Thursday, January 29, 2009

Σοκολάτα με γάλα: Κ. Δημουλά

Η ποιήτρια των μελετημένων λέξεων

Έχω την αίσθηση ότι αν ρωτήσεις ποιος Έλληνας λογοτέχνης θα μπορούσε ποτέ να διακριθεί με μια υψηλή διεθνή διάκριση (τύπου βραβείου Νόμπελ ας πούμε), τότε η απάντηση θα ήταν η Κική Δημουλά. Κι αυτό αποδεικνύει –πέρα από την αξία της ως ποιήτριας- ότι η ποίηση γεννά ακόμα στην Ελλάδα πολύ ζουμερούς καρπούς παρά την παντοκρατορία του μυθιστορήματος.
Χαιρετίζουμε λοιπόν το αφιέρωμα του περιοδικού «Εντευκτήριο» (τχ. 83, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2008), έστω και καθυστερημένα, που συνέταξε ένα τεράστιο φάκελο προς τιμή της Δημουλά και έδωσε πλήρη στοιχεία (βιογραφικά, κριτικογραφικά, ερμηνευτικά κ.ο.κ.) γύρω από το άτομό της αλλά κυρίως γύρω από την ποίησή της. Η μύηση σε ένα τέτοιο έργο, η είσοδος σ’ αυτό από πολλές πόρτες, η προσέγγιση της επιφάνειας αλλά και του βάθους της ποίησής της ωφελεί και διδάσκει –με την γενικότερη σημασία της λέξης- όσους θα ήθελαν να έχουν επαφή με την ποίηση, αλλά νιώθουν τον φραγμό της γλώσσας, των αφανών νοημάτων της, των μύχιων ιδεών που εικονοποιούνται και συχνά δίνονται κρυπτικά αποθαρρύνοντας τον αναγνώστη.
Ο Δ. Δασκαλόπουλος εξηγεί πως τα ποιήματά της ισορροπούν μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας, ενώ κύριο χαρακτηριστικό της είναι η πετυχημένη χρήση των λέξεων, από τις εύστοχες λέξεις της καθαρεύουσας στην ανοίκεια μεταχείριση των καθημερινών τύπων. Στα θέματά της εντάσσεται το καθημερινό, το οικείο και το οικιακό, τα οποία κουβαλάνε μνήμες, φροντίδες, οικογενειακές και διαπροσωπικές επαφές.
Στο ίδιο αφιέρωμα –ανάμεσα σε άλλα- αναπαράγονται κριτικές που δέχτηκε το έργο της από το 1952 (Πέτρος Χάρης) μέχρι και το 2008 (Παντελής Μπουκάλας), αλλά και συνεντεύξεις της ίδιας της ποιήτριας σε διάφορους δημοσιογράφους.
Ο κόσμος της ποίησης κινείται παράλληλα με τον δικό μας, αλλά καμιά φορά τον τέμνει τόσο απόλυτα, τόσο κάθετα και αιχμηρά που συγκλονίζει τον άνθρωπο. Το ζήτημα βέβαια είναι πόσο ο σημερινός αναγνώστης, ακόμα και ο βιβλιόφιλος, έχει τον χρόνο, ή καλύτερα την εσωτερική υπομονή, να σταθεί πάνω του.

