Thursday, December 23, 2010

Ψηφοφορία για το καλύτερο ελληνικό πεζογράφημα

Ποια είναι διαχρονικά τα αγαπημένα-σας βιβλία γραμμένα στα ελληνικά; Για σκεφτείτε έργα σε πεζό λόγο που σας άγγιξαν περισσότερο, που τα έχετε στο ράφι με τα αγαπημένα ή που τα έχετε διαβάσει πάνω από μία φορές.

Από σήμερα μέχρι και την Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011 αυτή η ανάρτηση θα μείνει ανοικτή, για να ψηφίσουμε ποια θεωρούμε τα Καλύτερα Πεζά Λογοτεχνικά Έργα που γράφτηκαν στην ελληνική γλώσσα. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα ή άλλου είδους πεζογραφήματα.

Carlo Dolci
"St Catherine reading a book"
Κλείνοντας τη χρονιά, τελειώνοντας τη δεκαετία, έχοντας τον 20ο αιώνα σε απόσταση, μπορούμε να σκεφτούμε (μέσα σε μια κενή περίοδο, σε μια περίοδο κατάλληλη για απολογισμούς, όπως είναι οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς) τα βιβλία που μας σημάδευσαν. Φυσικά ο καθένας θα σκεφτεί υποκειμενικά και θα σταθμίσει ποια βιβλία θεωρεί ότι έχουν μια ιδιαίτερη αξία, βάζοντας κάτω τα δικά-του κριτήρια. Πέρα από τις καθιερωμένες αξιολογήσεις (ή και μέσα σ’ αυτές) οι φίλοι του Βιβλιοκαφέ καλούνται να καταθέσουν τις αναγνωστικές-τους προτιμήσεις και να ψηφίσουν ελεύθερα.

Είχαμε ξανακάνει μια ανάλογη ψηφοφορία και τα συμπεράσματα που εξήχθησαν ήταν ουσιαστικά. Τότε (1 Μαρτίου 2009) είχαμε ψηφίσει τους σημαντικότερους Έλληνες συγγραφείς και βρήκαμε την ευκαιρία να ξανασκεφτούμε τον αναγνώστη-εαυτό-μας.

Ann Balch "Reading The Book of Negroes"
Το ξέρω καλά ότι είναι δύσκολο. Ακόμα κι εγώ που οργανώνω αυτή την ψηφοφορία δεν έχω σκεφτεί με ολοκληρωμένο τρόπο ποια βιβλία θα επιλέξω και αισθάνομαι ότι, όταν έλθει η ώρα, θα δυσκολευτώ να αφήσω έξω αγαπημένα έργα.

Andre Martins de Barros
"The Man in the Books"
Οι όροι της ψηφοφορίας έχουν ως εξής:
1. Καθένας ψηφίζει επώνυμα ή ψευδώνυμα τα βιβλία που θεωρεί άξια, χωρισμένα σε τρεις κατηγορίες:
Α. Εξαιρετικά: μέγιστος αριθμός επιλογών: 5
Β. Ιδιαίτερα Καλά: μέγιστος αριθμός επιλογών: 8
Γ. Πολύ Καλά: μέγιστος αριθμός επιλογών: 12

ΣΥΝΟΛΟ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ: μέχρι 25

Π.χ       Φ. Ντοστογέφσκι, “Αδελφοί Καραμάζοφ” Α
Τζ. Τζόις, “Οδυσσέας”          Α
            Φ. Σελίν, “Ταξίδι στην άκρη της νύχτας”  Β
            Λ. Τολστόι, “Άννα Καρένινα”          Β
Φ. Κάφκα, “Η Δίκη”              Γ
Ζ. Σαρτρ, “Ο ξένος”               Γ         
Μ. Κούντερα, “Το αστείο”              Γ
Ζ. Σαραμάγκου, “Η ιστορία της πολιορκίας της Λισαβόνας” Γ                     
(Μην μπερδεύεστε με τα κείμενα άλλων λογοτεχνιών: μπήκαν απλώς ως παράδειγμα)

Pablo Picasso
"Young Girl Reading a Book
on the Beach"
2. Κάθε βιβλίο ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ψηφίστηκε παίρνει:
-12 βαθμούς, αν ανήκει στην κατηγορία Α.
-8 βαθμούς, αν ανήκει στην κατηγορία Β
-5 βαθμούς, αν ανήκει στην κατηγορία Γ.

3. Το άθροισμα των βαθμών θα αναδείξει και την τελική λίστα, η οποία θα ανακοινωθεί την ***Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011***.

4. Ο καθένας βέβαια μπορεί να δικαιολογεί τις επιλογές-του ή απλώς να καταθέτει τη βαθμολογία-του. Μπορεί απλώς να πετάξει 5-6 βιβλία που θεωρεί σημαντικά, χωρίς να το πολυζαλίσει.
ΕΔΩ ΠΑΙΖΟΥΜΕ, δεν δίνουμε έπαθλα…

Όσοι περισσότεροι ψηφίσουν, τόσο περισσότερο θα συμβάλλουν στην κατάρτιση μιας (πρόσκαιρης, υποκειμενικής, μερικής, περιστασιακής…, αλλά ενδεικτικής και σημαίνουσας) λίστας. Πρόκειται φυσικά για ένα πείραμα αναγνωστικής ανταπόκρισης ώστε ο καθένας από εμάς να δοκιμάσει πιο πολύ τις προσωπικές-του προσλαμβάνουσες παρά να εξαγάγουμε αντικειμενικά και διαχρονικά πορίσματα. Βάλτε το μυαλό-σας να δουλέψει…
Δεν υπάρχουν “σωστές” απαντήσεις! Μόνο…
Καλές γιορτές
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, December 20, 2010

“Γκίλιαντ ” της Μέριλιν Ρόμπινσον

Πλησιάζοντας τα Χριστούγεννα ίσως χρειαζόμαστε ένα βιβλίο εσωτερικού ρυθμού που θα μας απομακρύνει από το τρέξιμο της καθημερινότητας. Μιλάγαμε προ καιρού (βλέπε τις αναρτήσεις 11, 13, 15, 18, 21 και 23.10.2010) για τη θρησκεία σε καιρούς αμφισβήτησης και αθεΐας αλλά και φανατισμού. Στην Αμερική, στην οποία έχουμε την εικόνα πως επικρατεί/επικρατούσε ένας θρησκευτικός φονταμενταλισμός ελέω Μπους, υπάρχουν και φωνές που εκπροσωπούν μία ήπια θρησκευτικότητα.

