Saturday, June 27, 2009

Βιογραφίες και αυτοβιογραφίες

Ξεφύλλιζα σήμερα το Βιβλιοδρόμιο των «Νέων» και έπεσα πάνω στις παρουσιάσεις του Πέτρου Τατσόπουλου για (αυτο)βιογραφίες, ιστορικού ή λογοτεχνικού χαρακτήρα. Από τον Νίκο Κούνδουρο ως τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι κι από την Τζέιν Φόντα στον Γρηγόρη Λαμπράκη, από τον Όσκαρ Ουάιλντ ως τον Λακάν κι από την Μαρίνα Τσβετάεβα ως τον Μισέλ Φουκό.
Έχω διαβάσει ελάχιστες βιογραφίες στα 45 χρόνια της ζωής-μου. Δυστυχώς μέχρι τώρα δεν μπόρεσα να βρω το ελάχιστο κίνητρο να ασχοληθώ με τη ζωή υπαρκτών προσώπων και να παρακολουθήσω την πορεία-τους. Θα το έκανα αν είχα ένα προσωπικό ενδιαφέρον για κάποιον από αυτούς. Να ένας λόγος, αλλά καλύπτει ελάχιστες περιπτώσεις. Ένας δεύτερος λόγος θα ήταν η ιστορική ματιά, η περιέργεια για πρόσωπα που στιγμάτισαν την ιστορία, της Ελλάδας ή τη διεθνή, και θα με ενδιέφερε η συνεισφορά-τους. Παρόλο που θέλγομαι από την ιστορία, δεν βρίσκω ελκτικές τις μεμονωμένες περιπτώσεις, ακόμα κι αν είναι σπουδαία πρόσωπα. Ακόμα και η ζωή ενός λογοτέχνη δεν με ενδιαφέρει περισσότερο από το έργο-του.
Ρωτάω, λοιπόν, ειλικρινά, τι θα άξιζε να αναζητήσει κανείς στην ανάγνωση μιας ιστορικής βιογραφίας ή μιας λογοτεχνικής αυτοβιογραφίας. Σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι που παθιάζονται με τέτοιου είδους βιβλία ή τουλάχιστον τους είναι πιο αγαπητά απ’ ό,τι εμένα. Θα ήθελα να συζητήσουμε ποια στοιχεία μιας (αυτο)βιογραφίας θα μπορούσαν να την κάνουν προσφιλή και σε μένα ή σε όσους δεν έχουν εξοικειωθεί ως τώρα με τέτοια αναγνώσματα.
Δεν αντίκειμαι στο είδος, απλώς δεν έχω ερείσματα να ασχοληθώ μαζί του.

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, June 25, 2009

Caffe con panna: Σπύρος Παλούκης

“Ο Καρλομάγνος και η κάμερα με τα μυστικά”
εκδόσεις Μαγικό Κουτί
2008


Συνομιλία αφήγησης και εικόνας: πέρυσι το μυθιστόρημα της Μαρούτσου όπου ο λόγος συνομιλεί με πίνακες του Μαγκρίτ∙ την ίδια χρονιά βγαίνει αυτό το βιβλίο μέσα στο οποίο το κείμενο συνομιλεί με φωτογραφίες που τράβηξε ο ίδιος ο συγγραφέας.
Η ιδέα είναι μια περιήγηση στην Ευρώπη. Ο Παλούκης δίνει πρώτα μια γενική εικόνα της ιστορίας και της κουλτούρας του ευρωπαϊκού χώρου κι έπειτα προχωρώντας από πόλη σε πόλη (κατά βούληση φυσικά) αποτυπώνει με τον φακό-του στιγμές της καθημερινότητας κι έπειτα τις σχολιάζει. Η ιδέα βεβαίως δεν είναι πρωτότυπη, αλλά είναι καλοδουλεμένη.
Η περιδιάβαση δεν είναι αντιπροσωπευτική αλλά επιλεκτική. Τα στιγμιότυπα που καταγράφονται δεν κλείνουν μέσα-τους ένα χαρακτηριστικό της εκάστοτε πόλης, ενδεικτικό του πολιτισμού-της, αλλά μια φευγαλέα ματιά στη ζωή των κατοίκων της Ευρώπης. Κι αυτό ίσως ήταν και η φιλοδοξία του Παλούκη: όχι να φτιάξει έναν χάρτη της πολυπολιτισμικότητας της Γηραιάς Ηπείρου, αλλά μάλλον να συντάξει τη Χάρτα της ομοιομορφίας των πολιτισμών και ταυτόχρονα της ποικιλίας των ανθρώπινων στιγμών.
Τα κείμενά-του δεν ξέρω αν είναι λογοτεχνία. Θα έλεγα μάλλον όχι. Αυτό όμως δεν τα εμποδίζει να περιέχουν αισθητικά στοιχεία, χαμηλόφωνο προβληματισμό, ισχυρά κίνητρα να ξαναδούμε την καθημερινότητα, έντονες δόσεις ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, αφορμές για επαναδιατύπωση όρων, στερεοτύπων, κούφιων επεισοδίων που παίρνουν άλλο νόημα…
Η φωτογραφία με τις κυρίες είναι μέσα στο βιβλίο. Εξαιρετικά χρώματα και έντονη εκφραστικότητα.
Παρόλο που δεν το συνηθίζω, αντιγράφω μια παράγραφο από το βιβλίο που συνοψίζει τον προβληματισμό του συγγραφέα: «Είναι τόσο παράδοξη τελικά η Ευρώπη; … Τόσο πολύπλοκα ενοποιημένη, και ταυτόχρονα τόσο μοναδικά κατακερματισμένη. Είναι ένα χαώδες σεντούκι, με τόσο πολλές ιστορίες που δεν τελειώνουν ποτέ, με τόσο πολλές χώρες που εν τέλει χτίζουν ένα αόρατο ευρωπαϊκό πλέγμα ομοιογένειας. Χώρες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά και τόσο οικείες. Χώρες που κατοικούνται από ένα πλήθος ανθρώπων με διευρυμένους ορίζοντες, μιας και κυρίως οι προγενέστεροί τους αλλά και οι ίδιοι, ήρθαν σε επαφή με ευαισθησίες, ιδιοσυγκρασίες, πνευματικές ικανότητες, έθιμα, πεποιθήσεις, πολιτικά συστήματα, νομοθεσίες».
Πέρασα καλά με αυτό το βιβλίο, χάρηκα την αφήγηση, προβληματίστηκα ήπια, ξανασκέφτηκα την ταυτότητά-μου και ταυτόχρονα ζήλεψα τα ταξίδια με μια φωτογραφική μηχανή να συλλαμβάνει λαθραία το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι...

Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, June 21, 2009

3 χρόνια: βιβλία, γνώμες, απόψεις, διάλογοι

Aντιδράσεις και αντιρρήσεις

3 χρόνια Βιβλιοκαφέ, με τα γλυκά και τους καφέδες-μας, με τα βιβλία και τα σχόλιά-μας, με τα ροφήματα, κρύα ή ζεστά, με τις προτάσεις και τις βιβλιοπαρουσιάσεις-μας. 304 αναρτήσεις, 153 βιβλιοπαρουσίασεις… Πιότερο σημαντικό είναι η διαδραστικότητα που με συνδέει με όλους εσάς που μπαίνετε στο καφενεδάκι-μας, διαβάζετε και πίνετε, σχολιάζετε ή περνάτε αθόρυβα το απόγευμά-σας… Σε σας χρωστάω γόνιμους διαλόγους, αποτελέσματα στατιστικών, σχόλια και καταθέσεις πάνω στα βιβλία που εκδόθηκαν πρόσφατα ή σε συγγραφείς που χρόνια τώρα ομορφαίνουν τις ελεύθερες ώρες-μας.
.
42 αναγνώστες (followers) έχουν διαλέξει το Βιβλιοκαφέ για τακτικό-τους στέκι κι άλλοι τόσοι για περιστασιακά περάσματα. Τους ευχαριστώ όλους για τη συντροφιά τα κρύα βράδια του χειμώνα και τα ζεστά μεσημέρια του καλοκαιριού.
.
Φέτος, ωστόσο, δε θα μιλήσω για τα πεπραγμένα –ή καλύτερα για τα γεγραμμένα-μου. Θα αφήσω το λόγο στους επικριτές-μου, που έχουν να μου καταλογίσουν μύρια όσα. Ειδικά ένας συγγραφέας, του οποίου το βιβλίο -υποψιάζομαι- κρίθηκε από αυτόν τον ιστότοπο αρνητικά, κατεβαίνει ανώνυμος (ούτε καν ψευδώνυμος), για να με στολίσει σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο… σημειώνοντας συν τοις άλλοις ότι είμαι ανώνυμος!!! Αλλά κι άλλοι έχουν παρατηρήσει σαθρά και σάπια σ’ αυτήν την προσπάθεια και με τόλμη μού επιτίθενται, λίγοι με διάθεση διαλόγου και πολλοί “φωναίς και οργάνοις”. Αφιερωμένο, λοιπόν, σ’ αυτούς που με βοηθάνε να γίνω καλύτερος…:
.
- 9.3.2009: «Αν δεν βλέπετε ούτε χαρακτήρες, ούτε πλοκή, ούτε γλώσσα αλλά μόνο κακοχωνεμένο φιλοσοφικό στοχασμό, τότε μάλλον διαβάζετε κομμάτι βιαστικά ή βιάζεστε να ξεπετάξετε μια καταδικαστική κριτική για να επιβεβαιώσετε το επίθετο «Μέγας» του Φώτιου, να νιώσετε κι εσείς μεγάλος κριτικός.» (Σπύρος Γιανναράς)
- > [Για την υπογραφή μου «Πατριάρχης Φώτιος»:] «μη μου πείτε ότι το ψευδώνυμο αυτό δεν κρύβει απύθμενη οίηση»(Σπύρος Γιανναράς)
- > «προκλητική και κατά συρροήν κατεδαφιστική γνώμη του αυτοαποκαλούμενου κριτικού με το όνομα Πατριάρχης» και με ονομάζει «δειλό μασκοφόρο Πατριάρχη, ο οποίος μοιράζει λογοτεχνικές «κόκκινες κάρτες» κατά το δοκούν με επειχηρηματικές στρατηγικές που εξαντλούνται στις 300 λέξεις των ισχνών του κειμένων.» (Perastikos)
- 27.3.2009: «Απλά διαφωνώ καθετα με αυτη την προχειρολογία κάποιων ελληνικών μπλογκ, που εκφέρουν έναν αφοριστικό λόγο, κειμενολεζάντας, από καθέδρας και με υψωμένο δάχτυλο, διχως να στηρίζουν τα λεγόμενα τους με επιχειρήματα… Θάψτε όποιον θέλετε αγαπητέ μου, αλλά μπείτε στον κόπο να εκτεθείτε και εσείς εξηγώντας στο ποίμνιο σας το γ ι α τ ί ακριβώς, με λόγο και ανάλυση τουλάχιστον ισάξιο του "προς ταφή"» (Αλδεβαράν)
> «Ο άγνωστος Χ με το κωδικό όνομα Πατριάρχης, ο συγγράφων λιπόσαρκα κείμενα τα οποία βαφτίζει κριτικές(;), κατά συντριπτική πλειοψηφία ισοπεδωτικά αρνητικές, λέει από το ηλεκτρονικό του λαγούμι ευθαρσώς την γνώμη του … Αυτό που προτείνω να κάνουμε είναι να τον αφήσουμε στην ανυποληψία του και να μην ασχολούμαστε μαζί του. Ας του σερβίρουμε ένα Καφέ με παξιμάδι κι ας τον αφήσουμε στην ησυχία της ηλεκτρονικής του σπηλιάς...» (Χanax)
- > «Πρόβλημα με τον εαυτό του φαίνεται να έχει ο Πατριάρχης. Η φοβερή οίηση και η χολή πάνε συχνά μαζί. Ο καημένος δεν μπορεί καλά καλά να διαβάσει αξιοπρεπώς ένα βιβλίο, πόσο δε μάλλον να το κρίνει. Κρύβεται πίσω από την ανωνυμία του, κατεδαφίζει και απολαμβάνει ναρκισιστικά τα λόγια του. Η σκευή του φαίνεται εξαιρετικά ισχνή: έχει τσαλαβουτήξει σε κάποια στοιχειώδη κείμενα θεωρίας λογοτεχνίας και αναμασά ιδέες σαν τον τελευταίο άκαπνο «σχολιαστή» του Σαββατοκύριακου χωρίς καμία αγάπη για τη λογοτεχνία, αλλά μόνο για το παραφουσκωμένο του εγώ... Μην του δίνετε σημασία. Αυτή είναι η μόνη αντιμετώπιση που του αξίζει. Μπάς και στραφεί προς κανένα καθρέφτη να δει την αλήθεια κατάμουτρα...» (Anonymous)
- 13.4.2009: «Είναι τρομερά αστεία τα κείμενά σου. Ακριβώς διότι κάθε φορά που χτυπάς τα πλήκτρα αποκαλύπτεις την απύθμενη αγραμματοσύνη σου, την ασχετοσύνη του κακομοίρη, του ψωριάρη (με όρους Καραγκιόζη) που θέλει να γίνει Πατριάρχης.» (Anonymous)
- 26.4.2009: «Τσιμπάς δίχως δόλωμα έρμε, να σε δω όταν θα ρίξεις τα ράσα, όταν θα πέσει τούτη η φιδίδια προβιά.» (Anonymous)
- 20.5.2009: «Ποιος σας τα έχει μάθει αυτά αναρωτιέμαι.. Αυτό το μένος είναι πάντως εξαιρετικά ενδιαφέρον...» (Giorgio)
.
Έχω καιρό να φάω βρίσιμο και έχω αρχίσει να ανησυχώ…! Σταχυολόγησα απόψεις που αναρτήθηκαν μέσα στο 2009. Πήρα το μυστρί και μάζεψα όση λάσπη κόλλησε στην πόρτα, στα παράθυρα, στους τοίχους του Βιβλιοκαφέ… Μόλις μαζέψω κι άλλη, λέω να χτίσω μια ακόμα αίθουσα για να στεγάσω τραπεζάκια και κουζίνες και ένα ακόμα τζάκι. Όποιος συγγραφέας νομίζει ότι δεν έχει κανένας το δικαίωμα να κρίνει αρνητικά τα έργα του και γι' αυτό πρέπει να τα προστατεύσει επιτιθέμενος στον αναγνώστη του, καλά θα κάνει να βγει από τον γυάλινο πύργο του.
.
Από την άλλη, στοχάζομαι πάνω στις ατέλειές-μου και ακούω όλους όσοι έχουν να πουν κάτι εποικοδομητικό. Σκοπεύω από φθινόπωρο να κάνω αλλαγές, όσες κρίνω σκόπιμες κι όσες η ιδιοσυγκρασία-μου μου επιτρέπει. Περιμένω, λοιπόν, από όλους τους φίλους του Βιβλιοκαφέ να προτείνουν συγκεκριμένες ιδέες για ανανέωση και βελτίωση.
Καλές αναγνώσεις και γεύσεις σε όλους.
Πατριάρχης Φώτιος