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, January 26, 2009

Καφές φίλτρου: Γιώργης Γιατρομανωλάκης

“Το χρονικό του Δαρείου”
εκδόσεις Ελληνικά γράμματα
2008


Ίσως το βιβλίο της χρονιάς που πέρασε. Τόσο λόγω ονόματος όσο και λόγω πραγμάτευσης του θέματος. Από τη μια ο Παπανδρέου κι από την άλλη το χιούμορ και η παρωδία. Ο ευφυής χειρισμός της γλώσσας και η ανάπλαση μιας εποχής, με λοξό τρόπο κοιταγμένης. Τα πολλαπλά στιγμιότυπα και ο ειρωνικός τρόπος που τα παρουσιάζει.
Η κριτική έδειξε πολλά πλεονεκτήματά του:
- 25.10.2008 Πιμπλής, Τα Νέα: «Γιατί το κάνει; Μα για να πει ότι το αυτονόητο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι λογοτεχνικό. Το ΠΑΣΟΚ εκείνης της περιόδου είχε κάτι το κατ΄ εξοχήν θεατρικό, είχε δραματουργία, πάθη, αντιφάσεις, στοιχεία που από μόνα τους συνιστούν λογοτεχνία»
- 26.10.2008 Παπασπύρου, Ελευθεροτυπία: Ο συγγραφέας «θιασώτης της παρωδίας, ο γνωστός πεζογράφος και πανεπιστημιακός, κρυμμένος πίσω από το προσωπείο ενός φανατικού οπαδού του παραπάνω Ηγέτη κι Εραστή, φωτίζει λοξά καταστάσεις της πρόσφατης πολιτικής μας ιστορίας, υφαίνοντας πάνω τους ένα λεκτικό πανηγύρι με περίσσευμα υπόκωφου σαρκασμού».
- 23.11.2008 Κοτζιά, Καθημερινή: «ο πεζογράφος δεν δείχνει να ανήκει στη χορεία των συγγραφέων που κατορθώνουν να ασκήσουν τη σαγήνη μιας διαρκώς εξελισσόμενης συναρπαστικής πλοκής. Κι ωστόσο. Είτε ως αποτέλεσμα αδυναμίας είτε ως προϊόν απολύτως ηθελημένης επιλογής, ο Γιατρομανωλάκης πέτυχε στα μυθιστορήματα αυτά κάτι άλλο πολύ σημαντικό: την καλλιέργεια ενός στατικού αλλά πάντοτε γλαφυρού ύφους, το οποίο κατορθώνει να διαγράψει με συστηματικότητα μια δική του συνεπέστατη θεωρία για τον κόσμο».
- 28.11.2008 Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία: «Ο Γιατρομανωλάκης οργανώνει το παιχνίδι του με την αποδόμηση του πολιτικού μυθιστορήματος μέσω της γλώσσας του αφηγητή του. Μείγμα της ιστορικής ΠΑΣΟΚικής ιδιολέκτου και των λεκτικών τικ των σοβιετικών απαράτσικων, η ιεροφαντική γλώσσα του συντάκτη του «Χρονικού του Δαρείου»… κάνει τα πάντα: αναπαράγει σε εξοντωτικό βαθμό τη μανία των κυβερνητικών και κομματικών οργανισμών του ιστορικού ΠΑΣΟΚ με τα αρκτικόλεξα, υποδαυλίζει, βάζοντάς της στο τέλος φωτιά, τη λατρεία των στελεχών και των ψηφοφόρων του για τις πάσης φύσως αναφορές στο εθνικό, το λαϊκό και το σοσιαλιστικό, … φέρνει ξανά και ξανά στο προσκήνιο τη φρασεολογία του κομματικού ή και του συμπολιτευόμενου Τύπου, υπερτονίζει το όργιο του αισθηματολογικού θαυμασμού με το οποίο γίνονται αποδεκτές οι πολλαπλές ερωτικές περιπέτειες και επιδόσεις του Δαρείου…».
- 29.11.2008 Καζαντζάκη, Αυγή: «Η αφήγηση δεν είναι γραμμική. Εφαρμόζοντας το τέχνημα της βιωματικής, εξομολογητικής γραφής, ο Γιατρομανωλάκης τολμά τα άλματά του μέσα στο χρόνο, ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, ανάμεσα στην άνοδο και στην πτώση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος».
- 10.1.2009 Θεοδοσοπούλου, Εποχή: «Οπό­τε ο Γιώρ­γης Για­τρο­μα­νω­λά­κης, πα­ρό­λο που δια­θέ­τει την α­παι­τού­με­νη αιχ­μη­ρή γρα­φί­δα, α­πεκ­δύε­ται το ρό­λο του νέ­ου Ροΐδη, δι­στά­ζο­ντας να στή­σει έ­να γνή­σιο σα­τι­ρι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα, α­πό αυ­τά που προ­σφέ­ρουν α­πό­λαυ­ση σε α­ρι­στο­κρά­τες και πλη­βείους της α­νά­γνω­σης. Αντ’ αυ­τού, προ­κρί­νει την πο­λι­τι­κή πα­ρω­δία, ε­στιά­ζο­ντας στην ι­δε­ο­λο­γία και το ύ­φος της πα­παν­δρεϊκής ε­πο­χής και συ­να­κό­λου­θα, της, ει­σέ­τι εν ε­νερ­γεία, πο­λι­τι­κής σχο­λής που δη­μιούρ­γη­σε».

Θα έκρινα πως είναι ένα από τα φαβορί για βραβείο μυθιστορήματος. Το μόνο που ίσως κάνει διστακτικούς τους κριτές είναι η “ελαφριά” του γραφή που δεν ευνοεί τον στοχασμό των σοβαρών έργων. Αλλά είναι ένα είδος ολόκληρο που αξιοποιεί πολιτικά και χιουμοριστικά στοιχεία σε ένα ευτυχές αμάλγαμα και γι’ αυτό πρέπει να κριθεί με άλλα κριτήρια.
Πατριάρχης Φώτιος

Friday, January 23, 2009

Λουκούμια σύρου: κακά βιβλία

Μια απολογία …και μια συζήτηση

Ο φίλος του Βιβλιοκαφέ Βαγγέλης Ιντζίδης έθεσε μια εύλογη απορία για τη σκοπιμότητα της “ανάλωσης” σε βιβλία που δεν μου αρέσουν καθόλου. Η ερώτησή του ήταν ερεθιστική και γι’ αυτό τη συζητώ εκτενέστερα:

Aγαπητέ Πατριάρχη,
είμαι βέβαιος ότι κι εσύ όπως και οι φίλοι συνομιλητές-θαμώνες του βιβλιοκαφέ είναι σε θέση να διακρίνουν σε ένα πάγκο βιβλιοπωλείου το βιβλίο που τουλάχιστον δεν θα τους εξοργίσει. Κατά συνέπεια δεν μπορώ - πραγματικά- να καταλάβω γιατί αναλώνεσαι με βιβλία που δεν σου αρέσουν καθόλου.
Εκτός κι αν με αυτόν τον τρόπο - που τον βρίσκω ενδιαφέροντα - κάνεις μια μελέτη για την αντιλογοτεχνική γραφή ή δημιουργείς μια μετανεοτερική αισθητική κριτική. Οπότε - ε ναι - το εγχείρημα είναι πολλαπλώς χρήσιμον. Σε κάθε περίπτωση παραμένω άγρυπνος από τους καφέδες που επί σειρά πρόσφατων αναρτήσεων μας έχει κεράσει (frape sketo)!!!
Να είσαι καλά και να μην χάνεις την ώρα σου μιλώντας για αμίλητα βιβλία.
Bαγγέλης Ι.

Αγαπητέ Βαγγέλη,
σ’ ευχαριστώ για το θάρρος και την ευγένειά σου να επισημάνεις την πληθώρα μέτριων ή και κακών βιβλίων που παρελαύνουν από τα τραπεζάκια μου. Είναι βίτσιο μου; είμαι μαζοχιστής; Είμαι κακεντρεχής συγγραφέας που βρίσκει όλους τους άλλους κακούς; Ευτυχώς, δεν συντρέχει κανένας από τους παραπάνω λόγους.
Τότε; Πρώτα απ’ όλα διαβάζω, όπως ίσως φαίνεται, πάρα πολλά βιβλία, ειδικά ελληνικά, για να παρακολουθώ τη σύγχρονη παραγωγή. Στατιστικά λοιπόν τα “ανεπαρκή” (να τα ονομάσω έτσι) βιβλία είναι πάρα πολλά [παλαιότερα που είχα θέσει ένα τέτοιο δίλημμα (αν δηλαδή πρέπει ή όχι να αναρτώ γνώμες για κακά βιβλία), όλοι οι φίλοι του καφέ απάντησαν να γράφω και γι’ αυτά τη γνώμη μου και να μην περιοριστώ μόνο στα αξιόλογα].
Ως εκ τούτου, επειδή τα καλά βιβλία είναι λίγα –σε αντίθεση με ό,τι προβάλλεται από τις εφημερίδες-, τα κρατώ ως κόρη οφθαλμού και τα παρουσιάζω σκόρπια μέσα στα άλλα. Κι εδώ τίθεται ένα ακόμη θέμα: η ευκολία των κριτικών και κυρίως των βιβλιοπαρουσιαστών να εκθειάσουν το όποιο βιβλίο, κυρίως αν προέρχεται από τις Ιερές Αγελάδες της λογοτεχνίας μας, είναι απίστευτη. Συν το γεγονός ότι στις παρουσιάσεις μυθιστορημάτων ή διηγημάτων πριν από τις γιορτές (σε εφημερίδες και περιοδικά) συσσωρεύονται τόσα πολλά βιβλία, τόσα πολλά και καλά!!!, που απορεί κανείς γιατί ακόμα δεν έχουμε πάρει το τρίτο μας Νόμπελ, γιατί αυτοί οι κουτόφραγκοι συνεχίζουν και αδιαφορούν για μας…
Παράλληλα, ένα βιβλίο που το βρίσκω εγώ “ανεπαρκές” (αλλά όχι οι άλλοι) πυροδοτεί πολύ πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις, αφού η συζήτηση έχει έρεισμα, όπως στην περίπτωση λ.χ. του Μαμαλούκα. Είναι σαν την πολιτική: στο καφενείο συζητάνε όλοι με πάθος πάνω στα λάθη της κυβέρνησης. Χωρίς να θέλω να γίνει το Βιβλιοκαφέ …καφενείο, η συζήτηση με επιχειρήματα (όχι το κουτσομπολιό) είναι μερικές φορές εξίσου ελκυστική με την ανάγνωση ενός καλού έργου. Μπορεί να αλλάξω γνώμη, μπορεί να σκεφτώ πτυχές της λογοτεχνίας που δεν είχα ως τώρα δει, μπορεί να προκύψουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα…
Μερικές φορές πιάνω τον εαυτό μου να είναι σαν τους αναγνώστες των εκδοτικών οίκων: διαβάζουν πολλή σαβούρα, για να χαρούν το πραγματικά καλό βιβλίο. Δυστυχώς, νιώθω κι εγώ ώρες ώρες την ασφυξία …από τη δυσωδία των σκουπιδιών που εκδίδονται γύρω μας.
Ευχαριστώ για την αφορμή.
Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, January 21, 2009

Φραπές σκέτος: Πέτρος Κουμπλής

“Η θεία Δίκη”
εκδόσεις Καστανιώτη
2008
Ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας είναι ραδιοφωνικός παραγωγός στον Δίεση 101,3FM, με φωνή σαν του Αλιάγα και τρυφερά-γλυκερά σχόλια μεταξύ των ομολογουμένως καλών τραγουδιών που επιλέγει. Ήθελα, λοιπόν, να ελέγξω πόσο η ακουστική ‘εικόνα’ που δίνει μέσω των εκπομπών του ανταποκρίνεται και στο είδος της λογοτεχνίας που διάλεξε στο πρωτόλειό του.
Θέμα του πρώτου βιβλίου του αποτελεί η φιλοδοξία των ανθρώπων των media και πώς αυτή γυρίζει μπούμερανγκ εναντίον τους. Το βασικό θετικό στοιχείο του έργου είναι η καλοδουλεμένη πλοκή, η άρτια σύνδεση των δεδομένων και η ομαλή προσέγγιση του τέλους, μια πορεία που κερδίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
ΑΛΛΑ, η συνταγή με την οποία δουλεύει είναι κοινότοπη: ο κόσμος των ΜΜΕ και οι μεταξύ τους τριβές, οι επιδιώξεις και οι ματαιώσεις στις βλέψεις τους, ο αθέμιτος ανταγωνισμός και ο αριβισμός τους. Όλα αυτά με λίγη ίντριγκα, λίγο αστυνομικό μυθιστόρημα, λίγο σεξ, σαν σήριαλ δευτέρας διαλογής στην τηλεόραση. Επιπλέον, εξυπνακίστικοι διάλογοι με ατάκες που πρέπει να κάνουν εντύπωση, που σκοπεύουν στην έκπληξη του αναγνώστη και στην ανάδειξη μιας νεολαιίστικης φιλοσοφίας για τη ζωή.
Κι αν όλα αυτά γίνονται για να γίνει απεχθής ο αρνητικός του ήρωας και να χαρεί ο αναγνώστης με το τελικό πάθημά του, αυτό δεν συμβαίνει. Πιο πολύ η εντύπωση είναι ότι αυτά συμβαίνουν ειδικά στους ανταγωνιστικούς χώρους εργασίας και κάποιοι την πληρώνουν, ενώ κάποιοι άλλοι όχι, παρά ότι όντως επικρατεί η θεία δίκη. Κι εκεί είναι ίσως το σημαντικότερο πρόβλημα του βιβλίου: η απουσία βάθους (για να μείνω σε ό,τι συζητάγαμε στο προηγούμενο ποστ), αφού η υπόθεση μένει στην επιφάνεια των γεγονότων, ενώ το επιδιωκόμενο νόημα της δικαιοσύνης για όσους φέρονται ακραίως φιλόδοξα δεν πείθει· και δεν πείθει επειδή η συνταγή του είναι καμωμένη με τα υλικά της τηλεόρασης και επομένως η αυθεντική πειθώ της γκλαμουριάς της τελευταίας είναι πιο ισχυρή για τη «μαγευτική» ζωή των στελεχών της.
Τέλος, δυο τρία λάθη από απειρία: η κατοχή από τον πρωταγωνιστή θέσης πάρκινγκ στο κανάλι, αν και δεν είχε μόνιμη και σταθερή εκπομπή, η χρήση του αυτοκινήτου για να πάει στη δουλειά του που ξαφνικά δίνει τη θέση της στο μετρό και τέλος ο περιβόητος αφορισμός του Καζαντζάκη, ο οποίος δεν έγινε ποτέ.
Πατριάρχης Φώτιος

Monday, January 19, 2009

Κορμός με βαθύ σοκολατί χρώμα: ρηχότητα ή βάθος;

Πότε ένα κείμενο διακρίνεται από βάθος;

Σε παλαιότερη συζήτηση προέκυψε η έννοια του «βάθους» στη λογοτεχνία, μια έννοια που δεν είναι καθόλου σαφής κι ο καθένας την εννοεί διαφορετικά. Επιπλέον, με ποια κριτήρια επισημαίνεται αν ένα μυθιστόρημα λ.χ. έχει ή όχι βάθος; Κι αν είναι ρηχό, αρκεί για να το απορρίψουμε;
Η θαμώνας του Βιβλιοκαφέ Pellegrina -σε σχόλιό της σε προηγούμενη ανάρτηση- εξέφρασε μερικά πολύ ενδιαφέροντα ερωτήματα πάνω στο θέμα, ερωτήματα που αξίζει να συζητηθούν:
α) Μήπως το βάθος εξαρτάται περισσότερο από τον αναγνώστη και λιγότερο από τον συγγραφέα;
β) Τι "βάθος" εννοούμε; (συναισθήματος, σκέψης, ιδεών, υπαρξιακής αγωνίας;)
γ) Μήπως το "βάθος" αλλάζει με την εποχή;
δ) Μήπως προστίθεται βάθος από τις απανωτές ερμηνείες των έργων του "κανόνα";
ε) πόσο η διατύπωση επηρεάζει το βάθος; μπορεί η γλώσσα να "υποκριθεί" βάθος;
στ) Υπάρχει βάθος-κλισέ; (μου έρχεται στο νου ο "φόβος του θανάτου". Θεωρείται σημαντικό θέμα της λογοτεχνίας, όμως πόσο "βάθος" έχει;)
ζ) Γενικά, μήπως θέλει έναν α πριόρι (a priori) ορισμό το βάθος, ή προκύπτει αντ χοκ (ad hoc);
η) ΠΟΥ αναζητεί κανείς το "βάθος"; Στον άνθρωπο, στη φύση, στο θεό, στα κοινωνικά φαινόμενα; Στην Ιστορία; Εξ ίσου σε όλα αυτά;
θ) Τα ερωτήματα επικαλύπτονται (είναι πρόχειρα), αλλά ιδού ένα κρίσιμο: το "βάθος" ενός βιβλίου προϋποθέτει το "βάθος" του συγγραφέα ως ατόμου;
ι) Υπήρξαν εποχές πιο "βαθιές" από τη δική μας, που άρα ευνοούσαν την βαθιά λογοτεχνία, ή αυτό είναι ιστορικός κ.λπ. μύθος;
ια) Πόσο συνεισέφερε στο "βάθος" της λογοτεχνίας (ή το αντίθετο) η ψυχανάλυση;
Ξεδιπλώνονται νήματα, ανοίγονται παράθυρα, προβάλλονται ερμηνευτικές πόρτες: μπείτε ελεύθερα όπου θέλετε και καταθέστε τις απόψεις σας. Δεν ξέρω αν μπορούμε να φτάσουμε σε ουσιαστικά συμπεράσματα αλλά καμιά συζήτηση δεν φτάνει σε αδιέξοδο.

