Wednesday, September 30, 2009

Καφές φίλτρου: Eric Fottorino & Κώστας Καλφόπουλος


Ατμοσφαιρική λογοτεχνία
            Γιατί την ονόμασα έτσι; Γιατί πρόκειται για νουβέλες ή μυθιστορήματα που βυθίζουν τον αναγνώστη σε εικόνες και οσμές σαν κινηματογραφικές εικόνες, που κινούνται από πλάνο σε πλάνο και από σεκάνς σε σεκάνς με την αργοπορία του μοναχικού θεατή, που απλώνουν την ιστορία σε αισθησιακές σκηνές και κινηματογραφικές ατάκες, που ταξιδεύουν ρομαντικά σε κεντροευρωπαϊκά σκηνικά και ημιφωτισμένα σοκάκια.

Eric Fottorino                      Κώστας Καλφόπουλος
“Baisers de cinema”           “Καφέ Λούκατς.
2007                                               Budapest noir”
“Κινηματογραφικά              εκδόσεις Άγρα
        φιλιά”                          2008
μετ. Α. Δαμιανίδη
εκδόσεις Πόλις
2009

      Το γαλλικό έργο περιπλανάται στο Παρίσι του σήμερα με έναν νεαρό δικηγόρο, ο οποίος αναζητά να βρει ποια ήταν η μητέρα-του μέσα στις μπομπίνες με παλιές ταινίες της Νουβέλ Βαγκ, στις οποίες ο πατέρας-του δούλεψε ως φωτογράφος πλατό. Παράλληλα, συντηρεί μια σχέση με μια παντρεμένη κι έτσι όλη-του η ζωή μοιράζεται ανάμεσα στο αισθησιακό παρόν και το ρομαντικό παρελθόν, ανάμεσα σε μια ζωντανή μυστηριώδη γυναίκα και σε πολλές ηθοποιούς, εκ των οποίων μία θα μπορούσε να είναι η μητέρα-του.

        Το ελληνικό έργο περιπλανάται στη Βουδαπέστη, όπου ένας Έλληνας δημοσιογράφος πηγαίνει να μιλήσει για τον Εμφύλιο και πέφτει θύμα μιας γηραιάς κυρίας που τον κατακτά με την αριστοκρατική-της γοητεία. Όταν στο τέλος αυτή σκοτώνεται, αποκαλύπτονται πολύ έμμεσα πτυχές μιας ναζιστικής αύρας που πνέει ακόμα και σήμερα στις πόλεις της Ευρώπης.
          Τι κοινό έχει μια γαλλική ερωτική ιστορία με μια ελληνική αστυνομική; Μα φυσικά την ατμοσφαιρικότητα που απορρέει από το κλίμα του Παρισιού και της Βουδαπέστης, τις σκηνές από κινηματογράφο και τις σελίδες από τη λογοτεχνία, την κατάστικτη εικονοποιία από μουσικές, μυρωδιές, ακούσματα, φωτεινά ή σκοτεινά πλάνα, λάγνες απηχήσεις, κοσμοπολίτικες εικόνες, συγκαλυμμένο μυστήριο και άπλετη περιπλάνηση, αναμνήσεις και αναζητήσεις κ.ο.κ.
       Δεν ξέρω αν με πάθιασαν τέτοια έργα, μάλλον τα διάβασα λίγο νωχελικά, αλλά σίγουρα είναι καλογραμμένα και θα αποζημιώσουν όσους αρέσκονται σε παλιά γαλλικά φιλμ ή ράθυμα αναγνώσματα, στα οποία μετράει πιο πολύ η ατμόσφαιρα, η εικονοποιία, το συναίσθημα από σαπιέλ φωτογραφίες και ασπρόμαυρα πλάνα παρά η δράση και η εξέλιξη της ιστορίας.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, September 28, 2009

Καπουτσίνο με σαντιγί και κανέλα: Νίκος Κουνενής


“Ο μύθος του Ηρακλή Σπίλου”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2009

          Έχουμε ξαναπεί ότι η “κωμική” λογοτεχνία (σάτιρα, παρωδία, ειρωνεία κ.ο.κ.) δεν έχει μεγάλη παράδοση στη σύγχρονη πεζογραφία-μας. Ο Κουνενής είναι πλέον από τους λίγους που την υπηρετούν πιστά τόσο με το παρόν μυθιστόρημα όσο και με το καταπληκτικό “Ω του θαύματος”, που κυκλοφόρησε πριν από 3 χρόνια.
          “Ο μύθος του Ηρακλή Σπίλου” είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, πιο καλά θα λέγαμε μια σειρά από σατιρικά διηγήματα, που αφορούν τους άθλους του σύγχρονου Ηρακλή, του μεγαλοδημοσιογράφου Ηρακλή Γαρυφαλλίδη (προφανώς αναφέρεται στον γνωστό δημοσιογράφο της τηλεόρασης Μάκη Τριανταφυλλόπουλο, χωρίς ωστόσο όσα λέει να φωτογραφίζουν απόλυτα το πρόσωπό-του: πιο πολύ συμπιλεί χαρακτηριστικά από πολλούς τηλεοπτικούς αστέρες). Είναι στην ουσία παρωδία αστυνομικού μυθιστορήματος, όπου ο μεταλλαγμένος Σέρλοκ Χόλμς και ο συνομιλητής-του Ουάτσον συζητούν, όπως στο μυθιστόρημα του Αρθουρ Κόναν Ντόιλ, αλλά στο τέλος η αυτοπεποίθηση του Χολμς δεν θα βρει ερείσματα, αφού τελικά δεν θα βρει τον ένοχο.

Μέσα στο έργο παρελαύνει παραλλαγμένη η δημόσια ζωή της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής, από τα άπλυτα των τηλεοπτικών σταθμών ως τους μύθους της εθνικής-μας ιστορίας και από τα σκάνδαλα του τόπου στις ψευτοφιλόμουσες τάσεις των κατοίκων-της.
          Στο όλο βιβλίο έχω σοβαρές ενστάσεις που δεν με άφησαν να το χαρώ, όσο κι αν το χιούμορ σε μερικά σημεία είναι πηγαίο.
1. Κάθε ιστορία είναι αποκομμένη από την προηγούμενη, με αποτέλεσμα ο όρος “μυθιστόρημα” να μην δικαιολογείται. Πάνω σ’ αυτό εδράζεται η αδυναμία του έργου να συστήσει έναν πραγματικά ολοκληρωμένο κόσμο, όπως αυτόν που είχε στήσει ο ίδιος συγγραφέας στην εκκλησιαστική ζωή στο “Ω του θαύματος” [πού φτάσαμε: κοτζάμ Πατριάρχης να επαινώ την εκκλησιαστική σάτιρα!]. Εδώ πιο πολύ αποσπασματικότητα και σύγχυση βλέπουμε παρά πληρότητα και κατασκευαστική ολότητα.
2. Πολλά ψευδώνυμα που επιλέγονται για να αποκρύψουν-αποκαλύψουν τα πραγματικά πρόσωπα είναι γελοία αυτά καθεαυτά (το ίδιο υπαινίσσεται και ο Τατσόπουλος, Τα Νέα, 2.5.2009). Τόσο πολλά ανθρωπωνύμια όσο και πολλά τοπωνύμια είναι κιτς, χωρίς να δείχνουν λεπτό χιούμορ. Πιο πολύ θυμίζουν φαρσικά κείμενα που φτιάχναμε στο σχολείο για να κοροϊδέψουμε τους καθηγητές-μας.
3. Ανάλογα, στην προσπάθειά-του ο Κουνενής να παραλλάξει τους άθλους του Ηρακλή καταφεύγει σε στραμπουλήγματα των ιστοριών-του, ώστε και να χωρέσει το σύγχρονο φαινόμενο σήψης που θέλει να καυτηριάσει αλλά και να φανεί η αντιστοιχία με το αρχαίο επεισόδιο. “Η ζώνη της Ιππολύτης” είναι εξαιρετική, ενώ άλλα κεφάλαια υστερούν και δείχνουν προχειρότητα ή αδυναμία να συνδεθούν μύθος και σάτιρα. Το ίδιο πιστεύει και ο Κούρτοβικ: «Σε μερικές περιπτώσεις οι εμπνεύσεις του συγγραφέα φαίνονται πρόχειρα και βεβιασμένα προσαρμοσμένες στο μυθολογικό πρότυπο, η σατιρική αιχμή του μοιάζει κάπως στομωμένη ή διαλυμένη σε πολλά «αιχμίδια» χωρίς μεγάλη τρωτική δύναμη και χωρίς σαφείς στόχους» (Τα Νέα, 16.5.2009).
              Γενικά, θα μπορούσε να είναι καλύτερο αξιοποιώντας σε βάθος τη σάτιρα αλλά συνταιριάζοντάς με λογοτεχνική κατασκευή.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, September 25, 2009