Αμερικανικός καφές με άρωμα μέντα:
Marilynne Robinson
“Gilead”
Farrar, Straus and Giroux
2004

Μέριλιν Ρόμπινσον
“Γκίλιαντ. Τόπος της μαρτυρίας”
μετ. Α. Σακκά – Β. Αργυριάδης
εκδόσεις Εν πλω
2010

            Το βιβλίο της Ρόμπινσον το παρουσίασε με καλά λόγια η Χαρτουλάρη (20.11.2010: http://www.tanea.gr/default.asp?pid=30&ct=19&artid=4605299&enthDate=20112010 ) τονίζοντας μάλιστα ότι αυτό άρεσε πολύ στον Μπάρακ Ομπάμα. Τέτοια βιβλία συνήθως δεν προβάλλονται και γι’ αυτό μού προκάλεσε το ενδιαφέρον (εκτός κι αν κέρδισε σε κύρος χάρη στην μπαρακ-ομπαμική προτίμηση). Συμπληρώνω στα παραπάνω την πληροφορία από το αυτί του βιβλίου ότι το εν λόγω έργο κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ και το Εθνικό βραβείο κριτικών της Αμερικής. Όλα τα παραπάνω με προδιέθεσαν για μια ήρεμη και εσωτερικής δύναμης ανάγνωση.
             Το πλάνο του βιβλίου περιλαμβάνει την επιστολική αφήγηση του υπερήλικα πάστορα στον μικρό γιο-του, την οποία ο αποστολέας θα ήθελε να διαβάσει ο αποδέκτης-του όταν θα μεγαλώσει. Σ’ αυτό το γράμμα περιέχει όλη τη θεολογική-του παρακαταθήκη, τις φιλοσοφικές/υπαρξιακές-του ανησυχίες, τα διδάγματα της ζωής όπως βγαίνουν από την καθημερινότητα. Το κείμενο αποπνέει μακαριότητα και ηθική δικαίωση. Ο αναγνώστης βουλιάζει σταδιακά στο μήνυμα μιας θρησκείας που δεν ενδιαφέρεται για τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας, ούτε για τα θεωρητικά σχήματα της πίστης αλλά παρακολουθεί τη συγγραφέα να κατεβάζει τις μεγάλες αφηγήσεις –μεταμοντερνιστικώ τω τρόπω- στην απλή προσωπική βίωση.
            Ωστόσο το έργο δεν με ικανοποίησε. Δεν με ικανοποίησε για την αισθητική-του πραγμάτωση, παρόλο που θα ήθελα να δω αυτή την εκδοχή της θρησκευτικότητας σε μυθιστορηματικό καλούπι. Το έργο κουβαλά πρώτα απ’ όλα τα μειονεκτήματα της επιστολικής φόρμας, που δεν μπορεί να σηκώσει τη λογοτεχνική δραματικότητα, δηλαδή τη δράση. Η επιστολή περιορίζει την πλοκή σε έναν μονόλογο χωρίς δυνατότητα διαλόγων, χωρίς τη δυνατότητα πολυφωνίας και κυρίως μια στατική αντιμετώπιση της δράσης. Ακόμη περισσότερο φαίνεται ως προγραμματική πρόθεση της Ρόμπινσον να καλύψει τον μονόλογο του πάστορα μόνο με σκέψεις, αναμνήσεις, σχόλια και διδάγματα στηριγμένα σε μικρά περιστατικά που δεν συνιστούν –κατά τη γνώμη-μου- μυθιστορηματική δράση. Το έργο παίρνει τη μορφή συζητητικού κηρύγματος ή έστω δοκιμίου, βαλτωμένο σε μια επαναλαμβανόμενη στάση ζωής, χωρίς συγκρούσεις και ακραία διλήμματα.
            Επιλογικά, θέλω να εξηγήσω πως δεν φτάνει η ιδεολογία για να εκτοξεύσει το μυθιστόρημα, αλλά αυτό χρειάζεται και μια γερή σκαλωσιά, μια σφιχτοδεμένη αιτιώδη σχέση μεταξύ των επεισοδίων, για να τραβήξει τον αναγνώστη στον κόσμο-του, μια κραταιά δομή μέσα στην οποία η ιδεολογία θα απορρέει άρρητα. Όταν πλάσει ο συγγραφέας το εσωτερικό σύμπαν του βιβλίου-του, με ολοκληρωμένες σκηνές και σχέσεις χαρακτήρων που φτάνουν σε κάποια σημεία στην κορύφωση, τότε μόνο μπορεί να ενσωματώσει τις ηθικές, πολιτικές, θρησκευτικές, κοινωνικές κ.ο.κ. ιδέες και έτσι να περάσει το όποιο μήνυμα στον αναγνώστη.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, December 17, 2010

“Έρωτας υπό αίρεση” του Νίκου Παπανδρέου

Όταν ένας άνθρωπος έχει δύο πατρίδες, τότε έχει και δύο πολιτισμικούς χειμάρρους να εκβάλουν μέσα στην κοίτη-του, όταν μάλιστα είναι και συγγραφέας, τότε μπορεί να ποτίζει το λογοτεχνικό-του χωράφι από δυο πηγάδια, αρκεί να μην είναι δήθεν ή μιμητικά ξενόδουλος.

