Friday, October 30, 2009

Ανοικτή επιστολή στη Βιβλιοθήκη της «Ελευθεροτυπίας»


Αξιότιμε κύριε Χρονά,

          Όταν είδα κάποια στιγμή μέσα στην άνοιξη του 2009 την αλλαγή που έγινε στη Βιβλιοθήκη της παρασκευιάτικης Ελευθεροτυπίας, πίστεψα ότι κάτι καλό μπορεί να γίνει σ’ αυτό το κορεσμένο ένθετο. Πίστεψα, δειλά δειλά, ότι μπορεί ένα νέο επιτελείο σε συνεργασία με τους παλιούς να αναμορφώσει προς το καλύτερο το βιβλιολογικό κομμάτι μιας σοβαρής εφημερίδας και να βάλει το βιβλίο βαθύτερα στη σκέψη του μέσου αναγνώστη εφημερίδων.
       Δυστυχώς οι προσδοκίες-μου δεν επαληθεύτηκαν ως τώρα και, αν διαβάσετε καλοπροαίρετα όσα έχω να πω, μπορεί και να γίνω κατά τι χρήσιμος στην προσπάθειά-σας για ουσιαστικό λόγο και άποψη.
        Καταρχάς, στα θετικά οφείλω να αναγνωρίσω τη μεγέθυνση της σελίδας, ώστε να μπορεί ο αναγνώστης να διαβάζει πιο άνετα, πιο απλόχωρα, χωρίς να εγκλωβίζεται στα στενά όρια μιας πυκνοτυπωμένης σελίδας. Παράλληλα, η έλευση της Θεοδοσοπούλου (παρά τις τυχούσες επιφυλάξεις που έχω κατά καιρούς) δυναμώνει το κριτικό δυναμικό και μπορεί κάλλιστα να γίνει το κριτικό δίδυμο με τον Χατζηβασιλείου (αλήθεια πού είναι;), ώστε να ακούγονται δύο βασικές φωνές στην αξιολόγηση της ελληνικής παραγωγής. Δεν ξεχνώ τη θέλησή-σας για την ενίσχυση της ποίησης, την προβολή ποιητών και συλλογών, το κατέβασμα του ποιητικού λόγου στην καθημερινότητα του μέσου αναγνώστη.
       Από εκεί και έπειτα στην εφαρμογή βλέπω, όπως και πολλοί με τους οποίους συζητώ, αρκετά λάθη στρατηγικής.

       Αρχικά, έχω μετρήσει πάνω από 50-60 συνεργάτες, στοιχείο που, απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, οφείλεται στη θέλησή-σας για ένα είδος εκδημοκρατισμού της βιβλιοκριτικής. Έτσι, όμως, χωρίς να το θέλετε, εξασθενίζετε τη φωνή όλων όσοι γράφουν. Ψάχνω να βρω κάποιους παλιούς συνεργάτες και τους συναντώ αραιά και πού, ψάχνω να βρω νέους που μου έκαναν εντύπωση και βλέπω να εμφανίζονται μια φορά στα επτά-οκτώ φύλλα. Αυτή η ισότητα καταντά ισοπέδωση και οι αναγνώστες-σας, οι οποίοι επιθυμούν να έχουν κάποιον ή κάποιους ως βάση, παύουν να περιμένουν, απλώς βλέπουν την παρέλαση ονομάτων, χωρίς άξονα, βλέπουν ένα περιφερόμενο τσίρκο, χωρίς αναγνωρίσιμες υπογραφές, χωρίς πρόσωπα που να στηρίζουν τον κριτικό-τους λόγο ανά τακτά διαστήματα.
        Δεύτερον, έχετε περάσει σε ένα έντυπο εφημερίδας ευρείας κυκλοφορίας τη λογική ενός περιοδικού μικρής εμβέλειας και αραιής κυκλοφορίας. Αναφέρομαι συγκεκριμένα (και τώρα θα πω ονόματα) στις ελεύθερες στήλες ποιητικού σχολιασμού της Λαϊνά και δισκογραφικής προβληματικής του Ζουγρή και του Πετρίδη (αλήθεια πού είναι σήμερα;). Και οι τρεις αρθρογράφοι-σας κινούνται σε παλιομοδίτικες πρακτικές, η μεν πρώτη μιλάει συνεχώς αυτοαναφορικά, χωρίς το λογικό ειρμό μιας παρουσίασης ή το δοκιμιακό λόγο που θα φέρει πιο κοντά το κοινό στην ποίηση. Αντίθετα, με ποιητικίζουσα φρασεολογία και χωρίς αλληλουχία νοημάτων πιο πολύ απωθεί παρά ενεργοποιεί το ποιητικό εγώ των αναγνωστών. Οι άλλοι δύο εθελοτυφλούν απέναντι στην επικαιρότητα, ίδιον γενικά του ενθέτου, και αναπολούν ομφαλοσκοπικά άλλες εποχές και είδη μουσικής, μουσικής βινυλίου που (αν μη τι άλλο) αφορούν μια μονόπλευρη θέαση της παράδοσης. Διαθέτω στήλη για τη μουσική θα σήμαινε μια πολύ διαφορετική αντίληψη για το τι ποιοτικό μπορώ να δώσω στο σ ύ γ χ ρ ο ν ο αναγνώστη-μουσικόφιλο. Κι αυτό το αφιέρωμα στη Βέρα Ζαβιτσιάνου, σύμφωνο με την εποχή και πιο πολύ σύμφωνο με το βιβλίο…! Μήπως σκοπεύετε να αλλάξετε το όνομα της Βιβλιοθήκης;