Μακεδονικός καφές με άρωμα βανίλιας: Ζυράννα Ζατέλη


“Το πάθος χιλιάδες φορές”
εκδόσεις Καστανιώτη
2009


            Κάθε επτά χρόνια η Ζατέλη επεκτείνει το πεζογραφικό-της σύμπαν με 700 τόσες σελίδες, που θα μπορούσαν να συνεχίζονται επ’ άπειρον, σαν τα Χάρι Πότερ ή τις ταινίες με τον Τζέιμς Μποντ.
           15 χρόνια τώρα, τόσο στον πρώτο-της ογκόλιθο με τίτλο «Και με το φως του λύκου επανέρχονται» όσο και στο «Ο θάνατος ήρθε τελευταίος» και φυσικά στο «Πάθος χιλιάδες φορές» νιώθω να διαβάζω ες αεί το ίδιο έργο: μακεδονική ύπαιθρος, διασκευασμένος μαγικός ρεαλισμός, το μοτίβο του θανάτου και τα ίχνη-του στα μέλη μιας πολυμελούς οικογένειας, η μνήμη και το παρελθόν, οι ατελείωτες περιγραφές, τα αργόσυρτα βήματα της συγγραφέως στα χωριάτικα καλντερίμια, οι νωθροί διάλογοι που αποκαλύπτουν πιο πολλά για τα πρόσωπα παρά προχωράνε παραπέρα την ιστορία, μικρά κοριτσάκια αν όχι με μεταφυσικές ιδιότητες τουλάχιστον με παράδοξα γνωρίσματα.
            Προσωπικά δεν ξέρω αν υπήρξε καμία αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο η ψιλοκεντημένη γραφή-της αγκαλιάζει με την ύφανσή-της τις άπειρες ιστορίες που εξυφαίνονται στον αργαλειό-της. Διάβασα το βιβλίο με την υπομονή του πεζοπόρου που περπατά στο δάσος, χωρίς να παρατηρεί ή να περιμένει εναλλαγές: πάντα τα ίδια δέντρα, τα ίδια μονοπάτια, πού και πού μικρά αγριολούλουδα, κορμοί δέντρων και σκιές ζώων, γωνιές με λίγη κίνηση κι άλλες με ψυχές να κρύβονται πίσω από τους θάμνους. Φυσικά χαίρεσαι τη βόλτα αλλά δεν περιμένεις εκπλήξεις, δεν αδημονείς για το μετά, δεν προσμένεις καταρράκτες ή άλλου είδους ομορφιές. Το δάσος της Ζατέλη ή το χαίρεσαι στις μικρολεπτομέρειες που δεν σε πειράζει να επαναλαμβάνονται με άλλα χρώματα ή το αρνείσαι εντελώς, για την απουσία νομοτελειακής πλοκής και δη ενδιαφέροντος σε μυθιστόρημα που δεν διεκδικεί δάφνες για την αρχιτεκτονική-του πολυπλοκότητα, παρά μόνο για την διακοσμητική-του χάρη μέσα στους εσωτερικούς-του χώρους.

           Όπως ξαναέγραψα, μίλησαν γι’ αυτό όλοι, μια και δυο φορές σε κάθε έντυπο, σε βιβλιοπαρουσιάσεις και σε βιβλιοκρισίες, σε συνεντεύξεις και σε σχόλια. Κάθισα με περιέργεια να δω αν και ποιοι μίλησαν για το έργο ως λογοτέχνημα ή αν περιορίστηκαν να λιβανίζουν τη Ζατέλη σαν μύθο μιας επαρχιακής Ελλαδίτσας που αρέσκεται σε πρόσωπα και όχι σε έργα που θα αντέξουν στον χρόνο. Ιδού τι ψάρεψα:
18.6.2009 (Όλγα Σελλά, Η Καθημερινή): η Ζατέλη γράφει με το χέρι, ενώ ο υπολογιστής δεν ταιριάζει στον χώρο-της.
18.6.2009 (Ελπίδα Πασαμιχάλη, Ελεύθερος Τύπος): ο αριθμός επτά στοιχειώνει τη συγγραφέα, αφού αυτή γεννά σαν ελαφίνα κάθε επτά χρόνια και ένα έργο.
18.6.2009 (Μανόλης Πιμπλής, Τα Νέα): ο έρωτας που γίνεται πάθος και οι αυτοβιογραφικοί απόηχοι που αντιλαλούν μέσα στο έργο-της.
18.6.2009 (Ναταλί Χατζηαντωνίου, Ελευθεροτυπία): η μεταφυσική του αριθμού 7 και το λογοτεχνικό-της σύμπαν, όπου ο ρεαλισμός συνυπάρχει με το απρόβλεπτο. Τα τρία μέρη του μυθιστορήματος αφορούν τη σύναξη νεκρών και ζωντανών από το προηγούμενο έργο-της, τη «δίδυμη» αδελφή / φίλη της Λεύκας και την παιδική ηλικία της ηρωίδας.
21.6.2009 (Νίκος Μπακουνάκης, Το Βήμα): το νέο έργο της Ζυράννας δεν είναι καινούργιο αφού εντάσσεται στον μυθιστορηματικό-της κόσμο, τον οποίο δουλεύει χρόνια τώρα. Τα έργα-της ξεφεύγουν από την επικαιρότητα, γίνονται κλασικά, στηρίζονται στα όνειρα και στις χιλιάδες σημειώσεις-της που τροφοδοτούν την αφήγησή-της.
Όλα τα παραπάνω σημειώματα γράφονται με βάση τη συνέντευξη τύπου που έδωσε η ίδια η συγγραφέας και στηρίζονται στα προηγούμενα βιβλία-της, αφού κανείς ως τότε δεν είχε προλάβει να διαβάσει το νυν έργο-της. Αναφέρονται πιο πολύ –πέρα από τις πρώτες επισημάνσεις για το «Πάθος»- στον μύθο της Ζατέλη και στην αχλύ που τυλίγει το όνομά-της.
4.7.2009 (Μικέλα Χαρτουλάρη, Τα Νέα): «Η Ζυράννα Ζατέλη χρειάστηκε τριάντα χρόνια για να αισθανθεί έτοιμη να αγγίξει το θέμα της αιμομιξίας … Έχουμε ένα ανείπωτο μυστικό, δυο δυνατούς βασικούς χαρακτήρες, γήινους αλλά και άπιαστους, και γύρω τους μερικά ακόμη γοητευτικά πρόσωπα- όσα χρειάζονται για να φωτίσουν τους δύο πρωταγωνιστές και τις εμμονές τους. Στο φόντο η μεταπολεμική Μακεδονία σε μια εποχή όπου οι θρύλοι επιβιώνουν (για λίγο ακόμα) στην καθημερινότητα των ανθρώπων, σε μια εποχή όπου τα ζώα έχουν ψυχή και η φύση «μιλά» με τα σημάδια της, σε μια εποχή όπου τα σπίτια έχουν «βουή και ήσκιους». Σε μια εποχή που ο παλιός κόσμος δεν έχει ακόμα προσαρμοστεί στις καινούργιες συνθήκες».
16.7.2009 (Κωστής Παπαγιώργης, Lifo): ο αναγνώστης θέλει λίγες σελίδες για να ξεπεράσει τις όποιες ενστάσεις του και να προσχωρήσει στη ζατελική κοινότητα με ενθουσιασμό. Θέμα της αφήγησης είναι το αίμα, κάθε νέος τοκετός προϋποθέτει και έναν θάνατο, κι όλα αυτά χωρίς τη σκιά της φολκλορικής ηθογραφίας αλλά με τον παλμό ενός πολύχρωμου υδροβιότοπου.
17.7.2009 (Λίνα Πανταλέων, Ελευθεροτυπία): “Το μυστικό που η έφηβη γράφουσα περιφρουρεί μέσω κρυπτογραφιών, δεν είναι μόνον ο έρωτας για τον «ανομάτιστο», τον θάνατο, αλλά και ο ακατονόμαστος έρωτας για τον παππού της, τον Τριαντάφυλλο”
18.7.2009 (Λώρη Κέζα, Το Βήμα): “Οι προβληματισμοί και τα θέματα δεν ακολουθούν ούτε επηρεάζονται από την επικαιρότητα, τα λογοτεχνικά κινήματα, τη θέση στα ευπώλητα, τις γεωγραφικές αποστάσεις. Καταθέτει ξανά ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα, εμπλουτισμένο με λαϊκές δοξασίες, μυθολογικές προσαρμογές, όνειρα και παραλογισμούς.”
Πουθενά δεν διάβασα κάτι αρνητικό, πουθενά μια κάποια επιφύλαξη, λες και όλοι σαν μύγες πιάστηκαν στον μαγικό ιστό της αράχνης-Ζατέλη και παρέλυσαν μέσα στη γλυκιά νάρκωση της γραφής-της. Αν εξαιρέσει κανείς το απωθητικό μέγεθος που κάνει την ανάγνωση Γολγοθά, ούτε κι εγώ μπόρεσα να βρω κάτι αρνητικό –εκτός αν πω ότι δεν μου αρέσει αυτή η ατελεύτητη πορεία μέσα στη γραφή. Έτσι μάλλον ο αναγνώστης που θα μυηθεί στο έργο της συγγραφέως, προφανώς προετοιμασμένος, ή παραδίδεται ή παραιτείται, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει μιλιά.

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, September 22, 2009

Χυμός μανταρίνι: ανάπλαση ή κατασκευή


Fantasyworld by mysticist_2007
         Τρεις τρόπους (ρεαλιστικής) μυθιστορηματικότητας έχει στη διάθεσή-του ο συγγραφέας για να περάσει το μήνυμά-του:
        1. Βιώνει, όπως ο καθένας-μας, τη ζωή-του, αντλεί από αυτήν θέματα και φτιάχνει μια αληθοφανή ιστορία, που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει συμβεί, θα μπορούσε να είναι είδηση στα δελτία ειδήσεων ή άρθρο σε μια εφημερίδα. Στην ουσία προεκτείνει την πραγματικότητα με τα υλικά-της.
       2. Ξεκινά έρευνα για ένα θέμα ειδικότερο, που άπτεται της επιστήμης, της τεχνολογίας, μιας κλειστής κοινωνίας, που χρειάζεται γνώσεις πάνω σε έναν συγκεκριμένο τομέα ή σε μια άλλη εποχή, γράφει πανεπιστημιακό μυθιστόρημα ή κατασκοπικό, ή δικαστικό κ.ο.κ., στο οποίο, εφόσον δεν έχει ο ίδιος βιωματική σχέση με το περιβάλλον εύκολα μπορεί να εξοκείλει και να μην καταφέρει να αποτυπώσει με πειστικότητα το κλίμα, πέρα από τα επιμέρους σημεία. Εκεί χρειάζεται γερή έρευνα και μύηση σε έναν χώρο που πρέπει να μαθευτεί σημείο προς σημείο.
3.  Φτιάχνει εξ αρχής ένα πλαστό σύμπαν, έναν μυθιστορηματικό κόσμο, που θα μπορούσε ίσως να ευσταθεί σε ένα άλλο παράλληλο επίπεδο, κατασκευάζει εκ του μηδενός (;) μια πραγματικότητα που στέκεται μόνο και μόνο από τη συνέπεια με τον εαυτό-της. Γίνεται ένας μικρός θεός-δημιουργός, εφόσον με τα όπλα της φαντασίας και του λόγου στήνει το μυθοπλαστικό σκηνικό του (όχι μόνο ως τόπο αλλά και ως χρόνο, κλίμα, κοινωνικές συντεταγμένες) και μέσα εκεί δοκιμάζει την τύχη των ηρώων-του.
         Τα τρία αυτά είδη τα κατέγραψα εν τάχει με τη σειρά δυσκολίας στον τρόπο χειρισμού-τους. Το να περνάς βιώματα παραλλαγμένα είναι πιο εύκολο από το να ψάχνεις να μάθεις συγκεκριμένα πεδία προβληματισμού και ακόμα πιο εύκολο από το να κατασκευάζεις εξολοκλήρου μυθοπλαστικά σύμπαντα. Αυτό δεν σημαίνει όμως και ότι η ποιότητα είναι ανάλογα κλιμακούμενη, αν και οι δύο τελευταίες κατηγορίες δείχνουν πόσο μαστοριά μπορεί να δώσει ο συγγραφέας –είναι σαν τον ηθοποιό που αναδεικνύει το ταλέντο του όταν παίζει έναν κόντρα ρόλο, έναν ρόλο που δεν ταυτίζεται ούτε κατ’ ελάχιστον με τον εαυτό-του.
         Γιατί τα σκέφτηκα όλα αυτά; γιατί διαβάζοντας το καλοκαίρι ποικίλα έργα, Ελλήνων και ξένων, στάθηκα πολύ στο πόσο άρτια, συνεπή με τον εαυτό-τους, συμπαγή και πειστικά μπορεί να είναι. Αν σκεφτεί κανείς ένα «εύκολο» στη συνταγή μπεστ-σέλερ, ένα δουλεμένο στις λεπτομέρειές του ιστορικό λ.χ. μυθιστόρημα, ή ένα έργο ολικής φαντασίας, επιστημονικής ή μη, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να εκτιμήσει και άλλες κατασκευαστικές δυνατότητες. Κι αν κανείς πει ότι ο συγγραφέας έχει την απεριόριστη ελευθερία να ονομάσει τον ήρωά-του Γιάννη ή Πέτρο ή Χανς ή Βάγγο και να τον κάνει καθηγητή ή σκουπιδιάρη ή αστυνόμο ή αστροναύτη, πρέπει να σκεφτεί πόσες προεκτάσεις αφήνει κάθε επιλογή και πόσα πρέπει να δέσουν με αυτήν για να φανεί εντέλει το σύνολο πλήρες και σφαιρικά ολοκληρωμένο, χωρίς κενά, χωρίς αντιφάσεις προς τα άλλα επιμέρους σημεία και προς την όποια περικείμενη πραγματικότητα.
           Το συγγραφιλίκι είναι μια δύσκολη δουλειά. Σας το λέω εγώ που δεν γράφω…, ακριβώς για τις δυσκολίες αυτές!!!

Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, September 20, 2009

Καπουτσίνο φρέντο με σαντιγύ: Δημήτρης Σωτάκης


“Το θαύμα της αναπνοής”
Εκδόσεις Κέδρος
2009

            Ο Δημήτρης Σωτάκης επιστρέφει με ένα κλασικό σωτακικό μυθιστόρημα, δηλαδή με ένα καφκικής έμπνευσης και ελληνικής εκτέλεσης αλληγορικό έργο. Είχα γράψει αρνητικά σχόλια για το προηγούμενο βιβλίο του «Ο Άνθρωπος καλαμπόκι», επειδή “φτιάχνει ένα μυθιστόρημα χωρίς ουσιαστικό ειρμό, για να δείξει ότι ο κόσμος δεν έχει ειρμό και νόημα. Τελικά πετυχαίνει να καταλάβει ο αναγνώστης την απουσία νοήματος στο έργο, αλλά όχι πως και η ζωή είναι έτσι, ειδικά μέσω της οπτικής γωνίας του πρωταγωνιστή. ” (vivliocafe, 27.04.2007).
           Τώρα επιστρέφει στην παλιά συνταγή, η οποία δεν γίνεται μανιέρα, αλλά αναδεικνύει την ποιότητα της γραφής-του αλλά και τη δυνατότητα μετατροπής της καθημερινής τρέλας σε μυθιστορηματικό περιβάλλον. Κι είναι όντως αξιοζήλευτη η ικανότητα του συγγραφέα να χτίζει το δικό-του σύμπαν, να φτιάχνει όχι τόσο ήρωες αλλά κόσμους, μέσα στους οποίους ο αναγνώστης ταξιδεύει και μυείται στον προβληματισμό του Σωτάκη. Το μειονέκτημα στην προηγούμενη δουλειά-του, που ήταν η συγκολλητική μέθοδος σύνθεσης, με άλλα λόγια η απουσία σφιχτής πλοκής μεταξύ των επεισοδίων, τώρα εκλείπει, με αποτέλεσμα το σύνολο να είναι πολύ πιο στιβαρό και συμπαγές.
            Ο αφηγητής-πρωταγωνιστής πιάνει δουλειά σε μια εταιρία η οποία θα φέρνει στο σπίτι-του έπιπλα προς αποθήκευση. Με κάθε μεταφορά μπαίνει στον τραπεζικό λογαριασμό-του ένα ευμέγεθες ποσό, με το οποίο αρχίζει ο ήρωας να σκέφτεται το μέλλον, να αγοράσει ένα μεγάλο σπίτι, να παντρευτεί την καλή-του, να φροντίσει την άρρωστη μητέρα-του. Σταδιακά οι μεταφορές αυξάνονται, η εταιρεία απαιτεί να μένει στο σπίτι για να ανοίγει στους μεταφορείς, τα έπιπλα σωρεύονται ασφυκτικά και το σπίτι μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε ακατάστατη αποθήκη. Εκεί μέσα ζει ο ανώνυμος κεντρικός χαρακτήρας, περιορίζει λόγω χώρου τις ασχολίες-του, σταδιακά μένει μόνο σε ένα μέρος στην κρεβατοκάμαρά-του, μέχρι που παύει να κάνει οτιδήποτε… Στο τέλος, του απομένει μόνο η αναπνοή ως βιοτική λειτουργία, την οποία μάλιστα θεωρεί πλέον και προνόμιό-του!
           Ο σοφά χτισμένος κόσμος του Σωτάκη είναι ένα απειλητικός κόσμος που δεν φαίνεται εξ αρχής τέτοιος. Ο ρυθμός είναι εύστοχα ούτε αργός ούτε γρήγορος, με τον οποίο τα γεγονότα δεν καλπάζουν, αλλά τεχνηέντως αφήνονται λίγες πληροφορίες, όσες χρειάζονται για να φανεί αληθοφανές το σύνολο, έστω κι αν πολλά ανεξήγητα «γιατί» αιωρούνται, επειδή θεωρούνται αμελητέα και κάθε εφησυχασμένος πολίτης τα προσπερνά, επειδή δεν ξεσηκώνουν το είναι του. Σ’ αυτό το πλαίσιο δεν ενδιαφέρουν οι πρακτικές λεπτομέρειες, αλλά η κλιμακωτή κάθοδος στην πλέον ζωτική και ζωική λειτουργία, καθώς όλες οι άλλες αποβάλλονται συν τω χρόνω.
Τι συμβολίζει όλη αυτή η αλληγορία;
1. Την ασφυξία του σύγχρονου ανθρώπου που γεμίζει τη ζωή-του με υλικά αγαθά και σταδιακά χάνει οποιαδήποτε άλλη χαρά πλην αυτών που κατακλύζουν το είναι-του.
2. Οι τράπεζες μπαίνουν στο σπίτι-μας και ελέγχουν το πώς ζούμε, όταν μας έχουν δέσει με δάνεια και κάρτες (αυτή η φευγαλέα εντύπωση απορρέει από ένα όνειρο του πρωταγωνιστή).
3. Η εργασία όλο αυξάνεται, οι εργάσιμες ώρες και οι υπερωρίες πολλαπλασιάζονται, με αποτέλεσμα ο σημερινός άνθρωπος να ασφυκτιά αλλά ταυτόχρονα να συνθηκολογεί μπροστά στα οικονομικά οφέλη που έχει.
4. Οι συμβιβασμοί είναι συνεχείς, οι υποχωρήσεις μέσα στη ζωή αυξανόμενες, η κατιούσα πορεία του ανθρώπου σε μια μίζερη ρουτίνα είναι καθημερινότητα, καθώς η ευτυχία ορίζεται ως η απόλαυση μετά το τέλος των θυσιών, θυσιών οι οποίες εντέλει ποτέ δεν σταματάνε.
Καιρό είχα να διαβάσω ένα τόσο ελκυστικό όσο και προβληματισμένο έργο που να μπορεί να σταθεί αναγνωστικά και κριτικά.

Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, September 19, 2009

Αραβικός καφές με κάρδαμο: στον πάτο της πυραμίδας

Βιβλία που φορτώθηκαν άδικα στη βαλίτσα μου

Γεωργία Χιόνη
“Το τηλεσκόπιο του χρόνου”
εκδόσεις ΑΛΔΕ
2008


Αρχαιολογική λογοτεχνία; Γιατί όχι, όπως λέμε μαθηματική λογοτεχνία. Άρα, θα περιμένουμε κάποια στιγμή να διαβάσουμε ένα μυθιστόρημα ολκής, το οποίο θα θέτει ένα αρχαιολογικό μυστήριο το οποίο θα συνδυάζεται με αστυνομικό σασπένς, θα προσελκύει δηλαδή την προσοχή του αναγνώστη και ταυτόχρονα θα μεταδίδει πληροφορίες και αρχαιογνωστικές αντιλήψεις.
Και λέω: θα περιμένουμε, γιατί στο συγκεκριμένο έργο δεν το βλέπουμε (το καλύτερο ίσως είναι “Η νοσταλγία των δράκων” του Δ. Κούρτοβικ). Η συνταγή έχει αρχαιολογικό ενδιαφέρον (ένα τηλεσκόπιο που έχει τα ίδια σύμβολα με τον Υπολογιστή των Αντικυθήρων), μια κλοπή (ή μάλλον δύο), γρήγορο ρυθμό και ιστορικές πληροφορίες.
Αλλά: το έργο δεν δρέπει λογοτεχνικές δάφνες, αφού το ύφος είναι ατημέλητο και η πλοκή δεν είναι ιδιαίτερα σφριγηλή και ακμαία. Το ενδιαφέρον είναι μικρό, οι σκηνές δεν έχουν δραματικότητα και ένταση και η γλώσσα είναι προφανώς αδούλευτη [εδώ βλέπω τη διαφορά εκδόσεων σαν την ΑΛΔΕ, όπου δεν υπάρχει διορθωτής ή δεν διαθέτει επάρκεια, και άλλων που υπάρχει: αφού ο ίδιος ο συγγραφέας δεν μπορεί να συντάξει ή να ορθογραφήσει τις προτάσεις-του, ένας επιμελής διορθωτής μπορεί να εξομαλύνει το κείμενο και να παρουσιάσει καλύτερη εικόνα].



Βασίλης Κωνσταντίνου
“Οι πρωινοί περίπατοι των Βασιλείων Βουλγαροκτόνων”
εκδόσεις Εστία
2009


Κείμενο δύο χρονικών επιπέδων. Από τη μία η προσπάθεια ενός σύγχρονου επιχειρηματία να κερδίσει στον αγώνα-του με τις τράπεζες την επιβίωση της επιχείρησής-του κι από την άλλη οι αναμνήσεις της παιδικής-του ηλικίας γύρω από την εκτέλεση ενός κομμουνιστή της δεκαετίας του ’50.
Διακρίνεται μια ευτράπελη διάθεση και η προσπάθεια να αναπτυχθούν παιχνίδια του νου, στο πηγαινέλα μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Το ότι το βιβλίο αποδεικνύεται «φάβα» δεν φαίνεται μόνο στη βαρετή του υφή, αλλά και στο όλο στήσιμο που απορρέει από μια κλειστοφοβική, εσωστρεφή αυτοτροφοδοσία. Ο πεζογράφος με άλλα λόγια κάνει ασκήσεις επί χάρτου, εγκεφαλικές και οργανωμένες, χωρίς παλμό και άνοιγμα προς τον αναγνώστη.
Διαβάζοντας σήμερα τον Τατσόπουλο στα «Νέα» δεν μπόρεσα να βρω απάντηση στο εξής ερώτημα που με απασχόλησε: ποια η σχέση των παιδικών μνημών για την εκτέλεση και των τωρινών βιωμάτων του πρωταγωνιστή με την τράπεζα. Άλλη μία φορά που δεν συμφωνώ με τις επιλογές του Τατσόπουλου.



Γιάννης Λεμονής
“Φόνος στην κουζίνα του Πτολεμαίου”
εκδόσεις Ταξιδευτής
2009


Αστυνομικό μυθιστόρημα, γαστρονομική λογοτεχνία, ταξιδιωτικό αφήγημα, ιστορικό μυθιστόρημα. Όλα αυτά προϊδεάζουν για ένα πολύ μεστό ανάγνωσμα!
Η υπόθεση: ο Καλλίας, δεινός μάγειρας του 3ου π.χ. αιώνα, δολοφονείται μόλις ανακοινώνεται ότι θα διεξαχθεί διαγωνισμός για τον καλύτερο μάγειρα της εποχής στην αυλή του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου. Ο φίλος-του Φορμίων, ναυτικός και έμπορος, ξεκινά την αναζήτηση του ενόχου. Ταξιδεύει σε Ρόδο, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, Μασσαλία, Καρχηδόνα, Συρακούσες, Βαβυλώνα, Σελεύκεια, Δήλο κ.ο.κ., όπου γνωρίζει την πόλη και αντίστοιχα έρχεται σε επαφή με την κουζίνα κάθε περιοχής.
Ιστοριογνωστικό έργο; βεβαίως, μαθαίνει κανείς πιο πολλά απ’ ό,τι αν διάβαζε μια εγκυκλοπαίδεια.
Ταξιδιωτικό αφήγημα; ναι, προσφέρει γεωγραφικές γνώσεις και πολεοδομικές παρατηρήσεις, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τα γνωστότερα μνημεία κάθε πόλης.
Γαστρονομική λογοτεχνία; Φυσικά, πάμπολλες συνταγές, αντλημένες από αρχαίους συγγραφείς, έρχονται να δώσουν ιδέες για την ελληνιστική κουζίνα αλλά και προτάσεις για ένα σημερινό γεύμα.
Αστυνομική δράση; περιορισμένη, χωρίς τα τεχνάσματα του είδους, παρά μόνο διάφορα μικροτρίκ που δεν αιφνιδιάζουν.
Μυθιστόρημα; ; ; Ναι, ίσως, αν το έβλεπες υπό άλλη γωνία…, αν…, εφόσον…, μπορεί και…, δεν ξέρω…, στην περίπτωση που δεν σε ενδιέφερε η λογοτεχνικότητα…, αν παραμέριζες την ανυπαρξία χαρακτήρων…, αν ο Λεμονής είχε άλλες προθέσεις. Γράφει χαρακτηριστικά στο αυτί: «Είναι το πρώτο μυθιστόρημά του, όπου συνυπάρχουν τρεις αγαπημένες του δραστηριότητες: η μαγειρική, η ιστορική έρευνα και τα ταξίδια». Να συνυπήρχε ανάμεσά τους και η λογοτεχνία!


Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, September 16, 2009

Πολλά βαρύς με ολίγη: Δημήτρης Στεφανάκης

“Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι”
εκδόσεις Πατάκη
2009


Κάθε συγγραφέας ψάχνει το έργο εκείνο που θα τον εκτοξεύσει πάνω από τη μετριότητα των μέχρι τούδε προσπαθειών-του και θα τον καταξιώσει στον λογοτεχνικό χάρτη. Ο Στεφανάκης είναι, νομίζω, η περίπτωση του συγγραφέα-ιδεολόγου, που προσεγγίζει τη λογοτεχνία με την αγνότητα του ερασιτέχνη αλλά και με την αγωνία του επαγγελματία.

Στο “Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι” βρήκε το πιασάρικο θέμα που μπορεί να προσελκύσει τον διανοούμενο αλλά και τον τρόπο πραγμάτευσής-του που θα ελκύσει τον απλό αναγνώστη: ο Καμύ και η μυθολογία που έχει δημιουργηθεί γύρω από το άτομό-του. Με μια χρονομηχανή –βασισμένη στα πρόσφατα πορίσματα της φυσικής, για την οποία δεν μαθαίνουμε ευτυχώς πολλά (αλλιώς θα υπήρχε ο κίνδυνος να γίνει το βιβλίο ένα φτηνό έργο επιστημονικής φαντασίας)- ο Καμύ επανέρχεται στη Μύκονο του 1998. Ο στόχος αυτής της προσπάθειας είναι η φιλοδοξία μιας φιλολόγου να τον πείσει να ολοκληρώσει το ημιτελές έργο-του «Ο πρώτος άνθρωπος». Η όλη σύλληψη φαντάζει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.


Ο Καμύ περιτριγυρίζει στη Μύκονο, συναναστρέφεται ανθρώπους, άλλοι από τους οποίους ξέρουν ποιος είναι κι άλλοι τον αντιμετωπίζουν ως φτυστό αντίγραφο του ομώνυμου συγγραφέα. Ο έρωτάς-του με τη φιλόλογο, η ανάκληση στιγμών και προβληματισμών από τη σκέψη και τη ζωή-του, οι διακειμενικές αναφορές στα έργα-του, ο ήπια φιλοσοφικός τόνος της αφήγησης αλλά και ο χαμηλότονος κυματισμός της ατμόσφαιρας είναι στοιχεία αναμενόμενα, ώστε να πετύχει η ώσμωση Καμύ και σύγχρονης εποχής, λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, σκεπτόμενης συνείδησης και καθημερινότητας. Πρόκειται για μια έμμεση, πλάγια βιογραφία, ένας διακειμενικός διαλόγος με το «Καλοκαίρι» του Καμύ και με όλο το έργο-του, που έχει μια ισχυρή βάση μυθιστορηματικότητας.

Στην πράξη όμως ο πρώτος-μου ενθουσιασμός πέρασε και αναδύθηκαν πολλά προβλήματα, που δεν με άφησαν να απολαύσω την ιδέα, για την οποία στην αρχή ομολογώ πως είχα νιώσει εξαιρετικό ενδιαφέρον.