Αμερικάνικος καφές σκέτος:
Νίκος Παπανδρέου
“Έρωτας υπό αίρεση”
εκδόσεις Καστανιώτη
2010

            Όποιος ξεκινά τη συλλογή του Νίκου Παπανδρέου, ίσως ενθουσιαστεί από τη δυνατότητα του λόγου του πεζογράφου να αναπλάθει όχι μόνο τα εξωτερικά γνωρίσματα των προσώπων και των σκηνών-του, αλλά κυρίως τον τρόπο με τον οποίο σκέπτονται και ενεργούν. Έτσι, βλέπουμε έναν λόγο εύστοχο, δυναμικό, επαρκώς εστιασμένο στην ουσία αλλά και ουσιαστικά περιγραφικό, ώστε να αναδείξει τις καίριες εκείνες λεπτομέρειες που να μας κάνουν να μπούμε στη σκηνή και να καταλάβουμε συν τω χρόνω ό,τι χρειάζεται για να μυηθούμε στο πνεύμα του διηγήματος.
            Ήδη όμως από το πρώτο διήγημα (και πολύ περισσότερο στα επόμενα) αυτή η μυθοπλαστική φλόγα εξασθενεί και ο αναγνώστης απογοητεύεται για τη δυνατότητα που έμεινε δυνατότητα. Τα περισσότερα διηγήματά-του έχουν μια ιστορία έρωτα ή σεξουαλικού οίστρου, όπου αποδίδονται ποικίλες πτυχές της γενετήσιας πάλης, της διεκδίκησης εκ μέρους του σώματος των δικαιωμάτων-του αλλά και της κοινωνικής ευπρέπειας. Ωστόσο, η πλοκή δεν οδηγεί σε εκπλήξεις, παρά τα αληθοφανή και κλιμακούμενα πολλές φορές επεισόδια, η ψυχολογία των προσώπων μένει σε ρηχά νερά, παρόλο που εμφανίζονται χαρακτηριστικοί τύποι, η ατμόσφαιρα δεν εμβαθύνεται, παρά την καθαρότητα των γραμμών-της.
            Θα κρατήσω δύο διηγήματα, που έχουν, κατά τη γνώμη-μου, μεγαλύτερη αξία από τα άλλα, και είναι αντιπροσωπευτικά για καθεμιά από τις κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται τα διηγήματα, τα αμερικάνικα και τα ελληνικά:
           
Ι. Το πρώτο διήγημα που δίνει και το όνομά-του στη συλλογή αναφέρεται στη σχέση του αφηγητή, που είναι φοιτητής φιλοσοφίας, με την κοπέλα-του, η οποία διακρίνεται από νεανική ελευθερία, σεξουαλική χειραφέτηση και αυθορμητισμό. Όταν αποφασίζει να κάνει μαθήματα δημιουργικής γραφής με έναν στρυφνό κριτικό, αυτός κερδίζει τον θαυμασμό-της σε βαθμό που να κάνει τον αφηγητή να πιστέψει ότι αυτή τον ερωτεύτηκε. Το παιχνίδι της ζήλιας και της κρυψίνοιας παίρνει τέλος (;) όταν ο νεαρός ανακαλύπτει μια καταγραφή-της στο ημερολόγιό-της, όπου αναφέρεται πώς η κοπέλα-του πηδήχτηκε με τον μεσήλικα αλλά γοητευτικό καθηγητή-της.
Η συνέχεια, παρόλο που είναι λογική, προσγειώνει σε ένα κοινότοπο τέλος, συναισθηματικά βασισμένο στην ψυχολογία των προσώπων, αλλά συνηθισμένο. Προσωπικά θα περίμενα μια αυτοαναφορική για τη δύναμη της γραφής εξέλιξη που να εξαπατά αναγνώστες και αφηγητή με την πειστικότητα της πέννας, η οποία κάνει το φανταστικό να φαίνεται αληθινό. Θα περίμενα –και το λέω με συναίσθηση του ότι μιλάω υποκειμενικά- να αποκαλυφθεί ότι όλα ήταν μια δοκιμή λόγου, μια δοκιμή ευφυούς όσο και πειστικής ιστορίας, βγαλμένης ωστόσο από τη συγγραφική συνείδηση της μαθητευόμενης διηγηματογράφου.
Μου απέμεινε η δυνατότητα του Παπανδρέου να αναδεικνύει τις σκηνές και τους διαλόγους, να πετυχαίνει αποτελεσματικότατα την απόδοση της ψυχολογίας των προσώπων και να συνδυάζει φιλοσοφικά τσιτάτα με τις σκέψεις του φοιτητή που βρίσκει στην επιστήμη-του διδάγματα για την καθημερινότητα.