Saturday, June 20, 2009

Μουσείο Ακρόπολης / Acropolis Museum

Το νέο Μουσείο Ακρόπολης

Η συμπύκνωση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, η σύνδεση σύγχρονης και αρχαίας Ελλάδας, η βιτρίνα του πολιτισμού μας, η ακτινοβολία του κλασικού στο μοντέρνο και του διαχρονικού στο παρόν, η προσφορά του σήμερα στην ιστορία του, η κουλτούρα που γέννησε τον πολιτισμό, η αναβίωση ενός μεγαλείου… Αντιγράφω εδώ το μικρό άρθρο του BBC (19 Ιουνίου 2009) για το νέο Μουσείο Ακρόπολης με αφορμή τα επίσημα εγκαίνιά του.

The long-awaited Acropolis Museum in Athens is to be unveiled later.
The modern glass and concrete building, at the foot of the ancient Acropolis, houses sculptures from the golden age of Athenian democracy.
The £110m ($182m; 130m euros) structure also offers panoramic views of the stone citadel where they came from.
Culture minister Antonis Samaras said he hoped it would be the "catalyst" for the return of the Parthenon sculptures from the British Museum.
Some of the sculptures, also known as the Elgin Marbles, originally decorated the Parthenon temple and have been in London since they were sold to the museum in 1817.
The museum has long argued that Greece has no proper place to put them - an argument the Greek government hopes the Acropolis Museum addresses.
Mr Samaras said: "After several adventures, obstructions and criticism, the new Acropolis Museum is ready: a symbol of modern Greece that pays homage to its ancestors, the duty of a nation to its cultural heritage."
The building, set out over three levels, holds about 350 artefacts and sculptures that were previously held in a small museum on top of the Acropolis.
Antique ceramics and sculptures are displayed on the first floor while the Caryatids - columns sculpted as females holding up the roof of a porch on the southern side of the Erechtheum temple - dominate the top of a glass ramp leading up the second floor.
'Act of barbarism'
Sculptures from the Temple of Athena and the Propylaea entrance to the Acropolis will be displayed on the second floor, while the third features a reconstruction of the Parthenon Marbles.
The reconstruction is based on several elements that remain in Athens as well as copies of the marbles still housed in the British Museum. The London institution holds 75 metres of the original 160 metres of the frieze that ran round the inner core of the building.
The copies of those held in the British Museum are differentiated by their white colour - because they are plaster casts, contrasting with the weathered marble of the originals.
Museum director Prof Dimitris Pandermalis said the opening of the museum provides an opportunity to correct "an act of barbarism" in the sculptures' removal.
"Tragic fate has forced them apart but their creators meant them to be together," he said.
Bernard Tschumi, the building's US-based architect, said: "It is a beautiful space that shows the frieze itself as a narrative - even with the plaster copies of what is in the British Museum - in the context of the Parthenon itself."
(http://news.bbc.co.uk/2/hi/entertainment/arts_and_culture/8110010.stm )