         Το σημείο αυτό για την επικαιρότητα πρέπει να εξηγηθεί περισσότερο. Αν θελήσουμε να μιλήσουμε για κλασικά βιβλία και συγγραφείς, καλό είναι αυτό να γίνεται σταθερά σε μια συγκεκριμένη σελίδα, αναγνωρίσιμη κάθε φορά από τον αναγνώστη (έχουν θέση ωστόσο αυτά σε μια καθημερινή εφημερίδα;). Πέρα όμως απ’ αυτό, θέλουμε να διαβάζουμε κριτικές εκτιμήσεις αλλά ταυτόχρονα να ενημερωνόμαστε για ό,τι σημαντικό προκύπτει στο χώρο των εκδόσεων αλλά και τη βοερή ζωή βιβλίων, εκδόσεων, περιοδικών, βραβείων, θεσμών κ.ο.κ. (δεν εννοώ σε καμία περίπτωση κουτσομπολιά). Έτσι, είναι πολύ χρήσιμο το δισέλιδο που διατηρείτε με μικρά σημειώματα για τα τρέχοντα βιβλία. Όλο το υπόλοιπο όμως ένθετο αποπνέει (άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο) μια οσμή μουσείου, όταν δημοσιεύετε παρουσιάσεις βιβλίων παλαιότερων ετών χωρίς εγνωσμένη δικαιολογία, μια ατμόσφαιρα αποκομμένη μέχρις ενός σημείου από το σήμερα κι από το παρόν.
         Μίλησα παραπάνω για τρεις στήλες, συν μία αυτήν της Θεοδοσοπούλου: σύνολο τέσσερις τακτικές στήλες. Κατά τ’ άλλα, η αρχιτεκτονική της Βιβλιοθήκης ποικίλλει από φύλλο σε φύλλο, με αποτέλεσμα κάτι τέτοιο να μη φαίνεται σαν μια ευχάριστη πολυφωνία, αλλά σαν μια άναρχη δόμηση. Μια μόνιμη στήλη παρουσίασης ποιητικών συλλογών, μια άλλη με παρουσιάσεις ξένης λογοτεχνίας, μια σταθερή ανά βδομάδα, δεκαπενθήμερο ή όποτε άλλοτε αποφασίσετε σελίδα για δοκίμια, επιστημονικά έργα ευρείας αναγνωσιμότητας, κοινωνιολογικές, πολιτικές κ.ο.κ. πραγματείες κ.ά. Αυτό που έχετε στερήσει από τους αναγνώστες σας είναι η ΠΡΟΣΜΟΝΗ. Ν’ ανοίγουμε το ένθετο και να βρίσκουμε παλιά, κλασικά μονοπάτια, αλλά και καινούργια, νεόκοπα κείμενα, σταθερά ονόματα βιβλιοκριτικής όσο και φρέσκιες υπογραφές που δε θα εμφανίζονται σαν κομήτες κι έπειτα θα χάνονται.
        Υποπτεύομαι εξάλλου ότι εκδοτικές ή άλλες πιέσεις «επιβάλλουν» παλαιές συνήθειες. Λ.χ. ένα τεράστιο δοκίμιο του Αρανίτση, κατακτητής πολλών σελίδων σε διαδοχικά φύλλα, έρχεται να συνεχίσει μια τακτική που την είχα ξαναδεί και στην παλαιότερη έκδοση της Βιβλιοθήκης και ήλπιζα ματαίως ότι έχει τελειώσει. Δεν ξέρω εκ των ενόντων το χώρο των εφημερίδων, αλλά δε με πείθει ότι αυτό είναι μέρος των επιλογών σας, τόσο ξένο με το υπόλοιπο κλίμα της Βιβλιοθήκης, ή όταν συντηρείτε ονόματα και κείμενα, που έρχονται αυτούσια από το χθες και στοιχειώνουν το σήμερα. Γιατί εκεί που βλέπω σποραδικότητα, ξαφνικά εμφανίζεται μια προκλητική τακτικότητα, εκεί που βλέπω να έχει εξαφανιστεί λ.χ. η Σχινά (εκτός από τον Χατζηβασιλείου, που προανέφερα) παρουσιάζονται υπογραφές κατ’ εξακολούθηση συχνές.

        Θα ήθελα να ξέρω αν σας έχει απασχολήσει ποιοι διαβάζουν τη Βιβλιοθήκη, η οποία δεν ενσωματώνεται καν σε ένα σαββατιάτικο ή κυριακάτικο φύλλο. Εικάζω μερικές εκατοντάδες φανατικοί αναγνώστες σαν κι εμένα, και ποικίλοι συγγραφείς, κριτικοί, εκδότες, βιβλιοπώλες και λοιποί άνθρωποι του χώρου. Επομένως, σε ένθετα σαν αυτό περιμένουμε πιο άμεσα αντανακλαστικά και μια σταθερή βάση, πάνω στην οποία να στηρίζουμε τις αναγνωστικές-μας επιλογές.
        Δεν ξέρω αν είμαι αιθεροβάμων στα 45-μου χρόνια, επειδή ελπίζω ότι έστω και κατά τι θα εισακουστώ. Είμαι ίσως ο ρομαντικός φιλαναγνώστης που παρακολουθούσα τις στήλες βιβλίου της Ελευθεροτυπίας από τότε που δεν είχαν οργανωθεί σε ένθετο αλλά κοσμούσαν τα φύλλα της Τετάρτης, αν δεν κάνω λάθος. Τώρα, λοιπόν, μια μικρή φωνή μέσα-μου μου ψιθυρίζει ότι θα μπορέσετε –πέρα από τους φίλους-σας, που (όπως οι φίλοι όλων-μας) μιλάνε ενίοτε με διπλωματική διακριτικότητα ή με αυλική κολακεία- να ακούσετε έναν από τους εκατοντάδες αναγνώστες της Βιβλιοθήκης, ο οποίος με επιχειρήματα –πιστεύω- θέλησε να σας μεταφέρει ένα δείγμα της πρόσληψης της προσπάθειάς-σας από τη βιβλιόφιλη κοινή γνώμη.
Με την ελπίδα ότι τουλάχιστον θα διαβάσετε με καλή προαίρεση
όσα έχω παρατηρήσει
Μετά τιμής
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, October 28, 2009

