Tuesday, January 30, 2007

Λεμονάδα: σεμινάρια δημιουργικής γραφής ΙΙΙ

Σεμινάρια δημιουργικής γραφής
(3ος γύρος: αυτές οι λεμονάδες πίνονται πολύ)


Ολοκληρώνω το θέμα “δημιουργική γραφή” με μια συνολική τοποθέτηση στην οποία λαμβάνω υπόψη όσα οι φίλοι του Βιβλιοκαφέ κατέθεσαν.
Ξεκινώ με τις επιφυλάξεις όλων μας, που έχουν βάση όσο η πρακτική της δημιουργικής γραφής στην Ελλάδα δεν έχει παραγάγει καρπούς που να πείθουν για τα αποτελέσματά της: ποιοι τα οργανώνουν και πόσο επαγγελματικά είναι οργανωμένο το εκάστοτε πρόγραμμα; μήπως είναι ένας εύκολος τρόπος να μεταφέρουν την όποια πείρα τους με απώτερο σκοπό να κάνουν μια αρπαχτή; είναι ικανοί να διδάξουν, ασχέτως την αξία τους ως συγγραφέων; πόσο καπελώνουν τέτοιες προσπάθειες το πηγαίο ταλέντο; μήπως εντέλει μελλοντικά οι απόφοιτοι συγγραφείς λειτουργήσουν ως μοναδικό σώμα καταξίωσης αποκλείοντας τους άλλους ως “ερασιτέχνες”;
Όλες αυτές οι επιφυλάξεις προϊδεάζουν για κινδύνους όχι εντελώς ανύπαρκτους, αλλά μάλλον τα συν είναι περισσότερα από τα πλην, αν βέβαια λειτουργήσουν όπως στα ξένα (αγγλοσαξονικά κυρίως) πανεπιστήμια, όπου τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά. Απαντώ, λοιπόν, όσο μπορώ να έχω γνώμη, στις ενστάσεις όπως ταξινομήθηκαν στην προηγούμενη καταχώριση (26.1.2007).
Οι υπάρχοντες συγγραφείς είναι αυτοδίδακτοι και αυτό δεν είναι διόλου υποτιμητικό. Από την άλλη, θα ήταν εξίσου ευεργετικό –τουλάχιστον σε πρώτη φάση- να μπορεί κανείς να αποκτήσει μέσω των σεμιναρίων συσσωρευμένη πείρα, γνώση τεχνικών και μια πρώτη ιδέα περί λογοτεχνικότητας, στοιχεία δηλαδή που ίσως δεν μπορεί κανείς να τα δεχτεί όσο κι αν διαβάσει άλλους συγγραφείς.
Οι καθηγητές δεν πρέπει να είναι οι αυθεντίες, γιατί αφενός αυθεντίες δεν υπάρχουν κι αφετέρου γιατί άλλος θα είναι ο ρόλος τους: να μεταδώσουν τη δική τους πείρα από την πάλη με τη γραφή πριν φτάσει στο τυπωμένο βιβλίο. Γι’ αυτό δεν είναι υποχρεωτικό να είναι πρώτα ονόματα (καλός συγγραφέας δεν σημαίνει πάντα και καλός δάσκαλος, καλός κριτικός, καλός συνεργάτης κλπ. –καλοί προπονητές δεν έγιναν όλοι όσοι ήταν και καλοί παίχτες –στατιστικά μάλλον το αντίθετο συμβαίνει).
Το πρόγραμμα θα πρέπει να είναι πιο πολύπλευρο από τη συζήτηση πάνω σε γνωστά έργα ή σε πρακτικές συνταγές. Περιδιαβαίνοντας και στις ιστοσελίδες Πανεπιστημίων της Βρετανίας και των ΗΠΑ, όπου παραδίδονται τέτοια μαθήματα, είδα δύο ειδών καθηγητές: συγγραφείς (ακόμα και μεγάλα ονόματα όπως της Τόνι Μόρισον ή της Τζόυς Κάρολ Όουτς) από τη μία και κριτικούς (θεωρητικούς καλύτερα) από την άλλη, ώστε να συνδυαστεί η πρακτική με τη θεωρία, η πείρα με τη γενικότερη κατανόηση της λογοτεχνίας κ.ά. Ένα καλοσχεδιασμένο πρόγραμμα δεν καπελώνει, ούτε δίνει καλούπια, αλλά προσφέρει το έδαφος για λογιών λογιών φυτά και δέντρα.
Ο επαγγελματισμός δεν είναι κακός: δεν θα εμπιστευόταν κανείς έναν οποιονδήποτε για την υγεία του παρά μόνο έναν γιατρό, άσχετα αν υπάρχουν και καλοί και κακοί γιατροί. Άρα η σύγκριση με τις επιστήμες δεν είναι καλή μέθοδος. Από την άλλη, επιστρέφω στις εικαστικές τέχνες και στην ηθοποιία, όπου υπάρχουν σχολές με πλούσιο έργο, παρόλο που κανένας καλός ζωγράφος ή ηθοποιός δεν αποκλείστηκε επειδή δεν τελείωσε υποχρεωτικά κάποια τέτοια [Η φοίτηση ωστόσο σε μια αξιόλογη σχολή ηθοποιίας είναι πάντα ένας τιμητικός όσο και ουσιαστικός τίτλος, γιατί και οι σχολές είναι της προκοπής]. Μη φτάνουμε στα άκρα προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Βιβλία δημιουργικής γραφής έχουν εκδοθεί και στην Ελλάδα: ένα είναι του James Frey, “Πώς να γράψετε ένα καλό μυθιστόρημα Ι και ΙΙ” κι ένα άλλο από την Πόλυ Μηλιώρη “Δημιουργική γραφή για μελλοντικούς ομοτέχνους” (δεν γνωρίζω άλλα). Το πρώτο –το οποίο έχω διαβάσει- περιλαμβάνει εκλαϊκευμένα στοιχεία θεωρία της λογοτεχνίας και εύπεπτες οδηγίες για ζητήματα δομής και γραφής. Δεν ξέρω αν αυτό αρκεί, αν δεν έχει ο επίδοξος συγγραφέας κάποιον να του λύσει τις απορίες, όχι κάποιον ως φορέα πακέτων γνώσεων αλλά κάποιον έμπειρο με τις ίδιες συγγραφικές ή αναγνωστικές-θεωρητικές ανησυχίες.
Ταλέντο δεν σημαίνει δυνατότητα που μόνη της θα καρπίσει. Χρειάζεται προσπάθεια, εξάσκηση, μελέτη, αυτοβελτίωση, δημιουργική αφομοίωση και ένα σωρό άλλα. Κάποια από αυτά μπορεί να τα βρει κανείς σε ένα τέτοιο σεμινάριο.
Στο εξωτερικό αποφοίτησαν σημαντικά ονόματα συγγραφέων, όπως ο Ίαν ΜακΓιούαν, ο Τζέφρυ Ευγενίδης, ο Κάζουο Ιζιγκούρο και άλλοι πολλοί. Στην Ελλάδα τα στατιστικά δεν θα βοηθούσαν αυτή τη στιγμή, γιατί δεν είναι η παράδοση τέτοια ώστε να βγάλει καρπούς. Αλλά έστω και ένας καλός ή πολύ καλός να προκύψει, τότε η λογοτεχνία μας έχει να κερδίσει πολλά.
Δεν είμαι παιδί ούτε πατέρας τέτοιων σεμιναρίων και αμαρτία ουκ έχω.

Εις το όνομα του διαλόγου!
Πατριάρχης Φώτιος
30.1.2007

Friday, January 26, 2007

Λεμονάδα: σεμινάρια δημιουργικής γραφής ΙΙ

Σεμινάρια δημιουργικής γραφής
(2ος γύρος)


Αυτό το ιστολόγιο θέλει να είναι βήμα διαλόγου και γι’ αυτό ανταποκρίνεται στη συζήτηση που διεξάγεται γύρω από το θέμα της δημιουργικής γραφής βάσει της προηγούμενης καταχώρισης (23.1.2007) συγκεντρώνοντας τις αντίθετες προς τα σεμινάρια απόψεις (ή έστω με επιφυλάξεις), που αποτυπώθηκαν από φίλους του βιβλιοκαφέ μας:
1. είναι οι καθηγητές των σεμιναρίων κατάλληλοι να επιτελέσουν σωστά τον ρόλο τους; (who ever, Βασίλης)
2. μπορούν να αντεπεξέλθουν οι καθηγητές στον ρόλο του “δασκάλου δημιουργών”, που θα αναδείξει νέες καλλιτεχνικές φωνές αξιοποιώντας τις κλίσεις τους; (pelegrina)
3. δεν μπορεί κανείς να διδαχθεί μόνος του όσα πρέπει ώστε να εξελιχθεί σε καλό συγγραφέα; (Βασίλης)
4. μήπως η θέσπιση σεμιναρίων αντιμάχεται στη “δημιουργική διάθεση” του επίδοξου συγγραφέα; μήπως δηλαδή καταντήσει χειραγώγηση και πατερναλισμός; (Βασίλης)
5. χρειάζονται καθηγητές-αυθεντίες οι οποίοι θα εκφέρουν τη γνώμη τους, μια γνώμη που θα θεωρείται εκ των προτέρων ανώτερη των μαθητών; (Βασίλης)
6. αξίζει να ενταχθεί κανείς σε ένα πρόγραμμα εκ των προτέρων καταρτισμένο που δεν θα ανταποκρίνεται στην ατομική περίπτωση του καθενός; (Βασίλης)
7. δεν θα εξελιχθεί όλη αυτή η υπόθεση σε ένα είδος ρατσισμού, όπου οι αυτοδίδακτοι θα θεωρούνται και κατώτεροι; Συμπλήρωμα σκέψης: "ένας αυτοδίδακτος ευρεσιτέχνης (όσο ευφυής και καταρτισμένος κι αν είναι) χαίρει κοινωνικά πολύ λιγότερης αποδοχής απ' ό,τι ένας πτυχιούχος αντίστοιχης πανεπιστημιακής σχολής (όσο στουρνάρι κι αν είναι)". Μήπως το ίδιο θα συμβεί και με τους συγγραφείς; (Βασίλης)
8. είναι ο συγγραφέας ίδιος με έναν τεχνοκράτη (“χειρουργό ή πιλότο”) ώστε να πρέπει να περάσει υποχρεωτικά από μαθήματα; (Βασίλης)
9. μήπως είναι τα σεμινάρια μια “αρπαχτή” που γίνεται από ανθρώπους που δεν έχουν να προσφέρουν και κυνηγάνε μόνο τα λεφτά; (ferdinand bardamu, Βασίλης)
10. θα μπορούσαν αυτές οι οδηγίες να περιληφθούν σε ένα βιβλίο-οδηγό που να διαβαστεί από όλους σαν μπούσουλας για αρχή; (houlia)
11. δεν επέρχεται ένα είδος μαζοποίησης με τα ίδια κείμενα ως αναγνώσματα και τα ίδια πρότυπα μέσα στο σεμινάριο; (houlia, Βασίλης)
12. μήπως με τα σεμινάρια καταπιέζεται το ένστικτο και η έσωθεν φωνή που κάνει τον καλλιτέχνη καλλιτέχνη; (houlia)
13. γιατί δεν συμμετέχουν μεγάλοι συγγραφείς σ’ αυτά; (βιβλιοφάγος)

Κανονικά δεν πρέπει να απαντήσω και να πω τη δική μου γνώμη. Γι’ αυτό ξαναφέρνω στο τραπέζι τις λεμονάδες μας με τις απόψεις καθενός και αφήνω τη συζήτηση να συνεχιστεί. Στην επόμενη καταχώριση (και φυσικά ενδιάμεσα στα σχόλιά σας) θα συνοψίσω -κάνοντας τον συνήγορο της άλλης πλευράς- κάποιες απαντήσεις.

