Tuesday, August 01, 2006

Γιαούρτι με φρούτα

Θαυμάζω ώρες ώρες τον Δ. Κούρτοβικ, ο οποίος –όταν δεν θολώνει από την εμπάθεια- πείθει ότι έχει κριτική στόφα και μπορεί να ανακαλύπτει πολλές από τις κρυμμένες και μη αρετές του κειμένου. Στο φύλλο των Νέων της 29-30 Ιουλίου καταφέρνει να συλλάβει και να παρουσιάσει με επιτυχία την πίσω όψη του υφάσματος του μυθιστορήματος της Ελ. Γιαννακάκη “Τα χερουβείμ της μοκέτας”. Κατά τον Κούρτοβικ, η πανεπιστημιακός από την Αγγλία υπονομεύει τα μυθιστορήματα γυναικείας γραφής με τη ζοφερή πλευρά της καθημερινότητας. Η ηρωίδα της Γιαννακάκη ολοκληρώνεται μέσα από τον μονόλογό της και φαίνεται πόσα μπορεί να κάνει ο απλός άνθρωπος για να υπερασπιστεί την κατακτημένη του κοινωνική επιτυχία.

Πατριάρχης Φώτιος
29.7.2006

Φρουτ-παντς

Ενδολογοτεχνική μετάφραση

Κάποτε ήμουν απόλυτα αρνητικός. Τώρα προσπαθώ να καταλάβω τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών.
Και διατυπώνω το εξής ερώτημα στον εαυτό μου ως δικηγόρος του διαβόλου: παλιότερα τέθηκε και απαντήθηκε θετικά το ερώτημα αν μπορούμε να μεταφράζουμε τους αρχαίους. Φυσικά το ίδιο ισχύει και για τους Βυζαντινούς. Η απορία μου τώρα είναι: μέχρι ποια χρονική στιγμή της νεοελληνικής λογοτεχνίας (πρωτονεοελληνικά, κρητική αναγέννηση, μεταβυζαντινά, 19ο αιώνα…) μπορούμε -υπό προϋποθέσεις βέβαια- να μεταφράσουμε;
Ερώτημα της άλλης πλευράς: είναι δυνατόν η μετάφραση να εξοβελίσει το πρωτότυπο ή είναι ένα τέχνασμα για να την πουλήσουμε στο λογοτεχνικό κοινό του 2006 και το 2007 θα έχει εξαφανιστεί;

Πατριάρχης Φώτιος
28.7.2006

Παγωμένη σοκολάτα

Η είδηση από τη σημερινή Ελευθεροτυπία: Ο διευθυντής της Κομεντί Φρανσέ δεν ανανέωσε τη θητεία του, επειδή είχε κόψει το έργο του Π. Χάντκε από το πρόγραμμα παραστάσεων, διότι ο συγγραφέας είχε παραστεί στην κηδεία του Μιλόσεβιτς. Ι) Πότε επιτέλους θα αποδεσμευτεί ο συγγραφέας από το έργο του; Πάμπολλοι συγγραφείς θα κρίνονταν αρνητικά για τις πολιτικές, θρησκευτικές ή ιδεολογικές του θέσεις (π.χ. ο Χάμσουν ήταν φιλοναζιστής κ.λπ.) αλλά τα έργα τους ακολουθούν τη δική τους πορεία. ΙΙ) Ως πότε οι όποιοι σχετικοί ή άσχετοι θα ασκούν λογοκρισία σε πολιτισμένες κοινωνίες, όπως η Γαλλία, και θα γίνονται ανεκτοί, επειδή συντονίζονται με το politically correct της εκάστοτε εποχής;


Πατριάρχης Φώτιος
28.7.2006

Χυμός σαγκουίνι

Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ
Μέρος 2ο

Ας το πούμε αλλιώς: η πολλαπλότητα και η ανισότητα των νόμων της λογοτεχνίας είναι τόσο μεγάλη, ώστε να καθίσταται μεν δυνατό να υπαγάγουμε μεμονωμένους από αυτούς σε μια κοινή έννοια ευταξίας (και η φορμαλιστική θεωρία έκανε μεγάλες προσπάθειες σε αυτό), ποτέ όμως δεν είναι εφικτό να συλλαμβάνουμε την ολότητά τους σε ενιαία αιτιακή, γενετική, ακολουθία. Με αυτόν τον περιορισμό, η κριτική εξακολουθεί να έχει φιλοδοξίες εγκυρότητας, όχι όμως με απόλυτη λογική απαίτηση εξουσίας, αλλά με έναν γνώμονα ο οποίος την εξυπηρετεί ως ώθηση και οδοδείκτης σε όλες της τις διερευνήσεις. Προϋποθέτει λοιπόν μια νομοτέλεια, μια «φύση του λογοτεχνικού», η οποία είναι μεν ενδεχομενική, αλλά αναγνωρίζει αυτήν τη νομοτέλεια «για το καλό της».

Οπωσδήποτε σε αυτήν την τυπική σκοπιμότητα της κριτικής (δηλαδή στην προσπάθειά της να συγκροτηθεί ως συνεχής ερμηνεία όλων των κατ’ εξαίρεση νόμων και μορφών της λογοτεχνικής δημιουργίας) δεν λαμβάνει, ούτε θεμελιώνει μια θεωρητική γνώση. Μόνο κατασκευάζει, κρίνει και διερευνά έναν αφηγηματικό μίτο. Ως δογματικό σύστημα, η κριτική δεν αποκτά εδώ (ως εξατομικευμένη βιβλιοκριτική) νέο περιεχόμενο. Οι συνταγματικές αποφάνσεις με τις οποίες συνήθως εργάζεται (ότι το νόημα επιλέγει πάντα τον συντομότερο δρόμο, ότι η λογοτεχνία δεν κάνει τίποτε εις μάτην, ότι δεν ανέχεται άλματα, ότι, μολονότι πλούσια σε είδη, είναι φτωχή σε γένη… κ.λπ.) δεν είναι απόλυτοι προσδιορισμοί της ουσίας της (του εκάστοτε περιεχομένου), όσο αφετηριακές συναρτήσεις της ίδιας της a priori κριτικής ικανότητας.

Αυτός ο κυρίαρχος νόμος στον οποίο υπάγεται κάθε στοιχείο του έργου, ήδη από την πρωταρχική του μορφή, εμφανίζεται εδώ ως ο απριορικός ρυθμιστής εκείνης της συνάφειας και της μακάριας συμφωνίας που αναγνωρίζουμε με θαυμασμό στο επιτυχημένο έργο και που αρνούμαστε τελεσίδικα από κείνο που αποτυγχάνει να μας ανταμείψει.

Πολλοί γράφουν για τη λογοτεχνία με το άλλοθι της «αυθόρμητης γνώμης», χωρίς να γνωρίζουν ότι αυτή η αφετηριακή, καταγωγική αυθεντικότητα είναι ανύπαρκτη. Και το μόνο που κατορθώνουν επιδιώκοντας το «δήθεν αυθεντικό», είναι να αποκαλύπτουν την κοινοτοπία μιας τρέχουσας εντύπωσης.

Κάτια
27-8-2006

Γλυκό νεράντζι

Ας δούμε πειραματικά ποιους επιλέγουν οι εφημερίδες να γράψουν για την πεζογραφία. Ξεκινάμε ενδεικτικά από Τα Νέα:

-Μανόλης Πιμπλής (κριτικός λογοτεχνίας)
-Σοφία Νικολαΐδου (φιλόλογος-συγγραφέας)
-Μικέλα Χαρτουλάρη (δημοσιογράφος-κριτικός λογοτεχνίας)
-Πέτρος Τατσόπουλος (συγγραφέας)
-Μιχάλης Μιχαηλίδης (συγγραφέας)
-Τάσος Χατζητάτσης (οδοντίατρος-συγγραφέας)
-Βασίλης Πεσμαζόγλου (συγγραφέας)
-Λάκης Προγκίδης (εκδότης περιοδικού)
-Εύη Λαμπροπούλου (συγγραφέας)
-Τάκης Θεοδωρόπουλος (συγγραφέας)
-Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου (καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας)
-Ευριπίδης Γαραντούδης (επίκουρος καθηγητής Νεοελ. Φιλολογίας)
-Δημοσθένης Κούρτοβικ (κριτικός λογοτεχνίας)