Πικρός καφές: Πέτρος Πικρός


“Χαμένα κορμιά”
εκδόσεις Άγρα
2009

       Διηγήματα του 1922 που αναδημοσιεύονται σε έναν τόμο με την επιμέλεια της Ντουνιά, στον οποίο συμπεριλαμβάνονται μια κατατοπιστική εισαγωγή και κριτικές της εποχής για το έργο.
        Το πιο παράδοξο (και άξιο προσοχής) και γι’ αυτό θα ξεκινήσω από αυτό είναι ότι ο Πέτρος Πικρός (ψευδώνυμο που παραπέμπει στον Γκόρκι = πικρός) σπούδασε στο εξωτερικό και γενικά ήταν ένας μορφωμένος άνθρωπος της εποχής του. Κι όμως η γλώσσα των ιστοριών-του είναι αυτή ακριβώς του περιθωρίου με έντονο το προφορικό στοιχείο, την αργκό του υποκόσμου, τον ρυθμό και το τέμπο των ανθρώπων του λούμπεν προλεταριάτου. Φυσικά αυτό γίνεται από ιδεολογία, αφού σκοπός του συγγραφέα είναι να δείξει το περιθώριο και τους άκληρους της ζωής, οι οποίοι είναι τα θύματα της κοινωνικής σήψης.
         Το σημαντικό όμως είναι ότι καταφέρνει να πείσει απόλυτα για την αληθοφάνεια του λόγου των προσώπων-του, σαν να είναι δικός-του∙ σαν ο ίδιος να μιλούσε και να έγραφε έτσι. Κι αυτό δείχνει πολύ καλό συγγραφέα, ο οποίος ναι μεν δεν διακρίνεται για την έξοχη πλοκή των έργων-του, συμπεριλαμβανομένου και του πιο γνωστού-του του «Τουμπεκί», αλλά πετυχαίνει να αναπλάσει τη γλώσσα και δη τον κόσμο των πορνών, των κλεφτών, των άστεγων, των απατεώνων που ζουν τη δική-τους εξαθλίωση.
        Είναι σαν τον ηθοποιό που παίζει κόντρα ρόλους κι αυτό αναδεικνύει ακόμα περισσότερο το ταλέντο-του. Οι περισσότεροι σημερινοί πεζογράφοι γράφουν τον δικό-τους μονόπλευρο λόγο, χωρίς ίχνος πολυφωνίας, και φυσικά δίχως την ενσάρκωση ενός άλλου υποκειμένου πέρα απ’ αυτόν/αυτούς με τον οποίο/οποίους τα βιώματά-τους τους έχουν εξοπλίσει.
        Ο Πικρός μιλάει για το περιθώριο για να το κάνει γνωστό ως κοινωνική παράμετρο που η αστική λογοτεχνία προσπαθεί να κρύψει κάτω από το χαλί, μιλάει με αριστερή ιδεολογία και έμμεσα επικριτική διάθεση στο κοινωνικό σύνολο. Η νατουραλιστική-του απεικόνιση εκμοντερνίζεται με ελεύθερο πλάγιο λόγο ο οποίος δείχνει ικανότατο χειρισμό, αλλά κατά βάση παραμένει ρεαλιστικός και φωτογραφικά (και φωνογραφικά) πιστός στην πραγματικότητα. Ίσως δυσκολεύει τον ρυθμό της ανάγνωσης αλλά σίγουρα αποζημιώνει με την ανοίκεια οπτική της ζωής.
Πατριάρχης Φώτιος
Δεν βρήκα σήμερα άλλο κατάλληλο κείμενο να βάλω,
που να ταιριάζει με την Εθνική επέτειο,
επειδή πιθανόν ο ηρωισμός είναι θέμα παρωχημένο για την εποχή και δη για τη λογοτεχνία. Προσεχώς, θα συνεχίσω το θέμα που ανοίξαμε για τα βιβλιοφιλικά ένθετα με αναφορά στη "Βιβλιοθήκη" της Ελευθεροτυπίας.

Sunday, October 25, 2009

Μπουκιές και μπουκίτσες από τις εφημερίδες


1. Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη “Ψυχή βαθιά” διχάζει τους Έλληνες, για μια ακόμα φορά. Θέμα-της ο Εμφύλιος και η βασική κατηγορία (εκ μέρους κυρίως των αριστερών εντύπων) είναι ότι ο σκηνοθέτης δεν παίρνει θέση (ενν. υπέρ των κομμουνιστών) και διατηρεί μια ανθρωπιστική ουδετερότητα εστιάζοντας στο ανθρώπινο και όχι στο κομματικό.

Βλ. την παρουσίαση των διιστάμενων κριτικών στο φύλλο της «Ελευθεροτυπίας» (23.10.2009) από τη Φωτεινή Μπάρκα και το άρθρου του Μανόλη Πιμπλή στα «Νέα» (24.10.2009). Δες επίσης την κινηματογραφική κριτική (φυσικά ιδεολογική, όπως όλες) του Νίνου Φενέκ Μικελίδη στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», τα άρθρα στο «Βήμα» και τη θέση του Νίκου Μπακουνάκη, όπως και τα κείμενα στο Κ της «Καθημερινής» (25.10.2009).
Στην ουσία ο δημιουργός απέναντι σε ένα θέμα με μεγάλη ιδεολογική ένταση έχει τρεις επιλογές:                                                       

α. να τηρήσει ουδετερότητα σε ένα κλίμα συμφιλίωσης και συναδέλφωσης (να μην ριψοκινδυνέψει να εκτεθεί και να κατηγορηθεί εκατέρωθεν, αλλά να φανεί άνευρος και ρηχός).                             
β. να λάβει μέρος με θ έ σ η, να ερμηνεύσει δηλαδή τα γεγονότα με ιδεολογικό τρόπο και να δείξει, κατά τη γνώμη-του, ποιος λίγο και ποιος πολύ είχε δίκιο (κινδυνεύει να κατηγορηθεί για μεροληψία και μονόπλευρη θέαση των δεδομένων, δηλαδή για προπαγάνδα)                         
γ. να δείξει πολυφωνικά το δίκιο του ενός και του άλλου, να αφήσει τους ήρωές-του να πάρουν θέση, άλλος από εδώ κι άλλος από εκεί (πάλι θα κινδυνέψει να φανεί ουδέτερος, αλλά θα καλύψει τις απόψεις και των δύο πλευρών αφήνοντας το έργο-του ανοικτό)                          


2. Γιορτάζει τα 10 χρόνια-του o Blogger μέσα στον οποίο συνεχίζει τις αναγνώσεις-του και το Βιβλιοκαφέ. Χρόνια πολλά και συγχαρητήρια για τη δυνατότητα που δίνει στον καθένα να αποκτήσει βήμα ανοίγοντας ένα ιστολόγιο. Δείτε ακόμα έναν ιστότοπο (http://readallday.org ) στον οποίο η κάτοχός-του Nina Sankovitch διαβάζει ένα βιβλίο κάθε μέρα και αναρτά τη γνώμη-της γι’ αυτό (από τον Δημήτρη Δουλγερίδη στον Ταχυδρόμο των «Νέων», 24.10.2009). Το Βιβλιοκαφέ δεν μπορεί να ακολουθήσει ούτε κατά διάνοια. Άλλωστε, δεχτήκαμε σχόλιο (στην ανάρτηση της 19ης 10.2009) να μην ποστάρουμε τόσο γρήγορα, …γιατί θα μας κόψουν κλήση για υπερβολική ταχύτητα (να ‘σαι καλά, Μύρωνα). Η …συνάδελφος Νίνα έχει Μαζεράττι, ενώ εμείς αγκομαχούμε στην ανηφόρα με φιατάκι.


