Sunday, December 30, 2007

Άκρατος οίνος με μελόπιτες: Θάνος Κονδύλης

Θάνος Κονδύλης:
"Έγκλημα στην αρχαία Ολυμπία"

Η συνταγή περιελάμβανε πολλά δοκιμασμένα υλικά:
α. αστυνομικό μυστήριο
β. πολιτική ίντριγκα
γ. ερωτισμός
δ. αρχαία Ελλάδα
ε. πλοκή με ενδιαφέρον για το τέλος

Το αποτέλεσμα: νερωμένος οίνος με χυλόπιτες! Οι συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων σαν τον Κονδύλη πιστεύουν ότι τα παραπάνω υλικά επαρκούν για να πετύχει η συνταγή. Φτιάχνουν μια σφιχτή πλοκή με μυστήριο, έγκλημα, πολιτικές δολοπλοκίες κ.λπ. και νομίζουν ότι ο αναγνώστης θα σαγηνευτεί από την εξέλιξη της ιστορίας. Σασπένς όντως υπάρχει, αλλά δεν υπάρχουν παρά ελάχιστα συγκρούσεις και εντάσεις ή κορυφώσεις που να χρειάζονται ένα αναπάντεχο για να απογειωθούν. Οι χαρακτήρες είναι μονόπλευροι, η γλώσσα ουδέτερη και άοσμη, η αρχαιοπρεπής ατμόσφαιρα δοσμένη πολύ εγκυκλοπαιδικά…
Ειδικά το τελευταίο στηρίζεται σε μια μικρή παράδοση με αστυνομικές ιστορίες που διαδραματίζονται στην αρχαία Ελλάδα (Κλωντ Μοσέ, “Έγκλημα στην αρχαία αγορά”) ή στο Βυζάντιο (Παν. Αγαπητός, “Χάλκινο οφθαλμός”). Ωστόσο, ο Κονδύλης από αρχαιολατρικό πάθος γεμίζει το μυθιστόρημά του με πολύ πραγματολογικό υλικό, πολλές φορές εις βάρος της υπόθεσης, πιο πολύ από διάθεση να προβάλει την αρχαιότητα και όχι να ενσωματώσει το υλικό του στον πλοκή του έργου του (και μάλιστα κάνει λίγα αλλά εμφανή λάθη: π.χ. όνομα Βερενίκη στην Αθήνα του 5ου αιώνα, όνομα που είναι καθαρά Μακεδονικό με την ιδιαίτερη τροπή του φ σε β, από το Φερενίκη).
Οι αγνές προθέσεις, η έρευνα και γενικά η ίντριγκα δεν φτάνει να συνθέσει ένα άρτιο από τεχνικής απόψεως μυθιστόρημα. Συγγραφέας δεν είναι ο συνθέτης πλοκής, αλλά γενικότερα ένας ενορχηστρωτής πλοκής, ιστορίας, χαρακτήρων, γλώσσας και ό,τι άλλου ο καθένας έχει να συνεισφέρει.
Χρόνια πολλά και με το καλό το 2008
Πατριάρχης Φώτιος
30.12.2008

Monday, December 24, 2007

Κιάντι: λειψιβιβλία

Ελληνικό τέλμα αντί για κορυφές

Χρόνια πολλά.
Αν παρατηρήσει κανείς την ελληνική παραγωγή πεζογραφίας που κυκλοφόρησε από τον Σεπτέμβριο ως τώρα, θα παρατηρήσει μια μεγάλη καθίζηση. Όχι φυσικά ότι λείπουν τα μεγάλα και μεσαία ονόματα, ούτε οι φουρνιές των νεοεμφανιζόμενων. Λείπει ωστόσο το μεγάλο έργο, για το οποίο θα συζητούν όλοι, όπως συνέβαινε παλαιότερα –όχι πάντα αλλά συχνά συνέβαινε. Κι όταν λέω μεγάλο, δεν εννοώ αναγκαστικά κάτι που θα ενταχθεί στον κανόνα της ελληνικής πεζογραφίας· ακόμα και κάτι καλό που θα αντέξει μερικούς μήνες θα αρκούσε. Αντίθετα, οι βιβλιοκρισίες στις εφημερίδες είναι ελάχιστες όσον αφορά την ελληνική πεζογραφία και δεν υπάρχει ένα έργο που να έχει συγκεντρώσει την προσοχή των κριτικών, τέτοιο που να συζητιέται θετικά ή αρνητικά.
Αλλά και προσωπικά, σε όσα πεζογραφήματα, μυθιστορήματα ή συλλογές διηγημάτων, έχουν περάσει από τα χέρια μου, δεν αναγνώρισα ούτε ένα έργο μιας κάποιας αξίας πάνω από το μέτριο και το …απλώς καλό, αλλά πάντοτε έβρισκα ότι κάτι του λείπει. Έχω την αίσθηση ότι ιδέες καλές υπάρχουν και πρωτοποριακές προθέσεις, αλλά η αδυναμία σύνθεσης και εκτέλεσης τις ματαιώνουν. Όσα βιβλία εκτέθηκαν εδώ κι όσα περιμένουν τη σειρά τους, για να αναρτηθούν, δεν επιβεβαίωσαν τις όποιες προσδοκίες μου· τις περισσότερες φορές απογοητεύθηκα κι άλλες κάτι διέκρινα αλλά πολύ αμυδρό και ασταθές.
Περιμένω να δω τις ανασκοπήσεις του έτους μπας και φωτιστώ. Περιμένω να δω τι διαβάζουν οι συν-ιστολόγοι μήπως και χάνω κάτι ιδιαίτερο. Περιμένω από τους θαμώνες του Βιβλιοκαφέ να μου προτείνουν κάτι που μπορεί να ξεχωρίσει. Αμήν.
Καλές γιορτές! Κι αν λείψω, μην ανησυχήσετε.

Πατριάρχης Φώτιος
24.12.2007

Friday, December 21, 2007

Νες καφέ με ρούμι: Μαρία Φακίνου

Μαρία Φακίνου, "Το καπρίτσιο της κυρίας Ν."

Σπονδυλωτό μυθιστόρημα, όπως επιγράφεται στο οπισθόφυλλο. Με άλλα λόγια τρεις διαφορετικές ιστορίες, τις οποίες όμως συνδέει ένα βασικό στοιχείο, συνήθως ένας ήρωας που σουλατσάρει ελεύθερα από τη μία ιστορία στην άλλη.
Το βασικό πρόσωπο, κοινό και στις τρεις ιστορίες, είναι η κυρία Ν., συγγραφέας που μπαινοβγαίνει στη μυθοπλασία και στη ζωή χωρίς στεγανά. Έτσι ο αναγνώστης διαβάζει την πρώτη ιστορία, αυτήν του κόμητα Ματαντόρ, ο οποίος συλλέγει τα τελευταία λόγια διάσημων ανδρών, αλλά στη δεύτερη καταλαβαίνει ότι ο Ματαντόρ είναι λογοτεχνικός ήρωας βγαλμένος από τα χέρια της πεζογράφου Νίνας Λέμπερ… Η συνέχεια, χωρίς την αγωνία του τέλους ή την αίσθηση της σφιχτής δομής, ακολουθεί τα ίδια χνάρια.
Το παιχνίδι που παίζουν τέτοια μεταμοντέρνα έργα (ανάλογα δείγματα έχουμε στο “Παραμύθι χωρίς όνομα” του Μίκαελ Έντε και στο πρόσφατο “Υπόθεση Τζέην Έυρ” του Γιάσπερ Φέρντε_ βλ. ποστ της 11ης Σεπτεμβρίου 2007) είναι το εξής: οι χαρακτήρες μέσα σε ένα βιβλίο ή μια ταινία είναι πλασματικοί (όλοι το ξέρουμε), αλλά λογοτεχνική τη συμβάσει ο αναγνώστης και ο συγγραφέας υπογράφουν ένα άτυπο συμβόλαιο, όπου όλα παρουσιάζονται σαν να είναι αληθινά. Έτσι κάθε άνθρωπος που κρατά το βιβλίο στα χέρια του δεν σκέφτεται ότι θα διαβάσει ψέμματα, αλλά μυείται σε έναν κόσμο που προβάλλεται και εκλαμβάνεται σαν αληθινός.
Όταν, λοιπόν, ο συγγραφέας σηκώσει το πέπλο της μυθοπλασίας και αποκαλύψει τον τεχνητό χαρακτήρα της αφήγησης –όλα είναι μια κατασκευή-, περιμένουμε να χρησιμοποιήσει έντεχνα το τέχνασμα αυτό όχι μόνο για να αιφνιδιάσει αλλά και για να δώσει κάτι επιπλέον ως αναγνωστική απόλαυση ή προβληματισμό.
Η Φακίνου αναρωτιέμαι τι θα θέλει να πετύχει. Ειλικρινά προβληματίστηκα και περιμένω από τους κριτικούς απάντηση (Μια παρουσίαση της συγγραφέως Φακίνου από τον Β. Ρούβαλη στην «Ελευθεροτυπία» της 21.9.2007 δεν με διαφώτισε). Όποιος δει το βαθύτερο σκοπό μιας τέτοιας τεχνικής, παρακαλώ να μού τη μεταφέρει… Αλλιώς μένουμε στο μυθοπλαστικό παιχνίδι που πολλές φορές δεν είναι λίγο, αλλά και πολλές φορές δεν φτάνει…
Έχω την εντύπωση ότι η περίπτωση της Φακίνου θα μας απασχολήσει και φέτος αλλά και με τα επόμενα έργα της. Μακάρι!

Πατριάρχης Φώτιος
21.12.2008

Sunday, December 16, 2007

Espresso πικρός: Μάνος Ελευθερίου

Γιατί δεν θα διαβάσω το τελευταίο βιβλίο του Μ. Ελευθερίου

Μια δυσφήμιση, πιστεύουν πολλοί, είναι μια άλλη μορφή διαφήμισης, αφού αφενός κάνει ντόρο γύρω από το βιβλίο και αφετέρου ωθεί τους αναγνώστες να διαβάσουν το έργο, προκειμένου να διαπιστώσουν αν ευσταθούν οι κατηγορίες εναντίον του. Θα ήθελα ωστόσο να διατυπώσω τις απόψεις μου για το φαινόμενο «Μάνος Ελευθερίου», ο οποίος εμφανίστηκε στην πεζογραφία και σάρωσε.
Τα δύο προηγούμενα έργα του, δύο ογκώδη σχετικά μυθιστορήματα, κέρδισαν επαίνους, αλλά προσωπικά με απογοήτευσαν. Ίσως οι περισσότεροι επηρεάστηκαν από το όνομά του, όνομα απόλυτα σεβαστό στη στιχουργία. Ίσως να είδαν κάτι που δεν το είδα εγώ... Ίσως να παγιδεύτηκαν στα θέματά του (λ.χ. στον Εμφύλιο) και παραγκώνισαν τη δομή των μυθιστορημάτων του. Εξηγούμαι:
Προσωπικά πιστεύω ότι ως πεζογράφος έχει πολλά προβλήματα στη δομή και στην οργάνωση του υλικού του. Οι ατέλειες αυτές, που αποτελούν θεμελιώδεις αδυναμίες του έργου του, εντοπίστηκαν και από άλλους (βλ. Κούρτοβικ, “Τα Νέα”, 17.2.2007: http://www.tanea.gr/Article.aspx?d=20070217&nid=3436403), ειδικά στο «Γυναίκα που πέθανε δύο φορές», όπου το ανοικονόμητο υλικό δεν αφήνει τον αναγνώστη να απολαύσει το ύφος και την ατμόσφαιρα.
Πιο συγκεκριμένα: 1) αλματώδης πορεία στη συγγραφή που ενοχλεί, καθώς μεταφέρεται ο συνειρμικός λόγος της ποίησης και στην πεζογραφία: ο αναγνώστης κουράζεται να παρακολουθεί μια ασθμαίνουσα, θολή συνείδηση να αφηγείται, 2) επιμένει τόσο στο ιστορικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα να φορτώνει το κείμενό του με ανούσιες λεπτομέρειες, περιττά στοιχεία, απειράριθμες παρεκβάσεις… Το κείμενο συστρέφεται και πνίγεται στον φόρτο του υλικού, 3) αποτέλεσμα του προηγούμενου είναι να ατονεί η σκιαγράφηση των ηρώων μέσω της πλοκής και να τονίζεται μόνο η εποχή και ο περίγυρος, 4) οι διάλογοι είναι αναληθοφανείς, 5) οι προθέσεις του συγγραφέα δεν μετουσιώθηκαν σε αυτοτελές έργο που να μπορεί να διαβαστεί μόνο του, χωρίς την επήρεια του ονόματος του δημιουργού, το θέατρο ή τον εμφύλιο ως μαρκίζες.


Επομένως, παρόλο που μου χάρισαν φίλοι τη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο "Η μελαγχολία της πατρίδας μετά τις ειδήσεις των οκτώ", δεν θα το βάλω στις προτεραιότητές μου για διάβασμα. Πρέπει να απαλλαγόμαστε συνειδητά μερικές φορές από την εμμονή με ...τη μόδα.

Πατριάρχης Φώτιος
16.12. 2007

Wednesday, December 12, 2007

Καπουτσίνο κάλντο: Κώστας Βούλγαρης

Κώστας Βούλγαρης: Η μέρα με τις δεκατέσσερις νύχτες

Όποιος έχει διαβάσει το “Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη” έχει ήδη εξοικειωθεί με τον τρόπο γραφής του Βούλγαρη: κείμενο με παραθέματα, εναλλαγή παρόντος και παρελθόντος, σχολιαστικό ύφος, αναδίφηση κειμένων και ιστορική (αρχειακή) δουλειά πίσω από τη μυθοπλασία.
Το φετινό του βιβλίο τηρεί αυτές τις προσωπικές του επιλογές. Ακόμη περισσότερο παίζει με τον συγγραφέα που μιλάει για έναν άλλο συγγραφέα που βρήκε ένα ημιτελές μυθιστόρημα ενός άλλου συγγραφέα. Η τεχνική αυτή που λέγεται myse en abyme μπορεί να αποβεί εξαιρετικά αποτελεσματική, όταν το ένα κείμενο αντικατοπτρίζει το άλλο, οι συγγραφείς έχουν μια αναλογική σχέση, το ένα αφηγηματικό επίπεδο εισχωρεί μέσα στο άλλο κ.λπ. Δες για παράδειγμα την πρώτη νουβέλα από τη “Χίμαιρα” του Τζων Μπαρθ.
Ο Βούλγαρης χρησιμοποιεί εντέλει αυτόν τον τρόπο γραφής πιο πολύ ως παιχνίδι εποχών παρά με τον μεταμοντέρνο τρόπο των αντανακλάσεων. Ανάλογα με το ποιος εντέλει έγραψε το ημιτελές μυθιστόρημα (ο Μάριο Κόντι ή Μαρί Σκαρλά της δεκαετίας του ’20 ή ο Γιώργος Τσουκαλάς της μεταπολεμικής πεζογραφίας), διαφοροποιείται και η ερμηνεία του: η προσπάθεια να εξηγηθεί η λαϊκή λογοτεχνία του μεσοπολέμου με βάση την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τα αναγνώσματα-θέματα που απασχολούσαν το αναγνωστικό κοινό. Η δεκαετία του ’20 δεν είναι και πολύ γνωστή κι ο αναγνώστης έχει ένα είδος περιέργειας να τη γνωρίσει…
Ως σκέψη ακούγεται ιδιαίτερα ευφυής, αλλά… φλυαρία, φλυαρία, παστίς, σχόλια και άρθρα από εφημερίδες της εποχής, ανάπλαση της περιόδου χωρίς πλοκή, χωρίς επεισόδια, χωρίς γεγονότα που να αξιοποιούν το πρωτογενές υλικό. “Τεκμηριωτική λογοτεχνία”, την ονομάζει κάπου ο Ζήρας. Αλλά, τα τεκμήρια μέσα στην εξέλιξη μιας υποτυπώδους ιστορίας, χωρίς να στηρίζεται η ιστορία επαρκώς, καταντούν στείρα αρχειολαγνία. Εν κατακλείδι, τα δημοσιεύματα δεν δίνουν πειστικά το πλαίσιο της εποχής και έτσι δεν αιτιολογείται η ανάγνωση λαϊκών έργων από τον μέσο αναγνώστη.
Η πεζογραφία μας προσπαθώντας να τεντώσει τα όριά της πειραματίζεται κι αυτός ο πειραματισμός δεν είναι πάντα αρνητικός. Όταν αυτού του είδους η “τεκμηριωτική λογοτεχνία” βρει τον μάστορά της (έχουν ίσως κάποια δείγματα ως τώρα) μπορεί να ανοίξει το πλαίσιο «μυθιστόρημα» και να δούμε πιο στιβαρές δομές.

Πατριάρχης Φώτιος
12.12.2007

Sunday, December 09, 2007

Κοκτέιλ Μαργαρίτα: Το Βήμα

Το Βήμα «τρώει» ...τα βιβλία
Αντιγράφω από το περιοδικό “διαβάζω” (τχ. 480, σελ. 6): “Ανακοινώθηκε επισήμως στους συντάκτες του Βήματος ότι το κυριακάτικο ένθετο «Βιβλία» θα πάψει να υπάρχει με την αυτόνομη μορφή που είχε ως τώρα και θα ενσωματωθεί στη γενική ύλη του «Άλλου Βήματος». Ανεξαρτήτως της γνώμης που μπορεί να έχει κάποιος για το συγκεκριμένο (πόσο επιτυχημένο ήταν ή όχι) δεν έπαυε να ήταν ένα «βήμα» για το βιβλίο. Κι αυτό θα λείψει”.

Ξεκινώ από το τελευταίο: οι κυριακάτικες εφημερίδες πρέπει να είναι φωνές για το καλό βιβλίο και κάθε περικοπή είναι ένα πλήγμα στο χώρο. Οι ιθύνοντες του πρώτου ένθετου (από το 1997, αν δεν κάνω λάθος) για το βιβλίο είχαν ήδη αποφασίσει να το κλείσουν από τότε που το συρρίκνωσαν σε ένα 8σέλιδο της κακιάς ώρας, που έπαψαν να κάνουν αφιερώματα, που περιόρισαν την κριτική και την αντικατέστησαν με εύπεπτες βιβλιοπαρουσιάσεις και ανούσιες συνεργασίες. Δείτε το σημερινό φύλλο, όπου απουσιάζει η ελληνική πεζογραφία (η ποίηση έχει φαγωθεί προ πολλού), η λογοτεχνία εν γένει έχει συμπτυχθεί σε τρία βιβλία, οι κριτικοί πλην της Θεοδοσοπούλου (σήμερα δεν γράφει) έχουν εκλείψει… Ευτυχώς που υπάρχουν και οι «Νέες Εποχές» και ενίοτε αρθρώνουν κριτικό λόγο για τα θέματα του βιβλίου. Κρίμα, κρίμα, κρίμα!!!

Και μετά δεν είναι να απορεί κανείς που τα βιβλιόφιλα μπλογκς υποκαθιστούν (και σταδιακά αντικαθιστούν) τις εφημερίδες.