Πατριάρχης Φώτιος
26.1.2007

Tuesday, January 23, 2007

Λεμονάδα: σεμινάρια δημιουργικής γραφής

Ο συγγραφέας γεννιέται ή γίνεται;
Οι περισσότεροι υποστήριζαν και το ίδιο θα έκαναν ακόμα και σήμερα ότι ο συγγραφέας γεννιέται· είναι ταλέντο, εξασκείται στο γράψιμο, αυτοβελτιώνεται και εκδίδεται. Σταδιακά όμως γίνεται συνείδηση ότι, όπως η τέχνη της μαγειρικής, ή ακόμα για τους πιο elit οι εικαστικές τέχνες (ζωγραφική κ.λπ.) διδάσκεται, έτσι και στη λογοτεχνία μπορεί κανείς να πάρει μαθήματα και να μυηθεί στα μυστικά της. ΣΗΜΕΙΩΣΗ: αυτό δεν σημαίνει ότι αυτά και μόνο αρκούν για να βγει το νέο Νόμπελ, αλλά κάποιοι πιο μυημένοι μπορούν να μεταφέρουν την πείρα αιώνων μυθιστορήματος και ποίησης, χωρίς καλούπια και κλισέ. Από εκεί και πέρα χρειάζεται δημιουργική αφομοίωση, μελέτη πολλών συγγραφέων, ευχέρεια στη γλώσσα, κοινωνική αντίληψη κ.ά.
Ρίξτε μια ματιά στα προσφερόμενα σεμινάρια για επίδοξους συγγραφείς:
ΕΚΕΒΙ: Εργαστήριο τέχνης του λόγου:
α. Μυθιστόρημα για προχωρημένους και αρχάριους (Στρ. Χαβιαράς, Β. Ραπτόπουλος)
β. Διήγημα (Μ. Φάις)
γ. Ποίηση (Στρ. Πασχάλης)
δ. Δοκίμιο-κριτική (Β. Χατζηβασιλείου)
ε. Παιδικό βιβλίο (Ελ. Σβορώνου)
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ:
α. Δημιουργική γραφή (Γ. Ξενάριος)
β. Θεατρική γραφή (Αντρ. Στάικος)
γ. Γυναικεία γραφή (Αργ. Μαντόγλου)
δ. Δημιουργική ανάγνωση (Κ. Κατσουλάρης)
Αντίστοιχα υπήρχαν σεμινάρια που διοργάνωνε ο Δήμος Αθηναίων, το Μικρό Πολυτεχνείο, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης και η εταιρεία Θόας με το περιοδικό Highlights.
Ορατό παράδειγμα ως τώρα συγγραφέα που βγήκε από τέτοια σεμινάρια –βεβαίως στην Αγγλία- είναι ο Πάνος Καρνέζης. Οι εκτιμήσεις δικές σας.
Πατριάρχης Φώτιος
23.1.2007

Saturday, January 20, 2007

Διπλός καφές: Μάντης

Νίκος Μάντης, Ψευδώνυμο

Το πολύ θετικό των blogs είναι πλέον ότι αναδεικνύουν βιβλία, τα οποία θα βρίσκονταν στην αφάνεια, αν δεν υπήρχαν οι διαδικτυακοί αναγνώστες και τα ιστολόγιά τους. Το βιβλίο του Ν. Μάντη έγινε γνωστό από τέτοια blogs (αν και έγραψαν και οι κριτικοί γι' αυτό), το διάβασα και, για να μη γεμίσω άλλη μια σελίδα με προσωπικά σχόλια, συνθέτω μια γνώμη με κοπτοραπτική άλλων:
Η πρώτη που ανακάλυψε αυτή τη συλλογή διηγημάτων δεν είναι blogger αλλά κριτικός. Η Λίνα Πανταλέων στα “Πρώιμα πένθη” (Ελευθεροτυπία, 10.11.2006) μιλάει για γραφή που “φροντισμένη, με λόγιες λέξεις, λυρικές περιγραφές και αρκετές παρομοιώσεις, πασχίζει να πείσει για την επιμέλεια και σοβαρότητα του γράφοντος” και για λιτότητα που “είναι κατεξοχήν κατάκτηση της ωριμότητας ή αλλιώς ζήτημα αυτοπεποίθησης”. Γενικότερα, βέβαια η κριτικός είναι συγκρατημένη θεωρώντας ανισοβαρή τη συλλογή με καλά και κακά διηγήματα, τα οποία ωστόσο αφήνουν ελπίδες για το μέλλον. Μια άλλη κριτικός, η Μάρη Θεοδοσοπούλου στο Αθάνατος στη Βενετία” (Το Βήμα, 12.11.2006) μιλάει ιδιαίτερα για το “Κυρίαρχο μοτίβο των εντελέστερων διηγημάτων της συλλογής”, που είναι η σεξουαλική επιθυμία, ενώ γενικά η παρουσίασή της δεν εμβαθύνει.
Από εκεί και πέρα ξιφούλκησαν τα blogs με πρώτο τον βιβλιοφάγο (http://bibliofagos.blogspot.com) στις 19.11.2006. Ο βιβλιοφάγος είναι πολύ θερμός για τα 11 διηγήματα, από τα οποία “τα περισσότερα είναι σφιχτοδεμένα, χωρίς πλατειασμούς, με λόγο που ρέει ευχάριστα, με δυνατά νοήματα και τολμηρές αναφορές και συσχετισμούς με βιβλία άλλων συγγραφέων, όπως ο Τόμας Μαν, και με έναν διάχυτο ερωτισμό να υποφώσκει κάτω απ’ τις αράδες του”.
Στην Ελληνική λογοτεχνία (http://diavazo.blogspot.com) της 15.12.2006, ο blogger βλέπει “κοινό παρανομαστή [των διηγημάτων] τον αντρικό πόθο για τη γυναίκα είτε αυτός εκφράζεται με τη σεξουαλική επιθυμία, είτε μέσω αναμνήσεων, ονείρων, φωτογραφιών.” Παρόλο που πιστεύει ότι “ο Μάντης προσπαθεί φιλότιμα να δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση ανατροπών, μια σχεδόν κινηματογραφική πλοκή στα αφηγήματα του ορισμένα από τα οποία φλερτάρουν με το μεταφυσικό, το ονειρικό και τις υπαρξιακές αναζητήσεις.”, νιώθει να τον κουράζει η ανάγνωση “γιατί σε κανένα από τα διηγήματα δεν έρχεται η κορύφωση με τη μορφή έκρηξης αλλά μάλλον σαν αναμενόμενη λύτρωση”. Γι’ αυτό θεωρεί πως ο Μάντης προσέχθηκε, επειδή κυκλοφόρησε στον Καστανιώτη.
Τα πρώτα διηγήματα είναι καλύτερα και μετά ξεφουσκώνει η συγγραφική του πνοή. Κι είναι καλύτερα όσο ο διηγηματογράφος παίζει με ένα τέχνασμα γνωστό από τον Ντοστογέφσκι και τον Στήβενσον (δεν θα αποκαλύψω το αίνιγμα: το εικονίδιο αποκαλύπτει έμμεσα την τεχνική που καταξιώνει τα διηγήματα).
Καλή ανάγνωση,
γιατί το αξίζει.


Πατριάρχης Φώτιος
20.1.2007

Wednesday, January 17, 2007

Χυμός μανταρίνι: Κρατικά βραβεία λογοτεχνίας

Βραβεία και καταξίωση
ή βραβεία και απαξίωση;

Πολύς λόγος για επιτροπές και βραβεία. Από τα μέσα Δεκεμβρίου που ανακοινώθηκε η επιτροπή Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας σκέφτομαι πόσα λάθη έχει κάνει διαχρονικά αυτό το Υπουργείο.
1. Πρώτα απ’ όλα τώρα ορίζεται η επιτροπή για τα βιβλία του 2006 …αλλά και για του 2005!!!! Δηλαδή κάπου μέσα στο 2007 θα δοθούν βραβεία για δύο χρόνια πριν.
2. Δεν εκδίδονται πρακτικά με τις προτάσεις των μελών της επιτροπής και επομένως κανείς δεν ξέρει το σκεπτικό, τις κρίσεις κ.λπ.
3. Η επιλογή των μελών έχει τα φάλτσα της: κατά καιρούς έχουν οριστεί Πρόεδροι άνθρωποι με μικρή σχέση με τον χώρο, όπως ο Βέλτσος (επικοινωνιολόγος-ποιητής) και ο Μπαμπινιώτης (γλωσσολόγος). Μέσα στη φετινή επιτροπή τίθεται ένας Καθηγητής Κλασσικής Φιλολογίας (ο Κοπιδάκης), άνθρωπος δηλαδή που επαγγελματικά πολύ λίγη σχέση έχει με την τρέχουσα λογοτεχνία –ερασιτεχνικά δεν ξέρω, αν και πολλοί θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο στον ελεύθερό τους χρόνο.
Παραθέτω ενδεικτικά τα βραβεία των τελευταίων χρόνων (θυμίζω ότι το έτος που αναγράφεται είναι η χρονιά που δόθηκε το βραβείο για βιβλίο της προηγούμενης χρονιάς):
2005: Μ. Ελευθερίου, “Ο καιρός των χρυσανθέμων” (2004)
2004: Β. Αλεξάκης, “Οι ξένες λέξεις” (2003)
2003: Δ. Δημητριάδης, "Η ανθρωπωδία - Μια ατελής χιλιετία" (Α' & Β' τόμος). (2002)
2002: Ζ. Ζατέλλη, “Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους” – Μ. Κουμανταρέας, “Δυο φορές Έλληνας” (2001)
2001: Ν. Θέμελης, “Η ανατροπή” (2000)
2000: Ε. Σωτηροπούλου, “Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές” (1999)
1999: Ρ. Γαλανάκη, “Ελένη, ή ο Κανένας” (1998)
1998: Ι. Καρυστιάνη, “Η μικρά Αγγλία” (1997)
1997: Ν. Μπακόλας, “Η ατέλειωτη γραφή του αίματος” (1996)
1996: Α. Μήτσου, “Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου” (1995)
1995: Α. Σουρούνης, “Ο χορός των ρόδων” (1994)
1994: Ζ. Ζατέλλη, “Και με το φως του λύκου επανέρχονται” (1993)
1993: Δ. Νόλλας, “Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα” (1992)
1992: Α. Νενεδάκης, “Οι Βουκέφαλοι” (1991)
1991: Δεν δόθηκε
1990: Θ. Βαλτινός, “Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60” (1989)