(διά την αντιγραφήν)
Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, January 15, 2009

Νες καφέ με κουλουράκια. Φίλιπ Ροθ

“Portnoy’s Complaint”
1967
“Το σύνδρομο Πόρτνοϊ”
εκδόσεις Πόλις
2008
Το μανιφέστο του μαλάκα

Μας έχουν πρήξει με τον Ροθ. Κορυφαίος αμερικανός συγγραφέας, καιρό τώρα υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ αλλά η Σουηδική Ακαδημία δεν ξέρει από αμερικάνικη λογοτεχνία (λόγια του ίδιου αυτά), ανατρεπτικός, αντισυμβατικός, αιρετικός.
Είναι το δεύτερο βιβλίο του που διαβάζω ολόκληρο. Γιατί δεν πείθομαι για την αξία του;
Ξεκινώ το βιβλίο με την πιο ευφυή σύλληψη για αρχή μυθιστορήματος: ο μικρός μαθητής πιστεύει ότι η δασκάλα του είναι μεταμφιεσμένη η μαμά του και απορεί μάλιστα που μέχρι να γυρίσει στο σπίτι είναι ξανά στη θέση του μητρικού της ρόλου!
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την ψυχανάλυση, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα στα όρια της αιμομιξίας, τη σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του ’60 που κορυφώθηκε ένα χρόνο μετά στη Γαλλία, την προσπάθεια απογαλακτισμού του ήρωά του από το οικογενειακό του περιβάλλον και την εβραϊκή ταυτότητα κ.ο.κ.
Υπόθεση: ασθενέστατη. Φιλοσοφία: το δικαίωμα στον αυνανισμό ως ψυχοσωματική ανάγκη, η πολυγαμία ως απόδειξη αποδοχής και η φαντασίωση ως διέξοδος. Παράλληλα, η υπονόμευση στο θεσμό της οικογένειας και η αντισυμβατική στάση ενός νέου που δεν θέλει να στασιμοποιηθεί στα κατεστημένα πλαίσια. Ενδιαφέρον: μικρό, εκτός κι αν υπερισχύσει το ηδονοθηρικό ένστικτο (η λογοτεχνία ως ηδονοβλεψία) που και πάλι δεν θα ικανοποιηθεί επαρκώς.
Μεταμοντέρνα σούπα αιρετικών απόψεων, επαναστατικών για την εποχή του, αλλά διαχρονικά μια …μαλακία ολκής που βρίσκει φανατικούς υποστηρικτές. Για μένα μια προοδευτικότητα κοινωνικών αλλαγών αλλά όχι αισθητικών ανατροπών.
Το ξέρω ότι υπάρχουν φανατικοί Ροθόφιλοι. Μπορώ να καταλάβω τα εξωαισθητικά και εξωλογοτεχνικά κριτήρια του πάθους τους, αλλά όχι τι είδους λογοτεχνία εκπροσωπεί ο Αμερικανός συγγραφέας.