Ένα βασικό μειονέκτημα, κατά τη γνώμη-μου, είναι η αποσπασματικότητα του προσώπου του Καμύ, λόγω της μεγάλης εξάρτησης από το έργο-του. Φυσικά ο Στεφανάκης δεν ήθελε να κάνει βιογραφία, αλλά νιώθει κανείς ότι για να συλλάβει πλήρως τον Γάλλο στοχαστή πρέπει να ξέρει από πριν το έργο-του, ενώ το μυθιστόρημα αυτό καθεαυτό δεν μπορεί να τον αποδώσει. Οι σκόρπιες ιδέες και σκέψεις του Καμύ δεν δένουν σε μια ολότητα και γι’ αυτό ο χαρακτήρας-του φαίνεται ανολοκλήρωτος. Το μυθιστόρημα πλέκεται σαν κισσός γύρω από το έργο του Γάλλου φιλοσόφου, αλλά δεν κερδίζει σε αυτονομία. Η υπόθεση τώρα, αν και έξυπνη ως σκέψη, μένει στο περιθώριο, σαν σκιά της προσωπικότητας και της φιλοσοφίας του Καμύ. Ας πούμε παραδειγματικά, δεν φαίνεται ομαλή η πορεία προς τον έρωτά-του με τη φιλόλογο που τον συνοδεύει.

Βλέπουμε έναν Στεφανάκη που χάρηκε πολύ τη μαθητεία-του στο έργο του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα, αλλά δεν κατάφερε να μεταδώσει σε μυθιστορηματική ολότητα το ίδιο συναίσθημα σε όλους εμάς. Γνωρίζουμε εν μέρει τον Καμύ, αλλά δεν βουλιάζουμε σύσσωμοι σε ένα έργο με δέση και λύση. Κινούμαστε μαζί με τον Στεφανάκη κάπου ανάμεσα στο μυθιστόρημα και στη βιογραφία…

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, September 15, 2009

Συριανός καφές: Γιώργος Σκαμπαρδώνης

“Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας”
εκδόσεις ελληνικά γράμματα
2008


Η έμμεση βιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη, όπως αυτός ξεκινά τη ζωή-του από τη Σύρο και τη συνεχίζει στα εκδοροσφαγεία της Αθήνας, από τη φτώχια και το περιθώριο στην καταξίωση και στη λαϊκή αναγνώριση, από τη δεξιοτεχνία στο μπουζούκι στην αναμόρφωση του λαϊκού στίχου και ήχου.
Ο Σκαμπαρδώνης, που είχε γράψει παλιότερα και για τον Τσιτσάνη, δείχνει να θέλγεται από τον κόσμο του ρεμπέτικου, καθώς βλέπει μέσα-του μια δύναμη που ανάγει τη φτωχολογιά σε γνήσια δύναμη και το τραγούδι σε φορέα πολιτισμού, πολύ ανώτερο από τις καχεκτικές συνθήκες που τον δημιούργησαν. Γι’ αυτό η βιογραφία αυτή αναδεικνύει πιο πολύ το άτομο μέσα στο σύνολο και τις συνθήκες του Πειραιά που εξέθρεψαν καημούς και πάθη, μέσα από τα οποία αναδύθηκε το μπουζουκογενές τραγούδι και η ατμόσφαιρα της λαϊκής ψυχής.
Μεταξύ περιθωρίου και καθημερινότητας, μεταξύ φτώχιας και μεροκάματου, μεταξύ ατομικής ζωής με πρωταγωνίστρια τη γυναίκα του Ζιγκοάλα και τον δημόσιο βίο μετά την πρώτη δισκογραφική δουλειά, ο Βαμβακάρης γίνεται το άρτιο δείγμα της μεγαλοσύνης που ανθίζει σαν το τριαντάφυλλο στην κοπριά. Ο αναγνώστης ζει τα γεγονότα σαν ταινία, όπου πιότερο μετράει η ατμόσφαιρα παρά το τάδε ή το δείνα περιστατικό. Κι αυτό επιτυγχάνεται με την έμφαση στις μικροϊστορίες που συναρμόζονται παρά στη μυθιστορηματική πολυπλοκότητα, στα μεμονωμένα και συχνά ασύνδετα επεισόδια παρά στην αρτιότητα της πλοκής που διέπει όλο το έργο.

Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, September 12, 2009

Γαλλικός καφές με άρωμα βανίλια: Antoine Bello

“Les Falsificateurs”
Edition Gallimard
2007
“Οι παραχαράκτες”
μετφ. Ε. Γραμματικοπούλου
εκδόσεις Πόλις
2009

Πάντα ήταν και είναι αδυναμία μου τα βιβλία που χτίζουν έναν μυθοπλαστικό κόσμο, ορθώνουν τα τείχη μιας φανταστικής πολιτείας, αλλά –προσοχή- με αληθοφάνεια και με την αίσθηση του πραγματικού.
Ο Bello ξαναγράφει την πραγματικότητα αλλά και την ιστορία μέσα από τον ΟΠΠ (Οργανισμό Παγκόσμιας Παραχάραξης), έναν τεράστιο, πολυάριθμο, αφανή οργανισμό που παραχαράσσει έγγραφα, γεγονότα, μαρτυρίες κ.ο.κ., προκειμένου να κατευθύνει τη δράση της ανθρωπότητας σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις, κατά βάση κοινωνικά ωφέλιμες. Ο αφηγητής στρατολογείται σ’ αυτόν τον μυστικό οργανισμό, διακρίνεται για τις ικανότητές-του, αμφιβάλλει για την ωφέλεια της δράσης-του, περνάει για λίγο εκτός, αλλά επανέρχεται πιο συνειδητοποιημένος και καταφέρνει να ανέβει την κλίμακα προς την κορυφή, όπου παίρνονται οι αποφάσεις… Η συνέχεια στο επόμενο, καθώς «Οι παραχαράκτες» θα συνεχιστούν στο επόμενο βιβλίο της διλογίας.
Το πρώτο θετικό στοιχείο, όπως προείπα, είναι η αληθοφάνεια σε ένα εξαιρετικά φιλόδοξο τόλμημα. Όσοι το διαβάζουν πειθόμαστε πως σε μια προ διαδικτύου κοινωνία, πόσο μάλλον μετά, μικρές παραχαράξεις είναι εφικτές, εφόσον οι πηγές πληροφοριών είναι άπειρες και η δυνατότητα ελέγχου των στοιχείων ολοένα και μικρότερη. Από εκεί και έπειτα τόσο ο Σλιβ, ο πρωταγωνιστής, όσο και οι άλλοι πράκτορες εκπροσωπούν τάσεις της σύγχρονης κοινωνίας, τον φιλόδοξο, την αδίστακτη καριερίστα, τον προβληματισμένο, την ευαισθητοποιημένη κ.ο.κ. Η δράση εξελίσσεται γρήγορα και, όπου πάει να γίνει κοιλιά, ένα εύρημα αναπτερώνει το ενδιαφέρον, ο κοσμοπολιτισμός με τις αλλαγές πόλεων και περιβαλλόντων κυριαρχεί, το κινηματογραφικό πηγαινέλα μεταξύ παρόντος και πρόσφατου παρελθόντος, διεθνών οργανισμών και μικρών κοινωνιών σαγηνεύει.
Επειδή είδα χθες στην Ελευθεροτυπία μια παρουσίαση του έργου χωρίς ερμηνεία-του, θα ήθελα να τολμήσω εδώ δύο ερμηνευτικές θέσεις, ίσως έξω από το κλίμα της αφήγησης, αλλά και στην προοπτική ενός έργου που βλέπει το μέλλον και προβληματίζει πάνω στην (ανα)κατασκευή της πραγματικότητας.
1. Το διαδίκτυο και γενικά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι πλέον οι ιστορικοί της εποχής, που μπορούν να παρουσιάσουν αληθοφανώς την πραγματικότητα όπως θέλουν, χωρίς ο θεατής να μπορεί να την ελέγξει. Ακόμα περισσότερο είναι σε θέση να παραποιήσουν τα γεγονότα, να κατασκευάσουν τον κόσμο γύρω-μας, να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη και να επηρεάσουν όπως τα ίδια θέλουν. Στην χαοτική κοινωνία-μας τίποτα δεν είναι αυτονόητο και τίποτα δεν είναι δεδομένο.
2. Στη μεταμοντέρνα εποχή-μας η ίδια η λογοτεχνία είναι μια ανακατασκευή της όποιας πραγματικότητας. Και φυσικά η λογοτεχνία δεν αποτυπώνει απλώς την εποχή, αλλά πλάθει φανταστικές κοινωνίες, πλάθει σενάρια και τα περνάει ως αληθοφανή, χτίζει κόσμους και καταστάσεις. Αυτό όμως είναι μέσα στις συμβάσεις-της. Όταν όμως αυτό επιχειρεί να διαγράψει τα πορίσματα των επιστημών, όπως της ιστοριογραφίας, και στην περίπτωση των μεταμοντέρνων οπτικών του σύγχρονου ιστορικού μυθιστορήματος να παρουσιάσει το παρελθόν από άδηλες αλλά όχι πάντα πιο αντικειμενικές πλευρές, τότε η λογοτεχνία επιχειρεί να γίνει η «παραχαράκτρια» της ιστορίας.