Πατριάρχης Φώτιος
9.12.2007

Thursday, December 06, 2007

Σκέτος ελληνικός: Δημήτρης Μίγγας

Δημήτρης Μίγγας, “Τηλέμαχου Οδύσσεια
Ο συγγραφέας έκανε εντυπωσιακό ντεμπούτο με τα διηγήματα “Των κεκοιμημένων” (1999)· όντως τα δύο πρώτα μού είχαν κάνει εξαιρετική εντύπωση, αυτή που σε κάνει να αναπηδήσεις από την ευχάριστη έκπληξη, αφού συνδύαζαν αφηγηματικές καινοτομίες με ψυχολογία ηρώων και ουσιώδη ανάπτυξη του θέματός του. Έπειτα, στο “Στα ψέμματα παίζαμε!” (2005), η αφηγηματική ευρηματικότητα συνεχίζει να πειραματίζεται –γόνιμα θα έλεγα-, αλλά απουσιάζει το βάθος της σκέψης και η δικαίωση της αφηγηματικότητας σε ανάλογο περιεχόμενο.
Το τελευταίο του έργο έρχεται να πατήσει σε μια βασική μορφή διακειμενικότητας: παίρνει ως πρότυπο την ομηρική Οδύσσεια και τη μεταφέρνει στο σήμερα, βάζοντας ως ήρωα τον Τηλέμαχο. Ο Τηλέμαχος είναι άτομο με διανοητική υστέρηση, ανδρώνεται περιμένοντας τον πατέρα του Οδυσσέα που δεν γνώρισε, μαθαίνει τον κόσμο με τη στρεβλή του νόηση… Τα γεγονότα παίρνουν τη μορφή μυθιστορήματος ανάπτυξης (Bildungsroman), το οποίο κινείται μεταξύ αστείου και σοβαρού, μεταξύ θυμηδίας για τις περιπέτειες του πρωταγωνιστή και τραγικότητας. Ο Οδυσσέας εμφανίζεται κάπου στο τέλος, σκοτώνεται σε ατύχημα από τον Τηλέμαχο, ενώ στην κηδεία του εμφανίζεται και ένας νόθος γιος του, Ισπανός αυτός, που συμπληρώνει το παζλ των οικογενειακών σχέσεων.
Ο Τηλέμαχος, κάτι μεταξύ Φόρεστ Γκαμπ και γραφικού του χωριού, μυείται στον έρωτα, παντρεύεται, ταξιδεύει εν είδει πίκαρο που ψάχνει τον πατέρα του και εντέλει τι; Ο Μίγγας ταλαντεύεται για το είδος της παρωδίας που θέλει να γράψει, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι ενώ όλο το μυθιστόρημα λαμβάνει χώρα στο σήμερα, ένα κεφάλαιο αναφέρεται σε μια δική του εκδοχή της οδύσσειας στην αρχαιότητα. Και γιατί ο Τηλέμαχος να παρουσιάζεται έτσι; Τι άλλο βλέπουμε με την εκδοχή αυτή στον αρχετυπικό μύθο του Οδυσσέα; Δεν με ενοχλεί η παρωδία του Ομήρου, αλλά το ανούσιο της υπόθεσης.
Απαντήσεις στο ίδιο το κείμενο δεν βρήκα. Μια κριτική τοποθέτηση από τον Μπουκάλα (news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_20/11/2007_249580) δεν με διαφώτισε επαρκώς. Η εντύπωση που μου αφήνει είναι ότι ο Μίγγας παίζει με τις λογοτεχνικές συμβάσεις ψάχνοντας να βρει και το θέμα του, αλλά συχνά, όπως εδώ, δεν τα καταφέρνει.
Πατριάρχης Φώτιος
6.12.2007

Sunday, December 02, 2007

Γκραν Μαρνιέ: Ελεύθερος Τύπος (1455)