Tuesday, June 16, 2009

Χυμός ανανάς: μεταφραστές

Οι γεφυροποιοί δύο πολιτισμών

Σε μια μίνι δημοσκόπηση (25.10.2008) που είχα διενεργήσει, φάνηκε ότι, ενώ το 34% των αναγνωστών διαβάζει ελληνική πεζογραφία, το 50% διαβάζει ξένη. Κι είναι λογικό, αφού ως κουλτούρα είμαστε ανοιχτοί σε επιρροές, αντλούμε από τις μεγάλες λογοτεχνίες πρότυπα, αλλά και δεν παύουμε να αναζητούμε (έστω και λιγότερο) κείμενα από περιφερειακές λογοτεχνίες.
Κι εδώ θέλω να ασχοληθώ με μια παραγνωρισμένη κατηγορία ανθρώπων, τους μεταφραστές, οι οποίοι είναι στην ουσία οι διαμεσολαβητές ανάμεσα στην ξενόγλωσση λογοτεχνία και στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Χιλιάδες ποιοτικά βιβλία που κυκλοφορούν στο εξωτερικό, κλασικά και σύγχρονα, όταν μεταφραστούν φέρνουν τον μέσο Έλληνα σε επαφή με τον πολιτισμό και την τέχνη της Ευρώπης και της Αμερικής. Ταυτόχρονα, όμως λογοτεχνίες όπως η αραβική, η κινεζική, η εβραϊκή, η γιαπωνέζικη κ.ο.κ. γίνονται γνωστές μέσα από τις μεταφράσεις τους. Δεν ξεχνώ ότι είμαστε γλωσσομαθής λαός κι έτσι υπάρχουν μεταφραστές για όποια λίγο πολύ γλώσσα του κόσμου κανείς επιθυμεί.
Δεν ξέρω ακριβώς πώς γίνεται η δουλειά: δηλαδή ο μεταφραστής διαβάζει ένα ξενόγλωσσο βιβλίο και το προτείνει στον εκδοτικό οίκο ή τα λαγωνικά των εκδόσεων βρίσκουν το κελεπούρι και το αναθέτουν σε κάποιον. Φαντάζομαι και τα δύο. Ο μεταφραστής λοιπόν διαδραματίζει καίριους ρόλους στην αλυσίδα του βιβλίου: α) αναγνώστης τον οποίο κερδίζει το όποιο βιβλίο και το αξιολογεί ανάλογα, β) διαμεσολαβητής δύο πολιτισμών, γ) χειριστής γλώσσας, δ) εργάτης μιας κοπιαστικής δουλειάς, ε) συν-συγγραφέας, αφού συχνά λέγεται ότι μια καλή μετάφραση είναι κατά βάθος μια επαναγραφή του πρωτότυπου.
Συνειδητοποιώ ότι χρωστάω πολλά στους γνωστούς και αγνώστους μεταφραστές. Δεν αναφέρομαι σ’ αυτούς που ανοίγουν τους ορίζοντες της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, αλλά κυρίως σ’ αυτούς που φέρνουν στο σπίτι μου αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, κλασικά έργα μεγάλων συγγραφέων, ποίηση απ’ όλο τον κόσμο, φρέσκα κείμενα που δείχνουν τάσεις και δυναμικές, καλογραμμένα αφηγήματα που με φέρνουν πιο κοντά στη σκέψη άλλων λαών. Και φυσικά η στάθμη της διεθνούς λογοτεχνίας αποτελεί και τη λυδία λίθο ελέγχου της δικής μας παραγωγής.
Για όλους αυτούς τους λόγους εδώ και λίγο καιρό αναζητώ το όνομα του μεταφραστή, για να το συγκρατήσω δίπλα στα υπόλοιπα στοιχεία ταυτότητας του έργου. Και πάλι ευχαριστώ.

Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, June 14, 2009

Αμερικάνικος καφές με γάλα: Γιώργος Ρωμανός

“Καζαμπλάνκα καφέ”
εκδόσεις Άγκυρα
2008


Ο πρωταγωνιστής αφήνει τη ζωή στην Ελλάδα και επιχειρεί μια κρουαζιέρα προς τον Ινδικό ωκεανό και ακόμα πιο μακριά μέχρι τα εξωτικά νησιά Ορούρα. Το ταξίδι αυτό είναι ταυτόχρονα αναψυχής αλλά και ανασυγκρότησης, συλλογής εμπειριών αλλά και διεξόδου. Όλα αυτά ωραία. Το πλοίο ως μικρόκοσμος ποικίλων τάσεων, το ταξίδι ως μορφή αυτογνωσίας, το σκηνικό βγαλμένο από τον Μεγάλο Ανατολικό του Εμπειρίκου με την ποίηση να κυριαρχεί… Η σύλληψη, αν και όχι πρωτότυπη, έχει εν δυνάμει πολλές προοπτικές και θα μπορούσε να αποδώσει. Κι ο αναγνώστης δεν δυσφορεί με την αφήγηση, αφού είναι αρκούντως χαλαρή και ακώλυτη.
Και ρωτάω εγώ: τι κάνω αν δω από την αρχή σχεδόν ότι πάνω σ’ αυτήν τη σύλληψη η γραφή αδυνατεί και ο στόχος είναι αδύνατο με τα μέσα που διατίθενται να επιτευχθεί; Τι κάνω όταν η γλώσσα επιμένει να είναι αδούλευτη, προσπαθεί να ανορθωθεί με ποιητική διακειμενικότητα, αλλά που τελικά βουλιάζει μέσα στα λάθη της και στο χαλαρό, άνευρο ύφος της. Προσωπικά διαβάζω παρακάτω από περιέργεια μπας και διαψευστώ, αλλά και με το άλλοθι ότι δεν είναι δύσκολο βιβλίο και επομένως θα το τελειώσω εύκολα.
Κι όντως το τελείωσα. Ο αφηγητής ανεπαρκώς σκιαγραφημένος, το δόλωμα του θανάτου, τον οποίο μόλις που αντιλήφθηκε ο ήρωας και θα ήθελε να διαλευκάνει, δεν πείθει κανέναν, η ερωτική ατμόσφαιρα που πλανάται και είναι εν σπέρματι πορνογραφική αλλά δοσμένη με την εκλέπτυνση της λογοτεχνικής φόρμας (λέμε τώρα) δεν πετυχαίνει τίποτα, ούτε δομικά ούτε νοηματικά, τα διάφορα περιστατικά και οι συλλογισμοί –εν είδει διαλόγων ιδεών και συλλογισμών- περνάνε σαν άχρωμα συμβάντα και θεωρητικοί διαλογισμοί χωρίς αντίκρυσμα…

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, June 10, 2009

Ελληνικός καφές με καϊμάκι. Νίκος Θέμελης

“Οι αλήθειες των άλλων”
εκδόσεις Κέδρος
2008


Είχα ξαναγράψει ότι ο Θέμελης ζει και γράφει στο φυσικό του περιβάλλον, όταν μιλάει για άλλες εποχές, απλώνει το πέπλο της ατμόσφαιρας του παρελθόντος, κεντάει τις λεπτομέρειες μια παλαιικής ζωής. Και βγήκα αληθινός με το τελευταίο του βιβλίο που αναφέρεται στη Μικρασιατική καταστροφή και πιο συγκεκριμένα στον εγκλιματισμό ενός Έλληνα, ο οποίος, ενώ καταρχάς έμεινε στις Κυδωνιές σαν Τούρκος, κατάφερε να περάσει στην Ελλάδα κουβαλώντας μπαούλα με χειρόγραφα και βιβλία, κειμήλια άλλων εποχών, κομμάτια της παράδοσης του τόπου.
Το θετικό κομμάτι του βιβλίου έγκειται, όπως προείπα, στη δυνατότητα του συγγραφέα να πλάθει άρτια τον κόσμο μιας άλλης εποχής, να μυεί τον αναγνώστη στο περιβάλλον της, να στήνει θεατρικά σκηνικά με προσοχή στις λεπτομέρειες και με μια γραφή που να αποτυπώνει το παρελθόν, χωρίς η ίδια να είναι παλιομοδίτικη ή παρωχημένη.
Κι εδώ τελειώνουν τα θετικά κι αρχίζουν οι επιφυλάξεις. Ο Θέμελης φαίνεται ότι άκουσε ότι το σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα αποκαλύπτει μια νέα θεώρηση της ιστορίας και έσπευσε να το υιοθετήσει, προκειμένου να μη σταθεί –όπως στα προηγούμενά του- μόνο στο κλίμα μιας άλλης εποχής, μακριά όμως από τους προβληματισμούς των καιρών μας. Τι κάνει λοιπόν; Ένα χειρόγραφο από το Άγιο Όρος αποκαλύπτει ότι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν σκοτώθηκε ηρωικά στην Πόλη, αλλά φυγαδεύτηκε κρυφά στον Άθω. Αυτή η φοβερή αλήθεια κλονίζει τα ιδεολογήματα που γαλουχούσαν γενιές επί γενεών και φυσικά δεν γίνεται εύκολα δεκτή από τους Έλληνες. Έτσι η ατμόσφαιρα Ηλία Βενέζη και Γιασάρ Κεμάλ, με τις ήπιες σκηνές χωρίς έντονη δραματικότητα, έρχεται να συναντήσει την «Ιερά Παγίδα» της Λείας Βιτάλη και την ανακίνηση ζητημάτων γύρω από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1454.
Πού είναι το πρόβλημα; Επειδή όλη η υπόθεση στηρίζεται στο αποκαλυπτικό …χειρόγραφο, αυτό έπρεπε να είναι πειστικό και καλυμμένο με την αχλή της ιστορικής ανατροπής. Αντίθετα, ο Θέμελης το προσεγγίζει βιαστικά, ίσα ίσα που μιλάει γι’ αυτό, δεν πείθει για την αξιοπιστία του, δεν τονίζει την αλήθεια που φανερώνει με τρανταχτές …ενδείξεις, φανταστικές ή πραγματικές, που να δείχνουν την άλλη όψη των γεγονότων. Το αποτέλεσμα είναι όλο το εγχείρημα να στέκεται στο κενό, να μην εγκλωβίζεται ο αναγνώστης στη νέα αντίληψη των πραγμάτων και έτσι όλα να μένουν σε μια απλή απόπειρα και όχι σε ένα ουσιαστικό ξαναδιάβασμα της ιστορίας.
Ο Θέμελης ξαναγυρίζει στα γνώριμα εδάφη, αλλά παρασύρεται από τις σειρήνες των καιρών για ανανέωση και καινοτομίες και γι’ αυτό δεν έφτασε ξανά στο επίπεδο της χρυσής τριάδας των ιστορικών του μυθιστορημάτων.