Ο Bello δείχνει πόσο η ανθρωπότητα είναι αδύνατον να αντισταθεί σε μεθοδευμένες κινήσεις παραχάραξης της πραγματικότητας, αλλά ο μανδύας της κοινωφελούς δράσης διασώζει ως εδώ τα προσχήματα. Ο κίνδυνος ωστόσο είναι ορατός… και γι’ αυτό περιμένουμε με ανυπομονησία το επόμενο έργο-του.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, September 07, 2009

Χυμός καρπούζι: μπεστ σέλερ

Το ότι δεν διαβάζει ο Έλληνας είναι στατιστικά διαπιστωμένο. Αλλά κι αυτοί που διαβάζουν μη νομίζετε ότι αφιερώνουν χρόνο σε «σοβαρές» αναγνώσεις. Ένα ευχάριστο βιβλίο να περάσει η ώρα, ένα ερωτικό ανάγνωσμα για την παραλία, μια συγκινητική ιστορία να ξεχαστούν από την καθημερινότητα. Και φυσικά ό,τι επιλέξουν, πρέπει να είναι εύκολο, απλογραμμένο, κατανοητό, με σαφή περιγράμματα, έξυπνες ατάκες, κινηματογραφική εικονοποιία, ώστε να μην κουράζεται το μυαλό.
Λέει χαρακτηριστικά η Σελλά στη χθεσινή «Καθημερινή» (http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_06/09/2009_328029 ): “στις λίστες της λογοτεχνίας κυριαρχούν σχεδόν απολύτως τα βιβλία της λεγόμενης λάιτ λογοτεχνίας (παραλογοτεχνίας ή ροζ λογοτεχνίας, για άλλους)”. Και φυσικά όποιος παρατηρεί τα ευπώλητα, θα αντιληφθεί ότι έτσι είναι τα πράγματα για το λογοτεχνικό βιβλίο. Ο Κούρτοβικ στην αρχή του καλοκαιριού (6.6.2009) (http://www.tanea.gr/default.asp?pid=30&ct=19&artid=4520649 έγραφε ότι το γυναικείο κοινό είναι έτσι: “ Σχεδόν όλες οι γυναίκες είχαν ηλικία ανάμεσα στα 35 και τα 50. Σχεδόν όλες ανήκαν ολοφάνερα στην κατώτερη μεσαία τάξη, αυτή που συνήθως αποκαλούμε μικροαστική. Εξίσου φανερό ήταν ότι η ζωή δεν είχε φανεί πολύ γενναιόδωρη σ’ αυτές τις γυναίκες… Τα πρόσωπα που έβλεπα ήταν στερημένα, σχεδόν ρημαγμένα, και σε μερικά βλέμματα πρόσεξα κάτι το αλαφιασμένο.”
Και εδώ ο κριτικός κάνει ένα σοβαρό λάθος: το γυναικείο κοινό ροζ λογοτεχνίας δεν είναι καθόλου αυτό που φαντάζεται, ή δεν είναι μόνο αυτό. Ξέρω πολλές κοπέλες που φοιτούν σε πανεπιστήμια, οι οποίες γνωρίζουν μόνο τη Χρύσα Δημουλίδου ή Λένα Μαντά, ξέρω γυναίκες μεσήλικες, με μόρφωση και «καλή θέση στην κοινωνία», που διάβαζαν Μάιρα Παπαθανασοπούλου και τώρα αναζητούν τη Λένα Μαντά, μιλάω με άνδρες/γυναίκες που δεν θέλουν να διαβάσουν κάτι «κουραστικό» αλλά να ξεφύγουν με μια ιστορία μυστηρίου ή ένα ιστορικό μυθιστόρημα (οι μεν) και μια ερωτική ιστορία (οι δε). Ο Παπαθεοδώρου το λέει πιο καλά στο άρθρο της Σελλά: η ανάγνωση πλέον είναι διαταξική.
Θα ήθελα εδώ να καταθέσω μια εξήγηση που δεν την έχω διαβάσει αλλού, για να τη συζητήσουμε: η μεταμοντέρνα εποχή μας έχει μειώσει την απόσταση μεταξύ υψηλού και χαμηλού, σοβαρού και ελαφρού, ποιοτικού και εμπορικού. Αυτό σημαίνει ότι κυριαρχεί μια πολυσυλλεκτικότητα και με την ίδια διάθεση που κανείς βλέπει μια καλή ταινία κάθεται στην τηλεόραση και χαζεύει μια b-movie τρίτης διαλογής. Ακόμη περισσότερο η ίδια η τέχνη συχνά γίνεται mix, γεγονός που μπερδεύει ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Ο καθένας λοιπόν δεν καλείται να ξεχωρίσει τα ακούσματα και τα θεάματά του, βλέπει Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αλλά και Eurovision, πηγαίνει σε ένα ατμοσφαιρικό μπαράκι αλλά και σε ένα ξεσαλέ κλαμπάκι. Αυτή η λογική του anything goes κάνει πολλούς να διαβάζουν εική και ως έτυχε, έχουν στο κομοδίνο τους ένα Κούντερα αλλά βυθίζονται ηδονικά και σε έναν Μπουραντά, έχουν στα ράφια της βιβλιοθήκης τους ένα Κοτζιά αλλά ξεκοκαλίζουν μέχρι πρωίας μια Καλλιοτζή.
Αυτή η εικασία δεν αναιρεί ότι ένα συγκεκριμένο κοινό δεν αντέχει την «υψηλή» λογοτεχνία και αρκείται σε ρέουσες αναγνώσεις, για να ξοδέψει τον ελεύθερο χρόνο του, να ταξιδέψει με μια υπόθεση γοργή και ανεμπόδιστη, να ζήσει το όνειρο ή να ξαναζήσει τη ζωή του.
Πού καταλήγω; Η ανάγνωση δεν είναι θέμα παιδείας, είναι θέμα λογοτεχνικής παιδείας. Κι αυτό σηκώνει συζήτηση…

