Saturday, May 26, 2007

Γαλλικός καφές: Μισέλ Ουελμπέκ

Μισέλ Ουελμπέκ, “Η δυνατότητα ενός νησιού”

Στην καταχώριση της 20.5 είχα θέσει το πλαίσιο του προβληματισμού μου: η κριτική ρίχνει το βάρος στη μορφική/αισθητική αρτιότητα ενός βιβλίου και αδιαφορεί για το μήνυμα (εκτός αν λέει απλώς την ιστορία και τελείωσε!). Στο προηγούμενο ποστ της 23.5 έφερα ένα παράδειγμα μικρής αισθητικής επιτυχίας, αλλά με βάθος προβληματισμού και ευαισθητοποίησης. Σήμερα θα φέρω ένα αντίθετο παράδειγμα.
Στη “Δυνατότητα ενός νησιού” η υπόθεση παίζει με δύο αφηγητές: τον άνθρωπο Ντάνιελ και (μετά από πολλές γενιές) τον κλωνοποιημένο Νεάνθρωπο Ντάνιελ24. Το ύφος του Ουελμπέκ είναι αιχμηρό, καίριο, πολλές φορές δυναμίτης που κρατάει σε εγρήγορση τον αναγνώστη. Ο ήρωας είναι περφόρμερ (ηθοποιός, σόουμαν, σεναριογράφος) και σατιρίζει κοινωνικά θέματα, μεταξύ των οποίων και τους Μουσουλμάνους. Τον απασχολεί έντονα το σεξ και η φθορά που επιφέρουν τα γηρατειά, σαν άλλο Καβάφη. Το κείμενο διαβάζεται γοργά με εναλλαγές στους αφηγητές και στις οπτικές γωνίες, με εναλλαγές στα αφηγηματικά μέρη και στα στοχαστικά, με εναλλαγές ερεθιστικών σκηνών και μελλοντολογικών εικόνων, αλλά χωρίς σφιχτή πλοκή και ισορροπημένη οικονομία.
Από την άλλη, όλη η φιλοσοφία που στηρίζει το έργο, όπως και τα άλλα του Γάλλου συγγραφέα, είναι αντι-ανθρωπιστική. Κυριαρχεί έντονη αηθικότητα, που ενθρονίζει την απόλαυση και θέτει στην πρωτοκαθεδρία των ανθρώπινων φροντίδων τον ευδαιμονισμό. Θα μπορούσα να φέρω άπειρα παραδείγματα μιας ιδεολογίας της σήψης, όπως θα τη χαρακτήριζα, δείγμα της εποχής μας. Ενδεικτικά μόνο: νεοπλουτισμός (εύκολο χρήμα), πανσεξουαλισμός, κατεδάφιση κοινωνικών αξιών και άκρατος ατομικισμός, σεξισμός (“- Ξέρεις πώς λένε το λίπος γύρω από τον κόλπο; -Όχι -Γυναίκα”), καιροσκοπισμός, “ειλικρίνεια” στις διανθρώπινες σχέσεις (δηλ. ωμότητα και δεν με ενδιαφέρει για τις συνέπειες), γελοιοποίηση των προβλημάτων της ανθρωπότητας κ.λπ. Και μέσα σ’ όλα αυτά μια αίρεση/θρησκεία με ατομοκεντρική φιλοσοφία και τεχνολογική πρόοδο που θα “εξασφαλίσει” το μέλλον της ανθρωπότητας.
Δεν αμφιβάλλω ότι σε όλα αυτά εμπεριέχονται μεγάλες δόσεις ειρωνείας ως συμπτώματα της σύγχρονης κοινωνίας, αλλά αμφιβάλλω αν η ιδεολογία του βιβλίου είναι έξω από αυτά. Ο Μ. Μιχαηλίδης γράφει για το έργο:
Για μία ακόμη φορά, λοιπόν, ο Ουελμπέκ υποδύεται τον γνωστό του ρόλο: παριστάνει τον ταύρο σε υαλοπωλείο. Παραμένει ρηχός ατακαδόρος, ανεξέλεγκτος αντιδραστικός, φτηνός συνθηματολόγος και προβλέψιμος προβοκάτορας. Για ΄κείνον ο Μπρετόν έπασχε από «σχετική εγκεφαλική μαλάκυνση», ο Τζόις ήταν «παράφρων Ιρλανδός» και ο Ναμπόκοφ «ψευτοποιητής με ύφος σαν αποτυχημένη σφολιάτα». Γενικότερα, ο Ουελμπέκ απεχθάνεται ό,τι δοξολογήθηκε από τη Γαλλία: τον υπαρξισμό, το σινεμά, την ψυχανάλυση, τη σεξουαλική απελευθέρωση, τους αριστερούς διανοούμενους, τα οικονομικά θέσφατα της Δεξιάς....” (Τα Νέα, 12.5.2007).
Και ο D. Horspool στους Times (30.10.2005) αναφέρει:
But in its presentation of a world-view, too, this novel suffers from overstretch. The view of humanity that emerges reduces to a crude version of evolutionary psychology, in which the influence of genetic preservation on human behaviour is paramount. In order to prove his point, Houellebecq is forced to exaggerate the vapidity of youth, the trials of family life, the horrors of old age so that they seem unrepresentative rather than honest”.

Όλοι αναγνωρίζουν την προκλητική φωνή του, αλλά και οι περισσότεροι ασχολούνται με τη λογοτεχνία του. Τελικά, πέρα από ηθικοδιδακτισμούς, τι είδους λογοτεχνία παράγεται σήμερα και πόσο συντείνει αυτή στην ανθρώπινη πορεία;

Πατριάρχης Φώτιος
26.5.2007

Thursday, May 24, 2007

Ελληνικός πικρός: Ζευγώλης

Γιάννης Ζευγώλης, “Αστεγοσκόπιο”

Παραδειγματίζω το προηγούμενο ποστ μου. Πρώτα κάνω όμως μια βασική διάκριση: υπάρχουν βιβλία καλογραμμένα, με ποιότητα πλοκής και χαρακτήρων, με καλοδουλεμένο ύφος, με καινοτομίες κ.λπ., αλλά κενά από ουσιαστικά μηνύματα, χωρίς ανθρωπιστικό περιεχόμενο, χωρίς ευαισθησίες ή δυνατότητες αφύπνισης. Κι από την άλλη, άλλα βιβλία που αποπειρώνται να ξυπνήσουν λιγάκι τον αναγνώστη, να τον βοηθήσουν στην αυτογνωσία του και στην κατανόηση της ζωής πέρα από τον εαυτούλη του και τα καταναλωτικά αγαθά του.
Σ’ αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανήκει το “Αστεγοσκόπιο” του Γ. Ζευγώλη. Μικρά διηγήματα για τους αστέγους της πόλης, για 11.000 ψυχές που περιπλανώνται χωρίς το ζεστό χώρο, το τραπέζι με το φαγητό, το άνετο κρεβάτι, χωρίς την αγάπη που όλοι βιώνουμε, καθώς ζουν στο περιθώριο της ζωής. Τα “διηγήματα” δεν έχουν ήρωες, καθώς παρελαύνουν μέσα τους ανώνυμοι συνήθως κάτοικοι των παγκακίων και των πάρκων, δείγματα της μεγάλης φυλής των αστέγων που ζουν λάθρα, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Τα κείμενά του επιχειρούν ενίοτε και φορμαλιστικές καινοτομίες (ένας ήρωας σκύλος, δυο παράλληλοι διάλογοι που επικοινωνούν μεταξύ τους), θεματικοί νεωτερισμοί (διαγωνισμός ονείρων, δυο φίλοι που προσπαθούν να βιώσουν τη ζωή των αστέγων χωρίς επιτυχία κ.τ.λ.). Η αισθητική του επιτυχία είναι μερική, άλλοτε μεγαλύτερη κι άλλοτε μικρότερη. Ίσως τελικά να μην πετυχαίνει κάτι σπουδαίο αισθητικά, χωρίς να είναι κακό. Αλλά σίγουρα ο Ζευγώλης κατάφερε να εντάξει στο σύμπαν των λογοτεχνικών ηρώων (ή αντιηρώων) τους αστέγους.
Εντέλει, ένα από τα μπλογκ που θα έπρεπε να ανοίξω (συνεχίζω τη σκέψη του προηγούμενου ποστ μου) είναι για τους αστέγους. Όχι φυσικά για να το διαβάζουν οι ίδιοι· αλλά όλοι εμείς που βολεμένοι αμπελοφιλοσοφούμε μακριά από τη ζωή.