Πατριάρχης Φώτιος

Sunday, June 07, 2009

Χυμός φράουλα: λογοτεχνία και πολιτική

Ευρωεκλογές σήμερα και μπροστά στην αδιάφορη ψήφο είπα να δούμε τη θέση της λογοτεχνίας μέσα στο πολιτικό γίγνεσθαι. Και προφανώς δεν αναφέρομαι στο πόση λογοτεχνία (και αν) διαβάζουν οι πολιτικοί ή αν οι περισσότεροι προβάλλουν το διάβασμα ως βιτρίνα της επικοινωνιακής τους πολιτικής.
Αναφέρομαι στο πολιτικό μυθιστόρημα (ή έστω στο κοινωνικοπολιτικό), που προσπαθεί να συλλάβει τα δεινά της δημοκρατίας του σήμερα, να ανιχνεύσει μέσα στην πλοκή του τα αίτια της πολιτικής μας κακοδαιμονίας, να αποτυπώσει προβληματισμούς που θα ευαισθητοποιήσουν τους αναγνώστες και θα τους βοηθήσουν να σκεφτούν πολιτικά και κριτικά. Η γενικότερη αίσθηση είναι τέτοια μυθιστορήματα δεν υπάρχουν σε τέτοιο βαθμό ή σε τέτοια ποιότητα που να καθορίσουν τη σκέψη μας. Πέρασε η δεκαετία του ’70, όπου η πολιτική σήμαινε οργάνωση και εδραίωση της δημοκρατίας και η λογοτεχνία έκρινε (και καθόριζε) το πέρασμα από τη χούντα στον δημοκρατικό βίο της χώρας. Από τη δεκαετία του ’80 και σταδιακά όλο και περισσότερο η πολιτική λογοτεχνία φθίνει μαζί με τη γενικότερη αποχή από τα κοινά.
Σήμερα, μπορώ να σκεφτώ τρεις-τέσσερις κατηγορίες πολιτικών έργων, που κάπως κινούν τα στάσιμα νερά.
α. κοινωνικοπολιτικά έργα που αναζητούν τα αίτια της πολιτικής παρακμής και βάλλουν περιφερειακά το πολιτικό σκηνικό μέσα από την ευρύτερη κοινωνική καθίζηση.
β. λογοτεχνικά κείμενα που ασχολούνται με την τρομοκρατία και συζητούν τη δράση της με όρους πολιτικούς.

γ. παρωδιακά και χιουμοριστικά έργα που ειρωνεύονται και σατιρίζουν το πολιτικό γίγνεσθαι, καθώς και τα τραγελαφικά όρια της μιντιακής δημοκρατίας μας.
(Η ευφυέστατη γελοιογραφία είναι δημοσιευμένη στα χθεσινά Νέα της 6ης Ιουνίου 2009)
δ. ιστορικά μυθιστορήματα και διηγήματα που ανασκαλεύουν τον Εμφύλιο, την Κυπριακή Τραγωδία, τις διεθνείς σχέσεις της Ελλάδας, τα
εθνικά συμφέροντα με
ρίζες σε άλλες εποχές. Έμμεσα δηλαδή η ιστορία έρχεται να φωτίσει τις καταβολές των σύγχρονων διχασμών και παθών.
Στην ουσία λίγα πράγματα, πιθανότατα γιατί η εποχή είναι περισσότερο ατομικιστική παρά συλλογική, περισσότερο ευδαιμονική παρά προοδευτική, περισσότερο των ατομικών μεριμνών παρά των κοινωνικοπολιτικών αγώνων.
Καλή ψήφο ή γόνιμη αποχή
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, June 04, 2009

Φραπές με παγάκια: Τάσος Ρούσσος

Τάσος Ρούσσος
“Πλουτώνειο”
εκδόσεις Καστανιώτη
2008


Επιστημονική φαντασία, λογοτεχνία του φανταστικού κ.ο.κ.: ποια η στάθμη της σήμερα, ειδικά στην Ελλάδα;
Αν η πρωτοτυπία ήταν αρκετή, τότε θα διαβάζαμε ευφάνταστες ιστορίες παιδιών. Αν το μεταφυσικό και το διφορούμενο αρκούσαν, τότε η επιστημονική φαντασία θα ήταν η λογοτεχνία της πρώτης γραμμής. Αν η προσέγγιση άλλων κόσμων έφτανε για να καμφθεί η απαιτητικότητα του αναγνώστη, τότε ξέραμε από τώρα σε ποιους θα πήγαιναν τα Νόμπελ.
Επειδή όμως όλα αυτά δεν είναι αρκετά, για να απολαύσει ο αναγνώστης και ταυτόχρονα να ικανοποιηθεί αισθητικά, κάθε τέτοιο έργο οφείλει πρώτα να έχει λογοτεχνική αξία, ώστε να διοχετεύσει την φαντασία και την υπέρβαση του δημιουργού σε λόγο και πλοκή. Κι ο Ρούσσος εδώ δεν τα κατάφερε. Ναι, ψάχνει πρωτότυπες ιδέες, κινείται στο πλαίσιο του φανταστικού με τις δισημίες των εικόνων του, με τις πολλές ερμηνείες μεταφυσικών φαινομένων, με την αναγωγή της δράσης σε μια άλλη σφαίρα πάνω από τη γήινη. Τρεις νέοι, στους οποίους ο έρωτας είναι στόχος, βλέπουν στο πλουτώνειο σπήλαιο της Ελευσίνας οξειδώσεις που θα μπορούσαν να εκληφθούν και ως τερατώδεις μορφές. Φωτογραφίζουν τα τοιχώματα και μέσω των φωτογραφιών ζουν μια μεταφυσική εμπειρία στις απώτατες εποχές του χρόνου, όταν έγινε η τερατομαχία που απολίθωσε τους κακούς. Τώρα όμως επιχειρούν να βγουν…
Αλλά: 1. από την αρχή φαίνεται ότι η όλη σύλληψη δεν έχει κανένα βάθος. Η ιστορία παίζει με το ρεαλιστικό και το υπέρ-λογο, χωρίς άλλο στόχο από το παιχνίδι. 2. οι διάλογοι είναι άτεχνοι, αφύσικοι, οι ερωταπαντήσεις φαίνονται συχνά στημένες, το δέσιμο των χαρακτήρων αποτυχημένο, 3. οι ερμηνείες που παρατίθενται είναι ενίοτε βάσιμες κι ενίοτε αβάσιμες, σαν να μην υπάρχει καθόλου ο νόμος της πλάνης και της διάψευσης, αφού όλα είναι πιθανά και όλα απίθανα, 4. τα δευτερεύοντα πρόσωπα μπαίνουν στην υπόθεση προκατασκευασμένα και γι’ αυτό αφύσικα. Τη στιγμή που τα χρειάζεται η δράση, τότε στήνεται μια σκηνή εισδοχής τους στην ιστορία. Όλα φαντάζουν επιτηδευμένα, τεχνητά, λογικά στη μεταφυσικότητά τους.