Πατριάρχης Φώτιος

Friday, September 04, 2009

Φραπέ με πάγο: Κάλλια Παπαδάκη

«Ο ήχος του ακάλυπτου»
εκδόσεις Πόλις
2009


Έξι διηγήματα πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως. Τι αξίζει να δει κανείς σε πρώτη ανάγνωση: αφενός, οι έξι ιστορίες συστήνουν ένα είδος σπονδυλωτού μυθιστορήματος, αφού με κέντρο μια πολυκατοικία παρακολουθούμε έξι αυτοτελείς ιστορίες, των οποίων όμως οι ήρωες μπαινοβγαίνουν ως κομπάρσοι από τη μία στην άλλη. Έτσι, η πολυκατοικία μετατρέπεται σε μικρόκοσμο, σε κοινωνικό σύνολο στο οποίο αντανακλώνται μέχρι ενός σημείου οι γενικότερες τάσεις και οι δυναμικές της κοινωνίας.
Συνάμα, η γλώσσα-της δείχνει ωριμότητα, δείχνει δούλεμα και υπομονή, δείχνει πως δεν γράφει απλώς για να διεκπεραιώσει την αφήγηση με ύφος ουδέτερο, άψυχο, άχρωμο. Η γλώσσα-της κρατάει ένα είδος ζεστασιάς, ή μάλλον έναν δικό-της σφυγμό, καθημερινό όσο και ανοίκειο, απλό όσο και καλοδουλεμένο. Κι αυτή η γλώσσα είναι που αποτυπώνει τον εσωτερικό μονόλογο των ηρώων και την ψυχοσύνθεσή-τους, ειδικά στις δύσκολες στιγμές, όπου η λογική ατονεί και η θολή ψυχολογία καλπάζει.
Από την άλλη, όμως, η πλοκή κάθε διηγήματος αυτή καθεαυτή δεν είναι ούτε ενδιαφέρουσα (το λιγότερο) ούτε σφριγηλή. Οι ιστορίες της Παπαδάκη δεν διακρίνονται για αρτιότητα στη σύνθεση των γεγονότων, αλλά περισσότερο για την ατμόσφαιρα που υποβάλλουν. Μάλιστα η δεύτερη ιστορία, αν δεν κάνω λάθος, κλείνει με αφέλεια, με μια απάτη που δεν πείθει καθόλου για τον ρεαλισμό-της. Γενικότερα, τα διηγήματά-της δεν μας παίρνουν από το χέρι, δεν δένουν τα επιμέρους στοιχεία προς επίτευξη ενός αφηγηματικού στόχου.
Η Παπαδάκη ξέρει να γράφει, ξέρει να συλλαμβάνει το σφυγμό των έξι αφηγητών-ηρώων-της και γι’ αυτό χαιρετίζω το πρωτόλειό-της ως ευοίωνη συμβολή στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι.
Κι ένα τελευταίο: η πολυκατοικία ως μικρόκοσμος, ως πεδίο δράσης που αντανακλά την κοινωνία ευρύτερα παίζει πολύ τη χρονιά που πέρασε. Η Κων/να Τασσοπούλου με «Τα κοινόχρηστα» (2008) γράφει ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα με ήρωες τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας και τα «κοινόχρηστα» μυστικά τους. Τι δείχνει αυτή η τάση;

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, September 01, 2009

Espresso affogato: Άντζελα Δημητρακάκη

“Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν εσένα”
εκδόσεις Εστία
2009


Λεσβιακά κείμενα δεν έχουμε πολλά στα ελληνικά. Μου έρχεται στον νου μόνο η Ρωζέτη, την οποία μάλιστα υπαινίσσεται και η Δημητρακάκη μέσα στο βιβλίο της.
Υπόθεση: η Κατίνα Μελά, Ελληνοαμερικανίδα, ετών 30, λεσβία, μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Princeton, επιστρέφει στην Ελλάδα όπου προσπαθεί να ενσωματωθεί στον ελληνικό τρόπο ζωής και να αποστασιοποιηθεί από την αλλόκοτη οικογένειά-της. Το θέμα της διατριβής-της αφορούσε την ποιήτρια Θαλασσία Ύλη, το οποίο όμως για προσωπικούς λόγους παρατάει. Στο τέλος αποκαλύπτεται η ιδιαίτερη σχέση που είχε η ίδια τη ηρωίδα με την αγνώστων στοιχείων ποιήτρια.
Μορφή: σειρά επιστολών και ηλεκτρονικών μηνυμάτων που στέλνει στους ανά τον κόσμο φίλους και συγγενείς-της, σειρά ημερολογιακών καταγραφών που συμπληρώνουν (με τη βοήθεια και των ημερομηνιών) τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στα γράμματά-της, η ανακοίνωση της Κατίνας, όπου ανακαλύπτεται ποια ήταν η Θαλασσία Ύλη και τέλος συνεντεύξεις της ποιήτριας, μεταφρασμένες στα ελληνικά από την Κατίνα. Όπως γίνεται αντιληπτό, δεν πρόκειται για μια κλασικότροπη αφήγηση, αλλά για ένα ποτ-πουρί κειμένων που συνδιαμορφώνουν σαν παζλ την υπόθεση του έργου.
Γιατί να το διαβάσετε: το μεγάλο ατού του μυθιστορήματος είναι η αποτύπωση της ελληνοαμερικανικής ματιάς. Η Κατίνα, φορέας αμερικανικής παιδείας, μαθαίνει σαν παιδί την ελληνική πραγματικότητα, άλλοτε με άμεση αντίληψη κι άλλοτε με εύστοχα αφελείς σκέψεις. Ο κόσμος της ελλαδικής κοινωνίας φαίνεται άλλοτε εκσυγχρονισμένος και παγκοσμιοποιημένος κι άλλοτε στατικός και συντηρητικός. Σ’ αυτή τη διττή κοσμοαντίληψη συμβάλλουν τα ελληνικά κείμενα της Κατίνας, στα οποία όμως, πολύ πετυχημένα, τρυπώνουν αγγλικές εκφράσεις και λέξεις, δείγμα της αμηχανίας αλλά και της ευκολίας με την οποία λειτουργεί στα αγγλικά η αφηγήτρια.
Γιατί να το αφήσετε: το μεγάλο μείον κάθε επιστολιμαίου και κάθε ημερολογιακού μυθιστορήματος είναι η στατικότητα της δράσης, η αδυναμία της επιστολής ή του ημερολογίου να επιταχύνουν τη δράση, να αναδείξουν τα πρόσωπα και τις μεταξύ-τους σχέσεις κι έτσι να προωθήσουν τον μύθο. Το ίδιο συμβαίνει και στο ανά χείρας έργο: η όλη υπόθεση συμπυκνώνεται σε ελάχιστη δράση, ενώ περισσότερο παρακολουθούμε τις σκέψεις, τα σχόλια, τα συναισθήματα (;) της κεντρικής ηρωίδας.
Μ' αυτή τη βάση αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο η Δημητρακάκη καταγράφει τις σκέψεις-της (και σ’ αυτό αλλά και στα άλλα-της βιβλία) συνειδητοποίησα ένα βασικό πρόβλημα της συγγραφέως: κατά την ταπεινή-μου γνώμη, η Δημητρακάκη γράφει για να εκφράσει την ιδεολογία-της, να κοινοποιήσει τις απόψεις-της, να δώσει τις ιδέες-της για τον κόσμο και τη ζωή. Η πλοκή μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, οι συγκρούσεις και οι σχέσεις των ηρώων είναι το πρόσχημα, η μυθιστορηματική δράση τίθεται στο περιθώριο. Με άλλα λόγια, αντί οι σκέψεις της συγγραφέως να απορρέουν από την ίδια την πλοκή και τα πρόσωπα, εντίθενται εκκρεμείς και εγκάθετες στο βιβλίο. Αντί να ισορροπείται δράση και ιδεολογία, η Δημητρακάκη γράφει λογοτεχνία αντί να γράψει δοκίμιο, με έναν τρόπο που χρησιμοποιεί την πλοκή σαν βοηθητική ρόδα σε ένα ιδεολογικό ποδήλατο που δεν τρέχει αλλιώς. Φυσικά, πολλά βιβλία καταφέρνουν να συναρμόσουν υπόθεση και ιδέες, αλλά στη συγκεκριμένη λογοτέχνιδα η πρώτη θυσιάζεται για τις δεύτερες, ενώ ο αναγνώστης αναγκάζεται να ξεχάσει τη μυθιστορηματική συνθήκη προκειμένου να δεχτεί τον κόσμο των απόψεων της πεζογράφου.

Πατριάρχης Φώτιος