του” βρίσκει τα ερείσματα για να μιλήσει για την τρέλα και την άλλη ματιά του κόσμου.
        Η τρέλα είναι η άλλη όψη του κόσμου, στην οποία, όπως στα παραμύθια, η αλήθεια είναι ψέμα και το ψέμα αλήθεια, το σωστό είναι λάθος και το αντίστροφο, το λογικό είναι παράλογο και τούμπαλιν.
       Το κείμενο της 43χρονης πεζογράφου κινείται πάνω σε μια συνεχή τεθλασμένη: ενώ στηρίζεται στο έργο του Κάρολ, προχωρά από επεισόδιο σε επεισόδιο με άλματα αλόγου στο σκάκι. Η αφηγήτρια βρίσκεται σε ένα παράξενο σπίτι, γνωρίζει την αλμπίνα Ελεάννα, κοιμάται και ξυπνά εκεί, θυμάται τον πρώτο-της έρωτα που την οδήγησε στη Λέρο και στο τρελοκομείο-κολαστήριο, μιλά με τις φίλες-της για την προδοσία-του, μένει έγκυος από τον νυν φίλο-της και τέλος παρηγορεί την Ελεάννα αλλά προκύπτει πρόβλημα υγείας και αποβάλλει …: από το ένα τετράγωνο περνά στο άλλο, από το λευκό στο μαύρο και μετά κάπου αλλού σε μια συνεχή αλλαγή πορείας. Αυτό κάνει την ανάγνωση πολύ γοργή και ενδιαφέρουσα, αλλά συνάμα ασύνδετη –εκτός κι αν η σύνδεση με την τρέλα και την Αλίκη αποτελεί και την αναγκαία και ικανή συνθήκη να δρομολογήσει την ανάγνωση.
        Το έργο είναι γραμμένο με αφηγηματική άνεση που κάνει την όλη σκυταλοδρομία σκηνών πολύ σαγηνευτική. Από εκεί όμως και έπειτα αναρωτιέμαι τα εξής:
       1. Μπορούν τα στοιχεία όπως παρατίθενται χωρίς να σχετίζονται στενότερα μεταξύ-τους να συνδεθούν (με την καλή θέληση και του αναγνώστη) και να βγάλουν ΝΟΗΜΑ; Ποιος τελικά είναι ο πυρήνας της σκέψης της συγγραφέως και πώς τα ποικίλα νήματα οδηγούν στη νοηματοδότηση του κειμένου-της; Είναι η τρέλα ο βασικός άξονας ή πιο πολύ μετράνε τα παρακλάδια και η τελευταία εντύπωση της τραυματικής αποβολής;
        2. Ένα γενικότερο πρόβλημα της σημερινή λογοτεχνίας (και της Μαρούτσου) είναι η αήθικη στάση ζωής που προβάλλουν. Και δεν εννοώ μια ευπρόσδεκτη προοδευτική ιδεολογία απελευθέρωσης από τα δεσμά της συντήρησης, η οποία θα είναι συνειδητή και ανατρεπτική. Είναι περισσότερο μια απερίσκεπτη προβολή της ανευθυνότητας και της ευκολίας στις ανθρώπινες σχέσεις και στη συμπεριφορά-μας. Λ.χ. ο έρωτας χωρίς προφυλάξεις προβάλλεται σαν κάτι το φυσιολογικό και αυθόρμητο, η εγκυμοσύνη σαν ένα βάρος που εύκολα μπορεί να οδηγηθεί στην άμβλωση κ.ο.κ.
       Εντέλει, το “Μεταξύ συρμού και αποβάθρας” έδειξε πως η συγγραφέας ξέρει να καινοτομεί και να δοκιμάζει γόνιμα τις αντοχές της γραφής. Έτσι και μ’ αυτό της το έργο, πιστεύω στη γραφή της Μαρούτσου επειδή διαθέτει αφηγηματική ικανότητα, δίνει στο ιδιωτικό και μερικό ευρύτερο προβληματισμό (παρά τις αυτοβιογραφικές εμμονές-της) και κυρίως επειδή τολμά να πειραματίζεται με χαλαρές/πιλοτικές δομές, ασχέτως αν το αποτέλεσμα δεν ικανοποιεί πάντα τον αναγνώστη.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, September 06, 2010

“Φίδια στο σκορπιό” του Κώστα Μουζουράκη

Καλοκαιρινά βιβλία: τι επιλέγει τελικά κανείς; Οι εφημερίδες προβάλλουν, ακόμα και με αφιερώματα, το αστυνομικό μυθιστόρημα και τα παρεμφερή-του που τα θεωρούν χαλαρά αναγνώσματα για εκείνον που ναι μεν θέλει να διαβάσει, αλλά δεν διαθέτει τη συγκέντρωση την οποία ευνοεί ο κλειστός χώρος.