Γενικά οφείλουμε να πούμε ότι οι επιλογές δεν ήταν εκτός τόπου και χρόνου, αφού τα μυθιστορήματα που βραβεύτηκαν ανήκουν σε μια “μικρή λίστα” που είχε καταξιωθεί μέσα στην εκάστοτε χρονιά. Υπάρχουν βέβαια και οι εκπλήξεις της σε σχέση με την προσοχή που κέρδισαν τα κείμενα από το κοινό ή από την κριτική (λ.χ. Δημητριάδης, Νενεδάκης και ο Μήτσου που, κατά τη γνώμη μου, υπερεκτιμήθηκε).
Πολλά βραβεία φέτος, πολύς λόγος για το βιβλίο: το καλό είναι ότι δεν λιμνάζουμε.

Πατριάρχης Φώτιος
17.1.2006

Sunday, January 14, 2007

Χυμός αχλάδι: κριτικοί vs κοινό

Στη φρουτοσαλάτα της 6.1.2007 είχα δημοσιεύσει μια λίστα με βιβλία της χρονιάς αξιολογώντας (υποκειμενικά) το καθένα με 2 βαθμούς, έναν από τον υποτιθέμενο μέσο αναγνώστη κι έναν από τη γνώμη των όποιων ειδικών (δες και τα σχόλια). Ο Κούρτοβικ στο άρθρο του στα Νέα (13.1.2007) Κάτω τα καλά βιβλία!” βλέπει κι αυτός τη διαφορά μεταξύ της γνώμης των ειδικών και του κοινού, αλλά την εξηγεί αλλιώς. Εκεί υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν κακά βιβλία, αλλά όσα κερδίζουν την εκτίμηση των μεν ή των δε είναι καλά, αλλά τίποτα παραπάνω.
Συμφωνώ ότι κάτι συνταραχτικό, κάτι που να δείξει ότι ταράζονται τα νερά και ότι ξεφεύγουμε από μια μίζερη μυθιστορηματική παράδοση δεν έχουμε δει (μου έρχονται στο νου καμιά δυο εξαιρέσεις).
Συμφωνώ επίσης και με τα κριτήρια κριτικών και κοινού. Οι πρώτοι “μπορεί να προτιμούν βιβλία με περισσότερο υπαινικτική γλώσσα, περισσότερες διακειμενικές αναφορές, πιο σύνθετη αφηγηματική δομή.”, ενώ ο μέσος αναγνώστης “προτιμά βιβλία άμεσης συγκίνησης, με χαρακτήρες που προσφέρονται για ταύτιση κ.λπ.”. Στην ουσία συμβαίνει –όχι βέβαια πάντα- το επιβιώσιμο βιβλίο να διαφέρει από το απολαυστικό κι έτσι, όπως λίγα κλασικά βιβλία διαβάζονται από το ευρύ κοινό, έτσι και λίγα από τα σημερινά «καλά», που θα επιβιώσουν στα βιβλία αναφοράς, θα διαβάζονται και διαχρονικά (εκτός αν μεσολαβήσει η εκπαίδευση, γίνουν ταινία… και καταξιωθούν και στη συνείδηση περισσότερων). Ο Σαρτρ λέει ότι “το κακό μυθιστόρημα είναι εκείνο που επιδιώκει να αρέσει κολακεύοντας τον αναγνώστη, ενώ το καλό είναι γεμάτο απαιτήσεις και δηλώνει την εμπιστοσύνη του σε αυτόν” (Jean-Paul Sartre, Τι είναι λογοτεχνία;, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 90).
Πατριάρχης Φώτιος
14.1.2006

