Tuesday, September 21, 2010

“10 ώρες δυτικά” του Γιώργου Γλυκοφρύδη

Από το ψυχροπολεμικό Βερολίνο του προηγούμενου βιβλίου-του με τίτλο “Ο Επιβάτης” στα γεγονότα της Θεσσαλονίκης με τους δωσίλογους και τους Εβραίους. Η (πρόσφατη) ιστορία για τον Γλυκοφρύδη είναι ζωντανή πηγή έμπνευσης που αρδεύει το χωράφι της πεζογραφίας-του.

Shakerato με παγωτό:
Γιώργος Γλυκοφρύδης
“10 ώρες δυτικά”
εκδόσεις Ελληνικά γράμματα
2010

        Αν διαβάσει κανείς τα έργα της τελευταίας εικοσαετίας που αναφέρονται στην περίοδο 1940-1949, θα παρατηρήσει δύο βασικές θεματικές μανιέρες. Ούτε ο ηρωισμός και οι στόχοι για ελευθερία ή για ιδεολογία. Ούτε η πείνα και τα ανθρώπινα δράματα μέσα στην Κατοχή. Τίποτα απ’ αυτά ή κάτι ανάλογο. Αντίθετα, οι δύο μανιέρες που εμφιλοχωρούν σε κάθε σχεδόν κείμενο είναι οι Εβραίοι και η αριστεροδεξιά διαμάχη. Και μάλιστα όλα αυτά αναδεικνύονται όχι από τη σκοπιά της πίστης σε μια ιδεολογία (δεν είμαστε εποχή για ιδεολογίες...), αλλά από την πλευρά της ατομικής εμπλοκής για την εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων. Το μήνυμα δηλαδή είναι πως οι συγκρούσεις γίνονταν από ιδιοτελή κίνητρα, όχι βέβαια κατ’ ανάγκη οικονομικά.
       Ο Γλυκοφρύδης, ενώ στο προηγούμενο έργο-του πάτησε σε περιοχές που τουλάχιστον στην Ελλάδα ήταν παρθένες, τώρα ακολούθησε τον συρμό της εβραιοφοβίας της Κατοχής. Έτσι διαβάζουμε άλλο ένα έργο για τις διώξεις των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, τουλάχιστον αυτή τη φορά από την πλευρά του έλληνα διώκτη-τους. Αυτό το τελευταίο έχει να δώσει πολλά, καθώς παρακολουθούμε την οπτική γωνία της κατακριτέας πλευράς (κάτι αντίστοιχο έκανε με εξαιρετικό τρόπο ο Ραχιώτης στους “Βασανιστές” για την περίοδο της χούντας) κι έτσι θα έβγαινε στην επιφάνεια όλη η ψυχολογία και τα εσωτερικά κίνητρα των εβραιόφοβων. Μάλλον όμως δεν ήταν αυτός ο στόχος του συγγραφέα…
        Το πρώτο μέρος διαδραματίζεται στην Κατοχή όπου ο Σταύρος Τσόχας καταδίδει Εβραίους στους Γερμανούς. Το δεύτερο και εκτενέστερο στη σύγχρονη Ελλάδα, όπου η εγγονή του Τσόχα, Αριάδνη, έρχεται στην Ελλάδα από την Αμερική όπου είχε καταφύγει άρον άρον ο παππούς-της για να γλιτώσει όταν έβλεπε ότι ο πόλεμος χάνεται. Εδώ συναντά εν αγνοία και των δύο τον εγγονό ενός Εβραίου που χάθηκε στον πόλεμο και μαζί ετοιμάζουν μια παγίδα στον γέρο-Σταύρο, που τον κάνει να έρθει ξανά στην Ελλάδα.
         Τελικά πώς κινήθηκε συγγραφικά ο Γλυκοφρύδης στη νέα-του, δεύτερη απόπειρα; Κατά την ταπεινή-μου γνώμη (κοινότοπη φράση των πολλών), έπεσε κάτω από τον πήχυ που είχε υψώσει με το πρώτο-του έργο. Καταρχάς, στην αρχή που αναφέρεται στην περίοδο της Κατοχής, δεν πείθει για την ατμόσφαιρα και τις συνθήκες. Μπορεί, που λέτε, να διαβάσει κανείς ιστορία και πηγές, να είναι ακριβής σε όσα πραγματολογικά αναφέρει, να έχει ψάξει ρούχα, συνήθειες κ.ο.κ., αλλά να μην μπορεί να τα αποδώσει με τέτοιο τρόπο ώστε να εισαγάγει τον αναγνώστη στο όλο κλίμα. Μετά, όταν αναφέρεται στο σήμερα, κερδίζει σε πειστικότητα, είναι πιο φυσικός, αλλά χάνει με την επιλογή-του να αποδώσει σχεδόν νατουραλιστικά, το βράδυ λ.χ. της γνωριμίας του Μωυσή με την Αριάδνη. Η κατά πόδας παρακολούθηση όλων όσα γίνονται και η απόδοση όχι μόνο των διαλόγων, αλλά και των τραγουδιών, των σιωπών, των κινήσεων, των εναλλαγών στον ρυθμό της βραδιάς γίνονται με όρους αργού κινηματογράφου και εξαντλούν την εστίαση στο συγκεκριμένο. Η ενδελεχής αυτή παρουσίαση των δεδομένων κάνει το όλο σκηνικό ένα φλύαρο επεισόδιο, μια σχοινοτενή αφήγηση που δεν προσφέρει ούτε στην οικονομία του έργου, ούτε στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων…
          Τέλος, μια συνολική παρατήρηση. Ποιος ο λόγος να φανεί το σήμερα ως εκδίκηση του χθες; Με άλλα λόγια, έτσι όπως δόθηκε πρώτα η κατοχική περίοδος και έπειτα η σημερινή δικαιοσύνη, μένει ένα παλιομοδίτικο μήνυμα ανταπόδοσης και επικράτησης του καλού, χωρίς σασπένς ή υπαρξιακό σχολιασμό. Θα μπορούσε λ.χ. ο Γλυκοφρύδης να ξεκινήσει από το σήμερα, να κρατήσει εκκρεμές το κέντρο του μυθιστορήματος ώσπου να δώσει τις συντεταγμένες, να ανατρέξει στο παρελθόν (όπου θα έκρινε σκόπιμο), ώστε να καλύψει τα επιλεγμένα κενά, κι έτσι να κάνει πιο ενδιαφέρον και πιο συναρπαστικό το έργο-του, προσέχοντας παράλληλα να προσδώσει βάθος στον προβληματισμό που θα ήθελε να περάσει.
Πατριάρχης Φώτιος

No comments: