Monday, July 20, 2009

Καλές διακοπές

Καλοκαιρινές σκέψεις για το βιβλίο σε 40 βαθμούς Κελσίου
Η άδειά-μου αρχίζει στις 3 Αυγούστου και ετοιμάζομαι από τώρα για διακοπές: θα πάρω την οικογένεια (και την πεθερά-μου) και θα σκαρφαλώσω, όπως κάθε καλοκαίρι, στα πάτρια εδάφη της Ηπείρου, στα γνώριμα διάσελα της Πίνδου, στο μικρό-μου χωριό, ένα από τα πολλά Ζαγοροχώρια, αν και όχι πολύ γνωστό (ευτυχώς!). Στόχος-μου η φυγή από τις υποχρεώσεις της Αθήνας, η επανασύνδεση με τον βουνίσιο αέρα, η καταφυγή στα παιδικά-μου χρόνια…
Επειδή όμως η πολύβουη Αθήνα φαίνεται πως έχει ήδη αδειάσει και το Βιβλιοκαφέ δεν μαζεύει πια τους τακτικούς και περαστικούς θαμώνες-του, αποφάσισα να το κλείσω σιγά-σιγά. Αφήνω την κουζίνα και μαζεύω τα καθίσματα μέχρι τα τέλη Αυγούστου, χωρίς να παρατώ το διάβασμα και τη λογοτεχνία. Καταθέτω μόνο δυο-τρεις σκέψεις που μπορούν να συντροφεύσουν όποιον θέλει ακόμα να κάθεται μόνος-του στην αυλή του Βιβλιοκαφέ και να αναπολεί ή να διαβάζει κάτω από τον πλάτανό-της.

1.Ο Μάνος Ελευθερίου, μετά από στιχουργός, μετά από ποιητής, μετά από πεζογράφος, δοκιμάζει και στο θέατρο με έναν μονόλογο, τον “Γέρο χορευτή”. Κι επειδή δεν αγαπά τους ηθοποιούς, ενώ αγαπά το θέατρο, τον κεντρικό ρόλο θα τον ερμηνεύσει ο ίδιος…!!! Έχω την εντύπωση ότι η υπερέκθεση είναι δείγμα όψιμης αγάπης για τη δημοσιότητα και δεν είναι ωφέλιμη.
2.Δεν είναι ένας μήνας που κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο της Ζυράννας Ζατέλη και έχουνε λυσσάξει στην κριτική-του, στην παρουσία-του, στη με κάθε τρόπο προβολή-του. Ο κατάλογος από τη Biblionet:
-Νάταλι Χατζηαντωνίου, Το διάβασμα, η μόνη ηδονή που δεν πληρώνουμε, "Ελευθεροτυπία", 18.6.2009
-
Όλγα Σελλά, Η Ζυράννα Ζατέλη «ανασταίνει» τους νεκρούς της ήρωες, "Η Καθημερινή", 18.6.2009
-
Ελπίδα Πασαμιχάλη, «Με νοιάζει ο έρωτας που τρώει τα σπλάχνα», "Ελεύθερος Τύπος", 18.6.2009
-
Μανώλης Πιμπλής, «Το διάβασμα είναι η μόνη ηδονή που δεν πληρώνουμε», "Τα Νέα", 18.6.2009
-
Νίκος Μπακουνάκης, Η επιστροφή της Ζυράννας, "Το Βήμα"/ "Βιβλία", 21.6.2009
-
Ανταίος Χρυσοστομίδης, Βιβλία για το καλοκαίρι, "Η Αυγή", 28.6.2009
-
Μικέλα Χαρτουλάρη, Σα ν΄ αγάπησε έναν λύκο, "Τα Νέα"/ "Βιβλιοδρόμιο", 4.7.2009
-
Ποιος είναι ο Ραμάνθις, "Το Βήμα"/ "Βιβλία", 28.6.2009
-
Στέφανος Δάνδολος, Συγγενικές γραφίδες, "Βραδυνή", 14.7.2009
-
Κωστής Παπαγιώργης, Στίφος ασωμάτων, "Lifo", τχ. 166, 16.7.2009
-
Λίνα Πανταλέων, Στον θάνατο με χάρι, "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη", τχ. 561, 17.7.2009
Και δεν μιλάω λ.χ. για γνωστό αρθρογραφούντα σε κυριακάτικη εφημερίδα, ο οποίος συντρώει μαζί-της και γράφει συνέχεια γι’ αυτήν αναφέροντας μόνο το μικρό-της όνομα, γιατί δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πόσο η προσωποπαγής σχέση διαμορφώνει «κυκλώματα», αλλά για την υπερπροβολή της Ζατέλη που σημαίνει μέχρι ενός σημείου ότι την περίμεναν σαν λογοτεχνικό Μεσσία. Γράφει χαρακτηριστικά η Λώρη Κέζα στο σαββατιάτικο “Βήμα” της 18ης Ιουλίου: «Εκδίδει κάθε επτά χρόνια, δηλαδή εξωλογοτεχνικά επενδύει στην προσμονή και παράγει συμβολισμούς.». Ωστόσο η γραφή της είναι καλή, αλλά επιτέλους κατεβάστε την από το εικονοστάσι και δείτε το έργο-της ως συγγραφέως και όχι τον μύθο-της ως ανθρώπου.
3.Το πρώτο κοσκίνισμα των υποψήφιων χειρογράφων για έκδοση γίνεται από τους «αναγνώστες» κάθε εκδοτικού οίκου. Πολύ ωραίο το αφιέρωμα σ’ αυτούς από τον «Ταχυδρόμο» (Τα Νέα) της 18ης Ιουλίου σε επιμέλεια Κατερίνας Δράκου: έξι επικεφαλής εκδοτικών οίκων εξηγούν με ποια κριτήρια επιλέγουν, τι σταθμίζουν, τα λάθη και τις προβλέψεις-τους, το τοπίο στην ελληνική λογοτεχνία κ.ο.κ. Κρατώ μια φράση του Ανταίου Χρυσοστομίδη: «εδώ δε διαβάζουν οι νέοι συγγραφείς [τους κλασικούς]. Για να είμαι ειλικρινής, αυτού του είδους την αυτάρκεια δεν την καταλαβαίνω»!!!
4. http://www.mediasoup.gr/greek-gigolos : όχι δεν παραπέμπω σε ελληνική ιστοσελίδα με συνοδούς αρσενικού φύλου, αλλά στα μικρά σποτάκια που επιμελούνται οι συγγραφείς Θανάσης Χειμωνάς και Δημήτρης Σωτάκης. Στο πρώτο (1.7.2009) παρουσίασαν τη φίλη-τους Εύη Λαμπροπούλου, στο δεύτερο (18.7.2009) τον Αλέξη Σταμάτη και τη φίλη-τους Μάιρα Παπαθανασοπούλου. Φυσικοί διάλογοι, έξυπνες-εξυπναδίστικες ατάκες, παρεΐστικο κλίμα… Η ιδέα μού άρεσε ως σύλληψη στο πλαίσιο μιας ζωντανής γνωριμίας με συγγραφείς, αλλά στην εφαρμογή χωλαίνει: στο πρώτο σποτάκι στηρίχτηκαν υπερβολικά στον αυτοσχεδιασμό, με αποτέλεσμα η Λαμπροπούλου να φαίνεται αμήχανη, ενώ δεν παρουσιάστηκε ούτε κατ’ ελάχιστον το βιβλίο-της. Στο δεύτερο άφησαν τον Σταμάτη να μιλήσει λίγο για το βιβλίο του, ενώ η ερώτηση στην Παπαθανασοπούλου κινήθηκε (κλασσικά) γύρω από τις πωλήσεις των μυθιστορημάτων-της. Ένας φίλος που ξέρει από τηλεόραση μού είπε ότι στα μεσημεριανάδικα λ.χ. ή στα πρωινάδικα οι διάλογοι που φαίνονται φυσικοί έχουν προσχεδιαστεί και γι’ αυτό εν μέρει δεν φαίνονται γελοίοι… Έτσι ως ιδέα, γιατί στο γυαλί ο πολύς αυτοσχεδιασμός και η φυσικότητα χάνει σε μεταδοτικότητα... Μπορεί να γίνει καλύτερο, μπορεί να δείξει ότι οι συγγραφείς έχουν μπρίο και είναι ζωντανοί άνθρωποι. Στοιχηματίστε ποιος θα είναι ο επόμενος… (;)
.
Θα είμαι εδώ για καμιά δεκαριά μέρες, αν και δεν θα περνάω τακτικά από το Βιβλιοκαφέ να δω αν κάθεται κανείς στη σκιερή αυλή του. Τα λέμε εν καιρώ.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, July 17, 2009

Ελληνικός καφές μέτριος: Νίκος Χρυσός

“Το μυστικό της τελευταίας σελίδας”
εκδόσεις Καστανιώτη
2009


Διαβάζοντας κανείς το οπισθόφυλλο με την υπόθεση και την κεντρική ιδέα δελεάζεται να διαβάσει το βιβλίο:
Ο Χρήστος Κάσιος, δημοσιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και λάτρης των παλαιών βιβλίων, αναλαμβάνει να βρει στοιχεία για τα μέλη και την ιστορία μιας ξεχασμένης λογοτεχνικής παρέας που έδρασε στην Αθήνα του ’50. Η αναζήτηση μοιάζει γι' αυτόν αρχικά ακίνδυνη και λυτρωτική, μια και τον αποσπά από την καθημερινότητά του. Βήμα βήμα, όμως, βυθίζεται σ' ένα θολό και σκοτεινό τοπίο, σ' έναν χάρτινο λαβύρινθο γεμάτο μυστικά περάσματα. Στο μεταίχμιο της ηλικίας του, και ενώ αγωνίζεται να συμφιλιωθεί με τις απώλειες που του στοιχειώνουν τις μέρες, ο ήρωας του βιβλίου περιφέρεται στη φθινοπωρινή Αθήνα, αναζητώντας τα ίχνη εκείνων των άγνωστων δημιουργών. Μια περίεργη σφραγίδα στην τελευταία πάντα σελίδα παλαιών βιβλίων γίνεται αφορμή για μια μυστηριώδη περιπλάνηση: για μια απρόβλεπτη περιπέτεια στον κόσμο των παλαιοβιβλιοπωλείων, σε έναν κόσμο όπου το βιβλίο πρωταγωνιστεί όχι ως συλλεκτικό αντικείμενο ή εμπόρευμα, αλλά ως η τελευταία κιβωτός της ανθρώπινης ευαισθησίας και επινοητικότητας.
Ο αναγνώστης δεν απογοητεύεται. Η περιβόητη τριάδα Άγγλων ποιητών που έζησαν τη δεκαετία του ’50 και τώρα γίνονται ερήμην-τους προϊόν ενός εκδοτικού οίκου δεν είναι πραγματική. Πίσω-τους κρύβεται ένας ποιητής, Έλληνας και αφανής, ο οποίος αποφάσισε να γράψει με διαφορετική υπογραφή στις τελευταίες σελίδες των βιβλίων που είχε στην κατοχή του από ένα ποίημα και να τα πουλήσει, ώστε να περιπλανηθούν οι στίχοι-του από χέρι σε χέρι.
Ο συγγραφέας φτιάχνει δύο ατμόσφαιρες οι οποίες κινούνται σχεδόν παράλληλα: από τη μία ο κόσμος των παλαιοβιβλιοπωλείων, όπου πέρα από σπάνια βιβλία και παλιές εκδόσεις, συντηρείται και μια αγνή αγάπη για το βιβλίο και την ποίηση –σε μια εποχή σπάνιδος της ποίησης όπως η σημερινή η πράξη του φαίνεται σαν να διώκεται η ποίηση κι αυτή κινείται υπόγεια για να επιβιώσει. Ωραία αλληγορία. Από την άλλη, ο κόσμος των κριτικών και των εφημερίδων, δοσμένος σε εκδοτικά συμφέροντα, πουλημένος και συμβιβασμένος στην αγορά του βιβλίου, στημένος όπως και οι σικέ συνεντεύξεις ή βιβλιοκρισίες. Εδώ δεν φαίνεται πολύ πειστικός και αποτελεσματικός ως προς την ατμόσφαιρα και το ακριβές στίγμα του τύπου.
Ο ρυθμός, χωρίς να είναι γρήγορος ή επαρκώς μυστηριώδης, κρατάει το ενδιαφέρον σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο. Ίσως αυτό που λείπει είναι η αναγκαία σύγκρουση, το κλίμα έντασης που θα προσδώσει στο αφήγημα δραματικότητα, θα κάνει τα επιμέρους νήματα να συγκλίνουν προς την αποκάλυψη με μεγαλύτερο νεύρο και τόλμη. Ως πρωτόλειο κρίνεται άξιο για την πλοκή-του, αλλά ανεπαρκές για το σφρίγος-του.


Πατριάρχης Φώτιος

Monday, July 13, 2009

Freddito: Γιάννης Μακριδάκης

“Η δεξιά τσέπη του ράσου”
εκδόσεις Εστία
2009


Μπορώ να πω ότι η ελληνική λογοτεχνία απέκτησε μια σημαντική πένα, που ξεπήδησε πριν από ένα χρόνο από το πουθενά (για μένα τουλάχιστον) και με το δεύτερο λογοτεχνικό-του έργο έχει ήδη κατακτήσει μια θέση στους προσφιλείς-μου νέους συγγραφείς. Στον “Ανάμιση ντενεκέ” ήταν ήδη φανερή η ποιότητα του λόγου του Χιώτη πεζογράφου και ο έλεγχος της αφήγησης, έστω κι αν το πρώτο-του μυθιστόρημα ήταν αργόσυρτο και εν μέρει βαρετό.
Τώρα, με αυτήν την καλογραμμένη νουβέλα εδραιώνει τη γνώμη-μου αυτή, με ένα κείμενο, που, μολονότι έμμεσα βάλλει εναντίον της εκκλησίας (πώς θα το ανεχτώ όντας Πατριάρχης, πείτε μου, πώς;!!!), κερδίζει τις εντυπώσεις.
Η υπόθεση αφορά σε έναν μοναχό που έχει μείνει μόνος στο μοναστήρι-του μετά από χρόνια σκληρών δοκιμασιών από τον μακαρίτη πλέον ηγούμενό-του. Τη νύχτα που αποβιώνει ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, η σκυλίσια που είχε ο μοναχός συντροφιά γεννάει τρία σκυλάκια, αλλά η ίδια πεθαίνει. Ο καλόγερος θρηνεί πιο πολύ για τη χαμένη ύπαρξη που είχε μαζί-του παρά για τον Χριστόδουλο και σταδιακά αδημονεί περισσότερο για την επιβίωση των κουλουκιών, τα οποία ένα ένα πεθαίνουν, παρά για την εκλογή του νέου αρχιεπίσκοπου. Τελικά, επιβιώνει ένα μικρό σκυλάκι και ο μοναχός πανηγυρίζει…
Η μορφή πρώτα απ’ όλα του μοναχού δίνεται πολύ ανάγλυφα σε βαθμό που να φαίνεται ανθρώπινος και οικείος, καθημερινός όσο και ευαίσθητος, ταγμένος στον σκοπό-του αλλά και μακριά από τις θεωρητικές ανησυχίες της θεολογίας. Βιώνει την πίστη-του με συνέπεια παρά τις τόσες κακουχίες που πέρασε, δεν αμφιβάλλει για τον Θεό αλλά ταυτόχρονα αδιαφορεί για τις φιλοδοξίες των ανθρώπων.
Το ξετύλιγμα της ιστορίας δεν κινείται σε υψηλούς τόνους, ούτε διατυμπανίζει με αντικληρικές κορώνες τη θέση του συγγραφέα. Αντίθετα, και γι’ αυτό πιο επιτυχημένα, μιλάει με συμπάθεια για τον μοναχό, αφήνει τα γεγονότα και τα αισθήματά-του να δείξουν την καθημερινότητα αλλά και τις απλές έγνοιες-του οι οποίες ωστόσο είναι πιο σημαντικές από τις «μεγαλοσχήμονες» αποφάσεις. Η παράλληλη αναφορά στα σκυλάκια και στο εθνικό γεγονός της απώλειας του Αρχιεπισκόπου αλλά και της ανάρρησης του νέου προκαθήμενου πετυχαίνει απόλυτα τον στόχο του Μακριδάκη: η ευτυχία βρίσκεται στα απλά πράγματα της ζωής, η ζωή ενός όντος είναι δώρο του Θεού, ακόμα κι αν δεν είναι αυτός που πεθαίνει άνθρωπος, και γι’ αυτό είναι πολλές φορές σπουδαιότερη από τις πιο μεγάλες στιγμές του δημόσιου βίου. Η μοναξιά είναι μεγάλη τυραννία και η απώλεια της όποιας συντροφιάς είναι κι αυτή ένα βάσανο πιο σκληρό ίσως από τη νηστεία ή την υποταγή.
Κι εγώ, επειδή είμαι μεγαλόθυμος και φιλεύσπλαχνος, δεν αφορίζω όποιον βλέπει με σκεπτικισμό την εκκλησιαστική ζωή (μολονότι κι αυτή έχει τις δικές-της δυσκολίες και χαρές)…!

Πατριάρχης Φώτιος

Friday, July 10, 2009

Αμερικάνικος καφές σταλαγματιάς: Έντγκαρ Άλλαν Πόε

“Διηγήματα”
μετ. Μ. Κατή
εκδόσεις Πατάκη
2009


Οφείλω να παραδεχτώ ότι δεν είχα διαβάσει ως τώρα Πόε. Οφείλω να ομολογήσω την ντροπή-μου γιατί έπρεπε να έχω υπόψη-μου το έργο ενός κορυφαίου διηγηματογράφου, που άνοιξε δρόμους και εμπλούτισε το είδος με νέες φρέσκιες για την εποχή του ιδέες.
Αντιγράφω από την εισαγωγή της Κ. Σχινά: «Πειραματίστηκε στην προ-επιστημονική φαντασία, έγραψε πολυεπίπεδες σάτιρες, υπήρξε πρόδρομος του αστυνομικού μυθιστορήματος και τελειοποίησε το γοτθικό αφήγημα φρίκης, τρόμου και μυστηρίου».
Το παρόν τομίδιο περιλαμβάνει τέσσερα διηγήματα, χαρακτηριστικά, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, ποικίλων τάσεων της γραφής-του:
1) το έργο “Μερικές κουβέντες με μια μούμια” ενέχει στοιχεία επιστημονικής φαντασίας και, παρόλο που μου φάνηκε άτεχνο στις συγκεκριμένες λεπτομέρειές του (μια αμηχανία στον χειρισμό της αφήγησης), προβάλλει ολοκάθαρα τον πολιτισμό άλλων εποχών, που δεν υστερεί σε πολλά από τον σύγχρονο.
2) “Το χειρόγραφο σ’ ένα μπουκάλι”, μου θύμισε έντονα Ιούλιο Βέρν, ο οποίος ρητά έχει δηλώσει τον θαυμασμό του στο έργο του Αμερικάνου συναδέλφου του. Φαίνεται ότι ο 19ος –με την αλματώδη ανάπτυξη της επιστήμης- έδωσε ώθηση στη φαντασία για τις δυνατότητες του ανθρώπου, αλλά ταυτόχρονα συνέδεσε τη θετική επιστήμη με το μυστήριο και το άγνωστο.
3) “Ο μαύρος γάτος” είναι μακάβριο, φτάνει στα όρια του βάρβαρου, για να αποδώσει απάνθρωπες τάσεις που υπάρχουν στα ανθρώπινα όντα, όχι μόνο απέναντι στα ζώα αλλά και απέναντι στους άλλους. Δεν ξέρω αν η παρατήρηση της Σχινά (ή μιας μεγαλύτερης φιλολογικής παράδοσης) που θέλει το έργο δείγμα ενδο-οικογενειακής βίας είναι βάσιμη ή ακραία ερμηνεία της εποχής μας.
4) Οι “Τρεις Κυριακές σε μια εβδομάδα” δανείζει το θετικό πνεύμα μέτρησης του χρόνου στον “Γύρο του κόσμου σε 80 μέρες” του Ι. Βερν. Ανήκει κι αυτό στα έργα θαυμασμού του ανθρώπου του 19ου αιώνα στις κατακτήσεις της επιστήμης και στον θετικισμό με τον οποίο ακόμα και «παράλογα» φαινόμενα μπορούν να εξηγηθούν με τη λογική.
Υποκλίνομαι στο πνεύμα του Πόε, κυρίως γιατί ο αναγνώστης του σήμερα –γνωρίζοντας την επιρροή-του στους επόμενους- μπορεί να σταθμίσει πόσο πρωτοπόρος υπήρξε σε χώρους που διεύρυναν τη θεματική και τις συλλήψεις του διηγήματος.

Πατριάρχης Φώτιος

Tuesday, July 07, 2009

Cappuccino vanilla nut: Λένα Κιτσοπούλου

“Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α.”
εκδόσεις Κέδρος
2009


Την Κιτσοπούλου τη γνωρίσαμε με τη συλλογή διηγημάτων “Νυχτερίδες”, η οποία απέσπασε το βραβείο του περιοδικού "Διαβάζω" για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα. Τώρα την ξαναμαθαίνουμε με έναν (δραματικό) μονόλογο, που ταλαντεύεται ανάμεσα στο πεζό που διαβάζεται και στο θεατρικό που παίζεται.
Μαιρούλα σημαίνει μπούχτισμα. Μια καθημερινή κοπέλα, χωρίς πολλά στοιχεία για την ταυτότητά-της, γεγονός που της δίνει καθολική διάσταση, ζει την απλή ζωή-της, με μια συμβατική σχέση που της δίνει στιγμές σεξ και απόλαυσης (;), αλλά χωρίς να νιώθει καμιά ιδιαίτερη χαρά και να μην βρίσκει κανένα νόημα να τη γεμίζει. Μαιρούλα σημαίνει αυτοκτονία, αφού η ζωή που ζει δεν την εκφράζει, καθώς όλες οι συμβατικότητες-της καθημερινότητας δεν γίνονται ανεκτές, αφού ο κομφορμισμός σε κάθε προσπάθεια καταντά μια ανυπόφορη υποκρισία.
Η γνώμη-μου για τη ΜΑΙΡΟΥΛΑ δεν μπορεί να είναι συνολική και τεκμηριωμένη, αφού δεν έχω δει την παράσταση. Κι όταν ένα κείμενο γράφεται για να ανέβει στο θέατρο, είναι λειψή η αίσθηση που αφήνει απλώς η ανάγνωση. Γενικά το ρούφηξα, καθώς η γλώσσα της Κιτσοπούλου είναι, όπως πάντα, σπιντάτη, εκρηκτική, αντικομφορμιστική, ειρωνική, αυτοσαρκαστική… Η κατάληξη δεν είναι εξ αρχής αναμενόμενη, αφού η αντίδραση της πρωταγωνίστριας-αφηγήτριας δεν ενέχει κατάθλιψη και απογοήτευση, αλλά πιότερο αγανάκτηση και ανία. Αυτό το αίσθημα του «όλα καλά», αλλά τίποτα ιδιαίτερο, η υγεία είναι σοβαρό θέμα αλλά δεν αρκεί, η ζωή δεν ισοδυναμεί με επιβίωση, σεξουαλική ολοκλήρωση σαν ζώο και το «no news, good news» περνάει σε μας, που καταλαβαίνουμε πόσο μάταια είναι τα δεδομένα της ζωής αν δεν οδηγούν σε μια ανάταση.
Το κείμενο θα το χαρακτηρίζαμε μετα-φεμινιστικό, αφού εκφράζει τα απωθημένα της γυναίκας όχι εναντίον των ανδρών αλλά εναντίον της θέσης της γυναίκας, έστω κι αν αυτή είναι απελευθερωμένη και δυναμική. Το μόνο που με κάνει να σφίγγομαι είναι μια αίσθηση κλισέ συμπεριφοράς, όχι τόσο φράσεων (υπάρχουν κι αυτές) αλλά μιας στερεότυπης συμπεριφοράς, που κάνει τη Μαιρούλα καθολική αλλά και τετριμμένη, μια νέα εξεγερμένη χωρίς λόγο και για πολλούς λόγους.

Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, July 04, 2009