Πατριάρχης Φώτιος

Monday, January 12, 2009

Καφές με μπράντυ: Έλενα Μαρούτσου

“Μεταξύ συρμού και αποβάθρας”
εκδόσεις Καστανιώτη
2008



Ο λαβύρινθος του Μαγκρίτ

Παράξενο κείμενο. Θα έλεγα αμφίθυμο. Μια σε συνεπαίρνει και μια σε προσγειώνει. Πολυπρισματικό. Μα ταυτόχρονα ψυχρό και εγκεφαλικό. Δαιδαλώδες, αυτή η λέξη ταιριάζει. Και μαζί ανακλαστικό της γραφής και της συγγραφέως. Ψάχνεις να βρεις την έξοδο. Αλλά παράλληλα σ’ αρέσει που παίζεις το παιχνίδι με τον μινώταυρο. Η ψυχή του ανθρώπου είναι σαν ένα καλειδοσκόπιο ιδεών και βιωμάτων.
Έτυχε να τελειώσω την ανάγνωση μόλις χθες. Και έπεσα πάνω σε μια κριτική του Περαντωνάκη στην Ελευθεροτυπία της Παρασκευής. Οι δικές μου εντυπώσεις, ζεστές ακόμα σαν φραντζολάκια της αυγής, έπεσαν πάνω σε μια ακαδημαϊκή κριτική χωρίς παλμό και σφρίγος. Παρενθετικά σε ποιον απευθύνονται τέτοιες κριτικές που βρίθουν επιστημονικών σκέψεων και ακατανόητων για τους πολλούς θεωριών; Ποιον ενδιαφέρει το κατά Ντεριντά “διαφυγόν νόημα”, για να το χρησιμοποιήσει ο κριτικός στην παρουσίασή του;
Ξαναγυρίζω στο μυθιστόρημα. Τα βασικά σημεία, σύμφωνα με το οπισθόφυλλο, είναι τα εξής:
Μια γυναίκα ταξιδεύει συνεχώς με την πλάτη γυρισμένη στο χρόνο και το χώρο. Ένα κοριτσάκι θέλει να γίνει Χριστός, και μέχρι ένα σημείο δεν τα πάει κι άσχημα. Μια γιαγιά ξυπνά από τη νάρκωση μιλώντας Γαλλικά. Ένα πλημμυρισμένο δωμάτιο. Μια συναυλία στο «Γκαγκάριν». Μια αγγελία. Δυο άγγελοι. Ο ένας φανταστικός, ο άλλος ψεύτικος. Ένα τρένο που διασχίζει ένα δωμάτιο. Μια πρόταση γάμου. «Ο Μαχαιρωμένος Χρόνος» και μια σειρά υπόπτων. «Μια Ανίδεη Νεράιδα». Ο «Κήπος των Εφήμερων Απολαύσεων». Το πιο θανάσιμο αμάρτημα.
Τα ίδια τα επιχειρήματα του Περαντωνάκη για την αξία του βιβλίου θα μπορούσε κανείς να τα αντιστρέψει και να τα θεωρήσει μειονεκτήματα:
1. Είναι η αυτοβιογραφικότητα –που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό πεζογράφημα- ικανή να σηκώσει το βάρος μιας γενικότερης θεώρησης. Μήπως έχουμε πέσει θύματα της μεταμοντερνιστικής κατάργησης των μεγάλων αφηγήσεων και περιοριζόμαστε μόνο στα βιωμένα γεγονότα;
2. Είναι η θραύση και η αποσπασματικότητα οι κατάλληλες συνθήκες για να ανασυντεθεί η πραγματικότητα; Ο κριτικός πιστεύει πως ναι, αλλά ποικίλες τέτοιες απόπειρες (θυμάμαι χαρακτηριστικά τις «Ωραίες μέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου» του Άρη Μαραγκόπουλου) με κάνουν να αμφιβάλλω.
3. Αυτά τα κόλπα των αντανακλάσεων (βλέπε την «Ιδιωτική πινακοθήκη» του Ζορζ Περέκ), ενώ διεγείρουν το ενδιαφέρον, είναι αποτελεσματικά ή απλώς παίζουν μέσα στη μυθοπλασία και δεν προσφέρουν κάτι περισσότερο;
Από την άλλη, το κλειδί για το βιβλίο είναι φυσικά οι πίνακες του Μαγκρίτ, κάτι που δεν είδα να το αξιοποιεί σε βάθος η παραπάνω κριτική. Οι πίνακες του είναι ότι δείχνουν και μαζί κάτι άλλο. Είναι τόσο αληθινοί αλλά και τόσο απατηλοί. Ο ίδιος είχε πει για τα έργα του: «Τη ζωγραφική μου αποτελούν ορατές εικόνες που δεν κρύβουν κάτι — προκαλούν μυστήριο και, όντως, όταν κάποιος βλέπει έναν από τους πίνακές μου, θέτει στον εαυτό του αυτό το απλό ερώτημα: «Tι σημαίνει αυτό;» Οι πίνακές μου δεν σημαίνουν κάτι, επειδή και το μυστήριο δεν σημαίνει κάτι — είναι απλά άγνωστο».
Η Μαρούτσου, παιδί της μεταμοντέρνας εποχής μας, παίζει γράφοντας και βιογραφείται ζωγραφίζοντας. Δεν ξέρω αν η εποχή μας μπορεί να ξεφύγει απ’ αυτή την αυτοανάλυση, όσο κι αν είναι εντυπωσιακή. Με άλλα λόγια δεν ξέρω αν μπορούμε να γυρίσουμε στην απόλαυση της καθαρής αφήγησης ή ο λαβυρινθώδης δρόμος της συγγραφέως, όπως και άλλων, είναι χωρίς επιστροφή.