3. Διαβάζει κανείς τη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας κάθε Παρασκευή, το Βιβλιοδρόμιο των «Νέων» κάθε Σάββατο, τα Βιβλία του «Βήματος», το 7 της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» και τις σελίδες για την Τέχνη της «Καθημερινής» κάθε Κυριακή και βλέπει -με διαφορά- τα Νέα να έχουν το καλύτερο βιβλιοφιλικό ένθετο. Πάντα ενήμερα, κοντά στην επικαιρότητα, με αναφορές σε ό,τι καινούργιο κυκλοφορεί και όποιο θέμα απασχολεί τη βιβλιοφιλική επικαιρότητα, με μικρά αφιερώματα κατά καιρούς και φυσικά τις έγκριτες στήλες κριτικής του Κούρτοβικ.
         Λ.χ. χθες, παρουσίαση των νέων νουβελών της Κολλιάκου, σύσταση του βιβλίου για το αστυνομικό μυθιστόρημα του Αποστολίδη, άρθρο για το νέο μυθιστόρημα του Μανιώτη (από την τρέχουσα ελληνική παραγωγή που έρχεται επελαύνοντας). Παράλληλα, διαβάζουμε για τα μεταφρασμένα βιβλία όπως αυτά της Νεμιρόφσκι, του Χάρμς, του Ισπανού Θαφόν, ενώ οι προεκτάσεις στην ιστορία με αναφορά στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και φυσικά στον πάντα επίκαιρο και αναθεωρούμενο ελληνικό Εμφύλιο επεκτείνουν τα αναγνωστικά-μας ενδιαφέροντα προς παράπλευρους χώρους. Και πάνω που λες ότι χόρτασες, έρχεται η βιβλιοπαρουσίαση του βιβλίου της Αρβελέρ για το Βυζάντιο, που μας κάνει να ξεσκονίσουμε τις σκουριασμένες ιδέες για μια αυτοκρατορία που (κατά πολλούς) ήταν παρακμιακή και οπισθοδρομική. Βλέπω ότι η Χαρτουλάρη ενορχηστρώνει πολύ καλά τα “όργανά-της” σε μια πετυχημένη αρμονική δουλειά.
           Θα συνεχίσω άλλη φορά με τα ένθετα των άλλων εφημερίδων, που με απογοητεύουν όλο και περισσότερο (εξαιρείται η κυριακάτικη «Καθημερινή» που διατηρεί ένα καλό επίπεδο).
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, October 22, 2009

Με ολίγη ή ναι και όχι: Μαρλένα Πολιτοπούλου


“Η μνήμη της πολαρόιντ”
εκδόσεις Μεταίχμιο
2009

       Τι μπορεί να μας προσφέρει ένα ακόμη μυθιστόρημα για τον Εμφύλιο; Πώς μπορεί να δέσει η ιστορική μνήμη με το αστυνομικό αίνιγμα; Είναι δυνατόν να κρατηθεί το ενδιαφέρον με την ταχύτητα της αστυνομικής δράσης και ταυτόχρονα να εγερθεί ο προβληματισμός πάνω στις διαμάχες του παρελθόντος που σημαίνει στοχασμό και αναθεώρηση;
      Πώς μπορεί κανείς να πραγματευθεί τον Εμφύλιο; α) με ένα αμιγώς ιστορικό μυθιστόρημα που αναφέρεται στην περίοδο εκείνη, β) με ένα μυθιστόρημα-μαρτυρία που αναμοχλεύει εκ των υστέρων βιώματα ζώντων.
Η Πολιτοπούλου, που είναι γνωστή για τα αστυνομικά-της μυθιστορήματα και διηγήματα, επιλέγει έναν άλλο τρόπο, πιο επίκαιρο αισθητικά και πιο κοντά στις αναζητήσεις του Έλληνα αναγνώστη του 2009. Τώρα επιχειρεί να συγγράψει ένα πολύ πιο απαιτητικό κομμάτι, το οποίο συνδυάζει αστυνομική και ιστορική έρευνα, παρόν και παρελθόν, σύγχρονη ζωή και παλαιικές σκέψεις. Κατά τη γνώμη-μου το καταφέρνει αρκετά καλά.

        Αφενός στήνει την όλη πλοκή πάνω σε τρία χρονικά επίπεδα: το 2006, όπου ο γιος παλαιού αστυνόμου βρίσκει τα αρχεία με τις ανεξερεύνητες υποθέσεις, μία εκ των οποίων αναφέρεται στο 1976. Τότε σκοτώνεται σε σήραγγα στο Πήλιο παλαιός δεξιός, ο οποίος δούλευε ως μάγειρας στο σπίτι αριστερών. Η ιστορία βέβαια έχει προϊστορία από τα χρόνια του Εμφυλίου, και συγκεκριμένα το 1946. Έτσι με δύο τριαντακονταετίες γεφυρώνεται όλη η μεταπολεμική περίοδος και οι επιπτώσεις της «αδελφικής» σύρραξης που συγκλονίζει ακόμα και σήμερα την ελληνική ιστορία.
        Αυτού του είδους πλέον τα μυθιστορήματα δεν αναζητούν ευθύνες στην αριστερή ή στη δεξιά παράταξη: αφήνουν την αίσθηση ότι όλοι έκαναν τα δικά-τους λάθη και δεν έχει πια αξία να μένουμε μονόπλευρα στη μία ή στην άλλη αλήθεια. Αυτό βέβαια μέχρι ενός σημείου είναι λήθη, μέχρι ενός σημείου αμνηστία και μέχρι ενός σημείου ισοπέδωση. Ας τα βρουν οι ιστορικοί αυτά…

        «Η μνήμη της πολαρόιντ» εστιάζει στα μικρά ανθρώπινα δράματα, κυρίως των παιδιών που έμειναν ορφανά και ο αφανής θείος Γιώργης ανέλαβε κρυφά απ’ όλους, με κίνδυνο τη δική-του υπόληψη, να τα σώσει με μελετημένες υιοθεσίες, ενώ όλοι είχαν πλέον την εντύπωση πως είχε πάψει να έχει οποιαδήποτε κομματική δράση και κοιτούσε μόνο την καλοπέρασή του. Έτσι, πίσω από το αστυνομικό μυστήριο και την ιστορική αναμόχλευση, το κέντρο του έργου είναι το παιδί, το παιδομάζωμα, οι παιδουπόλεις, η Αφρική και η τύχη των παιδιών εκεί. Αλλά και το τέχνασμα με τη διπλή ταυτότητα, μάλλον τις πολλαπλές διπλές ταυτότητες, αποβαίνει αποτελεσματικό, καθώς το τέλος, παρόλο που δεν το αναμένουμε με αγωνία, έρχεται βάσει σαφών οργανωτικών κατευθύνσεων.
        Πρόκειται για ένα ολοκληρωμένο έργο, που αφήνει τον αναγνώστη με την πληρότητα μιας ανάγνωσης πέρα από την επιφάνεια του αστυνομικού και την βαρύτητα του πολιτικού.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, October 19, 2009