Φραπέ πικρός με πάγο:
Κώστας Μουζουράκης
“Φίδια στο σκορπιό”
εκδόσεις Καστανιώτη
2010

        Το μυθιστόρημα του νεαρού συγγραφέα δεν είναι αστυνομικό. Κάποιοι μπορεί να το κατατάξουν στα noir, κάποιοι στην pulp fiction, ο ίδιος ο πεζογράφος βάζει μέσα και την έννοια του road movie και το ονομάζει «πολιτικό νουάρ». Όλα αυτά συνθέτουν το προφίλ του έργου, εκτός από την έννοια της πολιτικής λογοτεχνίας της οποίας τις προδιαγραφές δεν πληροί το κείμενο. Και μη μου πείτε «πολιτικός» με την ευρεία σημασία αυτού που ασχολείται με την «πόλη», την κοινωνία δηλαδή και την παθογένειά-της… Αυτό στην καλύτερη περίπτωση θα το λέγαμε «κοινωνικό», στοιχεία του οποίου φαίνονται αμυδρά στο έργο.
          Πιο πολύ το βιβλίο είναι μια ιστορία εκδίκησης, ή μάλλον δύο σε μία. Μια συμμορία ληστών τραπεζών συγκροτείται και δρα με επαγγελματικούς όρους και με άψογη οργάνωση και εκτέλεση: ο Κάρλο, ο Έκτορας, η Σολ, η Μι και ο Σι. Πίσω από αυτά τα ψευδώνυμα κρύβονται καθημερινοί άνθρωποι με άλλες ζωές και ιδιωτικότητα. Η Ρία μένει ψηλά στα βουνά της Βάλια Κάλντα και σκοτώνει δυο επίδοξους βιαστές θάβοντάς-τους στα απάτητα χώματα της Πίνδου. Ο Μάρκος συμπαθεί μια νεαρή Ρωσίδα, η οποία υφίσταται τον ξυλοδαρμό των αφεντικών-της σε ένα κωλάδικο της Θήβας, αποφασίζει να τη βοηθήσει απάγοντάς-την και καταφέρνοντας να την απελευθερώσει. Ο Ισμαέλ κλείνεται σε υπόγειο και βασανίζεται μέχρι θανάτου, προκειμένου να αποκαλύψει όσα ξέρει. Στο τέλος, τα ψευδώνυμα της πενταμελούς συμμορίας ταυτοποιούνται από τον αναγνώστη, ο οποίος βλέπει μπροστά στα μάτια-του να εξελίσσεται η προσπάθειά-τους να εκδικηθούν τον θάνατο του Ισμαέλ-Έκτορα.
       Ο Μουζουράκης θυμίζει Μαμαλούκα στις καλές-του στιγμές, στα βιβλία-του όπου η πλοκή είναι καλοδουλεμένη και τα επιμέρους στοιχεία τοποθετούνται σοφά σε ένα επεξεργασμένο πλαίσιο δράσης. Ο συγγραφέας των “Φιδιών στο Σκορπιό” σκορπά καταρχάς τα πρόσωπα σε διαφορετικές ιστορίες, καθεμία από τις οποίες διατηρεί τη δική-της γοητεία, τη δική-της αυτόνομη θελκτικότητα, και στο τελευταίο τέταρτο του έργου τις κάνει να συγκλίνουν προς ένα ιδιαίτερα υπολογισμένο τέλος. Κάπου στα ¾ της πλοκής ο αναγνώστης ανακαλύπτει τις ταυτίσεις των προσώπων, ανακαλύπτει το νήμα που συνδέει τα μέχρι τότε ασύνδετα επεισόδια και ξαφνιασμένος θετικά εκτιμά τον προγραμματισμό και την στοχοθεσία που επιδέξια συνδέει τα μέρη στο κάδρο της γραφής.
        Όλα αυτά καθιστούν το μυθιστόρημα ενδιαφέρον ανάγνωσμα, με δράση και σασπένς, με γρήγορους ρυθμούς, με ατμόσφαιρα νύχτας, υποκόσμου και σκοτεινών ενεργειών.
Αλλά,
βλέπεις μεν έναν συγγραφέα που ξέρει να χειρίζεται τα υλικά-του,
που ξέρει να συγκολλά τα κομμάτια σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία μέχρι το επιδιωκόμενο τέλος,
δεν ξέρεις όμως αν αυτό το προσόν είναι ικανό να κάνει τα επόμενα βιβλία-του ποιοτικά και όχι μόνο ενδιαφέροντα.
         Με άλλα λόγια, δεν φτάνει μόνο η πλοκή για να περάσει το X βιβλίο το όριο μεταξύ απλής εξιστόρησης και ουσιαστικής αφήγησης. Η γλώσσα λ.χ. του Μουζουράκη είναι ενός καθορισμένου από τα διαβάσματά-του ύφους, αφού τα αμερικάνικα μυθιστορήματα και ταινίες τροφοδοτούν τη σκέψη του συγγραφέα, αλλά δεν ευνοούν μια πιο λεπτοδουλεμένη γλώσσα. Ο νεαρός πεζογράφος μένει εκών άκων στην ιδιόλεκτο της κινηματογραφικής ταχύτητας και των νουάρ μυθιστορημάτων, συχνά προχειρομεταφρασμένων, στη γλώσσα των αγγλόφωνων τραγουδιών κ.ο.κ., αλλά μέχρι εκεί. Μεγάλος συγγραφέας όμως σημαίνει και ένα κάρο αναγνώσματα πιο κλασικά, πιο ελληνικά, πιο εστιασμένα στο ύφος, ώστε να μπορέσει η γραφή-του να υποστηρίξει τη δράση με μικρές ή μεγάλες “περιοχές” ποικιλίας, υφολογικών ελιγμών, εσωτερικότητας που να εκφράζεται ανάλογα, εννοιολογικού βάθους ανοιγμένου προς χώρους πέρα από την απλή αφήγηση.
         Και φυσικά η γλώσσα μπορεί και πρέπει να υποστηρίξει όχι μόνο το καλοεπεξεργασμένο παζλ της ιστορίας, αλλά και ένα δεύτερο επίπεδο πέρα από την τηλεοπτική ροή εικόνων και σκηνών.
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, September 01, 2010