Αν η λογοτεχνία του φανταστικού, της επιστημονικής φαντασίας, της αστυνομικής πλοκής ή οποιουδήποτε άλλου είδους που παλαιότερα θεωρούνταν παραλογοτεχνία δεν μπορέσει να ανδρωθεί με αισθητικές αρχές και με εμβαθύνοντα λόγο, δεν πρόκειται να γεννήσει μεγάλα έργα. Και στην Ελλάδα είμαστε πολύ πίσω.

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, June 01, 2009

Πικρός ελληνικός διπλός: Μαρίνα Καραγάτση

"Το Ευχαριστημένο, ή οι δικοί μου άνθρωποι"
εκδόσεις Άγρα
2008


Βραβείο Μυθιστορήματος περιοδικού Διαβάζω 2009.
Είχα διαβάσει το βιβλίο κάποια στιγμή τα Χριστούγεννα, αλλά κάτι με ενοχλούσε, κάτι με έκανε να προβληματίζομαι για το τι διάβασα. Μάζεψα κριτικές και σκέφτηκα πολύ για το είδος του κειμένου, για την υφή του, για την αξία του. Θέλω να τα μοιραστώ μαζί σας και να βγω από τον λαβύρινθο της ανάγνωσης και της αξιολόγησης, τώρα που έχω στα χέρια μου τις βαθμολογίες που πήρε από την κριτική επιτροπή στο Διαβάζω Ιουνίου (έσπευσα να το αγοράσω σήμερα το πρωί).
1. Είναι μυθιστόρημα; Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι στο βιβλίο αποφεύγεται ο όποιος χαρακτηρισμός, γεγονός πολύ σημαντικό αφού κάθε έργο διαβάζεται με βάση τον ειδολογικό προσδιορισμό που προβάλλεται. Η Θεοδοσοπούλου (http://maritheodo.blogspot.com/2009/04/blog-post_549.html ) εκφράζει τις αντιρρήσεις της για το αν είναι μυθιστόρημα: «Στα υ­πο­ψή­φια βι­βλία για το βρα­βείο μυ­θι­στο­ρή­μα­τος συ­γκα­τα­λέ­γε­ται το βι­βλίο της Μα­ρί­νας Κα­ρα­γά­τση, «Το ευ­χα­ρι­στη­μέ­νο ή οι δι­κοί μου άν­θρω­ποι», το ο­ποίο, α­κό­μη κι αν δια­θέ­τει λο­γο­τε­χνι­κές α­ρε­τές, εί­ναι μαρ­τυ­ρία εν­δοοι­κο­γε­νεια­κού χα­ρα­κτή­ρα και ό­χι μυ­θι­στό­ρη­μα. Διό­λου α­πί­θα­νο, ως υ­πο­ψή­φιο προς βρά­βευ­ση στην εν λό­γω κα­τη­γο­ρία, να λει­τουρ­γή­σει ως άλ­λο­θι ε­ξο­στρα­κι­σμού α­μι­γώς μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κών βι­βλίων.».
Ο Ζήρας απαντά στο περ. Διαβάζω Μαΐου (σελίδα 30): «Εδώ [στη συγκεκριμένη απορία της Μ.Θ.] δεν μπορώ να πω πολλά, και τούτο διότι το δυσκολότερο πράγμα σήμερα είναι να ορίσεις με ευκρίνεια και πειστικότητα αν ένα κείμενο που εξ υπαρχής του καταργεί τα όρια των ειδών, είναι ποίηση, διήγημα, βιογραφία, μυθιστόρημα ή οτιδήποτε άλλο. Τέτοιο είναι και το πεζό της Καραγάτση. Ένα κατεξοχήν υβριδικό αφήγημα που με κανέναν τρόπο δεν θα μπορούσα να το κλείσω στο άλλωστε αμφίλογο ορισμό της Θεοδοσοπούλου μαρ­τυ­ρία χα­ρα­κτή­ρα εν­δοοι­κο­γε­νεια­κού. Ας με συγχωρεί, γνώμονας για το πεζό αυτό δεν είναι το αν αποτελεί μαρτυρία και πόσο, αν πρωταγωνιστές του είναι πρόσωπα που υπήρξαν, αλλά το αν έχει στοιχεία της μυθοπλασίας. Αν δηλαδή ο συγγραφέας του επινοεί μια πραγματικότητα που όσο κι αν το θέλει δεν είναι η πραγματικότητα που έζησε αλλά μια άλλη, φανταστική».
Η Θεοδοσοπούλου ανταπαντά (http://maritheodo.blogspot.com/2009/05/blog-post_9751.html ) θεωρώντας την άποψη του Ζήρα: «Ερμη­νεία, που θυ­μί­ζει τις ευ­φά­ντα­στες ψυ­χα­να­λυ­τι­κές α­να­γνώ­σεις τύ­που Γκυ Σωνιέ. Κα­τά τα άλ­λα, α­πό τα πολ­λά που γρά­φτη­καν στον Τύ­πο για το βιβλίο, ου­δείς έ­θε­σε υ­πό αμ­φι­σβή­τη­ση ό­σα μαρ­τυ­ρού­νται για την οικογέ­νεια Κα­ρα­γά­τση. Αναμ­φι­βό­λως, το βι­βλίο θα α­πο­τε­λέ­σει έ­να σταθε­ρό ση­μείο α­να­φο­ράς για τις μελ­λο­ντι­κές με­λέ­τες πά­νω στο έρ­γο του Κα­ρα­γά­τση. Και βε­βαίως, αν το βι­βλίο α­φο­ρού­σε μια οι­κο­γέ­νεια ονό­μα­τι... Δρα­γά­τση, θα πή­γαι­νε “α­διά­βα­στο”, ό­πως και πλεί­στα άλ­λα της ε­τή­σιας σο­δειάς.»
Προσωπικά με πείθει πιο πολύ η γνώμη της Θεοδοσοπούλου (έστω κι αν έχω εκφραστεί αρνητικά παλαιότερα για την πένα της) και όχι του Ζήρα (έστω κι αν καταπιαστεί πάλι στη στήλη του στο «διαβάζω» με τα ιστολόγια, σαν το δικό μας, που μιλάνε για τη διαμάχη των κριτικών). Τουλάχιστον αυτός ήταν ένας διάλογος με επιχειρήματα.