Τσιμπολογώντας: εφημερίδες του τριήμερου



1. Επιτέλους υπάρχουν κριτικοί που δεν διστάζουν να αποκαθηλώσουν τις ιερές αγελάδες της λογοτεχνίας, αν αυτές δεν κατεβάζουν αγνό γάλα! Ο Γαραντούδης στα Νέα-Σαββατοκύριακο (http://digital.tanea.gr/ClipForm.aspx?nid=13850218) κατακρίνει το τελευταίο βιβλίο του Κουμανταρέα με τίτλο “Σ’ ένα στρατόπεδο στην άκρη της ερημιάς”. Κι αφού εξηγήσει την απαρέσκειά-του (προσωπικά θα περίμενα πιο αναλυτικά τα επιχειρήματά-του), καταλήγει σε κάτι πολύ καταπελτικό: «Οι παραπάνω παρατηρήσεις καταλήγουν σε ένα τελικό δίλημμα η δεύτερη λύση του οποίου γεννά γενικότερη ανησυχία σε όσους διαβάζουν και κρίνουν τη σοβαρή λογοτεχνία: όψιμη κάμψη ενός καταξιωμένου συγγραφέα ή εκδήλωση της αδυναμίας του να αντισταθεί στην προχειρότητα και τις ευκολίες της πεζογραφίας του καιρού και του τόπου μας».

        Χωρίς να έχω διαβάσει το βιβλίο ακόμα, χαιρετίζω την αποδέσμευση της κριτικής από μεγάλα ονόματα και παραδόσεις, όταν οι καταξιωμένοι συγγραφείς γίνονται ολονέν και χειρότεροι. Επανάπαυση στις δάφνες και ένα βιβλίο κάθε ένα ή δύο χρόνια ή κατιούσα πορεία της γραφής, χωρίς φρέσκιες ιδέες και τεχνικές; Μια άποψη γίνεται σιγά σιγά πεποίθηση: οι φτασμένοι συγγραφείς δεν αγωνιούν πλέον για τα έργα-τους, όπως έκαναν στο πρώτο, δεύτερο ή τρίτο πόνημά-τους, και εύκολα εκδίδουν ελαφρά τη καρδία ό,τι γράψουν.

2. Αντίθετα, το “Logicomix” του Δοξιάδη και των συνεργατών-του (σύμφωνα με δημοσίευμα στο Βημαgazino της Κυριακής) μεταφράστηκε στα αγγλικά και βρίσκεται στις υψηλές θέσεις των ευπωλήτων. Η ελληνική λογοτεχνία μπορεί πραγματικά να γίνει διεθνής, με την ώσμωση του οικουμενικού (η επιστήμη του 20ου αιώνα) με το ντόπιο (την αρχαιοελληνική αίσθηση της δημοκρατικότητας). Ο Δοξιάδης αξιοποίησε την εικόνα, σε μια εποχή εικόνας και θεάματος, την μπόλιασε με μυθιστορηματικότητα και επιστημονική εξέλιξη, έβαλε και φιλοσοφία, κι έτσι δημιούργησε μια άρτια σύνθεση.

3. Φυγόκεντρο της λογοτεχνίας: οι νέες ελληνικές ταινίες κερδίζουν επαίνους και θετικές κριτικές αποτιμήσεις. Μπορούμε δηλαδή να ελπίζουμε ότι αυτό που λένε όλοι "Η βαριά βιομηχανία μας είναι ο πολιτισμός" ότι ισχύει; Γιατί στα λόγια ακούγεται ωραίο, αλλά στην πράξη δεν έχουμε να επιδείξουμε ούτε κινηματογράφο που να αντέχει σε διάρκεια, ούτε λογοτεχνία που να μας διαφημίζει διεθνώς, ούτε εικαστικές τέχνες που να αντέχουν στον χρόνο. Ή μάλλον έχουμε όλα αυτά αλλά κάπου μένουμε πίσω στην προαγωγή τους.
          Ο Ζουμπουλάκης στο Βήμα (http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=34&artId=294598&dt=18/10/2009 ) παρουσιάζει τις νέες αυτές παραγωγές που δείχνουν ότι πού και πού κάτι κινείται στο ελληνικό σινεμά. Ξεχωρίζω δύο φιλμ τα οποία τράβηξαν την προσοχή-μου: η “Ακαδημία Πλάτωνος” του Φ. Τσίτου που αναφέρεται στην κρίση ταυτότητας ενός Ελληναρά που ανακαλύπτει ότι είναι Αλβανός! (γλυκόπικρη κωμωδία με έξυπνο χειρισμό του θέματος) και η “Ψυχή βαθιά” του Π. Βούλγαρη (συν-σενάριο με την Καρυστιάνη), που αναφέρεται στον Εμφύλιο πόλεμο. Δες επίσης τα άρθρα των Ξυδάκη και Κατσουνάκη στην Καθημερινή.
4. Και μετά τον κινηματογράφο ας ξαναγυρίσουμε στη λογοτεχνία, συνδυασμένη αυτή τη φορά με το θέατρο: το Θέατρο Τέχνης ανεβάζει ποιήματα της Κικής Δημουλά σε σκηνοθεσία Μ. Ξανθοπουλίδου. Παράλληλα, το Θέατρο του Μαρτίου ανεβάζει τον “Ιαγουάρο” (1987) του Αλέξανδρου Κοτζιά σε σκηνοθεσία Θ. Εσπίριτου. Η λογοτεχνία γίνεται θέαμα (με την καλή έννοια). Το ζήτημα είναι αν οι συγκεκριμένες παραστάσεις μπορούν να εξαγάγουν νοήματα που δεν φαίνονται εύκολα με την ανάγνωση.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, October 16, 2009

Γαλλικός καφές με λίγη ζάχαρη: Maurice Attia


Pointe Rouge
2007
“Η κόκκινη Μασσαλία”
μετ. Ρ. Κολαΐτη
εκδόσεις Πόλις
2009

         Μασσαλία 1968. Από τον νότο έρχονται οι αντίλαλοι του πολέμου στην Αλγερία, από τον βορρά ακούγονται οι αναταραχές του Μάη στο εξεγερμένο Παρίσι.