Πατριάρχης Φώτιος
24.5.2007

Sunday, May 20, 2007

Ουίσκι με πάγο: Λογοτεχνία και ζωή

Λογοτεχνία και ζωή

Ώρες ώρες σκέφτομαι ότι η λογοτεχνία είναι μια διέξοδος και όχι μια λύση. Όλοι εμείς οι βιβλιόφιλοι μοιάζουμε τότε με τον Δον Κιχώτη, που νομίζει ότι όλος ο κόσμος είναι μέσα στα ιπποτικά μυθιστορήματα, και αδιαφορούμε για το τι γίνεται γύρω μας. Περιχαρακωνόμαστε στις αναγνώσεις μας, κλεινόμαστε στο δωμάτιό μας, για να διαβάσουμε, στρουθοκαμηλίζουμε σε ωραίες περιγραφές, σε σφαιρικούς ήρωες, επαινούμε το πρωτοποριακό έστω κι αν είναι αήθικο, κλεινόμαστε μέσα στις σελίδες και ξεχνιόμαστε.
Οι σκέψεις μου αυτές, που είχαν γίνει και παλαιότερα, κορυφώθηκαν από την υπόθεση του Αντώνη Τσιπρόπουλου, που κατηγορείται επειδή μέσω του aggregator του παρέπεμψε σε μπλογκ που κατηγόρησε τον Δ. Λιακόπουλο. Προφανώς η ευθύνη του Τσιπρόπουλου είναι ανυπόστατη και γι’ αυτό συλλέγονται υπογραφές για να ασκηθεί πίεση στο δικαστήριο. Βλέπε εδώ:
http://www.develop4democracy.org/petition/
Αφού υπογράψουμε, προσπερνάμε το παράδειγμα. Ξαναγυρίζω στον ευρύτερο προβληματισμό μου: πόσο μπορούμε να βαυκαλιζόμαστε ότι τα βιβλία είναι η πρώτη έγνοια μας πάνω στη γη, ενώ υπάρχουν σαφώς σπουδαιότερα προβλήματα. Αν ρίξουμε μια ματιά γύρω μας, αν διαβάσουμε ανήσυχοι τις εφημερίδες, αν στρέψουμε το βλέμμα μας στον κόσμο, θα πρέπει να χάσουμε τον ύπνο μας, να ανοίξουμε ένα μπλογκ για τον τρίτο κόσμο, ένα άλλο για τους ανέργους, ένα τρίτο για τον ωχαδελφισμό του Νεοέλληνα (βλέπε λ.χ. πώς οδηγεί) …
Φυσικά δεν απαξιώνω τα βιβλία. Φυσικά δεν τα θεωρώ περιττή πολυτέλεια. Ίσως μάλιστα η ενασχόλησή μου με αυτά να με έχει κάνει να προβληματίζομαι και να ευαισθητοποιούμαι για τα άλλα, τα σημαντικότερα… Γι’ αυτό δεν είναι κάθε βιβλίο άγιο, αλλά όσα κάνουν τον άνθρωπο λίγο ανθρωπινότερο.