2. Στα θετικά του βιβλίου αναφέρθηκε ο φωτισμός του πατέρα Καραγάτση από την κόρη του (Γαραντούδης, Τα Νέα, 28.6.2008), σημείο που εντοπίζει και η Χριστίνα Παπαγγελή στο ιστολόγιό της (http://anagnosi.blogspot.com/2008/10/blog-post_17.html ) «Βρήκα σπαραχτικό το να νιώθει αυτού του είδους την απόρριψη η κόρη από μέρους του Πατέρα, ενός πατέρα που δεν κανει άλλο παρά να προβάλλει -κλασικά- τον εαυτό του στην κόρη του. Προς τιμήν της, η συγγραφέας δε σχολιάζει ούτε προβαίνει σε χαρακτηρισμούς. Άλλωστε δεν το επιτρέπει η «δομή» του βιβλίου, ο τρόπος που διάλεξε να ξεδιπλώσει την προσωπικότητα του Καραγάτση, εφόσον μιλά ο ίδιος.». Ο Κούρτοβικ συμπληρώνει (Τα Νέα, 27.9.2008): «΄Ισως ο μεγαλύτερος έπαινος για το βιβλίο της είναι ότι μας κάνει να ξεχάσουμε γρήγορα τον πραγματικό Καραγάτση και μας παρασύρει στη γοητεία μιας αφήγησης που στέκει θαυμάσια από μόνη της, ανεξάρτητα από την ιστορικότητα των χαρακτήρων της. Και ωστόσο, σε σχέση ακριβώς με αυτή την ιστορικότητα, η συγγραφέας είναι ειλικρινής, τολμηρή και δίκαιη, με μια μορφή δικαιοσύνης που πηγάζει από συναισθηματική ωριμότητα και αισθαντική κατανόηση, όχι από μια σπασμωδική προσπάθεια δικαίωσης, με την υποβάθμιση των προσωπικών ελαττωμάτων και τον υπερτονισμό των αρετών, όπως συμβαίνει τόσο συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις.»
Ο Γαραντούδης εντοπίζει επίσης «το θεματικό εύρος και την αφηγηματική συνθετότητά του, αλλά και την αναμφίβολη αισθητική αξία του». Ο Βιστωνίτης αναφέρει ότι πρόκειται «για νοσταλγική και πικρή αναδρομή στο παρελθόν που αναπλάθει την ιστορία μιας από τις γνωστότερες αστικές οικογένειες της εποχής. Είναι ένα χρονικό, θα λέγαμε, του συναισθήματος το οποίο εκτυλίσσεται μέσω της ανάκλησης της παιδικής ηλικίας και ταυτοχρόνως μια κατάθεση ψυχής.» (Το Βήμα, 6.7.2008). Και ο Κούρτοβικ αποδίδει τα εύσημα στην Καραγάτση: «Η δύναμη και η ουσία του βιβλίου της βρίσκονται στα ολοζώντανα, ζεστά, πλούσια σε αποχρώσεις και γεμάτα ανθρώπινες αντιφάσεις πορτρέτα των «δικών της ανθρώπων». Ο Καραγάτσης, πληθωρικός, εγωπαθής, βίαιος, γυναικάς, αλλά και συναισθηματικά ευάλωτος, γενναιόδωρος και ευθύς· η Νίκη Καραγάτση, με την έμφυτη σεμνότητα και την ήρεμη σταθερότητά της· η γιαγιά Μίνα, νησιώτισσα αστή παλαιών αρχών, αλλά και με συχνά αφοπλιστικό κοινό νου·».

3. Στα αρνητικά του βιβλίου ο Βιστωνίτης αναφέρεται στην απουσία διαφοράς μεταξύ των φωνών των αφηγητών, αφού «πουθενά δεν έχεις την αίσθηση ότι η διαφορά της ομιλίας συνεπάγεται και αλλαγή στο ύφος - στην ουσία πρόκειται για διαφορά απόχρωσης γιατί το βιβλίο έχει αφηγηματική ταυτότητα πέραν των πρωταγωνιστών-αφηγητών: αυτή της Μαρίνας Καραγάτση.» (Το Βήμα, 6.7.2008).
Καλό μήνα
Πατριάρχης Φώτιος