        Ο Maurice Attia, Αλγερινός ο ίδιος, συνεχίζει στην ουσία το προηγούμενο βιβλίο του “Το κόκκινο Αλγέρι”, με τα ίδια πρόσωπα και στο ίδιο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Ο καμβάς του είναι το πολιτικό προσκήνιο και παρασκήνιο της ταραγμένης Γαλλίας του 1968, χρονιά κατά την οποία και σε πολλά άλλα κράτη (βλ. Ελλάδα) οι πολιτικές συνθήκες κάθε άλλο παρά ομαλές είναι. Το παλίμψηστο του γαλλόφωνου συγγραφέα ξεκινά από την οριοθέτηση των αριστερών και αριστερίστικων οργανώσεων, τις διαπλοκές και τις εξαρτήσεις τους, τα καρφώματα και τις παράλληλες κινήσεις, η γενοκτονία των Αρμενίων και ο αγώνας των Αλγερινών, το αντιστασιακό ταμπεραμέντο και τους πολλαπλούς ρόλους κάθε προσώπου.
       Χτίζεται έτσι ένα πολυπρόσωπο οικοδόμημα, που ευτυχώς δεν μας μπερδεύει, αν δεν ψάχνουμε επισταμένα κάθε οργάνωση και τον ρόλο της. Ξαναγυρίζοντας στα πρόσωπα μπορώ να πω ότι μέσα στο πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι ξεχωρίζουν οι βασικοί πρωταγωνιστές, αποκτούν προσωπικό στίγμα, ψυχογραφούνται μέσα και παράλληλα με τις εξελίξεις: ο αστυνόμος Πάκο, η σύντροφός του Ιρέν, ο συνάδελφός του Αρμένιος Κουπιγκιάν, η φίλη του Εύα κ.ο.κ. Καθένας από αυτούς βιώνει μια τραγική στιγμή μέσα στο έργο (ο Πάκο λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του, η Ιρέν βιάζεται, του Κουπιγκιάν δολοφονείται ο αδελφός και όλη η οικογένειά του κ.ο.κ.), με αποτέλεσμα πέρα από δημόσιος ο λόγος του Attia να γίνεται εναλλάξ και ανθρωποκεντρικός.

       Κι όλα αυτά δοσμένα με τη σαγήνη του αστυνομικού μυθιστορήματος, το χρώμα του αίματος και του ξεκληρίσματος, το κυνήγι του δολοφόνου μέσα στο πολιτικό πανηγύρι, η αγωνία της δράσης. Η εναλλαγή της φωνής της αφήγησης ανάμεσα στα τέσσερα βασικά πρόσωπα τονίζουν πέρα από την προσωπική ματιά του καθενός και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να λυθεί η υπόθεση. Η εξιχνίαση των πολλαπλών φόνων ή αποπειρών δολοφονίας περνάει μέσα από την ψυχή των ηρώων και γι’ αυτό η αφήγηση συμπλέκει αξεδιάλυτα αστυνομικό γρίφο και προσωπικές αναμοχλεύσεις και τραγωδίες.
        Το παλίμψηστο της «Κόκκινης Μασσαλίας» χωνεύει στο ίδιο χωνευτήρι το πολιτικό, το ατομικό (ψυχολογικό και δραματικό) και το αστυνομικό. Έχω την εντύπωση πως το αστυνομικό είναι απλώς η αφορμή και το δέλεαρ, ενώ το βάρος πέφτει στην πολιτική αποτύπωση μιας εποχής. Αν εξαιρέσει κανείς την απλοϊκά μανιχαϊστική λύση (αφού ο υποκινητής των δολοφονιών είναι ένας φανατικός δεξιός της εποχής, δεδομένο που σήμερα φαντάζει ανεπίκαιρο), ο αναγνώστης, ακόμα κι αυτός για τον οποίο η Γαλλία και τα πολιτικά της δεν είναι οικεία, ταξιδεύει σκληρά αλλά και μεστά μέσα στον κυκεώνα φραξιών και κινήσεων που στιγμάτισαν τον Μάη του ’68.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, October 12, 2009

Μηλόπιτα: Νόμπελ και πολιτική


Τι βραβεύουμε; την πορεία ενός προσώπου ή την αξία του έργου-του;


        Το Νόμπελ που θεωρείται το σπουδαιότερο βραβείο λογοτεχνίας ανά την υφήλιο έχει δεχτεί (και συνεχίζει να δέχεται μετά τη φετινή βράβευση της Χέρτα Μίλερ) δριμείες επικρίσεις, κυρίως επειδή οι 18 Ακαδημαϊκοί της Σουηδίας απονέμουν το βραβείο με μια λογική του politically correct. Και ποια είναι αυτή; Μα η βράβευση να αναδείξει όχι κατ’ ανάγκην τον κορυφαίο λογοτέχνη του κόσμου, αλλά έναν πνευματικό άνθρωπο, και μάλιστα όχι μέσω της προβληματικής που θέτουν τα έργα-του, αλλά βάσει της προσωπικής-του αντίστασης σε κάθε είδους καθεστώτα. Προτεραιότητα δηλαδή έχει το βιογραφικό του συγγραφέα και έπειτα ακολουθεί η ποιότητα των κειμένων-του. Αν τύχει και αυτά συμβαδίζουν, τότε είμαστε όλοι εμείς τυχεροί που μάθαμε για έναν ενεργό πολίτη που γράφει και υψηλού επιπέδου λογοτεχνία.

        Ο προβληματισμός αυτός εδράζεται στην παρακολούθηση περιπτώσεων βραβευθέντων που προκάλεσαν απορία ή και αγανάκτηση. Ο Μπακουνάκης σε ένα κατατοπιστικό άρθρο του («Το Βήμα», 11.10.2009: "Στα παρασκήνια του βραβείου Νομπέλ") αναλύει (αρκετά περιεκτικά) τα πολιτικά παιχνίδια του θεσμού και το πώς αναδεικνύονται μορφές, των οποίων η ζωή και η δράση μετράει πιο πολύ από τη λογοτεχνικότητα των έργων-τους.
        Το φετινό βραβείο προκάλεσε αντιδράσεις και στα ελληνικά ιστολόγια, όπως στην Εαρινή συμφωνία (http://many-books.blogspot.com/2009/10/blog-post.html). Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να ξαναδούμε τις αναγνωστικές-μας επιλογές: επιλέγουμε το καλό με βάση την αξία που κουβαλάει το ίδιο το βιβλίο ή είμαστε δέσμιοι της εικόνας του συγγραφέα; Διαβάζουμε και εκτιμούμε κείμενα ή πρόσωπα; Αν βραβεύουμε δράση, τότε Νόμπελ λογοτεχνίας σε όλους τους αντικαθεστωτικούς ανά τη γη, που έχουν γράψει λ.χ. μαρτυρίες!