Thursday, January 11, 2007

Nespresso: Δημητρακάκη

Α. Δημητρακάκη, “Το μανιφέστο της ήττας”

Μετά την “Αντιθάλασσα” με τους γόνιμους πειραματισμούς στη μορφή και τον αποπροσανατολισμό στο περιεχόμενο, η Δημητρακάκη ξαναέρχεται με άλλο ένα κοσμοπολίτικο βιβλίο, που θυμίζει τον “Παλιόκαιρο” της Αμ. Μιχαλοπούλου. Επειδή στη συνείδησή μου μοιράζονται τα υπέρ και τα κατά, θα τα καταγράψω προσπαθώντας να τα σταθμίσω στη σύγκρισή τους:
Υπέρ:
- προμελετημένη δομή, που τηρεί τη βασική ιστορία αλλά ανακατεύεται με συχνές αναχρονίες
- παρένθετες ιστορίες, οι οποίες ξεφεύγουν από τον βασικό κορμό αλλά κερδίζουν τον αναγνώστη σαν μικρές παραβολές
- έξυπνο μεταμοντέρνο παιχνίδι με την αφηγήτρια, την ηρωίδα και τέλος τη συγγραφέα
- ανασφάλεια και υποκειμενικότητα αφηγήτριας που δεν προβάλλει ως παντογνώστρια, που λόγω του κοσμοπολιτισμού και της δυναμικότητάς της θα ήξερε τα πάντα και θα επέβαλλε τη γνώμη της στην αφήγηση
- σύλληψη ενός διανοητικού παιχνιδιού που το παίζουν τα πρόσωπα του μυθιστορήματος
Κατά:
- αναντιστοιχία προθετικότητας της συγγραφέως και της πληροφορητικότητας του κειμένου. Ο πολλά διαφημισμένος φασισμός που θέλει η Δημητρακάκη να καταγγείλει εξαερώνεται μέσα στο νεανικό παιχνίδι
- κακή αποτύπωση της ψυχολογίας των ηρώων, οι οποίοι δεν αντιδρούν φυσιολογικά στον εγκλεισμό τους (αποδεχόμενοι την ήττα τους;)
- εμμονή στο εύκολο σεξ και λιγότερο στα ναρκωτικά, σαν μια μόδα συνηθισμένη μεταξύ των νέων και γι’ αυτό αποδεκτή
- αυτοβιογραφικά στοιχεία που δείχνουν εμμονές
- μερικά μικρά λάθη στη χρήση της ελληνικής γλώσσας που ξέφυγαν και από τον επιμελητή

Ελπίζω να μην έφτασε η Δημητρακάκη στην κορύφωσή της με την «Αντιθάλασσα» και τώρα να στασιμοποιείται ή να εξαντλείται ξεθυμαίνοντας.
Πατριάρχης Φώτιος
11.1.2007

Saturday, January 06, 2007

Φρουτοσαλάτα: ανασκόπηση 2006

Ανασκόπηση βιβλιοπαραγωγής 2006

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ
Με αξιόλογα βιβλία που να συνδυάζουν το τερπνόν μετά του ωφελίμου.
Η σκέψη μας για να παρουσιάσουμε τη χρονιά που πέρασε πήρε την εξής μορφή· ένας κατάλογος με όσα λογοτεχνικά έργα διαβάσαμε και δίπλα δύο βαθμοί με ΑΡΙΣΤΑ το 10:
1) ο πρώτος αναφέρεται στη βαθμολογία που θα έπαιρνε –πάντα κατά την υποκειμενική μας γνώμη- μακροπρόθεσμα στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας (αξιολόγηση με βάση έναν συνεχώς διαμορφούμενο Κανόνα: όσο πιο μεγάλος είναι ο βαθμός τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει να επιβιώσει)
2) ο δεύτερος αναφέρεται στη βαθμολογία που θα έδινε ένας μέσος αναγνώστης που νοιάζεται πρώτα για την απόλαυση που πηγάζει από το εκάστοτε βιβλίο.