Ένα ακόμα ένθετο για το βιβλίο
Άργησα να αναφερθώ σ’ αυτό, γιατί ήθελα να σχηματίσω ολοκληρωμένη γνώμη. Μιλάω για το ένθετο του Κυριακάτικου Ελεύθερου Τύπου, το “1455”, το οποίο αποτελεί ένα δεκαεξασέλιδο αφιερωμένο στη βιβλιοπαραγωγή και στις ιδέες, κάτι που συνδυάζει τα “Βιβλία” του Βήματος με τις “Νέες Εποχές” της ίδιας εφημερίδας.
Φυσικά το χαιρετώ με χαρά, επειδή αυξάνονται τα βιβλιόφιλα ένθετα και επειδή ένα μεγάλο ποσοστό αναγνωστών θα έχει τη δυνατότητα να προσεγγίσει το βιβλίο μέσα από την κυριακάτικη εφημερίδα του (δεν ξέρω αν ενδιαφερόταν ως τώρα το κοινό μιας δεξιάς εφημερίδας, αλλά καλό είναι να το συνηθίσει). Κύριος υπεύθυνος είναι ο Κώστας Κατσουλάρης, συγγραφέας και κριτικός που γνωρίζει τον κόσμο του βιβλίου και έχει τις διασυνδέσεις να προσεγγίσει ανθρώπους και φορείς. Η ιδέα στήνεται πάνω σε ένα ευρύτερα κοινωνικό θέμα, το οποίο καλύπτεται τόσο από τη λογοτεχνική παραγωγή που το πραγματεύεται, όσο και με ιστορικά, πολιτικά, κοινωνιολογικά, δοκιμιακά κ.ά. βιβλία. Δεν λείπουν στήλες με επιφυλλιδικό χαρακτήρα ή άλλες με (λογοτεχνικά;) σχόλια, όπως η στήλη του Σάκη Σερέφα.
Το βασικό μειονέκτημα που εντοπίζω είναι ένα είδος λαϊκισμού, που εξαπλώνεται όλο και περισσότερο, από τις εκπομπές του Χαρδαβέλλα ως τα ένθετα και άλλων σοβαρών εφημερίδων: ειδικοί και μη, γνώστες του χώρου ή άλλοι γνωστοί μόνο ως ονόματα, καταρτισμένοι ή άλλοι με παρουσία-μπούγιο στο ίδιο τσουβάλι. Συμπεριλαμβάνει καθηγητές πανεπιστημίου και συγγραφείς, που γράφουν κείμενα όχι επειδή είναι ειδικοί αλλά με την όποια βαρύτητα του ονόματός του. Πολλοί δημοσιογράφοι που καλύπτουν με συνεντεύξεις και ρεπορτάζ, αλλά ελάχιστοι πραγματικοί κριτικοί λογοτεχνίας· μόνο ο Κατσουλάρης (έστω και με επιφυλάξεις) και ο Κώστας Καρακώτιας (ίσως για το είδος του και ο Πανώριος). Από εκεί και πέρα πάμπολλοι συγγραφείς που κρίνουν άλλα βιβλία με μόνο όπλο ότι έχουν κι αυτοί εκδώσει τα λογοτεχνήματά τους. Ο Μάνος Κοντολέων κρίνει τον Σαραμάγκου και τον Χίσλοπ, ο Νίκος Κουνενής τον Βόνεγκατ, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος τον Ρονκαλιόλο και τον Οζ, η Λίλα Κονομάρα τη Μαριένσκε και τη Σμιθ, ο Αστερίου τον Pears κ.λπ.... Και μη μας πούνε ότι ξέρουν καλύτερα οι γυναίκες που γεννάνε να ξεγεννούν από τον γιατρό ή τη μαία. Ή ότι και παλαιότερα πολλοί συγγραφείς γράφανε κριτικές· πέρασε πια η εποχή του εμπειρισμού και της ιμπρεσσιονιστικής κριτικής, ή μήπως όχι;
Εύχομαι, όταν θα ξεπεράσει τη φάση της αυτοπροβολής, για να "πιάσει", να αποβάλλει τη βιτρίνα και να διαλέξει ανθρώπους ειδικού. Επιμένω.
Πατριάρχης Φώτιος
2.12.2007