Αραβικός καφές με άρωμα γιασεμί: Μαρία Κουγιουμτζή

“Άγριο βελούδο”
εκδόσεις Καστανιώτη
2008


Εκπληκτικής συμπύκνωσης και έντασης διηγήματα, τα περισσότερα από τα οποία καλύπτουν ελάχιστες σελίδες (3-6) και παρ’ όλ’ αυτά καταφέρνουν να περιλάβουν μέσα στη (μικρο)πλοκή τους πυρήνες συναισθήματος ικανούς να διεισδύσουν στην ψυχή-μας.
Ο τίτλος «Άγριο βελούδο» δείχνει ακριβώς πώς συνδυάζεται η ευαισθησία και η σκληρότητα, η φωτεινή με τη σκοτεινή πλευρά της ζωής, η αθωότητα με τη μέγιστη απανθρωπιά. Κι εκεί που χτίζεται μια φυσιολογική σκηνή ανθρώπινης καθημερινότητας, παράλληλα εμφιλοχωρεί το σαράκι της ανηθικότητας, της αναισθησίας, της ζοφερής πτυχής του ανθρώπινου είναι.
Τα περισσότερα διηγήματα δημιουργούν την κορύφωση σε προγραμματισμένο σημείο και με οργανωμένο τρόπο, τέτοιο ώστε να αποτελέσουν γροθιά στη συνείδησή-μας. Πίσω από το καθημερινό κρύβεται έντεχνα το τραγικό, πίσω από το ανύποπτο καραδοκεί το λυσσαλέα δραματικό, πίσω από το ανέμελο ελλοχεύει ο θάνατος, η τρέλα, η μανία κ.ο.κ. Ο ήπιος αστυνομικός που φτάνει στον φόνο της κρατουμένης, ο θείος που οδηγείται στη δολοφονία μιας μικρής κοπέλας, η ομοφυλοφιλία, η αιμομικτική αγάπη… Η συλλογή διακρίνεται για την ποικιλία-της σε θέματα και ύφη, κάτι που παραξενεύει θετικά, καθώς από διήγημα σε διήγημα βλέπουμε μια εκπληκτική εναλλαγή –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουμε και μια ιθύνουσα γραμμή-, εναλλαγή που πιθανότατα είναι το αποτέλεσμα χρόνων δουλειάς τα οποία συσσώρευσαν τα διηγήματα σε έναν τελικό τόμο.
Ο Γαραντούδης στα Νέα (25.4.2009) (www.tanea.gr/default.asp?pid=30&ct=19&artid=4513699&enthDate=25042009 ) λέει: «η Μαρία Κουγιουμτζή κατορθώνει να αφηγηθεί μικρά ή μεγάλα ανθρώπινα δράματα συνδυάζοντας περίτεχνα τον κοινωνικό προβληματισμό με το ψυχογραφικό βάθος και την υπαρξιακή αγωνία», ενώ «η υψηλή αξία των διηγημάτων της έγκειται καταρχάς στην κατοχή μιας στέρεης αφηγηματικής τεχνικής, σχεδόν απροσδόκητης για μια πρωτοεμφανιζόμενη με βιβλίο συγγραφέα». Όταν είχα πρωτοδιαβάσει την κριτική, πρωτοσκέφτηκα ότι ίσως η κριτική είναι υπερβολική, αλλά τώρα που περιδιάβηκα το έργο της μετανιώνω βλέποντας μια μείζονα διηγηματογράφο με πάμπολλα διαμαντάκια.
Το βιβλίο πήρε το βραβείο διηγήματος του περιοδικού "διαβάζω" 2009, για τα κυκλοφορηθέντα μέσα στο 2008.