ΙΙ. Το ελληνικό που επέλεξα είναι “Η τελευταία κληρονομιά του μεγάλου συνθέτη”, αφιερωμένο στον Μίκη Θεοδωράκη, κάτι που φαίνεται πρώτιστα στο πρόσωπο του Μίνωα, του πρωταγωνιστή ο οποίος πηγαίνει στον συμβολαιογράφο με τον εγγονό-του Βίκτορα να του γράψει τα πνευματικά δικαιώματα από τα μουσικά έργα-του.
Στο κείμενο αυτό ο συγγραφέας δίνει δυο Ελλάδες αντιστικτικά παρουσιασμένες, μια παλαιότερη και μία νέα, μία αγωνιστική και μία ευδαιμονιστική, μία ιδεαλίστρια και μία υλιστική και ρεαλιστική. Ο κόσμος του Θεοδωράκη που συνοψίζεται στις λέξεις αγώνας, αντίσταση στη χούντα, βιώματα που γίνονται μουσική σύνθεση αντιδιαστέλλεται με τον κόσμο του 2004, των λαμπρών Ολυμπιακών αγώνων αλλά και μιας εφήμερης νεολαίας, ενός άκρατου φιλελευθερισμού, μιας ανοχής στο διαφορετικό αλλά και μιας αδιαφορίας για τον άλλο. Η διαλεκτική μεταξύ παρόντος και παρελθόντος φωτίζει διά της σκιάσεως το ένα και το άλλο χρονικό επίπεδο, με αποτέλεσμα, χωρίς να καταδικάζεται το παρόν, να φαίνεται πιο ρηχό ή πιο φυγόκεντρο από το συμπαγές παρελθόν.
Αυτή η νοσταλγία (;) του παρελθόντος έκανε ίσως κάνει μερικούς να μιλήσουν για μια παρωχημένη Ελλάδα που δεν υπάρχει πια. Στα άλλα-του διηγήματα όντως ο Παπανδρέου μένει σε μια ηθογραφική απεικόνιση με άξονα τον έρωτα αλλά χωρίς την εμβάθυνση στη ζωή και στη νοοτροπία των κατοίκων χωριών, που πολύ αμφιβάλλω αν ζουν και σκέφτονται ακόμα έτσι.
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, December 15, 2010

“Το παλίμψηστο του Αρχιμήδη” της Γκρέτας Χριστοφιλοπούλου

Ο Αρχιμήδης μυθιστορηματικός ήρωας; Όχι ακριβώς αφού πρωταγωνιστής στην ουσία είναι οι θεωρίες-του και τα συγγράμματά-του που σώζονται και χάνονται στο βάθος του χρόνου.

Mocha:
Γκρέτα Χριστοφιλοπούλου
“Το παλίμψηστο του Αρχιμήδη”
εκδόσεις Ελληνικά γράμματα
2010

            Το «ιστορικό μυθιστόρημα» ξεκινάει από τη γέννηση του Αρχιμήδη στη Σικελία και τον ακολουθεί ώς το θάνατό-του. Έτσι μέσα από τη βιογράφησή-του μαθαίνουμε την πορεία της ζωής-του, τις σπουδές-του πάνω απ’ όλα στην ονομαστή Αλεξάνδρεια και τη γερή σκευή που απέκτησε κοντά σε καλούς δασκάλους και κυρίως σε μια πνευματική κυψέλη της εποχής που παρήγε επιστημονικό έργο στα μαθηματικά, στη μηχανική, στην αστρονομία και προ παντός στην τεχνολογική εφαρμογή όλων αυτών. Κατόπιν, ο Αρχιμήδης επιστρέφει στις Συρακούσες όπου οργανώνει μια αντίστοιχη σχολή και εξακολουθεί να σκέφτεται και να επινοεί νέες θεωρίες και νέα τεχνολογικά επιτεύγματα. Ιδιαίτερα γνωστά είναι τα ρητά-του «δος μοι πα στω και ταν γαν κινάσω» ή το «εύρηκα, εύρηκα!», αλλά και η εξαιρετική χρήση μηχανών και καταπελτών, κατόπτρων και τροχαλιών για την άμυνα της πόλης από τους Ρωμαίους.
            Η συνέχεια του έργου αναφέρεται στο Βυζάντιο και στην αντιαρχαιοελληνική-του στάση. Οι «ρασοφόροι», όπως τους ονομάζει επανειλημμένως η συγγραφέας, μισούν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, τον θεωρούν παγανιστική αφέλεια και επικίνδυνο κατάλοιπο, με αποτέλεσμα να μη συντηρούν ή αντίθετα να καταστρέφουν ό,τι αρχαιοελληνικό είχε διασωθεί, από κτίσματα έως παπύρους κι από φιλοσοφικές θεωρίες μέχρι τις κατακτήσεις στις θετικές επιστήμες. Όαση θεωρείται η περίοδος της «βυζαντινής αναγέννησης» με τον Λέοντα τον Σοφό και φυσικά τον Φώτιο (δηλαδή εμένα!), κατά την οποία πολλά χειρόγραφα αντιγράφηκαν και μελετήθηκαν. Ωστόσο, περιπτώσεις μοναχών δείχνουν πώς περγαμηνές αποξέονται για να γραφεί πάνω-τους προσευχές, σύμπτωμα μιας εποχής που θυσιάζουν τη γνώση της αρχαιότητας για την πίστη-τους.
            Όλη αυτή η πλαισίωση αποσκοπεί στο να δείξει την τύχη του Κώδικα με τα έργα του Αρχιμήδη, τα οποία διασώθηκαν μέσα στη λαίλαπα του χριστιανικού φανατισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν χάθηκαν χειρόγραφα με έργα-του και πολύτιμες γνώσεις της διάνοιάς-του.
            Η Χριστοφιλοπούλου αποδεικνύεται τεχνίτρια στην κατασκευή σκηνών, όπου η εξέλιξη της υπόθεσης προχωράει απρόσκοπτα. Το σκηνικό και τα πρόσωπα, η γλώσσα και η ακρίβειά-της, και κυρίως οι διάλογοι που φυσικά και αληθοφανώς αποδίδουν κίνητρα και ύφος προσώπων, χαρακτήρες και ατμόσφαιρα. Το κλίμα στην πολύβουη Αλεξάνδρεια και η επιστημονική ζέση του Αρχιμήδη, η ατμόσφαιρα στις βυζαντινές μονές και ο αέρας που πνέει στα αντιγραφεία των μοναστηριών σκιαγραφούνται με σαφήνεια και πειστικότητα. Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο δεν νιώθει πουθενά να κολλά ή να ενοχλείται από την ιστορική αστοχία ή με τη μυθοπλαστική αν-οικονομία. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ένα ανάγνωσμα στο οποίο εύκολα κανείς διέρχεται τις σελίδες-του, τόσο για να μάθει την ιστορία και τη ζωή του Αρχιμήδη, να θαυμάσει τις ευφυείς συλλήψεις-του αλλά και να βουτήξει στην σχεδόν αστυνομική πλοκή της ανεύρεσης του χαμένου χειρογράφου, που μετεξελίχθηκε σε παλίμψηστο.
            Η μεγάλη αστοχία ωστόσο του μυθιστορήματος είναι ότι αυτό δεν τηρεί την ειδολογική-του συνέπεια. Ξεκινά και φτάνει μέχρι την 136η σελίδα ως αμιγώς απόπειρα βιογράφησης του Αρχιμήδη, ύστερα μέχρι τη 224η σελίδα γίνεται ιστορική αφήγηση που δείχνει το μένος των Χριστιανών εναντίον των αρχαιοελληνικών σπουδών* και κατόπιν μετατρέπεται σε μυθιστόρημα, με χαρακτήρες και διαλόγους, με μυθοπλαστικές λεπτομέρειες και πλοκή, με σοφά υπολογισμένη αλληλουχία επεισοδίων. Η όλη κατασκευή πάσχει στη στόχευσή της, στην ειδολογική-της με άλλα λόγια εστίαση, με αποτέλεσμα το βιβλίο να χωρίζεται ανεπιτυχώς σε τρία ετερόκλητα μέρη.

*Είπαμε και στο ποστ της 23ης Οκτωβρίου ότι η εύκολη και trendy άποψη είναι να επιτίθενται οι συγγραφείς εναντίον του θρησκείας και της εκκλησίας. Η Χριστοφιλοπούλου, στην προσπάθειά-της να δείξει την καταστροφική παρουσία του χρόνου πάνω στο αρχιμήδειο χειρόγραφο, μιλάει με χαιρεκακία εναντίον του βυζαντινού “μεσαίωνα” και “σκοταδισμού”. Όποιος μελετήσει πλέον τις εξελίξεις στις βυζαντινές σπουδές, όποιος διαβάσει απλώς μερικά έργα της Αρβελέρ ή άλλων, θα αντιληφθεί ότι ο “Μεσαίωνας” είναι όρος που αναφέρεται μόνο στη Δύση και ότι στα δεκάδες αντιγραφεία σε όλη την επικράτεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας πολλοί ευσυνείδητοι αντιγραφείς διέσωσαν (στον ίδιο βαθμό που άφησαν να καταστραφούν) έργα της αρχαιότητας. Και φυσικά δεν μπορούμε να κατηγορούμε μια εποχή που δεν είχε «αρχαιολογική» συνείδηση, όταν αυτή αναπτύχθηκε μόλις πριν από δυο αιώνες. Η καταδίκη και η αθώωση πρέπει να είναι ισόποσες.
Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, December 12, 2010

“Τα χαρούμενα αγόρια της Ατζαβάρα” του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν

Το βιβλίο αυτό είναι χαρακτηριστικό δείγμα διπλής ερμηνείας: μίας που θα προϋπέθετε λεπτομέρειες από τη ζωή του συγγραφέα και μιας άλλης που αγνοεί τα βιογραφικά στοιχεία και εξηγεί το κείμενο ανεξάρτητα από αυτά.

Καφές στιγμής (ζεστός ζεστός):
Manuel Vázquez Montalbán
“Los alegres muchachos de Atzavara”
1987
Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν
“Τα χαρούμενα αγόρια της Ατζαβάρα”
μετ. Τ. Ψαρρής
εκδόσεις Καστανιώτη
2010

“Τα αγόρια της Ατζαβάρα” και “Οι νέοι της Σιδώνος”