Πατριάρχης Φώτιος
20.5.2007

Wednesday, May 16, 2007

Vodka πορτοκάλι: οίκοι ανοχής

Λογοτεχνία και οίκοι ανοχής

Ένα θέμα που θα μπορούσε να καταντήσει πορνό γίνεται στα χέρια ευαίσθητων συγγραφέων πεδίο συγκίνησης και νοσταλγίας. Αναφέρομαι στο τελευταίο βιβλίο του Αντρέα Καμιλλέρι “Πανσιόν Εύα”, αλλά και στις “Θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου” του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, όπως και στο “Λέγε με, Καΐρα” του Δημήτρη Στεφανάκη (ένα έργο που πέρασε απαρατήρητο).
Σε όλα αυτά τα έργα τίποτα δεν αποβαίνει χυδαίο, τίποτα πρόστυχο. Οι οίκοι ανοχής ανάγονται σε ένα απώτερο παρελθόν, με αποτέλεσμα να ενδύονται με την αχλή της εφηβείας, της αθωότητας, της νοσταλγίας για έναν κόσμο που διατηρούσε ευαισθησίες ακόμα και μέσα σε τέτοια σπίτια. Τα κορίτσια έχουν μια θλιβερή ιστορία, αλλά κρύβουν μέσα τους και ανθρωπιά. Ο Στεφανάκης μάλιστα τις παρουσιάζει σαν έναν χαμένο παράδεισο, ο Καμιλλέρι τις συνδέει με τα δύσκολα χρόνια του πολέμου και του φασισμού στην Ιταλία.
Τέτοια έργα δανείζονται στοιχεία από το Bildungsroman, γίνονται λίγο μυθιστορήματα εποχής, αποτυπώνουν προσωπικά βιώματα, που επανέρχονται ως μνήμες ενός ανόθευτου παρελθόντος. Η δύναμη των βιβλίων αυτών έγκειται στην ατμόσφαιρα που δημιουργούν και όχι στην υπόθεση, που συνήθως είναι χαλαρή, στις φευγαλέες φιγούρες κοριτσιών και πελατών ως ατομικές ιστορίες παρά στους ολοκληρωμένους χαρακτήρες, στην τραγικότητα της ζωής παρά στην ιδεολογία του έρωτα.
Ανάλογο σκηνικό έχουμε και στο “Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών” του Γιασουνάρι Καουαμπάτα, αλλά εκεί πρόκειται περισσότερο για ασκήσεις αυτογνωσίας δίπλα σε μία κοιμισμένη κοπέλα, χωρίς εστίαση στο σεξ.

Πατριάρχης Φώτιος
16.5.2007

Saturday, May 12, 2007

Ελληνικός καφές: Θέμελης

Νίκος Θέμελης, “Μια ζωή δυο ζωές”

Κύριε Θέμελη, επιστρέψτε στο ιστορικό μυθιστόρημα!
Το τελευταίο του βιβλίο αναφέρεται στη σύγχρονη πραγματικότητα, με σαφή πρόθεση να σκιαγραφήσει το πρόσωπο του Νεοέλληνα. Ο πρωταγωνιστής είναι πανεπιστημιακός –αλλά το μυθιστόρημα μόνο στην αρχή είναι campus novel- και ξεδιπλώνει το κουβάρι του ιδιωτικού του βίου σε συνάρτηση με τον δημόσιο. Η ιστορία ωστόσο περισσότερο αφορά τη σχέση του με τη γυναίκα του, τη σχέση του με τη συνάδελφό του και τέλος τη σχέση του με την κόρη ενός φίλου.