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, July 01, 2009

Coffee granita: Μισέλ Φέιμπερ

Michel Faber
“The Apple”
“Το μήλο”, διηγήματα
μετ. Μ. Μακρόπουλος

εκδ. Καστανιώτη
2009

Διηγήματα με φόντο την Αγγλία του 18ου αιώνα. Θυμίζουν Ντίκενς και τις φτωχογειτονιές των αγγλικών πόλεων, φωτίζουν την άρχουσα τάξη που αχνοφαίνεται και τα κατώτερα στρώματα που ζουν ανάμεσα στον αγώνα για την επιβίωση και τις μικρές δυνατότητες διαφυγής.
Το κλίμα αυτό καθεαυτό και η υπόθεση των ιστοριών δεν θα μου έλεγε πολλά, αλλά η ίδια η χάρη της αφήγησης, ο απλός βηματισμός και η δύναμη της ατμόσφαιρας με παρέσυραν σε μικρές περιπλανήσεις. Ο κόσμος που αναπαράγεται δίνεται με τη γοητεία της λεπτομέρειας αλλά χωρίς τον σχολαστικισμό της υπερβολής.
Οι περισσότερες ιστορίες αφορούν σε πόρνες της εποχής, οι οποίες ωστόσο δεν δίνονται υπό την αχλή της εξαθλίωσης, της ηθικής σήψης ή του ανθρώπινου ναυάγιου. Η σκιαγράφησή-τους δεν επιδιώκει να προβεί σε κοινωνική κριτική, ούτε σε καταγγελία της υποκρισίας και της αμαρτίας. Ο Φέιμπερ συνδυάζει την ανθρωπιά και την ευαισθησία, την κοινωνική ματιά με την ιδιωτική περίσκεψη, την ανθρώπινη καθημερινότητα με τη δημόσια ζωή. Με τα διηγήματα αυτά περιπλανιέσαι στο παρελθόν, χωρίς ιστορικισμούς και ιστορία, χωρίς γνώση και εκμάθηση. Μένεις στο κλίμα της εποχής, σαν ο συγγραφέας να ζούσε τότε και η μετάφραση να μεταφέρει το τέμπο μιας ρεαλιστικά παλαιικής γραφής στο σήμερα.

Πατριάρχης Φώτιος