        Αν βραβεύουμε λογοτεχνία, τότε ας μιλήσουμε για το ίδιο το έργο, είτε προέρχεται από τα φαβορί (Κούντερα, Οζ, Ροθ κ.ο.κ.) είτε από αουτσάιντερ, αρκεί να πείσει η επιτροπή ότι μελέτησε τα κείμενα, στάθμισε την αξία-τους, βρήκε μηνύματα και ιδέες διαχρονικές, εκτίμησε την πιθανή απήχησή-τους στο μέλλον... Δεν ξεχνώ ότι πολλά Νόμπελ έχουν ξεχαστεί, πολλά δεν μπαίνουν πλέον σε κανένα Κανόνα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και κανένας εκδοτικός οίκος δεν μπαίνει στον κόπο να τα επανακυκλοφορήσει. Φυσικά υπάρχουν και κορυφές που τιμήθηκαν επαίνοις και χρήμασι, γιατί το έργο-τους άξιζε και έμεινε ζωντανό, πολύ μετά την εφήμερη δόξα μίας βράβευσης. Και τέλος, άλλο να επηρεάζεται κανείς κατά τις εκτιμήσεις-του από την όποια υποκειμενικότητά-του (πολιτική, ιδεολογία, θρησκεία, κοσμοαντίληψη) κι άλλο προγραμματικά να αναζητούν μερικοί αντιφρονούντες για να δείξουν την politically correct δράση που πρέπει να έχει κάθε διανοούμενος, για να τον βραβεύσουν.
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, October 10, 2009

Καπουτσίνο καραμέλ: Ροβήρος Μανθούλης


“Η Remington του Ορφέα”
εκδόσεις Πύλη
2009

        Μια γραφομηχανή συνδεδεμένη με υπολογιστή; Ένας υπολογιστής που διορθώνει και επεμβαίνει στα κείμενα του συγγραφέα; Ένας συγγραφέας που αντιγράφει τη ζωή αλλά και εφαρμόζει στη ζωή όσα σκέφτηκε μέσα στα αστυνομικά-του μυθιστορήματα; Τρεις αδελφές που κυνηγούν υστερικά το ίδιο αρσενικό; Ένας αστυνόμος που διαβάζει την πραγματικότητα σαν αναγνώστης αστυνομικών έργων;
      Αυτό είναι το πλαίσιο της αστυνομικής ιστορίας του Ροβήρου Μανθούλη (ένα δώρο που μου ενεχειρίστηκε κι εγώ δεν ξέρω αν έγινε με σκοπιμότητα και συνυποδηλώσεις ή όχι!), μια ιστορία η οποία εξελίσσεται από τη στιγμή που ο συγγραφέας-αφηγητής, ονόματι Ορφέας, βρίσκει μέσα στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου-του το πτώμα μιας παλιάς-του αγαπημένης, της Μόιρας. Το σκηνικό ολοκληρώνουν οι δυο αδελφές της, που πέρασαν κι αυτές από το κρεβάτι-του, μια ψυχαναλύτρια, που προσπαθεί να ψυχαναλύσει τον Ορφέα, τις τρεις αδελφές αλλά και την παράδοξη κατάσταση, μια ιερόδουλη που επεκτείνει τις σεξουαλικές φαντασιώσεις.
       Δεδηλωμένα το βιβλίο αναλύει το έγκλημα και τα κίνητρά-του βάσει της ψυχαναλυτικής θεωρίας και γι’ αυτό αφθονούν οι σκηνές έρωτα και ερωτισμού, δοσμένες με υπαινικτικό τρόπο, με τον τρόπο που η λογοτεχνία πλέον αρνείται να ακολουθήσει την ολοφάνερη απόδοσή-τους όπως κάνει ο κινηματογράφος. Κι ενώ δεδηλωμένα κάνει αυτό, αδήλωτα –μου φαίνεται- ότι υφέρπει μια ειρωνεία και ένα μειδίαμα στο όλο εγχείρημα. Σαν να παρωδεί το αστυνομικό είδος, τους συγγραφείς και τα κλισέ-τους, σαν να σατιρίζει υπόγεια την αιτιώδη σχέση αιτίου και εγκλήματος…
         Αν είναι έτσι, αποδέχομαι τη χαλαρή δομή, τους αδρά σκιαγραφημένους χαρακτήρες, τις παλινωδίες και τις επαναλήψεις, την αυτοαναφορικότητα στα όρια του αυτοσαρκασμού, την προσωποποίηση του υπολογιστή, την απόδοση υστερίας στις γυναίκες, τη δονζουανική αντίληψη κ.ο.κ. Αν όχι, τότε διαβάσαμε ένα πειραματικό μυθιστόρημα με μικρότερη αξία από τις προθέσεις του δημιουργού.
Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, October 06, 2009

Ρώσικος καφές: Νικολάι Γκογκόλ


«Το παλτό και Το ημερολόγιο ενός τρελού»
μετ. Γ. Τσακνιάς
εκδόσεις Πατάκη
2009

         Όταν ο Ντοστογιέφσκι έχει πει “Όλοι βγήκαμε από το Παλτό του Γκογκόλ”, περιμένεις ένα διήγημα με εξαιρετικές δυναμικές που να έδωσε ώθηση στη ρωσική λογοτεχνία του 19ου αιώνα.
         Η αλήθεια είναι ότι ο Γκογκόλ διαφέρει από τους κλασικούς Ρώσους ρεαλιστές, όπως ο προαναφερθείς Ντοστογιέφσκι ή ο πολύς Τολστόι κ.ο.κ., κυρίως χάρη στο ανάλαφρο ύφος που περιέχει λεπτό χιούμορ, ειρωνεία, μια δόση σάτιρας, μια ατμόσφαιρα περιπαιχτική για θεσμούς, κοινωνικές συνήθειες, στερεότυπα και ιδίως για τη γραφειοκρατία και τη διοίκηση, που σαν βαρύς ασθενής αρνείται να πάρει οποιοδήποτε φάρμακο κι έτσι σαπίζει αέναα –κάτι μου θυμίζει, κάτι επίκαιρο και διαχρονικό μαζί.