Η όλη εκτέλεση είναι δυστυχώς μια αποτυχία. Ο λόγος είναι συχνά αμήχανος καθώς αδυνατεί να διαγράψει επακριβώς κάθε κατάσταση και συντίθεται από την πολιτική και δημοσιογραφική γλώσσα της εποχής. Η γλώσσα του εν γένει χάνει τη ζωντάνια που είχε στα ιστορικά του μυθιστορήματα και γίνεται ένα διεκπεραιωτικό μέσο και μόνο. Το συνέδριο ως μυθιστορηματικό σκηνικό δεν αποτυπώνεται επαρκώς, γεγονός για το οποίο φταίει ή η μικρή σχέση του Θέμελη με τα πανεπιστημιακά δρώμενα ή η ελλιπής ελληνική παράδοση στο πανεπιστημιακό είδος.
Η υπόθεση δεν έχει ειρμό, τόσο λόγω έλλειψης νομοτέλειας όσο και από αδυναμία σύνδεσης των επιμέρους σκηνών, πολλές από τις οποίες είναι απλώς η αφορμή για να αναλύσει -με ρητορικό τρόπο και όχι μέσω της δράσης- την ελληνική πραγματικότητα. Ως προς το περιεχόμενο, τίποτα απ’ όσα γίνονται (όχι όσα λέγονται) δεν διαμορφώνουν σαφή εντύπωση για το πώς βλέπει ο συγγραφέας τη σύγχρονη Ελλάδα. Μια αδιάφορη ερωτική ιστορία, χωρίς το βάθος που θα ήθελε ο πεζογράφος να δώσει.
Σε πολλές λεπτομέρειες θα συμφωνήσω με την http://anagnostria.blogspot.com (4.4.2007), η οποία εκφράζει την ίδια με μένα –ή μάλλον εγώ με αυτήν- απογοήτευση για το εγχείρημα. Αντιγράφω ένα χαρακτηριστικό κομμάτι που με εκφράζει απόλυτα: “Πολλά πράγματα σ' αυτό το μυθιστόρημα μοιάζουν ασύνδετα, κομμάτια που δεν δένουν μεταξύ τους, που δεν υπηρετούν μια βασική γραμμή. Εκτός από τις δυο φαντασιακές αναδρομές που ανέφερα, είναι ακόμα η ασυνεννοησία της νεαρής κόρης του φίλου του με τους γονείς της ως παρένθετη ιστορία, είναι και ο ξαφνικός θάνατος του φίλου του με υπονοούμενο κάποιας εξωσυζυγικής σχέσης που μένει όμως μετέωρη και αδιευκρίνιστη, η συνάντηση με μια ομάδα κυνηγών και η έκφραση ...ζωοφιλίας και άλλα. Καμιά πρωτοτυπία στην τεχνική, μια ευθύγραμμη αφήγηση με κάποιες αναδρομές, κοινότοπες οι συζητήσεις περί ταυτότητας, περί του χρόνου, περί των "Ελληναράδων" κ.λπ. Όλα σ' αυτό το μυθιστόρημα είναι μια επιφάνεια”.
Επαναλαμβάνω, λοιπόν, πως καλύτερα να ξανασχοληθεί ο Θέμελης με το ιστορικό μυθιστόρημα, την ατμόσφαιρα του οποίου μπορεί και αποδίδει εκπληκτικά.

Πατριάρχης Φώτιος
12.5.2007

Tuesday, May 08, 2007

Αράπικος καφές: Αύγουστος Κορτώ

Α. Κορτώ, “Ο δαιμονιστής”

Δεν ξέρω αν ο Καβάφης ήταν ο πρώτος που ανακάλυψε τη συγγένεια της εποχής μας με την ελληνιστική, ειδικά στο θέμα του συγκρητισμού, του ευδαιμονισμού και της ιδεολογικής σύγχυσης. Πάντως αν ο Αύγουστος Κορτώ αποφάσιζε να γράψει ιστορικό μυθιστόρημα, θα ήταν για εκείνη την εποχή που αντικατοπτρίζει τη δική μας, έστω κι αν τον έχουν περισσότερο ταυτίσει με τη σαδική ατμόσφαιρα.
Προς το παρόν ο πεζογράφος στον “Δαιμονιστή” αναφέρεται στο σήμερα με (αντι)ήρωα ένα ον το οποίο στο πέρασμα των αιώνων αλλάζει σώματα (μετασωμάτωση) όταν κάνει έρωτα οποιασδήποτε μορφής, παίρνοντας τη θέση του συν-συνουσιαστή του κι αφήνοντας πίσω του το άψυχο κουφάρι του προηγούμενου σώματός του. Η εστίαση γίνεται σε ομοφυλόφιλους έρωτες και η γλώσσα του Κορτώ, πάντα το ίδιο χειμαρρώδης και ευρηματική, παρασύρει την αφήγηση, είτε αυτή σημαίνει την εξωτερική είτε την εσωτερική της δραματικότητα, σε μια γρήγορη αλλά όχι ρηχή αποτύπωση μιας μυθοπλαστικής πραγματικότητας, που ωστόσο περιέχει πολύ αληθινά στοιχεία. Ιδιαίτερα η οπτική γωνία του ίδιου του πρωταγωνιστή ξεδιπλώνει ανάγλυφα τις σκέψεις και την τραγικότητά του.
Ίσως εδώ, στην τραγικότητα, έγκειται και η όλη επιτυχία του εγχειρήματος: προσωπικά ο καθένας αλλά και συλλογικά η εποχή μας αναζητά την απόλαυση του έρωτα, στις ποικίλες της μορφές και με ποικίλους παρτενέρ. Η τραγικότητα, όπως εκφράζεται στις απεγνωσμένες προσπάθειες του πρωταγωνιστή, βρίσκεται σ’ αυτήν τη χιμαιρική ικανοποίηση, η οποία ωστόσο σκοτώνει τον άλλο και καταδικάζει τον ίδιο τον δαιμονιστή σε μια αλλεπάλληλη και γι’ αυτό απευκταία αλλαγή σώματος και επομένως αλλαγή ζωής. Η αναζήτηση της ηδονής είτε φέρνει τον πρωταγωνιστή σε επικίνδυνα στέκια και προκλήσεις (σωματικά και ψυχολογικά), με αποτέλεσμα μάλιστα να τον βιάσουν, είτε σε διεξόδους αυτοϊκανοποίησης, οι οποίες ωστόσο αποβαίνουν μάταιες. Ο Κορτώ στήνει έξυπνα το ψυχολογικό αδιέξοδο του ήρωά του, ο οποίος αντικατοπτρίζει την ανικανοποίητη διάθεση του σημερινού ανθρώπου για ερωτική απόλαυση χωρίς σκοπό και ουσία, χωρίς ανθρώπινη επικοινωνία και αγάπη. Κι όλη η σκηνική ατμόσφαιρα αναδίδει ματαιότητα, αδυναμία κορεσμού και γι’ αυτό προσωπική αποτυχία.
Και καθώς προχωρά η ανάγνωση, αναδύεται μια δεύτερη ερμηνεία, προέκταση της πρώτης μα ταυτόχρονα και αντίθετή της. Η όλη προσπάθεια του δαιμονιστή να αδρανοποιήσει το σεξουαλικό του ένστικτο με διαδοχικούς ευνουχισμούς ίσως δείχνει μια άλλη συγγραφική πρόθεση: την αδυναμία του ανθρώπου να αρθεί πάνω από αυτό το πρωτογενές ορμέμφυτο, γεγονός που καταδεικνύει ότι είναι καταδικασμένος αιώνια να το τροφοδοτεί, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο σημαίνει τον θάνατο, είτε του ίδιου είτε άλλων.
Ένα μεταμοντέρνο παιχνίδι με τη διάτρηση των στεγανών μεταξύ λογοτεχνίας και πραγματικότητας έρχεται να ολοκληρώσει την ιστορία. Ο Αύγουστος Κορτώ ή Πέτρος Χ. αποκαλύπτει ότι είναι ο ίδιος ομοφυλόφιλος και δαιμονιστής, στο σώμα του οποίου κατέληξαν οι διαδοχικές μετασωματώσεις. Ο συγγραφέας γίνεται ήρωας που συντρώει με τη Λώρη Κ. και τον Σάκη Δ., ανακατεύει δηλαδή τον μύθο με την πραγματικότητα προσδίδοντας νότες αυτοβιογραφίας στο κείμενο.
Η ομοφυλοφιλική εστίαση πέρα από την πρόκληση ως θέμα δεν προσφέρει κάτι άλλο, αφού το ίδιο αποτέλεσμα θα είχαμε και με τις ετεροφυλόφιλες συνευρέσεις –δεν γνωρίζω αν είναι βιωματική και επομένως δεν πρόκειται για επιλογή. Κι αν κάποιος πει ότι έτσι φαίνεται καλύτερα η οριακή κατάσταση του πολιτισμού μας, τότε μπορεί εύκολα κανείς να ανταπαντήσει ότι εξίσου χάνεται η ταύτιση του μέσου αναγνώστη, που βλέπει στο όλο σκηνικό μια ακραία περίπτωση με την οποία δεν μπορεί να ταυτιστεί.

Πατριάρχης Φώτιος
8.5.2007

Friday, May 04, 2007

Χυμός ανάμικτος: νεοεμφανισθέντες 2006

Οι πρωτοεμφανιζόμενοι πεζογράφοι του 2006

Η εννιάδα των πρωτοεμφανιζόμενων πεζογράφων που καταγράφουμε είναι όσοι ακούστηκαν λίγο ή πολύ ως τώρα, είτε μέσω του έντυπου τύπου είτε μέσω των ιστολογίων. Η κριτική επιτροπή του περιοδικού “διαβάζω” ξεχώρισε -δικαιολογημένα κατά τη γνώμη μου, όπως και κατά τη γνώμη της γενικότερης κριτικής- τον Γλυκοφρύδη, τη Δημητρομανωλάκη, τον Καλαβρή, την Κιτσοπούλου και τον Μάντη. Από εκεί και έπειτα καθένας μπορεί να ιεραρχήσει διαφορετικά αυτήν την τελική πεντάδα. Το “διαβάζω” κατέληξε να αναδείξει στην πρώτη θέση τις “Νυχτερίδες” της Λ. Κιτσοπούλου.
Εγώ θα καταγράψω όσα κείμενα ασχολήθηκαν με τα βιβλία (συγγνώμη για όσα δεν μπόρεσα να εντοπίσω), ενώ προηγουμένως σημειώνω τη δική μου εκτίμηση.
Πρώτ’ απ’ όλα, χαίρομαι γιατί και οι πέντε επιλεγέντες/επιλεγείσες πληρούν βασικά κριτήρια γραφής, ύφους και οργάνωσης του υλικού τους. Επομένως, όποιος κι αν εκλεγόταν, δεν θα με ενοχλούσε. Αντίθετα, κρατώ 5 ονόματα των οποίων θα περιμένω με αδημονία την επόμενη (ελπίζω εξίσου καλή) δουλειά. Οι διαφορές επομένως είναι μικρές, αφού ο καθένας υπερέχει αλλού.
Μεταξύ των διηγηματογράφων πιστεύω ότι μερικά (ιδίως τα πρώτα) από τα διηγήματα του Ν. Μάντη είναι εξαιρετικά, καθώς ο συγγραφέας χρησιμοποιεί έντεχνα το τέχνασμα του σωσία, αλλά τα τελευταία της συλλογής ατονούν πολύ, με αποτέλεσμα να μένει μια ανάμικτη εντύπωση, κυρίως όμως θετική (βλ. αναλυτικότερα το ποστ μου). Η Λ. Κιτσοπούλου γράφει για καθημερινές οικογενειακές ιστορίες, ίσως με πολύ φροϋδισμό στη σκέψη της, καθώς όλα εξηγούνται με το γενετήσιο ένστικτο και καταλήγουν στο θάνατο. Η θεματική της είναι εν μέρει σκληρή, η γλώσσα της πολύ ζωντανή, όπου μάλιστα υφοποιείται ο λόγος πολλών προσώπων μέσα στον λόγο του αφηγητή, ενώ η οπτική της γωνία κατάλληλα τοποθετημένη αναδεικνύει την τραγικότητα της ζωής κάθε προσώπου.
Μεταξύ των μυθιστορηματογράφων τώρα ο Γ. Γλυκοφρύδης τόλμησε μια πολυεπίπεδη ιστορία, όπου οι εναλλαγές του χρόνου εντείνουν την κινηματογραφικότητα του ρυθμού, ενώ η έννοια του διχασμού, που αποτελεί τη βασική φιλοσοφία του βιβλίου, καθορίζει τη ζωή του Βερολίνου, αλλά και την ψυχή του πρωταγωνιστή που διχοτομείται ανάμεσα σε δυο γυναίκες. Το πρόβλημα έγκειται ίσως στην απουσία επαρκούς ψυχολογικού βάθους στα πρόσωπα. Η Ελ. Δημητρομανωλάκη εκπλήσσει ευχάριστα με ένα μελλοντολογικό κείμενο, όπου η ανησυχία για τα επιτεύγματα της επιστήμης συνδυάζονται με μια απόλυτη οργάνωση της κοινωνίας, που καταντά ασφυκτική. Ίσως το πρόβλημά της να βρίσκεται στο μάζεμα του υλικού της σε μια πιο αυστηρή τελεολογία. Τέλος, ο Δ. Καλαβρής γράφει μια σύγχρονη ηθογραφία, κι αυτός σε δύο χρονικά επίπεδα, όπου επιδιώκεται η ζεύξη παγανιστικών και χριστιανικών δοξασιών που κορυφώνονται σε μία σύγκρουση. Η ιστορία εξελίσσεται αργά αλλά κάθε σημείο της βαδίζει σταθερά προς το τέλος το οποίο αποζημιώνει πολλαπλά. Στιβαρό ύφος σε ένα απαιτητικό θέμα, το οποίο καταφέρνει να αναδείξει με γλαφυρό ύφος και καλοδομημένη πλοκή.
Με μικρή διαφορά θα ψήφιζα τον Καλαβρή, αν και –ξαναλέω- δεν είναι τόσο μεγάλες οι αποστάσεις. Κάθε μέλος της επιτροπής του “διαβάζω” μπορεί να είδε κι αυτό τις μικρές διαφορές και στο σύνολό τους να εξέλεξαν την Κιτσοπούλου ως πρώτη μεταξύ ίσων.
Θα ήθελα τη γνώμη σας για τον καθένα, αλλά και για άλλους που δεν καταγράφηκαν εδώ.