Πρώτες παρατηρήσεις:
Υπάρχει μια σταθερή ομάδα που έχει κύρος και κριτική σκέψη (ξεχωρίζω τη Χαρτουλάρη και τον Κούρτοβικ)
Καταθέτουν το όνομά τους αλλά κυρίως την κατάρτισή τους οι πανεπιστημιακοί (Αμπατζοπούλου και Γαραντούδης)
Υπάρχουν κάποιοι σταθεροί συντελεστές του χώρου που θεωρούνται έμπειροι (Τατσόπουλος, Πεσμαζόγλου, Προγκίδης, Θεοδωρόπουλος)
Τσοντάρουμε και δυο τρεις αυτοονομαζόμενους “κριτικούς”, συγγραφείς που πουλάνε αέρα γράφοντας κριτικές (ο Χατζητάστης όταν κρίνει έναν φιλολογικό τόμο για τον καθηγητή Π. Μουλλά, ο Μιχαηλίδης που γράφει την υπόθεση του Στόλεσεν και εσχάτως η Λαμπροπούλου, σχεδόν… συγγραφέας και καθόλου κριτικός)
Τελικά πώς συντίθεται η ομάδα των κριτικών μιας εφημερίδας και πότε επιτέλους θα μιλάνε οι ειδικοί και όχι οι αυτόκλητοι εμπειριστές;


Πατριάρχης Φώτιος
22.07.2006

Χυμός μήλο

Οι εκδόσεις Πόλις έχουν ανανεώσει σθεναρά το τοπίο στη λογοτεχνία. Και το λέω αυτό χωρίς φόβο να με θεωρήσουν διαπλεκόμενο (δεν έχω εκδώσει σε κανέναν εκδοτικό οίκο τίποτα ούτε γνωρίζω κανέναν από τις εκδόσεις Πόλις). Μερικά βιβλία της παγκόσμιας πεζογραφίας που έφεραν μεταφρασμένα για το ελληνικό κοινό αξίζουν αφάνταστα:

- Πέρσιβαλ Έβερετ, Αμερικάνικη έρημος

- Άντριου Κρούμι, Μόμπιους Ντικ

- Μάρκ Ντανιελέφσκι, “Σπίτι από φύλλα”

- Γκούναρ Στόλεσεν, “Δικός σου, ως το θάνατο”

Εξίσου σημαντική είναι η προσπάθειά τους στον χώρο της μελέτης της λογοτεχνίας με τα έργα της Α. Καστρινάκη για τη δεκαετία 1940-1950 και της Κ. Κοτζιά για την περίοδο 1930-1974.

Να συνεχίσουν έτσι, ώστε να απολαμβάνουμε και στο μέλλον τις επιλογές τους.

Πατριάρχης Φώτιος

21.07.2006

Στρατσατέλα

Στην εφημερίδα “Καθημερινή” διεξάχθηκε σήμερα (16.7.2006) ένας γονιμότατος διάλογος για τη σχέση κριτικής και ποίησης. Δυο τρία σχόλια στα πολύ ενδιαφέροντα που γράφτηκαν:
Όντως η κριτική πρέπει να ασχολείται με το έργο και όχι με το πρόσωπο (Ν.Γ. Ξυδάκης)· το πρόβλημα ξεκινάει από τη στιγμή που οι νέες φουρνιές συγγραφέων πουλάνε πέρα από τα βιβλία τους και το προφίλ τους.
Η αριστερή κριτική –και γενικότερα η κριτική που κρίνει a priori με βάση την ιδεολογία- είναι πλέον ξεπερασμένη. Η γνώμη της Ι. Καρυστιάνη σ’ αυτό το σημείο θυμίζει τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, οπότε οι κριτικοί έκριναν κομματικά και βάσει συγκεκριμένων προκατασκευασμένων αντιλήψεων.
Η Τ. Δημητρούλια έχει σαφή αυτεπίγνωση των ιδιοτήτων του κριτικού. Αντιλαμβάνεται πως ο καλός κριτικός οφείλει να είναι επαρκής αναγνώστης (ενημερωμένος και καταρτισμένος), επικεντρώνεται στο έργο και όχι στον βίο και κρίνει με βάση ενδολογοτεχνικά κριτήρια. Απλώς δεν συνειδητοποιεί ότι η κριτική πλέον χρειάζεται κατάρτιση, θεωρία λογοτεχνίας και άλλα μεθοδολογικά εργαλεία. Επομένως, ο κριτικός πλέον δεν μπορεί να είναι εμπειρικός βιβλιαναγνώστης αλλά καταρτισμένος θεωρητικός.

Πατριάρχης Φώτιος
16.07.2006