Πατριάρχης Φώτιος

Wednesday, January 07, 2009

Espresso doppio: Δημήτρης Μαμαλούκας

Δημήτρης Μαμαλούκας
“Η μοναξιά της ασφάλτου”
εκδόσεις Λιβάνης
2008


Η ατμόσφαιρα του καινούργιου βιβλίου του Μαμαλούκα δεν θυμίζει πολύ τα προηγούμενα. Σε μια ομιχλώδη πόλη (στην Αθήνα) εκτυλίσσονται τέσσερις παράλληλες ιστορίες, των οποίων η αφήγηση εναλλάσσεται, οι οποίες συγκλίνουν προς το τέλος: η Δέσποινα, νεαρή κοπέλα που στιγματίστηκε από τον θάνατο του αδελφού της, ο αστυνόμος Τσίκης ο οποίος είναι το ίδιο διεφθαρμένος με τους κακοποιούς που κυνηγά και η γυναίκα του Στέλλα με το μικρό μωρό τους, ο Αμίρ, λαθρομετανάστης του οποίου τον γιο σκότωσε σε αυτοκινητικό δυστύχημα ο Τσίκης και τέλος ο πλούσιος Πετράρχης που ψάχνει στις γυναίκες που συναντά την εικόνα της μητέρας του.
Η όλη σύλληψη είναι ένα καλογραμμένο θριλεράκι, που θυμίζει κινηματογραφικές ταινίες με την ταχύτητα και την εναλλαγή των σκηνών, τις καταδιώξεις και τους φόνους, το σπιντάτο ρυθμό, τις εκκεντρικές φιγούρες, λίγο road movie και λίγο detective stories. Ο Μαμαλούκας, παρόλο που εξηγεί πως το μυθιστόρημα είναι συνέχεια του Μόστρα, γράφει μια ιστορία πολύ διαφορετική στο κλίμα και στο στήσιμο.
Τι μου άρεσε:
1.Μαεστρικό ξεδίπλωμα των σκηνών (ίσως ο συγγραφέας κάνει και για σεναριογράφος), καθεμία από τις οποίες έχει αυτοτέλεια και δυναμική, είναι πλήρης και αποδίδει έξοχα τον ψυχισμό του αντίστοιχου ήρωα.
2.Πολύ καλός χειρισμός της συγκλίνουσας πορείας, καθώς από τέσσερις άσχετες ιστορίες βρισκόμαστε στο τέλος, απρόσμενα αλλά καθόλου ασύνδετα, σε κοινές γραμμές, όπου συναντώνται οι χαρακτήρες.
Τι δεν μου άρεσε:
1.Η αμερικανική στροφή του μακριά από τις καθαρές γραμμές της Ιταλίας ή τις βιωμένες σκηνές της Ελλάδας δείχνει μιμητισμό και υποδούλωση.
2.Η Αθήνα παρουσιάζεται ομιχλώδης, στρυφνή, ανάλγητη, όχι όμως με τη ματιά του μέσου Έλληνα ή έστω του ξένου που την πρωτοσυναντά, αλλά με τη ματιά του σκηνοθέτη που βλέπει μια αμερικάνικη μεγαλούπολη. Είναι η Αθήνα ομιχλώδης; Φυσικά όχι. Ο Μαμαλούκας την είδε διακειμενικά, από βιβλία ξένων συγγραφέων για ξένες πόλεις, από ταινίες που εκτυλίσσονται στο Λονδίνο ή δεν ξέρω κι εγώ πού αλλού.
3. Θυμάμαι μια ιδέα του Κούρτοβικ για το προηγούμενο βιβλίο του Μαμαλούκα: ο σαραντάρης πια συγγραφέας ξέρει να γράφει, να στήνει πλοκές και να δίνει λύση, αλλά εντέλει ο αναγνώστης, όταν καθαρίζει η ατμόσφαιρα που τον σαγήνευσε, μένει με το κενό ενός νοήματος που δεν υπήρξε. Κι αν δεν κάνω λάθος, ο πεζογράφος σπούδασε φιλοσοφία, η οποία απουσιάζει από τα αφηγήματά του. Σαν μας λέει ότι η ζωή είναι σαν ταινία που απλώς αξίζει να παιχτεί και να ξεχαστεί
.

Πατριάρχης Φώτιος

Thursday, January 01, 2009

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ 2008


Τι παρήγε η ελληνική λογοτεχνία το 2008;

Ας επιχειρήσουμε μια μηχανιστική κατηγοριοποίηση των προσπαθειών των Ελλήνων συγγραφέων να αφήσουν το στίγμα τους στο λογοτεχνικό στερέωμα και έπειτα ίσως μπορέσουμε να εξαγάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα.
Α. Οι νεοεμφανιζόμενοι, που κατέθεσαν το πρωτόλειό τους και άφησαν μικρές ή μεγάλες υποσχέσεις:
Ο Γιάννης Μακριδάκης με τη χιώτικη νεο-ηθογραφία «Ανάμισης ντενεκές» συναιρεί τον
ιστορικό μύθο και την αυτοαναφορική μυθοπλασία, ο Χρήστος Γιανναράς με τρεις φιλοσοφικές νουβέλες στον "Λοξία" και η Σταυρούλα Σκαλίδη με το χαμηλών τόνων αλλά πολλά υποσχόμενο «Προδοσία και εγκατάλειψη».