Κρέπα με προσούτο και μανιτάρια: Δημήτρης ΝΟΛΛΑΣ

Γιατί ο Δημήτρης Νόλλας δεν είναι ευρέως δημοφιλής συγγραφέας, αν και υπηρετεί τον χώρο εδώ και 36 χρόνια;

Ο συγγραφέας κατάγεται από την Αδριανή Δράμας όπου γεννήθηκε το 1940 από ηπειρώτες γονείς, οι οποίοι κατέφυγαν τρία χρόνια μετά στην Αθήνα, διωγμένοι από τις βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής. Ο Νόλλας σπούδασε νομική και κοινωνιολογία στην Ελλάδα και στη Γερμανία, αλλά ποτέ δεν τελείωσε τις σπουδές του. Έχει ζήσει για μεγάλα διαστήματα στην Ευρώπη. Ασχολήθηκε με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, δίδαξε σενάριο στο Τμήμα επικοινωνίας του Παντείου Πανεπιστημίου, ενώ συνεργάστηκε σε σενάρια κινηματογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών με τους γνωστούς έλληνες σκηνοθέτες. Έχει δεχτεί ποικίλες διακρίσεις στην Ευρώπη, την Αμερική και φυσικά στην Ελλάδα με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (1983), Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1993) και Βραβείο Διηγήματος περιοδικού «διαβάζω» (1996)

Εργογραφία αντλημένη από τη Biblionet.gr:

- “Ο καιρός του καθενός”, (Μυθιστόρημα), Αθήνα : Καστανιώτη, 2010.
- “Ναυαγίων πλάσματα”, Αθήνα : Κέδρος, 2009.
- “Ο παλαιός εχθρός”, (Διηγήματα), Αθήνα : Καστανιώτη, 2004.
- “Από τη μία εικόνα στην άλλη”, (Μυθιστόρημα), Αθήνα : Καστανιώτη, 2003.
- “Φωτεινή μαγική”, (Μυθιστόρημα), Αθήνα : Καστανιώτη, 2000.
- “Άσεμνες ιστορίες”, Αθήνα : Πατάκη, 1997.
- “Τα θολά τζάμια” (Διηγήματα), Αθήνα : Καστανιώτη, 1996.
- “Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε”, (Μυθιστόρημα), Αθήνα : Καστανιώτη, 1994.
- “Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα” (Μυθιστόρημα), Αθήνα : Καστανιώτη, 1992.
- “Ονειρεύομαι τους φίλους μου”, ( Διηγήματα), Αθήνα : Καστανιώτη, 1990.
- “Το πέμπτο γένος”, (Νουβέλα), Αθήνα : Καστανιώτη, 1988.
- “Τα καλύτερα χρόνια” (Νουβέλα), Αθήνα, Καστανιώτη 1984.
- “Το τρυφερό δέρμα” (Διηγήματα), Αθήνα 1982.
- “Πολυξένη”, Αθήνα 1974.
- “Νεράιδα της Αθήνας”, Άμστερνταμ 1974.


Τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής-του τέχνης έχουν εντοπιστεί από την κριτική:

1. Κλίμα σκόπιμης ασάφειας και συγκεχυμένων περιγραμμάτων σαν φωτογραφίες φλου ή πίνακες ιμπρεσσιονιστικούς που προσεγγίζουν πλάγια την πραγματικότητα. Αυτό το κλίμα ρευστότητας και αφαιρετικότητας, στηριγμένο σε αδρές γραμμές που αδιαφορούν για τις “χρήσιμες” λεπτομέρειες κάνει τον αναγνώστη να κινητοποιηθεί, γιατί αλλιώς θα μείνει πίσω σε σχέση με τη δυναμική κάθε κειμένου. “Τα θολά τζάμια” αποτελούν ενδεικτικό έργο και τίτλο.
2. Έντονη περιεκτικότητα του υλικού-του, καθώς σε μικρές συνήθως φόρμες αποτυπώνει με πυκνότητα και ποιητική ελλειπτικότητα το θέμα-του. Τα διηγήματά-του, οι νουβέλες-του, ακόμα και τα μυθιστορήματά-του διακρίνονται για μια επανειλημμένως δουλεμένη γραφή που αφαιρεί το περιττό, ακόμα κι αυτό που σε άλλους συγγραφείς θα ήταν σύμβαση και αναγκαιότητα.
3. Χαλαρή δομή που αφήνει τα επεισόδια να κινούνται πιο ελεύθερα μέσα στο πλαίσιο της συγγραφικής οικονομίας. Έτσι, παρόλο που μπορεί κανείς να δει την προσεγμένη αρχιτεκτονική των έργων-του, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο μικρό και ουσιαστικό και στο μεγάλο αλλά ασύνδετο.
4. Οι χαρακτήρες του είναι άνθρωποι του περιθωρίου, με τη σημασία των ανθρώπων που ζουν στα όρια της κοινωνικής ζωής αλλά και με τη σημασία των κοινωνικά αποκλεισμένων: μετανάστες, τρομοκράτες, μοναχικοί τύποι κ.ο.κ. Όλοι τους είναι μονάδες, ιδιαίτερες περιπτώσεις, που κινούνται μετέωρα ανάμεσα στο θέλω τους και στο μπορώ, ανάμεσα στο είμαι και στο θα ήθελα να είμαι. Κάποια στιγμή συναντούν το απρόσμενο και συγκρούονται μαζί-του.