          Το μυθιστόρημα του γνωστού ισπανού συγγραφέα διαδραματίζεται σε ένα εγκαταλελειμμένο χωριό έξω από τη Βαρκελώνη, την Ατζαβάρα, την οποία πλούσιοι αρχίζουν σταδιακά να αναπαλαιώνουν, ώστε να περνάνε εκεί τις διακοπές-τους, μακριά από τη βαβούρα ενός πολύβοου θερέτρου και αφημένοι στις ιδιορρυθμίες της ζωής-τους. Το κείμενο στηρίζεται σε τέσσερις οπτικές γωνίες ισάριθμων ανθρώπων, οι οποίοι αποτυπώνουν ο καθένας με τον τρόπο-του τα περιστατικά, την ατμόσφαιρα, το κλίμα του καλοκαιριού του 1974, όταν ο Φράνκο ήταν άρρωστος, πριν δηλαδή από την οριστική-του έξοδο από την εξουσία.
          Ο Πάκο βρέθηκε στην Ατζαβάρα κατά λάθος, καλεσμένος του φίλου-του Βιθέντε, παιδιά κι οι δύο της φτωχογειτονιάς Λα Φαμπικέττα. Λαϊκός νέος, αμάθητος σε κύκλους πλουσίων και έμπλεος περιέργειας αλλά και δέους σε όσα συμβαίνουν εκεί αφηγείται την έκπληξή-του, όταν ανακαλύπτει όχι τόσο έναν τρόπο ζωής τρυφηλό και χλιδάτο όσο ότι ο Βιθέντε είναι ομοφυλόφιλος, επίσημος εραστής του εμπόρου κοσμημάτων Ράφα. Η δεύτερη αφήγηση έρχεται από την Μόντσε, σύζυγος του Κάρλος, η οποία μετά τα σαράντα συμμετέχει σε ελεύθερες σχέσεις, έχει μάλιστα μόνιμο εραστή, και στην Ατζαβάρα βρίσκει τον κύκλο μέσα στον οποίο αφήνεται στην ελευθεριότητά-της. Η τρίτη αφήγηση ανήκει στον συγγραφέα Μιγιάς, ο οποίος εντάσσεται στους παντρεμένους της παρέας, που βρέθηκαν στην Ατζαβάρα, χωρίς να συμμερίζονται το ξεσάλωμα των άλλων, αλλά εντέλει τόσο ο ίδιος μένει και δεν μένει εκτός του κλίματος, ειδικά αφού η γυναίκα του Ιρένε φλερτάρει και συνουσιάζεται με άλλους άνδρες. Τέταρτη και τελευταία οπτική γωνία είναι αυτή της Πάκι Σανθ, κόρης πλούσιας αλλά χρεωκοπημένης οικογένειας που έφερε στην Ατζαβάρα τρεις νεαρούς που καθάριζαν αυτοκίνητα στα φανάρια.
          Αν κάποιος με πληροφορούσε ότι ο Μονταλμπάν είναι ομοφυλόφιλος, θα με ανάγκαζε να δω το έργο υπό άλλο πρίσμα. Αυτή η πληροφορία θα οδηγούσε την ανάγνωση σε μονοπάτια που θα διαμόρφωναν εκ των προτέρων τη δική-μου αναγνωστική πορεία και την ερμηνεία του όλου κλίματος. Επίτηδες, λοιπόν, δεν έψαξα να βρω τα βιογραφικά του ισπανού συγγραφέα, για να συγκρατήσω μόνο την κριτική που απορρέει μέσα σε όλο το κείμενο, είτε από τους συμμετέχοντες όπως η Μόντσε, είτε από τους παρατηρητές όπως ο Μιγιάς, απέναντι στην τρυφηλότητα μιας ομάδας που γλεντάει και πολιτικολογεί με την ίδια άνεση.
Εγώ δηλαδή εξέλαβα το έργο με την καβαφική στάση απέναντι στους Νέους της Σιδώνος. Όλοι αυτοί οι ομοφυλόφιλοι γλετζέδες, οι ιμερόεσσες γυναίκες, οι λάγνοι κάτοικοι της αλληγορικής Ατζαβάρα (μιας άλλης Σιδώνος δηλαδή), τα ελευθεριάζοντα ζευγάρια κ.ο.κ. ζουν το παρόν και βολεύονται με τον πλούτο και τις σαρκικές-τους απολαύσεις. Παράλληλα, πιο πολύ φιλοσοφώντας παρά μεριμνώντας πραγματικά για τις εξελίξεις, συζητάνε για την κατάσταση του Φράνκο, αλλά δεν τους νοιάζει ουσιαστικά γι’ αυτόν, ίσα ίσα που μπορεί και να βολεύονται με την πολιτική κατάσταση που συντηρεί τα κεκτημένα-τους.
             Ο συγγραφέας Μιγιάς το εκφράζει περιεκτικά: Όλοι αυτοί οι αργόσχολοι πλούσιοι είχαν κατά βάση αριστερά και αντιφασιστικά αισθήματα, αλλά στην πράξη απλώς εύχονταν ή προσαρμόζονταν στις επερχόμενες αλλαγές παρά τις επιδίωκαν. Νιώθω ότι πατώ σε ασταθές έδαφος κι όλη η ανάλυσή-μου να είναι η δική-μου στάση παρά του Μονταλμπάν και γι’ αυτό θα ήθελα να δω πως το αντιμετώπισαν το κείμενο άλλοι.
          Το βιβλίο δεν μπορώ να πω ότι με καθήλωσε, γιατί η ιστορία υστερεί σε σχέση με την ατμόσφαιρα, σε σχέση με τους χαρακτήρες που δείχνουν την τρυφηλή-τους διάθεση. Ωστόσο συνειδητοποίησα το σχέδιο του μυθιστορήματος και ικανοποιήθηκα από την ατζαβαρική αλληγορία.
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, December 09, 2010

Δ ι α β ά ζ ω

Για όλους τους μήνες του έτους, το διάβασμα είναι συνώνυμο του ταξιδιού που ξαναδίνει στη ζωή το χαμένο-της βάθος, που ξαναβάζει το άτομο στην πολύχρωμη ορχήστρα της ανθρωπότητας.

1.     Ιανουάριος. Διαβάζω δεν σημαίνει ότι ασχολούμαι απλώς με το ανά χείρας βιβλίο, αλλά  ότι σκέπτομαι και εκτός αυτού πάνω σε ένα ανθρώπινο θέμα.
2.     Φεβρουάριος. Διαβάζω δεν σημαίνει σκοτώνω τον χρόνο-μου μέχρι να έλθει η σειρά-μου στην τράπεζα, αλλά αποτρέπω τον χρόνο να αφήσει κενά στο μυαλό-μου.
3.     Μάρτιος. Διαβάζω σημαίνει μένω μακριά από την τηλεόραση, για να μη γεμίζει η ψυχή-μου με σαπρόφυτα.
4.     Απρίλιος. Σημαίνει επικοινωνώ με μια γράφουσα συνείδηση που θέλει να με πείσει για την αλήθεια του κόσμου-της.
5.     Μάιος. Σημαίνει αναθεωρώ τις πεποιθήσεις-μου κυνηγώντας ένα άπιαστο κέντρο.
6.     Ιούνιος. Σημαίνει ότι γίνομαι άθελά-μου πρότυπο σε όσους με βλέπουν λ.χ. στο μετρό και ειδικά στους νέους που υποσυνείδητα ασχολούνται λίγο περισσότερο με το βιβλίο.
7.     Ιούλιος. Σημαίνει ανοίγω ένα παράθυρο ξεγνοιασιάς από την καθημερινότητα που με συνθλίβει.
8.     Αύγουστος. Σημαίνει κάνω ηλιοθεραπεία στο φως της λογοτεχνίας, της διανόησης και της απόλαυσης.
Ο πίνακας με την κοπέλα να διαβάζει είναι του NZ Artist.
9.     Σεπτέμβριος. Σημαίνει ξεφεύγω από τη σκόνη του σχολείου και ξαναγαπώ το βιβλίο που τόσο με έκαναν να μισήσω.
10.                        Οκτώβριος. Σημαίνει βλέπω τη βροχή από το τζάμι και είμαι ήδη αλλού.
11.                        Νοέμβριος. Σημαίνει ξαναγνωρίζω την ανθρώπινη μοίρα και αντιλαμβάνομαι πως δεν είναι δεδομένη.
12.                        Δεκέμβριος. Σημαίνει ανέχομαι τον άλλο επειδή όλες οι αλήθειες απορρέουν από ένα εσώτερο τραύμα.
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, December 07, 2010