Π. Αγαπητός, “Ο χάλκινος οφθαλμός” 6 / 8
Ν. Αναστασέα, “«Επικράνθη» διά χειρός Αλέξη Ραζή” 4 / 4
Αρ. Αντονάς, “Ο χειριστής” 7 / 2
Ν. Βλαντής, “Writersland. Το νησί των συγγραφέων” 6 / 8
Μ. Βουράκης, “Φάδερ ημών” 5 / 9
Αντ. Δημητρακάκη, “Το μανιφέστο της ήττας” 6 / 7
Ρ. Γαλανάκη, “Αμίλητα βαθιά νερά” 8 / 7
Ελ. Γιαννακάκη, “Το χερουβείμ της μοκέτας” 9 / 3
Π. Γιαννακουδάκης, “Απολεσθέντα αντικείμενα” 6 / 6
Β. Γκουρογιάννης, “Από την άλλη γωνία” 7 / 7
Γ. Γλυκοφρύδης, “Ο επιβάτης” 7 / 7
Μ. Ελευθερίου, “Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές” 6 / 7
Δ. Καλαβρής, “Άγγελος τιμωρός” 7 / 6
Θ. Καλλιφατίδης, “Στο βλέμμα της” 7 / 7
Ιωάν. Καρυστιάνη, “Σουέλ” 7 / 7
Δ. Κολλιάκου, “Θερμοκρασία δωματίου” 7 / 6
Μ. Κοντολέων, “σχεδόν έρωτας” 4 / 5
Ν. Κουνενής, “Ω του θαύματος” 7 / 8
Π. Μάρκαρης, “Βασικός μέτοχος” 7 / 9
Π. Μαρτινίδης, “Ο Θεός φυλάει τους άθεους” 5 / 8
Μ. Μιχαηλίδης, “Νυχτερινή διαδρομή” 5 / 6
Τ. Μιχαηλίδης, “Πυθαγόρεια εγκλήματα” 6 / 8
Αθ. Μπασιούκα, “Ο φόνος είναι μια εύκολη υπόθεση” 6 / 7
Γ. Μπράμος, “Άσπρα γένια” 7 / 8
Τ. Νικηφόρου, “Η εξαίσια ηδονή του βιασμού” 5 / 6
Σ. Νικολαΐδου, “Ο μωβ μαέστρος” 6 / 7
Β. Παγκουρέλης, “Ένα κρανίο για τον Γιόρικ” 6 / 7
Αργ. Παυλιώτης, “Το επικηρυγμένο πρόβλημα” 7 / 8
Β. Πεσμαζόγλου, “Τυφλό σύστημα” 4 / 6
Γ. Ράγκος, “Η στάση του εμβρύου” 6 / 7
Σ. Σερέφας, “Θα γίνω ντιζέζ” 6 / 7
Γ. Σκαμπαρδώνης, “Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου” 8 / 8
Γ. Σκούρτης, “Μανιφέστο” 6 / 8
Π. Τατσόπουλος, “Η καλοσύνη των ξένων” 7 / 8
Σ. Τριανταφύλλου, “Κινέζικα κουτιά” 6 / 6
Τ. Χατζητάτσης, “Μονόξυλο στο ποτάμι” 5 / 5

Άλλη αίσθηση, όπως φαίνεται, έχει ο μέσος αναγνώστης, του οποίου οι προτιμήσεις φαίνονται στα ευπώλητα κάθε εφημερίδας, κι άλλη η ματιά που κοιτάζει κάθε έργο στο πλαίσιο της διαχρονικότητας. Ο Κούρτοβικ στα σημερινά Νέα και η Θεοδοσοπούλου στη Βήμα κατέγραψαν όσα η περσινή χρονιά έφερε και φυσικά στην καταγραφή τους εμπεριέχεται και η αξιολόγηση. Ο χρόνος θα δείξει πόσο οι εκ κοντινής αποστάσεως εκτιμήσεις θα βγουν αληθινές.
Οι αναλυτικότερες σκέψεις μας για κάθε βιβλίο έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σ' αυτό το blog -δυστυχώς όχι για όλα- και κάθε αντίρρηση τόσο για τον βαθμό όσο και για τις απόψεις μας είναι ευπρόσδεκτες.

Πατριάρχης Φώτιος
6.1.2007