1. Γιώργος Γλυκοφρύδης, “Ο επιβάτης”, εκδόσεις Νεφέλη
- http://librofilo.blogspot.com/ 2007_08_28
- http://vivliocafe.blogspot.com/2007_10_07
- Περαντωνάκης, Γ.Ν., “Διχασμένη πρωτεύουσα”, Ελευθεροτυπία, 10.11.2006.

2. Ελευθερία Δημητρομανωλάκη, “Η ηγεμονία της ευτυχίας”, εκδόσεις Μεταίχμιο
- Ξενάριος, Γ., “Ελευθερία Δημητρομανωλάκη. Η ηγεμονία της ευτυχίας”, διαβάζω, Φεβρουάριος 2007.
- Πανώριος, Μ., “Θρίλερ για το εμπόριο της ευτυχίας”, Η Καθημερινή, 6.3.2007.

3. Δημήτρης Καλαβρής, “Άγγελος τιμωρός”, εκδόσεις Μεταίχμιο
- http://vivliocafe.blogspot.com/2007_12_24
- Περαντωνάκης, Γ.Ν., “Η ηθογραφία επιστρέφει”, Ελευθεροτυπία, 29.12.2006.
- http://bibliofagos.blogspot.com/2007_01_26
- Ξενάριος, Γ., “Δημήτρης Καλαβρής. Άγγελος τιμωρός”, διαβάζω, Μάρτιος 2007.

4. Φώτης Καλαμαντής, “Game over”, εκδόσεις Κριτική
- Πεσμαζόγλου, Β., “www.logotexnia.com”, Τα Νέα, 21.10.2006.
- http://gnathanail.blogspot.com/2007/02/blog-post_14.html

5. Λένα Κιτσοπούλου, “Νυχτερίδες”, εκδόσεις Κέδρος
- Καρακώτιας, Κ., “Η σκοτεινή πλευρά του κόσμου”, Ελευθεροτυπία, 11.8.2006.
- http://diavazo.blogspot.com/2006_08_28
- Τατσόπουλος, Π., “Άλλοι χρωστούν, άλλοι πληρώνουν”, Τα Νέα, 16.9.2006.
- Κατσουλάρης, Κ., “Πρώτες εμφανίσεις”, διαβάζω, Νοέμβριος 2006
- http://agavazo.blogspot.com/2007/04/blog-post.html.

6. Νίκος Μάντης, “Ψευδώνυμο”, εκδόσεις Καστανιώτη
- Κατσουλάρης, Κ., “Πρώτες εμφανίσεις”, διαβάζω, Νοέμβριος 2006
- Πανταλέων, Λ., “Πρώιμα πένθη”, Ελευθεροτυπία, 10.11.2006
- Θεοδοσοπούλου, Μ., “Αθάνατος στη Βενετία”, Το Βήμα, 12.11.2006.
- http://bibliofagos.blogspot.com/2006_11_19
- http://diavazo.blogspot.com/2006_12_15
- http://vivliocafe.blogspot.com/2007_01_20

7. Σωτηρέλλος Γιώργος, “Ο αγράμματος συγγραφέας”, εκδόσεις Μελάνι
- Ξενάριος, Γ., “Γιώργος Σωτηρέλλος. Ο αγράμματος συγγραφέας”, διαβάζω, Ιανουάριος 2007.

8. Τρικούκης, Μάκης, “Η ταπείνωση του θριαμβευτή”, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
- Καραγιάννης, Β.Π., “Αλληλένδετοι κόσμοι”, διαβάζω, Δεκέμβριος 2006, σελ. 169.
- Χουζούρη, Έλενα, “Η Κοζάνη στον εμφύλιο”, Ελευθεροτυπία, 22.12.2206

9. Χατζηχρήστος Γιάννης, “Ανασκαφή στο μέλλον”, εκδόσεις Εστία
- Πανώριος, Μ., “Ελλάδα, 2031: οράματα επιστημονικής φαντασίας”, Η Καθημερινή, 24.10.2006.

Πατριάρχης Φώτιος
4.05.2007