“Μια σκοτεινή υπόθεση” του Λάκη Δόλγερα

Το αστυνομικό μυθιστόρημα έχει συνήθως μια προδιαγεγραμμένη δομή, αποτελεί ένα ημιδομημένο πρόβλημα, όπως λένε οι θετικές επιστήμες, που καταλήγει στη λύση του αινίγματος, η οποία είναι μία και μοναδική, στηριγμένη σε συνεξέταση των τεκμηρίων. Μερικές φορές βέβαια αυτό δεν συμβαίνει…

Καπουτσίνο φρέντο:
Λάκης Δόλγερας
“Μια σκοτεινή υπόθεση”
εκδόσεις Γαβριηλίδη
2010

     Το συγκεκριμένο βιβλίο ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια του αστυνομικού αλλά πιο πολύ θα λέγαμε ότι είναι «δικαστικό», ένα είδος που δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τις αγγλοσαξονικές κοινωνίες όπου ακμάζει. Πρόκειται για υπόθεση φόνου ή ατυχήματος, η οποία περνάει τώρα από το εφετείο κι ο αφηγητής, συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς, για να τη μετατρέψει σε βιβλίο. Ο Βλάσης Δεμερτζής καταδικάστηκε πρωτοδίκως ότι έπνιξε μέσα στην μπανιέρα του σπιτιού-τους τη γυναίκα-του Αρετή, επειδή η τελευταία σε δύο διακεκομμένες περιόδους είχε βγει στην πορνεία. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι αυτή γλίστρησε και έπεσε μέσα.
        Το δικαστικό αυτό μυθιστόρημα αφήνει τα ντοκουμέντα να μιλήσουν από μόνα-τους (κάτι ανάλογο είχε κάνει και ο Γιάννης Ράγκος στο “Μυρίζει αίμα”), ενώ ο αφηγητής-συλλέκτης των τεκμηρίων απλώς δίνει τρεις διαφορετικές εκδοχές, για να μπορέσει ο αναγνώστης να συμπεράνει την ενοχή ή την αθωότητα. Αυτό ενισχύεται και με το ανοικτό τέλος, αφού η απόφαση του δικαστηρίου δεν δίνεται (αλλά αναμένεται), γεγονός που κάνει το τέλος του βιβλίου ανοικτό προς εικασίες και αναγνωστικές σκέψεις. Η τεχνική επιπλέον αυτή –δηλαδή η ασχολίαστη συμπαράθεση ντοκουμέντων- δεν μυθιστορηματοποιεί το υλικό, αφού ούτε σκιαγραφημένα πρόσωπα βλέπουμε ούτε εσωτερικές οπτικές γωνίες που να αποκαλύπτουν κίνητρα και αίτια. Μόνο όσα οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές αφήνουν να διαφανούν οι σκέψεις-τους, υπό το πρίσμα όμως της “κατάθεσης” στον αφηγητή. Τέλος, η τεχνική της λογοτεχνίας τεκμηρίων προσδίδει στο έργο αυτοαναφορικότητα, αφού ο αφηγητής εξηγεί πώς μάζεψε τα στοιχεία, πώς τα επεξεργάστηκε, ποιες συνδέσεις και ποια μέθοδος τον βοήθησε στην πραγματευσή-τους. Δεν βλέπουμε, λοιπόν, απλώς τη σύνθεση μιας υπόθεσης αλλά και τη σύνθεση μιας συγγραφικής κατασκευής.
     Από την άλλη, εισπράττει όσα παρατίθενται πολύ στεγνά και εργαστηριακά, ξερά ντοκουμέντα μια σφριγηλής ζωής η οποία όμως περνάει πίσω από τα έγγραφα και τις συνεντεύξεις. Η ακραία κατάσταση-κίνητρο του φόνου, αν ήταν φόνος, η εκπόρνευση δηλαδή της Αρετής, υπό άλλες συνθήκες θα γινόταν μια ιδιαίτερα δραματική ιστορία, δραματική όχι με την έννοια της τραγικότητας και της ηθικής, συναισθηματικής φόρτισης, αλλά με την έννοια της σύγκρουσης, εξωτερικής και εσωτερικής, τόσο της ίδιας όσο και του άνδρα-της, φερόμενου ως δράστη.
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, December 04, 2010