          “Οι νεκρές ψυχές” μού είχε κάνει καλή εντύπωση, γιατί με έβγαλε από τη αργόσυρτη ανάγνωση και τις ατελείωτες περιγραφές του κλασικού (γαλλικού και ρωσικού) ρεαλισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν φαίνεται πάνω-του η εποχή και η ρεαλιστική τεχνοτροπία. Ο Γκογκόλ βλέπει την κωμική εικόνα της κοινωνίας, καθώς πλούσιοι και φτωχοί τύποι συνθέτουν ένα έξοχο στην ποικιλία-του, σατιρικό (χωρίς τρανταχτά γέλια) μωσαϊκό. Κι επιπλέον, η «αγωνία» για το τι θέλει ο πρωταγωνιστής τις νεκρές ψυχές που αγοράζει διατηρεί το ενδιαφέρον.
        Στα δύο ανά χείρας διηγήματα καυτηριάζεται πάλι η ρωσική γραφειοκρατία και ο δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας συμπεριφοράς, οι καθημερινές συνήθειες και η μικροαστική, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, νοοτροπία, οι ανθρώπινες σχέσεις και η οριακή επιβίωση σε μια κοινωνία εχθρική και παράφρονα. Ωστόσο, παρά την ιστορική-του αξία, δεν μπορώ να δω μια αισθητική που να με καταπλήξει, δεν μπορώ να σκεφτώ ένα μήνυμα που φτάνει ενεργό και δραστήριο ως σήμερα και κινεί τον προβληματισμό ή τη συγκίνηση του σύγχρονου αναγνώστη. Συγνώμη, αλλά, ενώ λ.χ. στον Πόε της ίδιας σειράς αναβίωσης των κλασικών από τον Πατάκη, βρήκα τις απαρχές της λογοτεχνίας, στα διηγήματα του Γκογκόλ έμεινα αποστασιοποιημένος και αμετακίνητος από το προχωρημένο «σήμερα», ανίκανος να πλησιάσω το μακρινό «τότε».

Πατριάρχης Φώτιος

Friday, October 02, 2009

Ελληνικός καφές χωρίς ζάχαρη: Χρήστος Χαρτοματσίδης


“Μια εταίρα θυμάται”
εκδόσεις ελληνικά γράμματα
2009


        Είχε πει κάποιος ότι το ιστορικό μυθιστόρημα είναι δύο φορές δύσκολο, μία σαν λογοτέχνημα και μία σαν ιστορική ανάπλαση. Και με αυτό το έργο το επιβεβαίωσα απόλυτα, όχι επειδή συνάντησα ένα αριστούργημα αλλά αντίθετα επειδή διέγνωσα πόσα ελαττώματα μπορεί κανείς να βρει σε ένα κείμενο που αφορά σε άλλη εποχή, χωρίς να καταφέρνει να την αναστήσει μπροστά-μας ολοκληρωμένα και πειστικά.
       Η ιστορία αφορά στην αποστολή μιας σπαρτιατικής ομάδας κρυπτοκατασκόπων να σκοτώσουν τον Αλκιβιάδη, ομάδας μέλος της οποίας ήταν και ο φερόμενος ως νόθος γιος του Αθηναίου πολιτικού, ο Λεωτυχίδας, που ήταν τέκνο της βασίλισσας Τιμαίας. Ο Χαρτοματσίδης εκμεταλλεύεται τη φήμη αυτή, για να δείξει τη μυστική διπλωματία, το παρασκήνιο της πολιτικής, την κρυφή ζωή των αρχαίων και τα αντίστοιχα σκηνικά των σύγχρονων διακρατικών σχέσεων. Επιλέγοντας δύο αφηγητές, ένα μέλος της Κρυπτείας κι ένα άλλο, πετυχαίνει να αποδώσει στιγμές και περιστατικά, σκέψεις και κινήσεις και από τις δύο πλευρές αλλά και σε διαφορετικά μέρη κάθε φορά.
        Το βασικό πρόβλημα όμως αυτού του ιστορικού μυθιστορήματος –παρόλο που ο ίδιος ο συγγραφέας δεν θέλει να το ονομάσει έτσι- δεν είναι τα όποια ιστορικά λάθη, αλλά η αδυναμία του μυθιστορηματικού κόσμου να αρθεί μπροστά-μας αληθοφανής και πειστικός. Είδα δηλαδή μια αρχαιοελληνική ατμόσφαιρα που δεν ταιριάζει στο κλίμα της εποχής, όπου τουλάχιστον αναφέρεται στο πνεύμα των Σπαρτιατών, ακόμα κι όταν άρχισαν να παρακμάζουν. Ένας ανώτερος αξιωματούχος της σπαρτιατικής Κρυπτείας γράφει υπηρεσιακές αναφορές εν είδει «ημερολογίου», μια εταίρα δούλη –εγγράμματη- γράφει ερωτικές επιστολές με ταχύτητα δακτυλογράφου κ.ο.κ. Ο συγγραφέας αγνοεί (ή αδιαφορεί γι' αυτά) ένα σωρό λεπτομέρειες όπως τη διαλεκτική διαφορά των αρχαίων Ελλήνων ή άλλα χαρακτηριστικά που τους έκαναν να ξεχωρίζουν μεταξύ τους, την αλλόφυλη και δη αλλόγλωσση φύση των Θρακών και άλλα πολλά. Από την άλλη, η πλοκή –περιπετειώδης και γεμάτη δράση- χάσκει σε πολλά σημεία, καθώς οι παραδοξότητες και οι ατυχείς συνδέσεις δεν λείπουν.

         Θυμάμαι χαρακτηριστικά το «Τέλος του Εφιάλτη» του Μπαλτάκου, το οποίο αποτυπώνει με πολλή ενάργεια και σαφήνεια τον τρόπο ζωής των Σπαρτιατών, μελετημένο με βάση τις πηγές και διατυπωμένο με λεπτομέρειες που δεν τον προδίδουν, ασχέτως αν έχει να δώσει μια νέα λογοτεχνική ματιά στην αρχαιότητα. Μπροστά σ’ αυτά τα έργα, το “Μια εταίρα θυμάται” χλομιάζει τόσο με τη γλώσσα-του που περνάει απαρατήρητη και άοσμη, όσο και με το όλο στήσιμο που όχι μόνο δεν προκαλεί το ενδιαφέρον για το τέλος της αποστολής αλλά ούτε και κρατάει την προσοχή με τη γοητεία μιας άλλης εποχής.
       Έχω διαβάσει πολύ καλύτερα έργα για την αρχαιότητα, αλλά μόνο μ’ αυτό κατάλαβα πόσο κόπο θέλει να αποτυπωθεί η εποχή χωρίς την ελαφρότητα μιας επιφανειακής αρχαιομάθειας. Απορώ γιατί ασχολούνται μαζί του, όπως η Θεοδοσοπούλου στη σημερινή Ελευθεροτυπία, χωρίς να εκφέρουν γνώμη και χωρίς να αξιολογούν εντέλει τη λογοτεχνική του συνεισφορά;
Πατριάρχης Φώτιος