Μια αποτίμηση του τελευταίου-του έργου “Ο καιρός του καθενός”

     Συνήθως οι μικρές φόρμες του Νόλλα (διηγήματα, νουβέλες, μικρά μυθιστορήματα) στηρίζονται στην πυκνή δομή όπου λίγα λέγονται και πολλά εννοούνται. Η δράση δεν εξελίσσεται με γοργό ρυθμό, η νομοτέλεια των γεγονότων δεν προκαλεί αναγνωστική αγωνία και περιέργεια, ο στοχασμός της αφήγησης κάνει την ανάγνωση εσωτερική και γι’ αυτό ράθυμη. Οι ψηφίδες εν γένει των έργων-του δεν δημιουργούν κορυφώσεις, που να δώσουν μια σανίδα σωτηρίας στον κολυμβητή-αναγνώστη που αναζητεί κάπου να πατήσει για να συνεχίσει το ταξίδι μέσα στο βιβλίο.
         Ίσως το κυριότερο όμως είναι πως, ενώ βρισκόμαστε ενώπιον σαφών και ρεαλιστικά δοσμένων σκηνών, αντιλαμβανόμαστε ότι πίσω από αυτές αιωρούνται αθέατες όψεις της σκέψης του δημιουργού, τις οποίες ίσα ίσα οσμιζόμαστε και λιγότερο βλέπουμε. Αυτήν την αφαιρετική τεχνική, αυτήν τη γραφή που δεν δίνει έτοιμο υλικό αλλά οδηγεί με νύξεις σε συμπεράσματα συναντά ο αναγνώστης, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο, σε όλα-του τα έργα, με αποτέλεσμα να πρέπει ο τελευταίος να συνεργήσει με το πλάνο του συγγραφέα για να νοηματοδοτηθεί η λογοτεχνική πράξη.
         Όλη αυτή η εισαγωγή κρίθηκε αναγκαία για να προσεγγίσουμε ένα επίσης κλειστό αν και διαυγές κείμενο. Θέμα του η τρομοκρατία και πηγή έμπνευσης του Δ. Νόλλα η πρόσφατη εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη με την τυχαία εκπυρσοκρότηση στα χέρια του Σάββα Ξηρού της βόμβας που είχαν ετοιμάσει τα μέλη της οργάνωσης. Ο αντίστοιχος χαρακτήρας λέγεται Άθως, ο οποίος εντέλει σκοτώνεται, γεγονός που προκαλεί ανησυχία στους κόλπους της ομάδας. Σ’ αυτήν παρελαύνουν η παλιά φρουρά που εξακολουθεί να έχει λόγο αλλά και η νέα που φέρνει νέες αντιλήψεις και νέες πρακτικές. Και ενώ ποτέ οι εσωτερικές διαφωνίες δεν είχαν εκλείψει, τώρα επανέρχονται ως καχυποψία και έλλειψη εμπιστοσύνης, έστω κι αν δεν προχωρούν σε εκρήξεις ή οξείες συγκρούσεις.
         Τι οδηγεί τελικά τον άνθρωπο σε μια τέτοια οργάνωση; Από τη μία έχουμε προσωπικά κίνητρα, όπως ο Άθως που ένιωσε ένοχος απέναντι στον πατέρα-του, επειδή έμεινε άπραγος όταν οι άλλοι αδελφοί τον πίεζαν να αλλάξει το καφενείο του σε κάτι πιο σύγχρονο κι αυτός οδηγήθηκε στην αυτοκτονία∙ έτσι ο Άθως, παρακινημένος από εσωτερικά κίνητρα, βλέπει την τρομοκρατία σαν μια ενεργή λύση, σαν μια προσωπική συμμετοχή στα γεγονότα που τον βγάζει από την αδράνεια και τον εφησυχασμό. Από την άλλη, υπάρχουν ιδεολογικοί λόγοι, όπως αυτοί που πρεσβεύουν άλλα μέλη της οργάνωσης, λόγοι που έχουν τροτσκιστικό υπόβαθρο και ανάγονται στην πίστη πως η κοινωνία αλλάζει μόνο με επανάσταση.
         Γενικά ο Νόλλας δεν ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία-μου: θολές γραμμές, κάπου στο περίπου και πουθενά, ποιητική ελλειπτικότητα που εξασθενίζει την αφηγηματικότητα. Αντιλαμβάνομαι ωστόσο –και ειδικά αυτό-του το έργο μου το έδειξε καλύτερα- πως πίσω από το αόριστο και το συγκεχυμένο κρύβεται μια επίμονη θέληση για βάθος.
Πατριάρχης Φώτιος