Χυμός μήλο και αχλάδι: το κρυφτούλι με τον αναγνώστη

       Η σχέση συγγραφέα και αναγνώστη συχνά μού θυμίζει ένα ιδιότυπο κρυφτούλι, κατά το οποίο ο ένας κρύβεται, πετάει γρίφους, μιλάει τεθλασμένα, γράφει σκοπίμως αμφίσημα, αλλάζει πρόσωπα και προσωπεία, ανατρέπει καταστάσεις, σκαρώνει διόδους διαφυγής, χρησιμοποιεί πρίσματα και άλλα μέσα διαστρέβλωσης ή κατασκευής της πραγματικότητας κ.ο.κ. και ο δεύτερος προσπαθεί “να τα φυλάξει” κι έπειτα να ανακαλύψει πού κρύβεται η ενδότερη πραγματικότητα κάθε λογοτεχνικού κειμένου. Κι όλα αυτά ήταν και είναι μέρος μιας μαγείας που θέλγει όλους εμάς.
      Στην παραδοσιακή λογοτεχνία, ειδικά στον ρεαλισμό, ο συγγραφέας υποτίθεται ότι προσπαθεί να αναπλάσει ακριβώς την πραγματικότητα και ο αναγνώστης μπαίνει στο παιχνίδι με τη βεβαιότητα ότι θα διαβάσει μια ιστορία που θα του αποκαλύπτει ένα ολοκληρωμένο σενάριο εισόδου και εξόδου. Αντίθετα, στη νεωτερική πεζογραφία ο αναγνώστης θεωρείται συν-δημιουργός, αφού στις πλάτες-του εναποτίθεται το καθήκον-δικαίωμα να νοηματοδοτήσει το κείμενο, μαζί, αντίθετα ή και ερήμην των προθέσεων του συγγραφέα. Έτσι, ξεκίνησε η «δύσκολη» δουλειά του αναγνώστη να καταβάλει κόπο και πνευματική προσπάθεια για να αποκωδικοποιήσει το έργο τέχνης.
      Με αφορμή τα “Πορφυρά γέλια” του Μισέλ Φάις της προηγούμενης ανάρτησης, αλλά κυρίως με την πρόσφατη ανάγνωση κλασικών έργων όπως αυτά της Μέλπως Αξιώτη ή του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη ή του Αλέξανδρου Κοτζιά, νιώθω ως αναγνώστης να μένω έξω από την αναγνωστική διαδικασία, καθώς ο συγγραφέας προκαλεί με την κρυπτικότητά-του. Στην ποίηση κάτι τέτοιο είναι σχεδόν ιδρυτική συνθήκη, αλλά στην πεζογραφία εμφανίζεται τις τελευταίες δεκαετίες και εκτείνεται από ένα απλό κρυφτούλι, όπως εξήγησα παραπάνω, μέχρι την άκρα κρυψίνοια και εσωστρέφεια, που αφήνει εκκρεμή τον αναγνώστη.
       Το πρόβλημά-μου με αυτά τα έργα, δείγμα κατά τη γνώμη-μου μιας ακραίας εκδοχής της (μετα)νεωτερικότητας, είναι ότι ο αναγνώστης χρειάζεται συνεχώς προαπαιτούμενα για να καταλάβει τι σημαίνει το κείμενο. Με άλλα λόγια, από τη μια, ανάμεσα σε υπονοούμενα και πεταμένα ονόματα πραγματικών ατόμων, ανάμεσα σε έμμεσες αναφορές σε ιστορικές στιγμές και σε εκδοχές της πλοκής, ο αναγνώστης οφείλει να διαθέτει πραγματολογικές γνώσεις ή ένα στυλό στο χέρι για να μη χαθεί στον λαβύρινθο της γραφής. Από την άλλη, όταν ο ίδιος ο δημιουργός πλάθει ένα δικό-του σύμπαν, τότε δεν το ολοκληρώνει έστω έμμεσα και τεθλασμένα, αλλά το αφήνει ημιτελές, σκόπιμα ημιτελές, ώστε να κινητοποιήσει τη φαντασία και τη συμμετοχή του αναγνώστη. Σ’ αυτές τις δύο περιπτώσεις όμως (κυρίως στην πρώτη) νιώθω ενίοτε ότι είναι μια παρέα στην καφετέρια (στο Βιβλιοκαφέ λ.χ) κι εγώ (λαθρ)ακουστής που ποτέ (ή έστω δύσκολα) δεν μπαίνω στο νόημα των λόγων-της, γιατί δεν ξέρω πρόσωπα, καταστάσεις, βιώματα κ.ο.κ. που έχουν καθορίσει το πλαίσιο της συζήτησης. Ή σαν να μπήκαν όλοι (συγγραφέας και ήρωες) σε μια κλειστή λέσχη κι εγώ να τρέχω γύρω γύρω, να κλέβω ματιές από τα παράθυρα και να προσπαθώ να εικάσω τι γίνεται εκεί μέσα.
        Φυσικά δεν πριμοδοτώ το άκρο της άπλετης διαφάνειας (δείγμα μιας συγγραφικής αυθεντίας που θέλει όλα να τα κινεί ή ένδειξη μπεστ-σελλερικής ευκολίας). Από την άλλη, δεν είμαι αρχαιολόγος ή ντετέκτιβ που πρέπει να κουβαλά μαζί-του πλήθος αρχειακών πληροφοριών για να ανοίξει το σπήλαιο του θησαυρού, όταν ο συγγραφέας οδηγεί στα άκρα την αναγνωστική-μου υπομονή και επιμονή. Γι’ αυτό προτιμώ τη μεθοδευμένη απόκρυψη αλλά και τον συγγραφέα που έχει την αίσθηση της πραγματολογικής βάσης (που χτίζεται ή δίνεται έμμεσα) την οποία πρέπει να έχει το έργο-του, ώστε να μπορώ να προχωρήσω στα ψαχτά μεν, αλλά όχι στα κατασκότεινα.
      Ίσως τα παραπάνω είναι μια εξήγηση της απόστασης που χωρίζει την ποιοτική λογοτεχνία από το ευρύ κοινό και την προτίμηση του τελευταίου στα ποικίλα ευπώλητα.
Πατριάρχης Φώτιος