Β. Οι νέοι συγγραφείς οι οποίοι επιχειρούν με το δεύτερο ή τρίτο έργο τους να διεισδύσουν και να εδραιωθούν στη λογοτεχνική σκηνή:
Η Έλενα Μαρούτσου με το εξαιρετικό όσο και εγκεφαλικό «Μεταξύ συρμού και αποβάθρας», ο Ηλίας Μαγκλίνης με το ψυχαναλυτικής ματιάς «Η ανάκριση», ο Χρήστος Χρυσόπουλος με
το «Η λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον» να συνδυάζει βιογραφία, δοκίμιο και αυτοστοχαστικό μυθιστόρημα, ο Δημήτρης Μαμαλούκας με την αλλαγή σε ένα αμερικάνικου τύπου noir ονόματι «Η μοναξιά της ασφάλτου», ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης με την ιστορική αλληγορία «Η ανακάλυψη της σκιάς», ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης με το μετρημένων τόνων «Το παραμύθι του ύπνου» και ο Νίκος Βλαντής με τη μεταμυθοπλασία γύρω από τον κόσμο των φανταστικών ηρώων.

Γ. Οι ώριμοι συγγραφείς που μέχρι τώρα δεν είχαν πετύχει την όποια καταξίωση στη συνείδηση της κριτικής και της ιστορίας και τώρα κατέθεσαν ένα έργο με αξιώσεις:
Το προϊστορικό μυθιστόρημα του Θεόφιλου Ελευθεριάδη «Των κοχυλιών και του αίματος», η τοιχογραφία των παρανόμων «Λαθρέμποροι» του Γιάγκου Ανδρεάδη, το φιλοσοφικό αλληγορικό μυθιστόρημα του Σταμάτη Δαγδελένη «Το βιβλίο των αιρέσεων», το αστυνομικό αμερικανικής κόπιας «Στάχτες» του Σέργιου Γκάκα και το πρόσφατο διασκευασμένο σε νουβέλα θεατρικό έργο του Σάκη Σερέφα «Μαμ» με τις γαστρονομικές του προεκτάσεις.

Δ. Οι ώριμοι συγγραφείς που είτε είναι είτε δεν είναι ακόμα πρώτα ονόματα και αναζητούν τη συνέχεια εκείνη που θα τους καταξιώσει ή που θα εδραιώσει το κύρος τους:
Η Σώτη Τριανταφύλλου παρουσιάζει την αγγλική αποικιοκρατία στην Κένυα στο «Λίγο από
το αίμα σου», ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης παρωδεί το παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ στο «Χρονικό του Δαρείου», ο Δημοσθένης Κούρτοβικ καταπιάνεται με τις βαλκανικές διαφορές στο «Τι ζητούν οι βάρβαροι», ο Θεόφιλος Σκρουμπέλος στο «Μπλε καστόρινα παπούτσια» αναπλάθει τη δεκαετία του ’60, ο Ισίδωρος Ζουργός με το ιστορικό μυθιστόρημα «Η Αηδονόπιτα» πάει πίσω στην Ελληνική επανάσταση, όπως και ο Πέτρος Μάρκαρης που νοσταλγεί την
Κωνσταντινούπολη στο «Παλιά πολύ παλιά». Στη σοδεια του φθινοπώρου ανήκει η βιογραφία του Βαμβακάρη από τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη στο «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας», η συλλογή διηγημάτων «το Show είναι των Ελλήνων» του Μένη Κουμανταρέα, το ηπειρωτικής λαλιάς «Σαν το λίγο το νερό» του Σωτήρη Δημητρίου, η επάνοδος του Νίκου Θέμελη στη στρωτή ιστορική γραφή με το «Οι αλήθειες των άλλων» και «Η πορσελάνη» του Γιάννη Ευσταθιάδη, που συνδυάζει μικρή φόρμα και ονειρικό ταξίδι.


Εκτός κατηγοριοποίησης βάζω τρία έργα που ξεχώρισαν: το μοναδικό σε δύναμη ταξίδι στο Βυζάντιο και στην ανατολή «Η Μαρία των Μογγόλων» της Μαριάνας Κορομηλά, η μυθιστορηματική βιογραφία του Μ. Καραγάτση από την κόρη του Μαρίνα με τίτλο «Το ευχαριστημένο» και το μυθιστορηματικό κόμικς ευρηματικής σύλληψης «Logicomix» του Απόστολου Δοξιάδη.
Γενικά η χρονιά που έφυγε είχε να αφήσει βιβλία άξια λόγου. Αυτό που με απασχολεί πάντα είναι αν κάποια από αυτά μπορούν να ενταχθούν στον Κανόνα, στην Ιστορία της λογοτεχνίας μας και να μείνουν παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές. Αυτή τη στιγμή δεν θέλω να πάρω θέση, αλλά δίνω τον λόγο σε όλους εσάς να καταθέσετε τη γνώμη σας γι’ αυτά ή για άλλα βιβλία που πιστεύετε ότι θα επιζήσουν.

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ
ΜΕ ΥΓΕΙΑ, ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗ ΕΥΕΞΙΑ, ΑΝΟΧΗ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ
ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΚΑΛΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ
Πατριάρχης Φώτιος